Σπρώχνω τα φύλλα μαρμαρένιας θύρας
-βαρύ το μάρμαρο μα ελαφροσκαλισμένο-
ανοίγει σαν αέρας
Περνώ στον άϋλο κόσμο του ονείρου
το μόνο αληθινό: των πεθαμένων.
Βρίσκω το σπίτι ανακαινισμένο
και τη γιαγιά και τον παπού και τη Βιτώρια
να περιμένουν
Μπαίνω στο σπίτι περασμένα μεσάνυχτα
όλοι είναι εκεί και χαίρομαι
να τους μιλώ να με χαϊδεύουν
Δε νοιώθω καθόλου κρύο είναι ζεστά
και το σπίτι είναι στη θέση του
μόνο που κάποιος μπέρδεψε τους αριθμούς
στην οδό Κανάρη
Και η εξώπορτα είναι μαρμάρινη τώρα
κι ελαφριά αντί ξύλινη και βαρειά
και δε βγάζει τον ήχο το χαρακτηριστικό
ένα μακρόσυρτο γκλιιιιι-α-γλάκ!
Ενας περίεργος ήχος
με κούραζε να τον ακούω παιδί
Πόσο στενοχωριέμαι τώρα
που δε θα τον ξανακούσω
Η εξώπορτα της αυλής πάει
η βαρειά ξύλινη πόρτα πάει
το γκλιιιιι-α-γλάκ τελείωσε.
29/09/2003/09:52
1 Ιουλ 2006
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου