Σήμερα λοιπόν, ξύπνησα με ένα όνειρο που θα μπορούσε να είναι και πραγματικό, με μια σκέψη που βασάνισε ολόκληρη τη νύχτα το μυαλό μου, μια σκέψη που είπα να την βάλω σε λέξεις, που ίσως να σώσουνε τον κόσμο από την τρέλλα που έχει πήξει την ατμόσφαιρα.
Πάμε λοιπόν.
Σε μια ασιατική χώρα ζει μια επιστήμων βιολόγος, με ελληνική καταγωγή φυσικά, η Ρίκα Κρις, η οποία έβαλε στόχο να βρει τη λύση στο πρόβλημα των κορονοϊών και όχι απλώς μια κάποια λύση, αλλά την καλύτερη λύση, και τη βρήκε!
Μετά από πειράματα που κράτησαν μια δεκαετία περίπου, ένα πρωΐ, μετά από κάποιο όνειρο καθώς φαντάζομαι, δοκίμασε να στάξει λίγες σταγόνες από χυμό αβοκάντο στον πειραματικό σωλήνα όπου φύλαγε το πρόσφατο απόθεμα κορονοϊών. Κατόπιν, πήγε στη βεράντα κι άπλωσε την αρίδα της στην αγαπημένη της πολυθρόνα από μπαμπού. Εκλεισε τα μάτια για μισή ωρίτσα, περιμένοντας το αποτέλεσμα του πειράματός της.
Τη στιγμή που θεώρησε ότι ο χυμός του αβοκάντο ίσως να είχε αντιδράσει κάπως με αυτά τα σιχαμένα πλασματίδια, που ούτε πλασματίδια μπορούσε να τα πει κανείς, μια και αποτελούν ιδιαίτερη κατηγορία ειδών στον πλανήτη, επειδή ούτε ζώα είναι ούτε φυτά, σηκώθηκε από το προσωρινό χουζούρεμα, άνοιξε την πόρτα του εργαστηρίου και τι να δει! Οι μικροσκοπικοί κορονοϊοί, οι εντελώς αόρατοι και μυστηριώδεις, είχαν αποκτήσει ένα μέγεθος ικανό ώστε να διακρίνονται πλέον πεντακάθαρα: είχαν γίνει σαν χρωματιστοί βώλοι, σαν γκαζές μάλλον, επειδή γυαλίζαν κιόλας στις ακτίνες του ήλιου.
Η Ρίκα Κρις, ξετρελλάθηκε κι άρχισε να χοροπηδάει από τη χαρά της! Ενα Νόμπελ τουλάχιστον το είχε στην τσέπη, χώρια οι διάφορες άλλες διακρίσεις. Αυτά όμως θα ερχόντουσαν αργότερα, έδιωξε τις εγωϊστικές σκέψεις και στρώθηκε στη δουλειά. Επρεπε να συντάξει το συνοδευτικό άρθρο όπου θα εξηγούσε τη μέχρι τώρα εργασία της, όλο το σκεπτικό, το πώς, πότε και γιατί, όλα αυτά που κάνουν τους επιστήμονες να ανακαλύπτουν καινούργια πράγματα.
Παράλληλα, θα έπρεπε να εξετάσει αν η ανακάλυψή της ήταν πραγματικά χρήσιμη για την ανθρωπότητα, βεβαίως. Αν ήταν άχρηστη ή, ακόμα χειρότερα, βλαβερή, δεν θα έβγαζε κιχ, που λένε, θα έθαβε το αποτέλεσμα σε βάθος τέτοιο που να μη την έβρισκαν οι έλικες της φαιάς ουσίας του εγκεφάλου της στον αιώνα τον άπαντα!
Φόρεσε γάντια και μάσκα και, παράτολμα φερόμενη, βούτηξε τα δάχτυλα του αριστερού της χεριού -ήταν αριστερόχειρας, βλέπεις- στο μπολ με τις φαινομενικές γκαζές. Ανάδευσε απαλά και ξεχύθηκαν υπέροχα αρώματα! Γνώριζε καλά από αρώματα η Ρίκα, επειδή η πρώτη της δουλειά στην Ασία ήταν σε εργοστάσιο παραγωγής αρωμάτων. Ωραία, είπε μέσα της, καλό αυτό, αλλά για να δούμε παρακάτω...
Ετοίμασε διάφορα αντιδραστήρια, ή όπως τις λένε τελοσπάντων αυτές τις μαγικές συσκευές που χρησιμοποιούν οι βιολόγοι για τα πειράματά τους, για να εξετάσει με τη σειρά τι μέρος λόγου είναι αυτά τα σφαιρικά πραγματάκια. Τα μπαλάκια άρχισαν να αποκαλύπτουν σιγά σιγά τα μυστικά τους, στην αρχή τί δεν ήταν: Πρώτα πρώτα, δεν είναι τοξικά, δεν περιέχουν κανένα δηλητήριο, δηλαδή. Αυτό είναι το βασικό, σκέφτηκε η Ρίκα κι έβγαλε τα γάντια.
Εβαλε ένα μπαλάκι στον πάγκο κι άρχισε να το κόβει σε φέτες, να δει τι έχουν μέσα, και βρήκε αέρα! Μάλιστα. Ηταν φούσκες, λοιπόν, δεν ήταν συμπαγή. Αχα! αναστέναξε κι άναψε τσιγάρο. Δεν ήταν συστηματική καπνίστρια, αλλά ένα τσιγαράκι στο τόσο βοηθάει τη σκέψη, αυτή ήταν ανέκαθεν η θεωρία της. Παρακολουθώντας από το ανοιχτό παράθυρο ένα πιθηκάκι να φέρνει τούμπες παίζοντας με μια πλαστική σακκούλα -μα πού βρέθηκε κι αυτή η σακκούλα; θα μάλωνε τον επιστάτη του εργαστηρίου γι αυτό, αλλά αργότερα- έστρεψε για λίγο το βλέμμα προς τον πάγκο.
Αυτό που είδε, την αποσβώλωσε, ήταν εντελώς αναπάντεχο, κόντεψε να μείνει σέκος επιτόπου: ο καπνός του τσιγάρου της πήγαινε φυσέκι κατευθείαν προς το μπολ με τα μπαλάκια! Η ανακάλυψη του αιώνα, μη πω και της χιλιετίας! Τα μπαλάκια απορροφούν τους ρύπους του περιβάλλοντος, αυτό κι αν είναι έκπληξη πια!
Υστερα από αυτές τις ιδιοτητες, το άρωμα και την απορρόφηση των ρύπων, τι θα μπορούσε να την εκπλήξει; Εχοντας αφεθεί σε ονειροπολήσεις πρώτου μεγέθους, το πιθήκι πήδηξε μέσα στο εργαστήριο εξακολουθώντας να παίζει με την πλαστική σακκουλίτσα και, πριν προλάβει να το διώξει, η σακκουλίτσα είχε εξαφανιστεί: την έφαγαν τα κορονοϊομπαλάκια, εκβάλλοντας έναν ήχο μυστηριωδώς απολαυστικό!!
Η Ρίκα δεν πίστευε στα μάτια, στη μύτη και, μόλις τώρα δα, στα αυτιά της. Οχι μόνο είχε καταφέρει, χάρη στην καλή της τύχη και μόνο, να εξολοθρεύσει τον μεγάλο εχθρό της ανθρωπότητας, αλλά να αποκαλύψει τα μυστικά του προτερήματα, τα ωφελιμότατα για τον πλανήτη και το είδος των ανθρώπων. Μάλιστα. Και όλα αυτά συνέβησαν μετά από ένα εμπνευσμένο όνειρο.
Τελικό συμπέρασμα: Μην υποτιμάμε τα όνειρα!
(συνεχίζεται, όταν μου κάνει ξανά κλικ ή όταν ονειρευτώ τη συνέχεια)