21 Δεκ 2020

η τελική μετάλλαξη του κορονοϊού

 Σήμερα λοιπόν, ξύπνησα με ένα όνειρο που θα μπορούσε να είναι και πραγματικό, με μια σκέψη που βασάνισε ολόκληρη τη νύχτα το μυαλό μου, μια σκέψη που είπα να την βάλω σε λέξεις, που ίσως να σώσουνε τον κόσμο από την τρέλλα που έχει πήξει την ατμόσφαιρα.

Πάμε λοιπόν.

Σε μια ασιατική χώρα ζει μια επιστήμων βιολόγος, με ελληνική καταγωγή φυσικά, η Ρίκα Κρις, η οποία έβαλε στόχο να βρει τη λύση στο πρόβλημα των κορονοϊών και όχι απλώς μια κάποια λύση, αλλά την καλύτερη λύση, και τη βρήκε! 

Μετά από πειράματα που κράτησαν μια δεκαετία περίπου, ένα πρωΐ, μετά από κάποιο όνειρο καθώς φαντάζομαι, δοκίμασε να στάξει λίγες σταγόνες από χυμό αβοκάντο στον πειραματικό σωλήνα όπου φύλαγε το πρόσφατο απόθεμα κορονοϊών. Κατόπιν, πήγε στη βεράντα κι άπλωσε την αρίδα της στην αγαπημένη της πολυθρόνα από μπαμπού. Εκλεισε τα μάτια για μισή ωρίτσα, περιμένοντας το αποτέλεσμα του πειράματός της.

Τη στιγμή που θεώρησε ότι ο χυμός του αβοκάντο ίσως να είχε αντιδράσει κάπως με αυτά τα σιχαμένα πλασματίδια, που ούτε πλασματίδια μπορούσε να τα πει κανείς, μια και αποτελούν ιδιαίτερη κατηγορία ειδών στον πλανήτη, επειδή ούτε ζώα είναι ούτε φυτά, σηκώθηκε από το προσωρινό χουζούρεμα, άνοιξε την πόρτα του εργαστηρίου και τι να δει! Οι μικροσκοπικοί κορονοϊοί, οι εντελώς αόρατοι και μυστηριώδεις, είχαν αποκτήσει ένα μέγεθος ικανό ώστε να διακρίνονται πλέον πεντακάθαρα: είχαν γίνει σαν χρωματιστοί βώλοι, σαν γκαζές μάλλον, επειδή γυαλίζαν κιόλας στις ακτίνες του ήλιου.

Η Ρίκα Κρις, ξετρελλάθηκε κι άρχισε να χοροπηδάει από τη χαρά της! Ενα Νόμπελ τουλάχιστον το είχε στην τσέπη, χώρια οι διάφορες άλλες διακρίσεις. Αυτά όμως θα ερχόντουσαν αργότερα, έδιωξε τις εγωϊστικές σκέψεις και στρώθηκε στη δουλειά. Επρεπε να συντάξει το συνοδευτικό άρθρο όπου θα εξηγούσε τη μέχρι τώρα εργασία της, όλο το σκεπτικό, το πώς, πότε και γιατί, όλα αυτά που κάνουν τους επιστήμονες να ανακαλύπτουν καινούργια πράγματα. 

Παράλληλα, θα έπρεπε να εξετάσει αν η ανακάλυψή της ήταν πραγματικά χρήσιμη για την ανθρωπότητα, βεβαίως. Αν ήταν άχρηστη ή, ακόμα χειρότερα, βλαβερή, δεν θα έβγαζε κιχ, που λένε, θα έθαβε το αποτέλεσμα σε βάθος τέτοιο που να μη την έβρισκαν οι έλικες της φαιάς ουσίας του εγκεφάλου της στον αιώνα τον άπαντα!

Φόρεσε γάντια και μάσκα και, παράτολμα φερόμενη, βούτηξε τα δάχτυλα του αριστερού της χεριού -ήταν αριστερόχειρας, βλέπεις- στο μπολ με τις φαινομενικές γκαζές. Ανάδευσε απαλά και ξεχύθηκαν υπέροχα αρώματα! Γνώριζε καλά από αρώματα η Ρίκα, επειδή η πρώτη της δουλειά στην Ασία ήταν σε εργοστάσιο παραγωγής αρωμάτων. Ωραία, είπε μέσα της, καλό αυτό, αλλά για να δούμε παρακάτω...

Ετοίμασε διάφορα αντιδραστήρια, ή όπως τις λένε τελοσπάντων αυτές τις μαγικές συσκευές που χρησιμοποιούν οι βιολόγοι για τα πειράματά τους, για να εξετάσει με τη σειρά τι μέρος λόγου είναι αυτά τα σφαιρικά πραγματάκια. Τα μπαλάκια άρχισαν να αποκαλύπτουν σιγά σιγά τα μυστικά τους, στην αρχή τί δεν ήταν: Πρώτα πρώτα, δεν είναι τοξικά, δεν περιέχουν κανένα δηλητήριο, δηλαδή. Αυτό είναι το βασικό, σκέφτηκε η Ρίκα κι έβγαλε τα γάντια.

Εβαλε ένα μπαλάκι στον πάγκο κι άρχισε να το κόβει σε φέτες, να δει τι έχουν μέσα, και βρήκε αέρα! Μάλιστα. Ηταν φούσκες, λοιπόν, δεν ήταν συμπαγή. Αχα! αναστέναξε κι άναψε τσιγάρο. Δεν ήταν συστηματική καπνίστρια, αλλά ένα τσιγαράκι στο τόσο βοηθάει τη σκέψη, αυτή ήταν ανέκαθεν η θεωρία της. Παρακολουθώντας από το ανοιχτό παράθυρο ένα πιθηκάκι να φέρνει τούμπες παίζοντας με μια πλαστική σακκούλα -μα πού βρέθηκε κι αυτή η σακκούλα; θα μάλωνε τον επιστάτη του εργαστηρίου γι αυτό, αλλά αργότερα- έστρεψε για λίγο το βλέμμα προς τον πάγκο.

Αυτό που είδε, την αποσβώλωσε, ήταν εντελώς αναπάντεχο, κόντεψε να μείνει σέκος επιτόπου: ο καπνός του τσιγάρου της πήγαινε φυσέκι κατευθείαν προς το μπολ με τα μπαλάκια! Η ανακάλυψη του αιώνα, μη πω και της χιλιετίας! Τα μπαλάκια απορροφούν τους ρύπους του περιβάλλοντος, αυτό κι αν είναι έκπληξη πια!

Υστερα από αυτές τις ιδιοτητες, το άρωμα και την απορρόφηση των ρύπων, τι θα μπορούσε να την εκπλήξει; Εχοντας αφεθεί σε ονειροπολήσεις πρώτου μεγέθους, το πιθήκι πήδηξε μέσα στο εργαστήριο εξακολουθώντας να παίζει με την πλαστική σακκουλίτσα και, πριν προλάβει να το διώξει, η σακκουλίτσα είχε εξαφανιστεί: την έφαγαν τα κορονοϊομπαλάκια, εκβάλλοντας έναν ήχο μυστηριωδώς απολαυστικό!! 

Η Ρίκα δεν πίστευε στα μάτια, στη μύτη και, μόλις τώρα δα, στα αυτιά της. Οχι μόνο είχε καταφέρει, χάρη στην καλή της τύχη και μόνο, να εξολοθρεύσει τον μεγάλο εχθρό της ανθρωπότητας, αλλά να αποκαλύψει τα μυστικά του προτερήματα, τα ωφελιμότατα για τον πλανήτη και το είδος των ανθρώπων. Μάλιστα. Και όλα αυτά συνέβησαν μετά από ένα εμπνευσμένο όνειρο.

Τελικό συμπέρασμα: Μην υποτιμάμε τα όνειρα!

(συνεχίζεται, όταν μου κάνει ξανά κλικ ή όταν ονειρευτώ τη συνέχεια)

20 Νοε 2020

η Καταστολή, η Πρόληψη και η Ανθρωπιά πάν' κυνήγι

 Το παραμύθι εξαντλείται στον τίτλο του


Παρ' όλ' αυτά, θα προσπαθήσω να του δώσω μια ευκαιρία παραπάνω, μήπως, με τη γλώσσα του παραμυθιού, αυτός ο τίτλος, εκφραστεί καλύτερα.

Μια φορά κι έναν καιρό, ζούσε μια φτωχή κοπέλα που τη λέγαν Ανθρωπιά, σε ένα μικρό καλυβάκι, στο ξέφωτο του δάσους με τα πουρνάρια. Συχνά, ερχόντουσαν δυο επισκέπτριες από τη γειτονική πόλη στο καλυβάκι της, για να την πείσουν ότι είναι καλύτερα να ζει κοντά στον πολιτισμό και ν' αφήσει το δάσος με τ' αγρίμια και τα θηρία, άσε που δεν υπάρχει ηλεκτρισμός στο δάσος, κλπ κλπ, κι άλλα τέτοια της λέγαν για να την παραμυθιάσουνε ν' αφήσει τη βολή της.

Οι επισκέπτριες της Ανθρωπιάς ήταν οι δυο βαθύπλουτες αδελφές, η Καταστολή και η Πρόληψη, οι οποίες ήθελαν με κάθε θυσία ν' αποκτήσουν την Ανθρωπιά και να τη βάλουν στη δούλεψή τους. Δρούσαν μαζί μεν, αν και καθεμιά για λογαριασμό της ήθελε τη φτωχειά κοπέλα, για τούτο κατάστρωναν σχέδια επί σχεδίων πώς να την καταφέρουν να πάει μαζί τους και να την έχουν στη δούλεψή τους. Η Ανθρωπιά βλέπετε, είχε το χάρισμα να εξομαλύνει καταστάσεις, να βρίσκει άλλοθι στα εγκλήματά τους, με αυτό το αγνό βλέμμα που διέθετε να πείθει κάθε δικαστή και κάθε αστυνόμο για την αθωότητα των πάντων. Η Ανθρωπιά ήταν απαραίτητη στις δυο πλούσιες αδελφές.

- Μόνο εγώ μπορώ να πείσω την Ανθρωπιά να έρθει στην πολιτεία, έλεγ' η Καταστολή.
- Λάθος κάνεις αδελφή, εμένα θ' ακούσει πιο εύκολα, έλεγε η Πρόληψη.
- Και γιατί να σ' ακούσει; Τα βιβλιαράκια που της φέρνεις τα διαβάζει καλύτερα μοναχή της, τι να την κάνει την πολιτεία; Ενώ εγώ.. στην ανάγκη, της ρίχνω και ένα μπερντάχι ξεγυρισμένο και να δεις που θά 'ρθει σούρνοντας.
- Μα τι λες τώρα αδερφή; Μαζί με τα βιβλιαράκια που λες, την παραμυθιάζω και με την τεχνολογία, τις εφευρέσεις, την τηλεόραση... τρέχοντας θά 'ρθει, από περιέργεια.

Με τα πολλά, με τη βοήθεια και του ηλεκτρικού ρεύματος που δεν έλεγε να φτάσει καμιά φορά στο δάσος, με την περιέργεια της Ανθρωπιάς να δει επιτέλους τι είναι αυτό που το λένε "τηλεόραση", με κάτι πονάκια που εμφανίστηκαν με την υγρασία, νά'σου τη μια μέρα η Ανθρωπιά στην πόλη! Και πού να πάει; Πήγε γραμμή στο πλουσιόσπιτο των κοπελούδων που εγνώριζε.

Η αλήθεια είναι πως ο τρόπος της Πρόληψης είχε πιάσει τόπο. Δεν νομίζω ότι η Ανθρωπιά θα υπάκουε στη βία που πρότεινε η Καταστολή.

Τελοσπάντων, βρεθήκανε και οι τρεις μαζί στην πόλη και πήγαιναν σινεμά, πήγαιναν θέατρο, πήγαιναν στα μπουζούκια, πήγαιναν στο Μέγαρο, πήγαιναν σε εκθέσεις, κάποια στιγμή βαρέθηκαν, ψώνισαν τρία όπλα κυνηγετικά, γράφτηκαν στον κυνηγετικό όμιλο της πολιτείας, κι ένα πρωί ξεκίνησαν να πάν κυνήγι. Πού αλλού θα πήγαιναν; Στο δάσος με τα πουρνάρια φυσικά. Η Ανθρωπιά τα ήξερε απέξω κι ανακατωτά τα κατατόπια του.

Είχανε πάρει μαζί και κάτι μεγάλες τσάντες και μαχαιράκια μικρά για να μάσουν χορταράκια.

- Αφού θα μάσουμε χόρτα, τι τα θέλουμε τα όπλα; ρώτησε η Ανθρωπιά.
- Ε, και πώς θα κυνηγήσουμε χωρίς όπλα; είπαν οι δυο αδελφές.

Η Ανθρωπιά δεν ήξερε τι θα πει κυνήγι, τα όπλα τα ήξερε για σκοποβολή, έτσι αυτό κατάλαβε, ότι "κυνήγι σημαίνει σκοποβολή".

Στο δάσος μέσα έγινε το έλα να δεις. Οι αδερφές βάλαν στο σημάδι την Ανθρωπιά που μάζευε χόρτα, εκείνη δεν ήξερε από ποια να πρωτοφυλαχτεί, από την Καταστολή ή από την Πρόληψη; Κι οι δυο τους, σαν μανιακές ήθελαν το τομάρι της Ανθρωπιάς.

Γιατί η Ανθρωπιά δεν είναι ακέρια παρά μονάχη της. Ούτε Πρόληψη ούτε Καταστολή φέρνουν αληθινή Ανθρωπιά. Μια Ανθρωπιά γιαλαντζί φέρνουν, ένα περίβλημα Ανθρωπιάς, ένα πουκάμισο αδειανό -που λέει κι ο Ποιητής- και όποιος έχει καταλάβει, κατάλαβε.

_______________

ΣΗΜ. μεταφορά απο εδώ:  http://rodiat5.blogspot.com/2006/11/blog-post_116482099358954387.html

18 Νοε 2020

παρελθόν, παρόν, μέλλον

 ατενίζοντας το μέλλον με αισιοδοξία και το παρόν με ουσιοδοξία, το παρελθόν ξεμένει ανοστάλγητον

τιμή στους άγνωστους

 εγκαινιάζω σήμερα ένα καινούργιο tag (=ετικέττα): τα "τσιτάτα"

1. Τιμή στους άγνωστους: αντιστέκονται, πολεμάνε, σκοτώνονται, βασανίζονται, δολοφονούνται, χάνονται, άγνωστοι μεταξύ αγνώστων. Μετά, στο δρόμο που ανοίχτηκε, έρχονται οι γνωστοί να γράψουν στα μέτρα τους την Ιστορία.

18 Οκτ 2020

πώς μια γυναίκα κρατάει έναν άντρα

 

Η κυρία Ερμιόνη, Ερη για τον κύκλο της στα Β.Π., έμαθε ότι ο (υψηλά ιστάμενος) σύζυγος την απατά με την (ωραιοτάτη) σύζυγο του γερμανού πρέσβη και έλαβε τα μέτρα της. Την ημέρα της δεξίωσης στην εν λόγω πρεσβεία, όπου ήταν επίτιμος καλεσμένος ο σύζυγος, έχωσε όλα τα πουκάμισα μαζί με τις γραβάτες του λατρευτού της στο πλυντήριο και βούλιαξε όλα του τα κοστούμια στο ζεματιστό νερό της μπανιέρας. 
 
Οταν ο σύζυξ σηκώθηκε από τη μεσημεριανή του σιέστα (είχε ξαπλώσει ολίγον τι για να φρεσκάρει το δέρμα του προσώπου) άνοιξε τα ντουλάπια του ντρέσσινγκ-ρουμ για να διαλέξει τα κατάλληλα ρούχα, αλλά τα βρήκε άδεια. Αφαντα τα κοστούμια, άφαντες οι γραβάτες, άφαντα τα ωραία του πουκάμισα. Η πρώτη του σκέψη ήταν ότι μάλλον θα είχαν έρθει τα κοστούμια απο το καθαριστήριο και δεν θα πρόλαβε η αγαπημένη του συμβία να τα τακτοποιήσει. 
 
Τα πουκάμισα υπέθεσε ότι θα βρίσκονταν στο σιδερωτήριο και εζήτησε από την υπηρεσία να του φέρει δυο τρία να διαλέξει. Για τις γραβάτες δεν εύρισκε εξήγηση. 
 
"Πού είναι τα ρούχα μου;" ρώτησε την κοπέλα, που δήλωσε πανικόβλητη ότι δεν εγνώριζε τίποτε απολύτως. "Πού είναι η κυρία σου;" ξαναρώτησε λαβαίνοντας την απάντηση "είπε ότι πηγαίνει στους γονείς της, κύριε". Ο υψηλά ιστάμενος κύριος μπήκε στο λουτρό και, αντικρύζοντας τη μπανιερα, κόντεψε να πάθει αποπληξία. 
 
Ακουσε τον γνώριμο θόρυβο από το δωματιάκι του πλυντηρίου, άνοιξε την πόρτα και είδε να στροβιλίζεται μέσα στο χρήσιμο αυτό μηχάνημα ένα πολύχρωμο σμήνος ρούχων. "Αποκλείεται να είναι αυτά τα πουκάμισά μου" σκέφτηκε και, αφού σταμάτησε την πλύση, άνοιξε το πλυντήριο ανακαλύπτοντας ότι, όντως, αυτά ήταν τα πουκάμισά του που είχαν μπερδευτεί με τις γραβάτες. 
 
Μια περιουσία ρούχα κατεστραμένη, δηλαδή. Βγήκε με τα σώβρακα στο καθιστικό, αγνοώντας τα μάτια της καμαριέρας, της μαγείρισας και του σωφέρ που τον κοίταζαν σαν εξωγήινο. Τηλεφώνησε στα πεθερικά του "α, εσύ είσαι αγάπη μου; τα ρούχα σου τα βρήκες;" άκουσε τη φωνή της γυναίκας του να τον ρωτά και "ναι, μωράκι μου, τα βρήκα" της απάντησε. Εκτοτε, το ζεύγος ζει μέλι-γάλα, κάτι σαν μήνα του μέλιτος διαρκείας.
____________________

ΣΗΜ.1. Η ιστορία είναι αληθινή, μου τη διηγήθηκε η ίδια η Ερη θέλοντας να με συμβουλέψει πώς μια γυναίκα κρατάει έναν άντρα εξαρτημένον από τα καλοσιδερωμένα πουκάμισα. Σημειώνω ότι η περιουσία και η θέση του υψηλά ιστάμενου συζύγου, ήταν εξασφαλισμένη απο τον πεθερό του. Αρα, η συμβουλή της Ερης είναι μάλλον άκυρη: δεν αρκούν τα πουκάμισα!
ΣΗΜ2. Τα ονόματα δεν έχουν καμμία σχέση με τα πραγματικά.

14 Οκτ 2020

τι τρέχει;

Εκλεισα τον υπολογιστή και πήγα για ύπνο. Πριν κοιμηθώ, αυτόν τον καιρό ξαναδιαβάζω ολίγη Οδύσσεια. Πάνω που θα μ' έπαιρνε ο ύπνος, ακούω φασαρία, σηκώνομαι να δω τι τρέχει και βλέπω να έχει ανοίξει η τιβί και να παίζει. Κλείνω την οθόνη, αλλά εξακολουθεί να ακούγεται ήχος. Τραβάω την πρίζα και ξαναπέφτω να κοιμηθώ, αλλά σε λίγο η φασαρία ξαναρχίζει. Ξανατρέχω να δω τι συμβαίνει και, αυτή τη φορά είναι το ραδιόφωνο που παίζει κάτι στη διαπασών. Το κλείνω, αλλά αυτό επιμένει. Τραβάω την πρίζα και στοπ. Πάω στην κουζίνα για λίγο νερό, να δώσω χρόνο μην ανοίξει και τίποτ' άλλο, και πάλι για ύπνο. Αμ δε! αυτή τη φορά παίζει το πλυντήριο που δεν είναι στην πρίζα, άνοιξε κι ο απορροφητήρας από μόνος του, το λαμπάκι του φούρνου αναβοσβήνει ρυθμικά, από το πισί ακούγονται ταυτόχρονα μερικά κομμάτια από γιουτούμπ, η τιβί και το ραδιόφωνο ξαναπαίζουν τα δικά τους, ελέγχω τις πρίζες, είναι όλες βγαλμένες, και, πάνω που αναρωτιέμαι τί στο καλό τρέχει, ξύπνησα!

__________________

ΣΗΜ. γράφτηκε 14 Οκτ. 2018 στο f/b

9 Οκτ 2020

ατους Αμπελοκήπους

περνούσε τρέχοντας απέναντι, εκτός διαβάσεων, γκρι φουστάνι κολλητό με μαύρο μπολερό, μαλλί καστανό λαμπερό προς κόκκινο, κατέληξε σε πόρτα μιας από τις καινούργιες πολυκατοικίες των Αμπελοκήπων. Εχουν περάσει πάνω από 60 χρόνια, παιδακι ήμουν και η εικονα με στοιχειώνει. Γιατί έτρεχε εκείνη η καλοντυμένη γυναίκα ανάμεσα στα αυτοκίνητα, με κίνδυνο της ζωής της;

4 Οκτ 2020

έξω από την Τράπεζα

φόραγε σορτσάκι και οι ξασπρουλιάρικες γάμπες του, ελαφρώς καμπυλωμένες προς τα μέσα, ομολογούσαν τη δειλία αλλά και την εμμονή του με την τάξη, πράγμα που επιβεβαίωσε η προσοχή του προς την πόρτα ασφαλείας της Τράπεζας: την άγγιζε ίσαμε να βεβαιωθεί ότι έκλεισε πίσω του.

3 Οκτ 2020

παραποίηση Larry Cool

 ΗΜΕΡΑ ΟΥΡΑΚΟΤΑΓΚΩΝ

.
.
Στέκομαι στην κορφή ενός βουνού και περιμένω τη Ζωή
.
Ενα φίδι προβάλλει από τα φυλλώματα,
φτύνοντας άπειρα κουκούτσια
.
«Ο χρόνος σου αρχίζει Ροδιά»
.
«Πατέρα, εσύ;!» κραυγάζω εναγωνίως
»πές μου τουλάχιστον τι θα γίνω όταν γεννηθώ;»
.
Αρχίζει να μετράει τα κουκούτσια,
κι ο χρόνος τρέχει ασταμάτητα
.
εμφανίζονται χαρτιά, ζωγραφιές και ποιήματα
.
γίνομαι γυναίκα, γριά καί σλούρπ..!
καταβροχθίζοντας όλα αυτά, σκορπίζομαι στον κόσμο.
.
.
.
Ειμαι η μέρα που κυοφορεῖ καινούργιους κόσμους
.
Οι ουρακοτάγκοι ξυπνούν στα κλαδιά τους
.
τρεις κυνηγοί γεμίζουν τα τουφέκια τους
.
στις οπλισμένες κάννες τους έχουν πυγολαμπίδες.
 
 
το αληθινό ποίημα του Λάρρυ:
 
 
ΝΥΧΤΑ ΠΥΓΟΛΑΜΠΙΔΩΝ
.
.
Κάθομαι σ’ ἕνα παραλιακό καφενεῖο καί περιμένω τόν Θάνατο
.
Μιά ὡραία γυναίκα προβάλλει ἀπά τά κύματα,
κρατῶντας μία κλεψύδρα
.
«Ὁ χρόνος σου τελείωσε Λάρρυ»
.
«Μητέρα, ἐσύ;!» ψιθυρίζω ἔκπληκτος
»πές μου τοὐλάχιστον πρίν γεννηθῶ τί ἤμουν;»
.
Γυρίζει τήν κλεψύδρα ἀνάποδα,
κι ὁ χρόνος ἀντιστρέφεται
.
ὅλα μου τά ποιήματα ἐπιστρέφουν στό μελανοδοχεῖο
.
γίνομαι παιδί, βρέφος καί βουούπ..!
περνῶντας ἀπ’ τή μήτρα σκορπίζομαι στό διάστημα.
.
.
.
Εἶμαι ἡ νύχτα πού κυοφορεῖ καινούργιους κόσμους
.
Οἱ θαμῶνες ἀποκοιμήθηκαν στίς καρέκλες τους
.
ἕνας γάτος τρώγει ἀπό τά πιάτα τους
.
ἀπ’ τά μισάνοιχτα χείλη τους βγαίνουν πυγολαμπίδες.
 
______________________

ΣΗΜ. ανέβηκε στις 3 Οκτωβρίου 2020 στο f/b

8 Σεπ 2020

μια γάτα από την Αλάσκα

Με λένε Ναΐρα και είμαι γάτα. Μια γάτα από την Αλάσκα. Μια γάτα με γαλάζια μάτια και γούνα πολύ φουντωτή και κάτασπρη. Τόσο φουντωτή που όταν κουλουριάζομαι μοιάζω με τεράστιο πον-πον και τόσο κάτασπρη που δεν ξεχωρίζω από τον πάγο.

Ισως αυτή να είναι η αιτία που έφυγα από την Αλάσκα: ήθελα να ξεχωρίζω κάπου κάπου κι έτσι κατηφόρισα προς ένα θερμότερο κλίμα. Βρέθηκα λοιπόν να ζω σε μια χώρα μεσογειακή όπως η Ελλάδα, αν και πρώτα πρώτα πέρασα από άλλες χώρες. Σε καμμιά χώρα όμως από όσες συνάντησα δεν αγαπάνε τις γάτες όσο στην Ελλάδα!

(συνεχίζεται)

27 Αυγ 2020

ένα σενάριο που δεν έγινε ταινία

σε τρεις εικόνες:

1,έτρεχε ανεμίζοντας

ένα γυμνό κωλαράκι αναβόσβηνε κάτω από το αέρινο ρουχαλάκι
-τσαφ τσαφ-
όσο κατηφόριζε τρέχοντας
να φτάσει, αχ, να προλάβει να προφτάσει το πλοίο
να προφτάσει να τον δει, να του μιλήσει,
έστω να προλάβει να κουνήσει το μαντίλι
και να σιγουρευτεί πως την είδε

2.εκείνος όμως

ήταν πίσω της, δεν είχε φύγει,
ξημερώθηκε ξάγρυπνος μετά τον καυγά
κι αποφάσισε να μη φύγει
έτσι κίνησε για το πλοίο,
να πει στον καπετάνιο την απόφασή του
έστω και την τελευταία στιγμή
να μη φανεί ασυνεπής
την έβλεπε λοιπόν, έβλεπε το κωλαράκι της
να πηγαίνει πέρα δώθε το φουστανάκι πάνω του
και να το μισοκρύβει και
«πού πας μωρή ξεβράκωτη;» ήθελε να φωνάξει
αλλά έμενε άλαλος μπροστά στη θέα
αυτηνής της θεάς που πιλάλαγε
λες κι είχε πιάσει φωτιά το μουνί της
κι έτρεχε να το σβήσει στη θάλασσα

3.σαν σύννεφο

σκέπαζε τα μάτια του εκείνη η φιγούρα
η αέρινη που έτρεχε σαν σύννεφο έτοιμο για βροχή
τα ένοιωθε τα δάκρια να έρχονται
μια φουρτούνα δάκρια θα σκάγαν όπου νά'ναι
τα ένοιωθε και κείνη τα δάκρια να έρχονται
μια μαυρίλα, ένα συννεφομπούκωμα την έπνιξε
όταν είδε το πλοίο σαλπαρισμένο
«ξεκίνησαν κιόλας, αχ!» βόγγηξε κι έπεσε τα μπρούμυτα
πάνω στο πλακόστρωτο έπεσε και τό 'βρεχε
με δάκρια και αίμα
-γιατί αίμα;-
«το μωρό μας!» έσκουξε αυτός κι από πίσω
βρέθηκε πλάι της να την έχει αρπάξει αγκαλιά
την κανάκευε σαν μωρό και σκέπαζε όσο γινόταν
με τό'να χέρι το κωλαράκι να μη φαίνεται
και με τ'άλλο χάιδευε τα μαλλιά και το λαιμό της
κι εκείνη «όχι, όχι, μάλλον δεν ήμουν έγκυος» και
«αχ, τι καλά που δεν έφυγες!» έλεγε μπερδεμένα
τη μια φράση μετά την άλλη και ξανά και ξανά
κι εκείνος τη σήκωσε ψηλά
-ξεβράκωτο σύννεφο το μουνάκι της
έβρεχε αίμα πάνω στα μπράτσα του-
και πήγαν σπίτι να σκαρώσουν νέα σχέδια
η μπόρα πέρασε
οι κεραυνοί σταμάτησαν
όλα μπήκαν στη θέση τους
και το σύννεφο φόρεσε βρακί
______________
ΣΗΜ. 1. προτεινόμενος τίτλος: «σύννεφο ξεβράκωτο»
ΣΗΜ.2. γράφτηκε στις 11 Φεβρουαρίου 2000

24 Αυγ 2020

διακοπές στο Μπαρμπαρονήσι

- Λέγεστε;
- Μέτζη Σοπράνο.
- του;
- του Νεούτη.
- και της;
- αγνώστου μητρός.
- έρχεστε από;
- από Σκόιλ Ελικικού
- και πηγαίνετε;
- στο Μπαρμπαρονήσι.
- αποκλείεται!
- γιατί; το πήραν οι Τούρκοι;
- όχι, κάτι χειρότερο: το κατέλαβαν οι Κορονομπαρμπάδες!
- τί 'ν' τούτοι;
- μια ορδή.. μια στρατιά.. μια πανστρατιά.. κάτι τέτοιο...
- και το θέν' όλο δικό τους το νησί;
- το φρουρούν και δεν αφήνουν κανέναν να περάσει.
- θα το πω στη Μέρκελ! στην Ευρωβουλή, στη Χάγη...
- δεν πιστε'υω να καταφέρετε τίποτα...
- μέχρι τη Βουλή της Σκοτίας θα φτάσω!
- ναι, κι αυτοί νομίζεις ότι θα σκοτιστούνε.. παντού έχουνε δάκτυλους!
- μα πόσοι είναι τεσπά;
- πάνω από τρακόσιοι κι όσο πάει αυξάνονται!
- πώς αυξάνονται δηλαδή;
- να, πάνε κι άλλοι μαζί τους...
- α, εντάξ' τότε! πες το χριστιανέ μου!
- .....
- τι βλεπ' ς σαν χαζός; θα παώ να δηλωθώ για! να τους αυξήσω!

20 Αυγ 2020

αντάξιο σε ξι ύφεξη μείξονα


χάθηκε ξανα το Ξι
ταξιδεύει με ταξί
ναυλωμένο
με το χέρι το δεξί
απλωμένο
να ξανάρθει το ταξί
περιμένω

13 Αυγ 2020

Θέλω να σου δώσω κάτι


- Θέλω να σου δώσω κάτι.
- Τί θέλεις να μου δώσεις;
- Κάτι.
- Κι αν δεν θέλω το κάτι σου;
- Αδύνατο να μη το θέλεις, θα σου αρέσει.
- Πώς αυτή η βεβαιότητα;
- Γνωρίζω τα γούστα σου.
- Κανείς δεν γνωρίζει τα γούστα μου, αλλά κι αν τα εγνώριζε και αν μου άρεσε αυτό το κάτι, δεν το χρειάζομαι.
- Μα, πού το ξέρεις ότι δεν το χρειάζεσαι;
- Δεν χρειάζομαι τίποτα.
- Τίποτα; Ούτε ένα κάτι;
- Απολύτως τίποτα.
- Μα.. εγώ θέλω να σου δώσω κάτι.. Γιατί περιφρονείς το κάτι μου;
- Πώς να το περιφρονήσω, αφού δεν ξέρω τι είναι...
- Αυτό λέω τόσην ώρα! Να στο δώσω να το δείς.
- Μα δεν το θέλω!
- Ούτε να το δεις θέλεις;
- Ούτε.
- Γιατί;
- Γιατί μπορεί πράγματι να μου αρέσει.
- Ε, τότε να στο δώσω!
- Οχι! κατηγορηματικά ΟΧΙ.
- Ε, δεν τρώγεσαι...
- Φυσικά και δεν τρώγομαι, γενικώς.
- Γιατί "γενικώς";
- Επειδή τρώγομαι με τα ρούχα μου.
- Α, τότε το κάτι που θέλω να σου δώσω θα σου είναι χρήσιμο.
- Μα δεν το θέλω λέμε!
- Και πώς δεν το θέλεις, αφού δεν ξέρεις τι είναι!
- Δεν το θέλω, ούτε θέλω να μάθω τί είναι!
- Δεν σε καταλαβαίνω...
- Δεν χρειάζεται να με καταλαβαίνεις, για να σέβεσαι την επιθυμία μου.
- Ποια επιθυμία; αφού δεν θέλεις τίποτα!
- Ε, αυτή είναι η επιθυμία μου: να μη θέλω τίποτα. Παράξενο είναι;
- Και η δική μου επιθυμία; Γιατί δεν τη σέβεσαι;
- Ποια επιθυμία;
- Να δίνω κάτι...
- Με το ζόρι;
- Αυτό δεν το σκέφτηκα.. Συνήθως δέχονται όλοι αυτό που δίνω...
- Συνήθως. Βλέπεις όμως ότι υπάρχουν και εξαιρέσεις.
- Πρώτη φορά τυχαίνει να αρνείται κάποιος να λάβει κάτι.
- Σκέψου και την περίπτωση να το λαβαίνει και να το ρίχνει μετά στα σκουπίδια.
- Δεν θέλω να το σκεφτώ αυτό. Αποκλείεται!
- Καθόλου δεν αποκλείεται! Μπορεί να το δέχονται για να μη σε στενοχωρήσουν...
- Ε, κάνε κι εσύ το ίδιο!
- Αυτό σου αρέσει; να σε κοροϊδεύουν;
- Νοιώθω ευδαιμονία, όταν δέχονται τα δώρα μου. Τώρα, με σένα, στενοχωριέμαι.
- Προσπάθησε να δίνεις όταν σου ζητούν κάτι.
- Ωραία! Τί θέλεις να σου δώσω λοιπόν;
- Τίποτα, το είπαμε αυτό. Δεν θέλω τί-πο-τα.
- Και.. άμα δεν σου δώσω τίποτα, αφού τίποτα δεν θέλεις, πώς θα μπορέσω να σου ζητήσω -κάποτε, αν τύχει- κάτι;
- Να μου ζητήσεις, κανείς δεν σε εμποδίζει να μου ζητήσεις, και αν έχω θα στο δώσω.
- Ετσι;
- Ετσι. Απλά πράγματα.
- Δεν θα νοιώθω καλά όμως, να ζητάω χωρίς να έχω δώσει κάτι προηγουμένως...
- Α, εσύ δεν παίζεσαι, δεν παίζεσαι λέμε!
- .....................
(συνεχιζεται με οποιο τρόπο θελετε)
_____________
ΣΗΜ. γράφτηκε το 2010, 13 Αυγούστου

12 Αυγ 2020

βλέμματα

υπάρχουν βλέμματα γεμάτα υδατάνθρακες
και άλλα που μυρίζουν κοκορέτσι
στο βλέμμα που με μάγεψε ο θησαυρός δεν ήταν άνθρακες
ούτε και κάτι μαύρο ασπρισμένο με στουπέτσι
δίνε μου βλέμμα στολισμένο δακρυοπάχνη
και καταβρόχθιζέ με σαν αράχνη!

___________
f/b 20170812

7 Αυγ 2020

η ευγένεια πάνω απ' όλα!

η δεσποινίς Κούλα παντρεύτηκε, έγινε κυρία, έμεινε έγκυος, ο γιατρός είπε ότι περίμενε δίδυμα, περάσαν 9 μήνες κι έφτασε η ώρα του τοκετού, αλλά η γυναίκα δεν είχε το παραμικρό πονάκι. Ο γιατρός την εξέτασε, είπε ότι όλα είναι φυσιολογικά και να περιμένουν να γεννηθούν τα μωράκια στην ώρα τους.

Τα χρόνια περνάγαν, η κυρία Κούλα έγκυος πάντα, η κατάσταση φυσιολογική και υπό έλεγχο, είχε γίνει θέμα στα διεθνή ιατρικά περιοδικά. Ολοι οι μαιευτήρες γυναικολόγοι του κόσμου παρέλασαν για να εξετάσουν το φαινόμενο "Κούλα", τα εύρισκαν όλα καλά και επιστημονικώς άψογα και τα χρόνια περνούσαν, οι γιατροί πεθαίναν ο ένας μετά τον άλλο πριν μάθουν την απαντηση στο ερώτημα τί τάχα να συνέβαινε με αυτή την χρονία εγκυμοσύνη!

Κάποια στιγμή, στα ογδόντα τόσα της χρόνια, η γυναίκα αναχώρησε προς Παράδεισο μεριά και τότε αποφασίστηκε από τους ειδικούς επιστήμονες να ανοίξουν με καισαρική τομή το νεκρό της σώμα κι έτσι έγινε και είδαν επιτέλους αυτό που δεν βάζει ο νους του ανθρώπου. Δυο γεροντάκια με μακριές γενιάδες να στέκονται στην τομή της εγχείρησης και να λεει το ένα στο άλλο:

- μα, σας παρακαλώ, περάστε πρώτος!

- όχι, εσείς προηγείστε φίλε μου, περάστε!

(η ευγένεια υποχρεώνει, που λέν κι οι Γάλλοι)
_____________________
ΣΗΜ. παλιο οικογενειακο ανεκδοτο ειναι απο εκεινα που σκαρωναμε με τα αδερφάκια μου. Ειναι απο αυτα που διαδοθηκαν ευρυτερα, το άκουσα κάποτε να... μου το λένε!

5 Αυγ 2020

στιχακια για ονόματα - Λουίζα


Τη λέγανε Λουίζα
και είχε μάτια γκρίζα
την έβαζαν στη πρίζα
έπαιρνε μπρος η μίζα
κι άλλαζε το "Λουίζα"
σε "οδοντογλυφίζα"

στιχάκια για ονόματα - Λεφτέρης

Τον έλεγαν Λεφτέρη
ήταν τρελό αστέρι
τον πήρε το αγέρι
στης Βενετιάς τα μέρη
κι άμα τον ξαναφέρει
δεν θα τον λέν' Λεφτέρη
μονάχα "γονδολιέρη"

30 Ιουλ 2020

Νομανσλάνδη, η Χώρα των Ανύπαρχτων

Η Νομανσλάνδη μας γεννήθηκε στις σελίδες του Νίκου Σαραντάκου. Στην σελίδα "Οι Σελίδες της Νομανσλάνδης" μπορείτε να βρείτε συνδέσμους για τις σχετικές σελίδες καθώς και για τα ιστολόγια των συναδέλφων συγγραφέων της Νομανσλάνδης. Εδώ προσπαθώ να συγκεντρώσω όλα τα Νομανσλανδιανά κείμενα, τα δικά μου και των υπολοίπων Νομανσλανδιανών λογοτεχνών, για την ευημερία και το μεγαλείο της Νομανσλάνδης.
_________________
ΣΗΜ. από τη σελίδα όπου ο Γιώργος Νικολόπουλος είχε την ευγενή καλωσύνη να συγκεντρώσει όλες τις ευφάνταστες ιστοριούλες μας-->> http://nomanslandi.blogspot.com/search/label/Ροδιά 

Η Μουλίν φοβάται τα ραμόνια

«Να πρόσεχεις τα ραμόνια, Τεν!» φωνάζει με την τραγουδιστή σέξυ φωνή της η Μουλίν στον άντρα που ξεμακραίνει, κουνώντας του το μαντίλι.
Αυτός είναι ο συνηθισμένος της χαιρετισμός. Κάθε που φεύγει ο Τεν Μπακς για κάποια νέα μυστική αποστολή, τον αποχαιρετά με τον ίδιο τρόπο.
«Οέοοοο, αγάπη, μην ανησυχείς, θα γυρίσω!» φωνάζει ο Τεν και ορμά χοροπηδηχτά πάνω στο φτερωτό βουβάλι της Ρεντ Άι, της εθνικής εταιρείας αερομεταφορών, με το μεγαλύτερο και ασφαλέστερο στόλο ιπτάμενων βουβαλιών παγκοσμίως.
Η Μουλίν, αγγίζοντας με σιγουριά τα δυο γεμάτα καναπουτσάρ που κρέμονται στερεωμένα δεξιά κι αριστερά στη ζώνη της -πρέπει να φυλάγεται κανείς τη σήμερον ημέρα- στρέφεται προς το ροζ πέτρινο σπίτι, να τελειώσει τον καφέ που άφησε μισοτελειωμένο. Πίσω από το σπίτι, ορθώνονται τα ροζ βουνά της οροσειράς των Υδρογονανθρακών, το φυσικό σύνορο της Νομανσλάνδης με την εχθρική χώρα των Απώνων. Στη χώρα αυτή, την Απωνία, την ξακουστή για τα ραμόνια της που καλλιεργούνται στα εκτροφεία του παραλιακού θερέτρου Μόδο, γίνονται οι συνηθισμένες αποστολές του Τεν. Κάνει το παν για τη σύσφιξη των σχέσων των δύο χωρών, ως μυστικός πράκτορας απευθείας εντεταλμένος του αυτοκράτορα Τσινγκ του Α΄. Οι Απωνες έχουν θετική άποψη για μια συμμαχία που θα ευνοήσει την ειρήνη μεταξύ των βουνίσιων κατοίκων της Νομανσλάνδης και των θαλασσινών Απώνων, αλλά την τελευταία λέξη θα την πουν οι λαοί -με δημοψήφισμα φυσικά.
Η ζωή κυλά ήρεμα και απαλά σαν ποταμάκι στην Κοιλάδα του Χρόνου, εκεί όπου κατοικούν η Μουλίν με τον άντρα των ονείρων της, τον θαρραλέο, σκληρό και συνάμα τρυφερό σαν καρδιά μαρουλιού, τον Τεν Μπακς, που πρόδωσε το σόι του για χατήρι της και δεν το μετάνοιωσε ποτέ του• γιατί ο Τεν, ως γόνος της αγέρωχης και περήφανης κάστας των Τσαλντεάνων και σπουδαγμένος ως εκτούτου στη Σχολή των Ταγιστών, ώφειλε να υπερασπίζεται τα συμφέροντα της κάστας αυτής και όχι να συμπλέει με το λαουτζίκο. Ευτυχώς, οι Τσαλντεάνοι περιορίστηκαν απο τον αυτοκράτορα Τσινγκ τον Α΄ στο μοναστήρι του Ντιντάτσε, όπου έχουν το ελεύθερο να συνομωσιολογούν και να θυσιάζουν αρνάκια στο Γκράαλ, όσο και όταν τους κάνει κέφι. Υπάρχουν μεν, αλλά δεν εμποδίζουν το λαό της Νομανσλάνδης στην πορεία του προς το αύριο.
Το αύριο της Νομανσλάνδης ταυτίζεται με τη συμπαραγωγή ραμονιών, να δοκιμαστεί σε πρώτη φάση δηλαδή η καλλιέργειά τους στα ποτάμια της, μια και η χώρα αυτή δεν έχει θάλασσα. Στο σχέδιο αυτό αντιδρά μαζικά ο λαός, αλλά ο Τσινγκ ο Α΄ που επιθυμεί διακαώς να πραγματώσει το όραμά του έχει ξαμολήσει ακόμα και τον εθνικό συνθέτη Λεβόν Μποχεμιάν, αυτόν που έγραψε το εμβατήριο «Πάρε Πέντε», τον εθνικό ύμνο της χώρας, να βάλει τα δυνατά του. Ο Μποχεμιάν, αν και γερασμένος πλέον, έχει την εκτίμηση και την εμπιστοσύνη του λαού εξαιτίας, όχι μονάχα της λαοπλάνας στιβαρής μουσικής του, αλλά και των παλαιών του αγώνων εναντίον των Τσαλντεάνων που τον παλιό καιρό, όταν κατείχαν την εξουσία πριν τον Τσινγκ τον Α΄, φορολογούσαν αγρίως τους νομανσλανδιανούς πολίτες και τσεπώναν τους φόρους για να ζουν κολυμπώντας στα πλούτη και στην πολυτέλεια. Οι κυρίως απόστολοι της ειρηνικής συνύπαρξης και συμμαχίας των δύο χωρών είναι, εκτός από τον αφανή Τεν Μπακς, ο εθνικός ευεργέτης, εφοπλιστής και τραπεζίτης Μπασέν ντε Λαντρ και ο δαιμόνιος Πράβο Γιάζντι, ο πρώην νταλικιέρης που κατάφερε να γίνει Υπουργός Μεταφορών και Επικοινωνιών της αυτοκρατορικής κυβέρνησης της χώρας, όταν πρότεινε την κατασκευή και εγκατάσταση αόρατων διοδίων, καθώς και αυτομάτως επισκευαζόμενων οδοστρωμάτων στις εθνικές οδούς.
Αν και η Μουλίν δεν έχει δει ποτέ της ραμόνι και ούτε καν ξέρει τι θα πει θάλασσα, μια και δεν επισκέφτηκε ποτέ την Απωνία, εντούτοις τα φοβάται παθολογικά και, παρ’ όλες τις κοροϊδίες που τρώει από το θαρραλέο αντρούλη της, τρέμει στην ιδέα ότι κάποια μέρα μπορεί να βρεθεί κάνα ραμόνι στη σούπα της. Δεν έχει δει μεν, αλλά η πλούσια φαντασία της τα φανερώνει αυτά τα καταραμένα τα ραμόνια στους εφιάλτες της και είναι πλάσματα απαίσια, με νύχια γαμψά και σιδερένιες περικεφαλαίες, με όπλα εντελώς διαφορετικά από τα καναπουτσάρ, τα οποία μελετά και βελτιώνει διαρκώς το Ινστιτούτο Σκοτ Πόλαρ της αγαπημένης της πατρίδας.
Μαγειρεύει τώρα στην κουζίνα της η ωραία Μουλίν και σκέφτεται με τρόμο πού να βρίσκεται ο Τεν. Στριφογυρνά πάνω στα ξώφτερνα ψηλοτάκουνά της, που δεν παύει να τα φορά μέρα νύχτα, αν και είναι εντελώς ακατάλληλα για την κακοτράχαλη αγροτική περιοχή όπου κατοικεί, την Κοιλάδα του Χρόνου δηλαδή. Απαξ και της είπε κάποτε ο Τεν ότι πεθαίνει στη θέα του λικνιζόμενου κορμιού της πάνω σε αυτά τα ψηλοτάκουνα, το θέμα είναι ληγμένο για την όμορφη Μουλίν· γιατί η Μουλίν είναι η ωραιότερη γυναίκα της χώρας και ο Τεν αναγκάστηκε να μονομαχήσει στο σκάκι με τον πρωταθλητή Τάλατ Μπλεντ για να κερδίσει την καρδιά -και το κορμί της, εννοείται- μια και η Μουλίν ήταν ανέκαθεν φαν του σκακιού, είχε κάνει και πρόεδρος της Ν.Ε.Σ. (Νομανσλανδιακή Ενωση Σκακιστών) για ένα φεγγάρι. Είναι η μοναδική παρτίδα που έχει χάσει στη μέχρι σήμερα καριέρα του ο Τάλατ με τη συννεφιασμένη όψη. Ευτυχώς για τη Μουλίν, βέβαια, γιατί θα ήταν τρομερό να μένει κλεισμένη στο μουντό πύργο του σκακιστή αντί να πιλαλάει ελεύθερη στα λιβάδια της Κοιλάδας του Χρόνου -με τα ξώφτερνα ψηλοτάκουνα, βεβαίως.
Μαγειρεύει, λοιπόν, η σέξυ και πανέξυπνη Μουλίν σιγοτραγουδώντας το σουξεδάκι της μόδας που τυχαίνει να είναι και ύμνος σύνθημα των αντιραμονιστών «είμαι σέξυ και πανέξυ και ραμόνια δεν θα βρέξει» και στη σκέψη της τριγυρνούν ραμόνια, μπαλώνει τις κάλτσες του Τεν και ραμόνια μπερδεύονται στις κλωστές, ξεσκονίζει και ραμόνια ανασύρονται από σκοτεινές γωνίες, σφουγγαρίζει και ραμόνια αναδεύονται στον κουβά του σφουγγαρίσματος, ιδρώνει και αποδίδει τη φούντωση σε ραμόνια που έχουν διεισδύσει στο δέρμα της. Η κατάσταση πάει να γίνει τραγική, το καταλαβαίνει και βγαίνει έξω, να σκαλίσει τα παρτέρια. Παραμονεύουν όμως ραμόνια κάτω από το χώμα, μερικά είναι γαντζωμένα κάτω από τα πέταλα των λουλουδιών ή ξεπροβάλουν σαν αγριεμένα αγκάθια από τα κοτσάνια τους, κάποιο άλλο, τεράστιο ραμόνι, κρυφογελάει πίσω από τον κορμό της συκιάς έτοιμο να της ορμήξει, η κατάσταση είναι αφόρητη, ξαναμπαίνει στο σπίτι, ξαπλώνει στον καναπέ και ανοίγει τηλεόραση.
Τα πράγματα όμως δεν είναι καθόλου καλύτερα, γιατί στην οθόνη παρελαύνουν ραμόνια, κάθε παρουσιαστής και ραμόνι μεταμορφωμένο σε παρουσιαστή, κάθε δημοσιογράφος και κρυφό ραμόνι. Τηλεφωνεί στο κινητό του «Τεν, αγάπη μου, θα αργήσεις;» τον ρωτά κι εκείνος «όχι, μωράκι μου, σε λίγο φτάνω, τώρα πετάω πάνω από τους Υδρογονανθρακούς» απαντά και η Μουλίν αρχίζει να στρώνει τραπέζι.
Ο ήλιος βάφει ακόμα πιο ρόδινα τα βουνά γέρνοντας προς τη δύση, ακούγεται το μουγκρητό του ιπτάμενου βουβαλιού και μετά ο χτύπος της αυλόπορτας που κλείνει. Επιτέλους! Ο Τεν είναι σπίτι.
«Τεν, τα χέρια σου! Να πλύνεις καλά τα χέρια σου!» του φωνάζει η Μουλίν από την κουζίνα, όπου βάζει τις τελευταίες πινελιές στο στόλισμα της πιατέλας.
«Τι θα φάμε σήμερα, αγαπούλα;» ακούγεται η φωνή του από το μπάνιο και «αυτό που σου αρέσει!» απαντά η Μουλίν, «μακαρόνια με παστουρμά και σάλτσα αντσούγια!» και, συμπληρώνοντας το καθιερωμένο «τι μού ’φερες σήμερα;», περνά με την πιατέλα στο καθιστικό, την ακουμπά στο χαμηλό τραπεζάκι μπροστά στον καναπέ, χαμηλώνει το φως και περιμένει. Ο Τεν βγαίνει από το μπάνιο τινάζοντας αγέρωχα τα νερά από τα μαλλιά του -ο μόνος πλούτος που επιτρέπει στον εαυτό του ο λιτός ήρωας και που μοιράζεται ευχαρίστως με τη γυναίκα του είναι αυτές οι τρίχες- απλώνει τα χέρια, η Μουλίν πέφτει ξέπνοη στο στέρνο του -γκάπ!- και «Επιτέλους, αγάπη μου, φοβήθηκα τόσο» του λέει και κάθονται να φάνε.
Μεταξύ τυρού και αχλαδίου, που λένε, η γυναίκα ξαναρωτά «τι μού ’φερες» και ο Τεν απλώνει το χέρι στην τσέπη του -πεταμένου πρόχειρα στη διπλανή πολυθρόνα- σακακκιού του, βγάζει ένα κουτάκι και «δες το και μετά θα σου πω τί είναι» της λέει, εκείνη ανοίγει το κουτάκι, βγάζει ένα υπέροχο δαχτυλίδι με ροζ πέτρα «τι πέτρα είναι αυτή;» ξαναρωτά, ο Τεν απαντά κλείνοντας το μάτι «ένα ραμόνι, καρδούλα μου!»
Η Μουλίν μένει προς στιγμή άναυδη και μετά ξεραίνεται στα γέλια, νευρικά γέλια, κοντεύουν να σπάσουνε τα τζάμια. «Ραμόνι; Αυτά είναι τα ραμόνια λοιπόν; χαχαχα!» καταφέρνει να πει ανάμεσα στα τρανταχτά γέλια και ο φόβος πετάει μακριά, φεύγει, πάει πέρα από βουνά και κορυφογραμμές, χάνεται μέσα στο σκοτάδι και οι εφιάλτες δεν θα ξαναζωντανέψουν πια. Τέλος.
Ετσι συμβαίνει πάντα, ησυχάζει ο νους όταν ο φόβος παίρνει συγκεκριμένη μορφή, εικονοποιείται, που λένε, παύει να είναι κάτι τι ακαθόριστο και θολό. Φοβάται κανείς εκείνο που φαντάζεται, αυτό που σκορπίζεται μέσα στη σκέψη και τη διαλύει και γιγαντώνεται από το λίπασμα της φαντασίας. Ο σπόρος του φόβου, όταν φυτεύεται στο μυαλό, είναι επικίνδυνος. Ετσι την πάτησε η ωραία και πανέξυπνη Μουλίν, που φοβόταν τα φαντάσματα που η ίδια κατασκεύαζε μέσα στο δικό της το κεφαλάκι.

Η Οροσειρά των Υδρογονανθρακών

Εκτείνεται κατά μήκος των (δεν αποφάσισα ακομα: νοτιο ή βορειο)δυτικών συνόρων της χώρας με την εχθρική Απονία και αποτελείται από εκατόν δέκα επτά όρη, λόφους και λοφίσκους. Η πλειονότης των πετρωμάτων είναι χρώματος ροζ, ακόμα και τα δάση της οροσειράς αποτελούνται από κουτσουπιές, οι οποίες έχουν ροζ άνθη κατά την περίοδο της ανθοφορίας τους. (Σ.τ.Σ. Οποιος έχει περάσει από το Μπράλο θα έχει δει παρόμοια δέντρα).
Στην οροσειρά αυτή υπάρχουν ένα σωρό χωριά και χωριουδάκια, όπου χορεύεται ο χορός “τουρμπόν με πορτοκάλι” ως εξής: οι χορευτές, ντυμένοι στα ροζ, χορεύουν αντικρυστά και πετούν ο ένας στον άλλον πορτοκάλια. (Σ.τ.Σ. Τα πορτοκάλια τα φέρνουν από την παραθαλάσσια πόλη Βνουράπ, φημισμένη για τα επεριδοειδή της).
Οι κάτοικοι των χωριών των Υδρογονανθρακών δεν έχουν τίποτα να καλλιεργήσουν, δεδομένου του άγονου εδάφους, όπου μόνον κουτσουπιές ευδοκιμούν. Κερδίζουν όμως πρά ταύτα ένα σοβαρό εισόδημα από τις εξαγωγές πρες-παπιέ από ροζ πέτρωμα, δηλαδή, οι κάτοικοι είναι καλλιτέχνες, γλύπτες ως επί το πλείστον.
Ο κύριος Κρισέικς γεννήθηκε και ανδρώθηκε στο χωριό που βρίσκεται στο ύψος της διάστιξης (μου διαφεύγει το όνομά του) και κατέβηκε να σπουδάσει στο Πανεπιστήμιο της Βνουράπ όταν ήδη είχε εμποτιστεί με τη λατρεία του ροζ, οπότε, διατηρεί τις συνήθειες της ιδιαίτερης πατρίδας του όσον αφορά το ντύσιμο και τη διατροφή του: Φοράει πάντα ροζ κουστούμια και γραββάτες και τρέφεται με ροζ σολωμό, αστακομακαρονάδες και γαριδοσαλάτες, καθώς επίσης λατρεύει τα αυγά ποσέ με ροζ σάλτσα, το ροζ μαλλί της γριάς και τα πτι-φουρ με ροζ γλάσσο. Δεν πρόκειται, δηλαδή, για εκκεντρικότητα αλλά για απλή διατήρηση των παραδόσεων του τόπου του.
Οι Υδρογονανθρακοί είναι ένα πανόραμα όταν χαράζει η αυγή, όπου γίνονται ολορόδινοι. Εκεί άλλωστε βασίζεται η τουριστική ανάπτυξη, με το ρεύμα των τουριστών να κατακλύζει τις πλαγιές κάθε πρωί με την αυγούλα. Ακόμα και Άπονες έρχονται με φωτογραφικές μηχανές και βιντεοκάμερες να απαθανατίσουν το εκτυφλωτικό θέαμα. Η εξαγωγή καρτ-ποστάλ φέρνει επίσης ένα καλό εισόδημα στην περιοχή, η οποία αρνήθηκε να υποταχθεί στα πρόσφατα κυβερνητικά μέτρα και να ενταχθεί στον Καλλικράτη μαζί με τμήμα της ενδοχώρας, του και “ψωρονομανσλάνη” καλούμενου.

Γλωσσάρι

Απονία = γειτονική εχθρική χώρα, όπου κατοικούν οι άπονες
Άρσον = συνήθης ύποπτος (παλιοτόμαρο, αλλά ασύλληπτο)
Ατσίδες με τα μπλε = συνομοσπονδία χορωδών συνοριοφυλάκων, δεν αφήνουν να περάσει κουνούπι, τραγουδούν απαίσια και δεν πλησιάζει κανείς τα σύνορα
Γκράαλ = προστάτης άγιος της Στρατιάς (σαν την Αγία Βαρβάρα στο περίπου)
Δούξ του Ελλινγκτον = Αγέννητος Ανύπαρκτος, σαν τον Κλιν Σέβαν
Επίδαυρος Λιμέρα = αρχαίος πολιτιστικός τόπος
Κάουαρντ Ρόμπερτ Φορντ = διάσημος σκηνοθέτης (ρεπερτόριο: γουέστερν κυρίως, αλλα και αστυνομικά)
Καναπουτσάρ = το απόλυτο όπλο. Κάθε πολίτης λαβαίνει ένα δικαιωματικά, διότι η στρατιωτική θητεία είναι ισόβια. Υπάρχει και το ομώνυμο ακρωτήριο Καναπουτσάρ, όπου γίνονται οι μηνιαίες σχετικές δοκιμές για την αποτελεσματικότητά του. Φορτίζεται με την ενεργειακή ύλη “μεγάλη ανέχεια”.
Κλιν Σέβαν = μάλλον φάντασμα, επειδή σκοτώθηκε πριν γεννηθεί, τριγυρνά τις νύχτες ξαφνιάζει (με διάφορους τρόπους) τους φιλήσυχους νομανσλανδιανούς. Αν ζούσε, θα ήταν ωραίος.
Κοιλάδα του Χρόνου = υπεροχη τοποθεσια, όπου γινονται όμως φοβερες κατολισθησεις
Κρισέικς = λίαν εκκεντρικός κύριος, λάτρης του ροζ χρώματος –εδω θυμηθηκα τη Σίρλεϋ Μακλέην στο φιλμ “η κυρία και οι άνδρες της”, όπου είχε παντρευτεί ένα λάτρη του ροζ που πέθανε εξαιτίας της μανίας του αυτής. Δύτη ακούς;
Λεβόν Μποχεμιάν = συνθέτης/μαέστρος
Λόρδος Κράουν = αξιωματικός επίσης/γενναίος (ίσως και πρεσβευτής)
Μόδο = τουριστικο παραλιακο χωριο με ομώνυμο καστρο
Μουλίν = κυρία της υψηλής κοινωνίας (ίσως εθελοντρια, μπορεί και πρόεδρος ΜΚΟ)
Μούντινγκ = ευρωβουλευτής (τον προτιμώ βαρώνο)
Μπασέν ντε Λαντρ = αξιωματικός/ιππότης/ευεργέτης/λεφτάς
Νομανσλάνδη = χώρα, κάπου στην Ενωμένη Ευρώπη
Ντιντάτσε = άγιος και σοφός, Πατέρας της εκκλησίας (σαν τον άγιο Βασίλη στο περίπου)
Πάρε πέντε = συμφωνικο εργο του εθνικου συνθετη Λεβόν Μποχεμιάν
Πράβο Γιάζντι = υπουργός μεταφορών και επικοινωνιών, πρώην νταλικιέρης
Ρεβινστίνκτ = αξιωματικός επίσης, ή και (κατά Κορνήλιο) σοφός καθηγητής, υπερασπιστής των αδυνάτων
Ρεντ Άι = αερομεταφορέας (εθνικος, μαλλον)
Ρήτζεντ = πρίγκιπας, υψηλόβαθμο στέλεχος της πολιτικής και στρατιωτικής σκηνής
σεναριο βαζελίνης = μαγικό ίαμα εσωτερικής και εξωτερικής χρήσης που χρησιμοποιεί ο σκηνοθετης Κάουαρντ Ρόμπερτ Φορντ για να εμπνέεται
Σκοτ Πόλαρ = Ινστιτούτο Ερευνών, δωρά του ομώνυμου μεγάλου ευεργέτη της χώρας (πιθανότατα δίνει τα ετήσια βραβεία Πόλαρ)
Στρατιά των Ανύπαρχτων = στρατός, υπερασπιστής της Νομανσλάνδης
Συμβούλιο του Ντιν = συμβούλιο/κυβέρνηση
Ταγιστές = Τάγμα Μοναχών Της Ημέρας (φρέσκοι μοναχοί, πριν φυτρώσουν τα γένια τους)
Τάλατ Μπλεντ = πρωταθλητής στο σκάκι
Τεν Μπακς = κάου-μπόυ/σερίφης/ντετέκτιβ (ατρόμητος πάντως)
Τσαλντεάνοι = κλίκα ευγενών/καπιτάλες
Τσέτσνια = στρατιώτης με βαθμό δεκανέα (ισως και παρακρατικός)
Τσινγκ ο 1ος = αυτοκράτορας
Υδρογονανθρακοί = οροσειρά στα βόρεια σύνορα της χώρας
Φλωρεντίνη Αηδών = εθνική ντίβα (μετέφερα τον τόνο μια συλλαβή πιο πάνω, το βρίσκω πειστικότερο ως όνομα. Θα μπορούσε να είναι και Αηδόνα Φλωρεντινού)
Φτερωτοί Βούβαλοι = προστατευόμενο είδος, ζώο που θα είχε εξαφανιστεί αν δεν το πρόσεχαν οι νονμανσλανδιανοί. Κάθε κάτοικος έχει και το φτερωτό βουβάλι του.

Αχ, Νομανσλάνδη

Στη θρυλική την Απονία
βγαίνουν τα στρείδια κάθε βράδυ,
ανοίγουν διάπλατα σαν άστρα
μόλις πλακώνει το σκοτάδι
και τραγουδούν σκαρφαλωμένα σε συκιές
του Μποχαμιάν τις μουσικές
Τρίζουν τα σύνορα της χώρας,
η Νομανσλάνδη αναστενάζει,
φοβάται μη τυχόν της κλέψουν
το ντέφι, το βιολί, το σάζι
Για να γλιτώσει μπαγλαμάδες και σιτάρ
τροχίζει τα καναπουτσάρ

Μα να, επιτέλους ξημερώνει,
το αύριο έρχεται τρεχάτο
ο Κάουαρντ Ρόμπερτ Φορντ γυρίζει
κι ο Λόρδος Κράουν πάει στο ΝΑΤΟ
Μαύρα τα βλέπει, να πλησιάζουν τα κολχόζ,
μα ο Κρισέικς τα βλέπει ροζ
Στο θόλο του Σκοτ Πόλαρ στέκει
μπάστακας φτερωτό βουβάλι
ο Ρεβινστίνκτ τό ‘χει παρκάρει
αντικανονικά και πάλι
Η αυγή χαράζει στους Υδρογονανθρακούς
το στράτευμα τρώει κουσκούς
Οι Τσαλντεάνοι τρώνε κρέας,
λουκάνικα, ζαμπόν, φιλέτα
σνομπάρουνε τον Τσινγκ τον πρώτο
που σαλαμούριαζε τη φέτα
Ούτε κι ο Τσέτσνια την παράδοση κρατά
και προτιμά ζαχαρωτά
Η εκκλησία του Ντιντάτσε
είναι στο Κοινοβούλιο δίπλα
κι όταν ο πρίγκηψ Ρήτζεντ χάνει
από τον Τάλατ Μπλεντ με τρίπλα,
συνεδριάζει το Συμβούλιο του Ντιν
με προεδρίνα τη Μουλίν
Ολοι μαζί μετά πηγαίνουν
στον Γκράαλ να προσευχηθούνε,
τη μέρα τους να συνεχίσουν
δίχως να ξανατσακωθούνε
Πριν ακουστούν δυο βρεκεκέξ κι ένα κουάξ
ρίχνει μπουνίδια ο Τεν Μπακς
Το μεσημέρι γευματίζουν
στου Μούντινγκ με ροκφόρ και σούσι
όλη η Στρατιά των Ανυπάρχτων
είναι παρούσα στο τσιμπούσι
Ο Πράβο Γιάζντι ταξιδεύει συνεχώς
κι ο Άρσον γίνεται μπουχός
Γλυκά το πέπλο της η νύχτα
απλώνει παγωμένο ατλάζι
Βγαίνει ο Κλιν Σέβαν τραγουδώντας
κι η Νομανσλάνδη ησυχάζει
Τώρα η Ρεντ Άι κατεβάζει τα ρολλά
Αααχ! όλα πήγανε καλά!

Τεν Μπακς, ο Δαιμόνιος Αριζόνιος

-Δεν υπάρχει Συμβούλιο του Ντιν! ακούστηκε μια κραυγή σαν από σκουριασμένη κλειδαριά που αγωνίζεται να ξεκλειδώσει, ταυτόχρονα με το ξέπνοο ποδοβολητό ιδρωμένου αλόγου, και η φάτσα του Τεν Μπακς μπήκε γκρο πλαν στο πανί φτύνοντας ταμπάκο ανάμεσα από τα μαυρισμένα δόντια της πάνω μασέλας.
Εσκυψα ασυναίσθητα μη με πάρουν τα σκάγια, σφίγγοντας το χέρι του κολλητού μου, λάτρη των γουέστερν με ανατολικές προεκτάσεις -γουέστερν Σιβηρίας, που λένε.
-Ποιος είναι τούτος ο άγριος; ρώτησα σιγανά, αλλά και δυνατά να ρώταγα τη φωνή μου θα επισκίαζε ο αποπίσω που είχε πνιγεί με πασατέμπο κι έβηχε φτύνοντας κι αυτός. Μεταξύ δύο πυρών, μπροστά ο Τεν Μπακς, πίσω ο πασατέν-μποκς, ήθελα να την κάνω ακροποδητί, να εξανεμιστώ, να διακτινιστώ ακόμα και σε άλλο πλανήτη, έλα όμως που είχα δώσει λόγο πως θα κάτσω να δω το φιλμ ίσαμε το τέλος…
-Αυτός είναι ο από μηχανής θεός, μόλις έφτασε από Αριζόνα για να δώσει λύση κι όπως βλέπεις δε μασάει, σίγουρα το Συμβούλιο Ντιν είναι μούφα, με πληροφόρησε ο δικός μου. Και πώς να μασήσει, με δόντι παρά δόντι κομματάκι δύσκολο, σκέφτηκα και βούλιαξα λίγο παρακάτω στο βελουτέ καθισμα που έτριξε, χρώματος μπλε ξεθωριασμέ.

Στο βάθος του διαδρόμου παραμόνευε το μαντρόσκυλο της παρέας των συνωμοτών, ο πρίγκηψ Ρήτζεντ. Η σκιά του δεν απλωνόταν αρκετά ώστε να τον πάρει πρέφα ο Τεν Μπακς, που έτρεχε σαν σίφουνας κι αυτός ο ανοητος μέσ’ στα σκοτάδια και δε γλίτωσε την τρικλοποδιά. Πλαφ! έσκασε καταγής το βαρύ του σώμα και τού’φυγε και το ταμπάκο από την τσέπη του πουκαμίσου, χρώματος μπλε ξεθωριασμέ και αυτό.
-Γαμώτο! έκραξε ο πασατέν-μποκς, ο απο πίσω, που του κόπηκε απότομα ο βήχας.
Σήκωσα λίγο περισσότερο το κεφάλι μου, να διακρίνω καλύτερα και μια άλλη φωνή, τσιριχτή, εσκουξε «κάτω τα κεφάλια είπαμε!» κι έτσι ξαναχαμήλωσα τσουλώντας την πλάτη στο κάθισμα, αντιμετωπη με το αέναο πρόβλημα των υψηλών προσώπων. Ο κολλητός, μού έσφιξε το χέρι με συμπόνοια «κάνε λιγη υπομονή ακόμα» λέγοντάς μου και’γώ ψήλωσα απομέσα αυτή τη φορά.
Ο πρίγκηψ Ρήτζεντ έπεσε πάνω στον Αριζόνιο και τού’ριχνε μπουνιές με το καντάρι, αλλά εκείνος βράχος, τις έτρωγε και δε μίλαγε, μόνο έφτυνε κι από κάνα δόντι κάπου κάπου. Δυστυχώς, δεν προλαβα να τα μετρήσω, ήταν πολλά πάντως, ίσως πάνω κι από τριανταδύο, όπως αμέτρητες είναι και οι σφαίρες που περιέχουν τα εξάσφαιρα στα κλασσικά πλέον γουέστερν σπαγγέτι.
Πάνω στην πεντακοσιοστή γροθιά, ο Τεν Μπακς σαν να ζωντάνεψε κάπως και βρέθηκε αυτός αποπάνω τώρα να γρονθοκοπάει με όλη του τη δύναμη τον πρίγκηπα, που έβγαλε ένα μουγκρητό και παραιτήθηκε απο τον αγώνα.
-Ποιος τά’χει κάνει μαντάρα στο πανεπιστήμιο; του σφύριξε στ’ αυτί ο Τεν, συμπληρώνοντας «αυτά με τα συμβούλια Ντιν και ξεντίν να τα πουλάς αλλού, δεν πιάνουν σε τα μας και ξέρνα τώρα ό,τι ξέρεις» και ο πρίγκηψ Ρήτζεντ ξέρασε ατάκα κιεπιτόπου πάνω στο επίτηδες ξεθωριασμένο τζιν του.
-Εγώ είμαι ολόκληρο το συμβούλιο Ντιν, ομολόγησε ο πρίγκηψ, ένοιωθα μοναξιά και δημιούργησα μερικούς επιπλέον εαυτούς να έχω παρέα…
-Τί μου λες τώρα! έθαξε ο Τεν, μένοντας με το στόμα ανοιχτό. Εσύ λοιπόν… Εσύ σκότωσες τη Βάλια Κάλντα;
-Ο-όχι… κανένα δεν σκότωσα.. ποια είναι αυτή;
-Μια φοιτήτρια της αρκουδολογίας… αλλά ας τα αφήσουμε αυτά, προέχει να βρεθεί ο δολοφόνος, γι αυτό ήρθα απο την Αριζόνα άλλωστε. Τι λες; Τώρα που γίναμε φιλαράκια μετά τον καυγά, θα με βοηθήσεις; του είπε ο Τεν με λέξεις που έσταζαν σαν ρετσινόλαδο απο τα στραβωμένα του χείλη.
-Να σε βοηθήσω φιλε, αλλά πρώτα θα μου κάνεις μια χάρη.
-Ο,τι θες.
-Να αλλάξουμε τζιν! Ζηλεύω το δικό σου που είναι ξεθωριασμένο με φυσικό τρόπο…
-Γιατί; και το δικό σου είναι ξεθωριασμένο!
-Ναι, αλλά εγώ το βάζω στο πλυντήριο με ελαφρόπετρα για να χάνει το χρώμα του…
-Α, καλά, και μένα ξεθώριασε με τα πολλά σουρσίματα στην έρημο της Αριζόνας, είπε ο Τεν, σηκώθηκε, έλυσε τη ζώνη, έβγαλε το τζιν του και τό’δωσε στον πρίγκηπα.
Το αυτό έπραξε και ο πρίγκηψ Ρήτζεντ, άλλαξαν τα τζιν τους αμοιβαίως, και ξεκίνησαν βαδίζοντας προς το φως. Εκεί ακριβώς, το φιλμ κάηκε και όλο το σινεμά ξεσηκώθηκε «χασάπη γράμματα», κλπ, ξέρετε, ανάψαν τα φώτα της αίθουσας, ο πασατεμπάς βγήκε στη γύρα μέχρι να κολλήσει ο χασάπης τα κομμάτια. Σε λιγάκι ξαναπήρε μπρος το σύστημα, αλλά ο Τεν Μπακς και ο πρίγκηψ Ρήτζεντ δεν φαινόντουσαν πουθενά. Βρεθήκαμε ξαφνικά σε ένα καταπράσινο λειβάδι με αρνάκια, που τα σαλάγαγε μια ωραία βοσκοπούλα μπαμπουλωμένη με χρωματιστές μαντήλες και μακριά φουστάνια.
-Η Βάλια Κάλντα! ψιθύρισε φωναχτά ο διπλανός του πασατέν-μποκς, που φαίνεται θα είχε ξαναδεί το έργο και «σκάσε, ρε μαλάκα!» ένας απο μπροστά έστριψε και τον φασκέλωσε με τα πέντε.
-Γιατί, ρε, τι σού’κανα; Σιγανά το είπα…
-Θα σου ρίξω δέκα να μάθεις! ξαναφώναξε και του τά’ριξε και τα δέκα.
Το πράγμα είχε αγριέψει και σφίχτηκα πάνω στον κολλητό. Στο πανί βόσκαν αρνάκια, αλλά πάνω απο τα κεφάλια μας πέρναγαν διάφορα αντικείμενα, χάρτινα ευτυχώς ως επιτοπλείστον, σαν ρουκέτες. Μερικά είχαν και σουβλάκια με τζατζίκι μέσα τους και μπόλικο κρεμμύδι.
Η σκηνή άλλαξε, φύγαν τα αρνάκια και η ωραία, φάνηκαν πάλι ο Τεν και ο πρίγκηψ να περπατούν στο δάσος.
-Απο κει είναι, δεξιά στρίψτε ρεεεεε! φώναξε μια κοπελιά απο τον εξώστη.
-Ασε μας κι εσύ, ρε κοπέλα μου, θα τον βρουν το δρόμο, άσε να έχει λίγο περιπέτεια το πράγμα, είπε ο κολλητός μου νευριασμένος και όλος ο αντρικός πληθυσμός της πλατείας του συμπαραστάθηκε. «Σιγά μη μας πει το φρόκαλο τί να κάνουμε» είπε κάποιος κι ένας άλλος συμπλήρωσε «έτσι είναι φίλε, άμα βλέπεις να φοράνε τόσα ρούχα δεν έχει γούστο», αλλά δεν κατάλαβα πού κόλλαγε αυτή η ατάκα.
Τελοσπάντων, το βρήκαν το λειβάδι τα παλληκάρια, κυνήγησαν την ωραία που έκανε νάζια, αποκάλυψαν το μυστικό της -πως έπαιζε τη δολοφονημένη, δηλαδή, ενώ η μάνα της ήταν η φόνισσα. Είχε δολοφονήσει την αντίζηλο της κόρης της στο διδακτορικό και της είχε πολτοποιήσει το πρόσωπο ώστε να μην είναι αναγνωρίσιμη, έδειξαν τη μάνα της Βάλιας να δικάζεται σε μια συνοπτική δίκη, ο Τεν έφυγε για Αριζόνα χαιρετώντας τον πρίγκηπα που τον συνόδεψε στο σιδηροδρομικό σταθμό -μαζί με όλο το συμβούλιο του Ντιν, εννοείται- και η Βάλια Κάλντα κλείστηκε σε ένα κλουβί με αληθινές αρκούδες να κανει πρακτική εξάσκηση.

1 σχόλιο:

  1. Ευχαριστω Νικο, νά'σαι καλά. :)
    Η αλήθεια είναι ότι αυτό το έγραψα σε συνέχεια του Κορνήλιου που προηγήθηκε, νομίζοντας πως θα είναι κομμάτι από μια συνεχιζόμενη ιστορία και ήμουν περίεργη να δω με ποιο τρόπο θα ξανάβρισκε το δρόμο ο επόμενος συγγραφέας!
    Τεσπα, καλούτσικο είναι και ξεκρέμαστο, έχει ρυθμό καλό νομίζω.
    Τωρα αρχίζουν τα δύσκολα, που πρέπει να στρωθω... Οι ιδέες είναι πολλές και αντιμαχόμενες! Βοήθειά μου λέμε ;)