Το παραμύθι εξαντλείται στον τίτλο του
Παρ'
όλ' αυτά, θα προσπαθήσω να του δώσω μια ευκαιρία παραπάνω, μήπως, με τη
γλώσσα του παραμυθιού, αυτός ο τίτλος, εκφραστεί καλύτερα.
Μια
φορά κι έναν καιρό, ζούσε μια φτωχή κοπέλα που τη λέγαν Ανθρωπιά, σε ένα
μικρό καλυβάκι, στο ξέφωτο του δάσους με τα πουρνάρια. Συχνά,
ερχόντουσαν δυο επισκέπτριες από τη γειτονική πόλη στο καλυβάκι της, για
να την πείσουν ότι είναι καλύτερα να ζει κοντά στον πολιτισμό και ν'
αφήσει το δάσος με τ' αγρίμια και τα θηρία, άσε που δεν υπάρχει
ηλεκτρισμός στο δάσος, κλπ κλπ, κι άλλα τέτοια της λέγαν για να την
παραμυθιάσουνε ν' αφήσει τη βολή της.
Οι επισκέπτριες της
Ανθρωπιάς ήταν οι δυο βαθύπλουτες αδελφές, η Καταστολή και η Πρόληψη, οι
οποίες ήθελαν με κάθε θυσία ν' αποκτήσουν την Ανθρωπιά και να τη βάλουν
στη δούλεψή τους. Δρούσαν μαζί μεν, αν και καθεμιά για λογαριασμό της
ήθελε τη φτωχειά κοπέλα, για τούτο κατάστρωναν σχέδια επί σχεδίων πώς να
την καταφέρουν να πάει μαζί τους και να την έχουν στη δούλεψή τους. Η
Ανθρωπιά βλέπετε, είχε το χάρισμα να εξομαλύνει καταστάσεις, να βρίσκει
άλλοθι στα εγκλήματά τους, με αυτό το αγνό βλέμμα που διέθετε να πείθει
κάθε δικαστή και κάθε αστυνόμο για την αθωότητα των πάντων. Η Ανθρωπιά
ήταν απαραίτητη στις δυο πλούσιες αδελφές.
- Μόνο εγώ μπορώ να πείσω την Ανθρωπιά να έρθει στην πολιτεία, έλεγ' η Καταστολή.
- Λάθος κάνεις αδελφή, εμένα θ' ακούσει πιο εύκολα, έλεγε η Πρόληψη.
-
Και γιατί να σ' ακούσει; Τα βιβλιαράκια που της φέρνεις τα διαβάζει
καλύτερα μοναχή της, τι να την κάνει την πολιτεία; Ενώ εγώ.. στην
ανάγκη, της ρίχνω και ένα μπερντάχι ξεγυρισμένο και να δεις που θά 'ρθει
σούρνοντας.
- Μα τι λες τώρα αδερφή; Μαζί με τα βιβλιαράκια που λες,
την παραμυθιάζω και με την τεχνολογία, τις εφευρέσεις, την τηλεόραση...
τρέχοντας θά 'ρθει, από περιέργεια.
Με τα πολλά, με τη βοήθεια
και του ηλεκτρικού ρεύματος που δεν έλεγε να φτάσει καμιά φορά στο
δάσος, με την περιέργεια της Ανθρωπιάς να δει επιτέλους τι είναι αυτό
που το λένε "τηλεόραση", με κάτι πονάκια που εμφανίστηκαν με την
υγρασία, νά'σου τη μια μέρα η Ανθρωπιά στην πόλη! Και πού να πάει; Πήγε
γραμμή στο πλουσιόσπιτο των κοπελούδων που εγνώριζε.
Η αλήθεια
είναι πως ο τρόπος της Πρόληψης είχε πιάσει τόπο. Δεν νομίζω ότι η
Ανθρωπιά θα υπάκουε στη βία που πρότεινε η Καταστολή.
Τελοσπάντων,
βρεθήκανε και οι τρεις μαζί στην πόλη και πήγαιναν σινεμά, πήγαιναν
θέατρο, πήγαιναν στα μπουζούκια, πήγαιναν στο Μέγαρο, πήγαιναν σε
εκθέσεις, κάποια στιγμή βαρέθηκαν, ψώνισαν τρία όπλα κυνηγετικά,
γράφτηκαν στον κυνηγετικό όμιλο της πολιτείας, κι ένα πρωί ξεκίνησαν να
πάν κυνήγι. Πού αλλού θα πήγαιναν; Στο δάσος με τα πουρνάρια φυσικά. Η
Ανθρωπιά τα ήξερε απέξω κι ανακατωτά τα κατατόπια του.
Είχανε πάρει μαζί και κάτι μεγάλες τσάντες και μαχαιράκια μικρά για να μάσουν χορταράκια.
- Αφού θα μάσουμε χόρτα, τι τα θέλουμε τα όπλα; ρώτησε η Ανθρωπιά.
- Ε, και πώς θα κυνηγήσουμε χωρίς όπλα; είπαν οι δυο αδελφές.
Η Ανθρωπιά δεν ήξερε τι θα πει κυνήγι, τα όπλα τα ήξερε για σκοποβολή, έτσι αυτό κατάλαβε, ότι "κυνήγι σημαίνει σκοποβολή".
Στο
δάσος μέσα έγινε το έλα να δεις. Οι αδερφές βάλαν στο σημάδι την
Ανθρωπιά που μάζευε χόρτα, εκείνη δεν ήξερε από ποια να πρωτοφυλαχτεί,
από την Καταστολή ή από την Πρόληψη; Κι οι δυο τους, σαν μανιακές ήθελαν
το τομάρι της Ανθρωπιάς.
Γιατί η Ανθρωπιά δεν είναι ακέρια παρά
μονάχη της. Ούτε Πρόληψη ούτε Καταστολή φέρνουν αληθινή Ανθρωπιά. Μια
Ανθρωπιά γιαλαντζί φέρνουν, ένα περίβλημα Ανθρωπιάς, ένα πουκάμισο
αδειανό -που λέει κι ο Ποιητής- και όποιος έχει καταλάβει, κατάλαβε.
_______________
ΣΗΜ. μεταφορά απο εδώ: http://rodiat5.blogspot.com/2006/11/blog-post_116482099358954387.html