Αυτοκτόνησα. Ευτυχώς, το πέτυχα με φυσικό τρόπο, με ασιτία. Αρχικά, είχα σκεφτεί το αυτοκινητιστικό δυστύχημα, αργότερα, όταν σιγουρεύτηκα πως δεν παρέχει τη βεβαιότητα του «μπαμ και κάτω», και, επειδή τα δηλητήρια δεν είναι το φόρτε μου, κατέληξα στον απλούστερο τρόπο του θανάτου από ασιτία.
Η αλήθεια είναι πως αυτή η μέθοδος απαιτεί μεγάλη αυτοπειθαρχία, στην έναρξη της προσπάθειας τουλάχιστον. Σιγά σιγά όμως, όταν περάσουν οι πρώτες μέρες, συνηθίζει το στομάχι και αρνείται από μόνο του την τροφή, οπότε, ο υποψήφιος αυτόχειρας δεν υποφέρει και τόσο.
Ασιτία λοιπόν, ξενηστίκωμα. Είναι ο καλύτερος και ο πιο σίγουρος τρόπος για να αφήσει ένας τα εγκόσμια κι απο ένας να γίνει κανένας ή, καλύτερα, από κάποιος να γίνει κανείς. Μου πάει πιο καλά το δεύτερο, επειδή ήμουν «κάποιος» ή τουλάχιστον βρισκόμουν σε καλό δρόμο για να γίνω «κάποιος».
Ακόμα διατηρώ επιφυλάξεις για το αν έπραξα σωστά με το να με σκοτώσω, να με αφήσω δηλαδή να εξοντώνομαι αργά αργά, κρατώντας χαρακτήρα ακόμα και μπροστά στο λαχταριστό αρνάκι του Πάσχα, κάτι αδιανόητο για τη λαιμαργία μου.
Είχα βάλει στοίχημα όμως με τον εαυτό μου πως θα τα καταφέρω να πεθάνω, και το κέρδισα.
Πέθανα μια νύχτα λοιπόν, λίγο πριν ξημερώσει. Πέθανα τόσο αθόρυβα, που με ανακάλυψαν το επόμενο βράδυ. Πίστεψαν όλοι πως πέθανα στον ύπνο μου, εγώ ξέρω καλά όμως πως υποδέχτηκα το θάνατο ξύπνιος. Πέθανα από οξύ έμφραγμα του μυοκαρδίου, όπως διαπίστωσε ο γιατρός που συνέταξε το σχετικό πιστοποιητικό. Η ασιτία, βλέπετε, δε διαπιστώνεται μετά θάνατο, εκτός κι αν είσαι παιδάκι της Μπιάφρα -αλήθεια, τα θυμάται πια κανείς αυτά τα παιδάκια;
Πέθανα λοιπόν μια νύχτα, αυτοκτόνησα δηλαδή, λίγες μέρες μετά το Πάσχα κι ακόμα δεν είμαι σίγουρος αν αυτή ήταν η μόνη διέξοδος απο τα προβλήματά μου. Δυσεπίλυτα βέβαια, μπορεί και να με κλείναν φυλακή για χρέη, αλλά δεν είμαι καθόλου βέβαιος πως άξιζαν τη θυσία μιας ζωής, ακόμα και της δικής μου, ιδίως της δικής μου, που υποσχόταν πολλά και θαυμαστά στο άμεσο μέλλον.
Ολόκληρη η ζωή μου ήταν ένα κύμα, όλο σκαμπανεβάσματα, νηνεμίες και φουρτούνες σε αλληλλοδιαδοχή. Σε μια τεταραγμένη θάλασσα ζούσα απο τότε που γεννήθηκα.
Η ιστορία μου μπορεί να σας ενδιαφέρει, γι αυτό και τη γράφω. Τη γράφω μια και δε γίνεται να τη διηγηθώ. Τώρα, πώς είναι δυνατό αυτό, ε, είναι ένα μυστικό που θα το μάθετε κι εσείς, όταν έρθει η ώρα σας. Αυτό ακριβώς είναι που θέλω να τονίσω εδώ, να αφήσετε να έρθει η ώρα σας, δηλαδή. Να μη την εκβιάσετε να έρθει, γιατί είναι βασανιστικό να έχετε αμφιβολίες μετά, για το αν καλώς φύγατε νωρίτερα απο το μάταιο τούτο κόσμο. Είναι πολύ βασανιστικό, επειδή δε γίνεται, δε μπορείτε πια να ξαναγυρίσετε. Αν κάποιος κάνει λάθος πάτωμα στο ασσανσέρ, ας πούμε, μπορεί να πατήσει ένα κουμπί και να βρεθεί εκεί που θέλει, το κουμπί όμως του θανάτου πατιέται μόνο μια φορά. Μετά, η νέα πορεία μακριά από τα εγκόσμια είναι αμετάκλητη.
Φαντάζομαι πως σας καίει να μάθετε πώς έγινε κι αποφάσισα να αυτοκτονήσω, ίσως κάποτε να πέρασε από το νου σας να το πράξετε κι εσείς, ίσως και να δοκιμάσατε μια απόπειρα. Θα λύσω σύντομα την απορία σας, αφού πρώτα ξανατονίσω πως η αυτοκτονία, οποτεδήποτε, για οποιοδήποτε λόγο και με οποιοδήποτε τρόπο, δεν είναι λύση.
Η ζωή είναι ωραία και γλυκειά και καλό είναι να αφήνεται στη δίνη της ο άνθρωπος με άνεση. Να τη ζει και να την απολαμβάνει ως το μεδούλι, χωρίς πολλές παρεμβάσεις. Η ζωή είναι οδηγός, ο άνθρωπος δε μπορεί να κάνει τίποτα για ν’ αλλάξει την πορεία της. Ακούγεται μοιρολατρικό, η πείρα μου όμως με δίδαξε πως η ευθύνη του ανθρώπου είναι πολύ περιορισμένη.
Η ζωή μοιάζει με τη θάλασσα, όχι μόνο ως προς το μέγεθος. Θυμίζει τα κύματα που, όσο και βαθειά να βουτάνε, ξαναβγαίνουν πάντα στον αφρό. Εδώ χρειάζεται τονισμός στο πάντα. Είναι το μοναδικό πάντα που υπάρχει. Το μοναδικό ποτέ επίσης είναι ότι ποτέ, κανένα κύμα, δε μένει στον πάτο.
Σημαντικό είναι ακόμα, πως όλα τα κύματα αλλάζουν όψη, κανένα κύμα δε μοιάζει με το άλλο δηλαδή, ούτε και με τον εαυτό του ακόμα, σε διαφορετική χρονική στιγμή. Κάθε στιγμή η ζωή, σαν το κύμα, αλλάζει μορφή και θέση και είναι δύσκολο να παρακολουθεί κανείς τις αλλαγές αυτές χωρίς να διαφοροποιείται το συναίσθημά του.
Το συναίσθημα παρακολουθεί κατά πόδας την αλλαγή των κυμάτων του βίου και δημιουργεί σε ορισμένους ανθρώπους την εντύπωση πως, στον αέναο αυτό κυματισμό, το κάτω είναι το «έσχατο» και το άνω το «ανώτατο» και πως αυτές οι δυο καταστάσεις είναι εφικτό να παραμένουν σταθερές.
Οσοι το πιστεύουν αυτό, κάνουν το ίδιο λάθος με εκείνους που πιστεύουν στη χρυσή μετριότητα, δηλαδή στην ανυπαρξία κυματισμού. Η χρυσή μετριότητα βρίσκεται ή κάτω ή πάνω απο την επιφάνεια της θάλασσας, της ζωής θέλω να πω, εκεί όπου δεν υπάρχουν ρίσκα, δε διακινδυνεύει κανείς τίποτα -ούτε καν να ζήσει.
Η ζωή βρίσκεται σ’ ένα επίπεδο νοερά τοποθετημένο πάνω στην επιφάνεια της θάλασσας. Εκεί ακριβώς όπου ο ουρανός αγγίζει τη θάλασσα, εκεί που η θάλασσα συναντιέται με τον ουρανό, εκεί όπου το νερό μάχεται τον αέρα, εκεί όπου οι ιδέες διαξιφίζονται με το συναίσθημα.
Μια άϋλη μεμβράνη περιλαμβάνει τα πάντα, όλη την ουσία της ζωής. Αλλοτε μπαίνει με βία ο αέρας στο νερό και, βουλιάζοντας την επιφάνεια, βαθαίνει το κύμα σχηματίζοντας μπουρμπουλήθρες και, κάποτε, το νερό αναδύεται με ορμή και εισβάλλει στην ουσία του αέρα δημιουργώντας του ανασφάλειες ή αναγκάζοντάς τον να αντιδράσει βίαια, και φτου κι απ’ την αρχή.
Οποιος ζει στ’ αληθινά, με τον αέρα να συγκλονίζει το νου του και το νερό ν’ αναταράζει την καρδιά του, δύσκολα στριμώχνεται στο χώρο της λεπτής μεμβράνης που περιέχει την ουσία της ζωής, και παρακαλεί να σπάσει η μεμβράνη για να λυτρωθεί απο το μαρτύριο της πίεσης. Οταν σπάει τελικά αυτή η μεμβράνη, τότε πεθαίνει ένας ζωντανός άνθρωπος, ένας άνθρωπος που έζησε πραγματικά τη ζωή και πήρε τα ρίσκα του, διακινδύνεψε δηλαδή ανάμεσα ουρανού και θάλασσας, έπαιξε κορώνα - γράμματα την ύπαρξή του.
Ο θάνατος αυτός είναι ένας αλλοιώτικος θάνατος, ένας θάνατος σπάνιος, ηρωϊκός, είτε τον επιθυμεί ο θανών είτε όχι. Δε θα ξαναπώ εδώ τίποτα για το θάνατο. Θα εξιστορήσω την πάλη των δυο στοιχείων, τη διαρκή πάλη ανάμεσα στον αέρα και το νερό. Θα μιλήσω για την κατάσταση που επικρατεί στη λεπτή μεμβράνη της ζωής.
Δε θα με απασχολήσουν πολύ όσα βρίσκονται πάνω στον ουρανό ούτε όσα βρίσκονται μέσα στη θάλασσα, όπως οι καταστάσεις σχετικής ηρεμίας και η «χρυσή» μετριότητα. Με δυο λόγια, θα διηγηθώ, όσο πιο ξεκάθαρα μπορώ, τη δική μου ζωή, τη δική μου πάλη ανάμεσα ουρανού και θάλασσας, τη δική μου διαρκή ξιφομαχία.
Την ήττα μου βιάστηκα να την εκθέσω πρώτα πρώτα, έτσι για να μην αγωνιάτε για το τέλος. Αλλωστε, το τέλος δεν έχει και τόση σημασία. Ο αγώνας είναι το σημαντικό σε τούτη την ιστορία, τη δική μου ιστορία δηλαδή.
απο το Ουσία ζωής, ΠΡΟΛΟΓΟΣ
~~~***~~~
«...Ξύπνιος πέθανα κοντά στο ξημέρωμα, ξαπλωμένος ανάσκελα, με ένα φριχτό πόνο το στήθος, ξερνώντας το λιγοστό φαγητό που μόλις πριν λίγο είχα χλαπακιάσει στα γρήγορα. Ξύπνιος και μόνος....»
απο το Ουσία ζωής, κεφ. 01 ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΜΟΥ