21 Ιουλ 2006

Η ΠΟΛΥΘΡΟΝΑ





Η τανε πιά βραδάκι, όταν χτύπησε το κουδούνι κι εμφανίστηκε το ζευγαράκι στο άνοιγμα της πόρτας και μπήκε και δρόσισε τη σάλα με τα νιάτα και τη χαρά του. Χαιρετούρες, φιλιά και κλεφτές ματιές. «Πόσο ψήλωσε το Χριστινάκι!» «Πώς ομόρφηνες έτσι αγάπη μου;» Σα νά 'ταν έγκλημα τα νιάτα κι η ομορφιά.

Π εριμένουν όλοι απ' τις πέντε να γνωρίσουν το νεαρό φίλο της μεγάλης εξαδέλφης. «Θα πάνε για γάμο;» «Το παιδί δεν έχει πάει φαντάρος ακόμα.» «Μήπως έχει πάρει το πτυχίο του;» Είχαν πιεί το απογευματινό καφεδάκι κι έμειναν περιμένοντας υπομονετικά ίσαμε τις εφτάμισυ.

Ο νέος μπήκε ακροπατώντας πίσω απ' την αγαπημένη του και κάθισε στην πολυθρόνα της γωνίας. Μετά το γενικό καλησπέρισμα, κανείς δεν του μίλησε, στα κλεφτά τον κοίταζαν μονάχα, τον ήξεραν κι από πριν, γνώριζαν τα πάντα γι αυτόν, θα τον ρωτούσαν όμως, δε θα τον ρωτούσαν;

Λ ούφαζε σα φοβισμένο αγρίμι στη μονιά του, περιτριγυρισμένο από αιμοβόρους κυνηγούς. Πότε θ' αρχίσουν οι ερωτήσεις, σκεπτόταν, για τον πατέρα του που δούλευε στο υπουργείο, για τη μάνα του που τον παράτησε μωρό, για το πότε θα πάει φαντάρος, για το πτυχίο που αργούσε, για το πώς βλέπει το μέλλον με τη Χριστίνα, για το σκουλαρίκι στ' αυτί του.... Κοίταζε τις μύτες των παπουτσιών του και περίμενε.

Υ ψωνε όμως κάπου κάπου το βλέμμα προς την αγαπημένη του, που πετάριζε απ' τον ένα στον άλλο συγγενή, σαν πεταλουδίτσα και σαν κολιμπρί, ανεμίζοντας τον κυματιστό της μεταξένιο ποδόγυρο με τα πολύχρωμα σχέδια. Εκείνη, η Χριστίνα του, τού 'γνεφε με σταθερό βλέμμα, τον καθησύχαζε και τον σιγούρευε για την αγάπη της.

Θ ά 'χε φτάσει πιά η ώρα δέκα κι ακόμα να του μιλήσει κάποιος. Η μικρή του νεράϊδα τον είχε γλυτώσει άρα γε οριστικά από την αναμενόμενη ανάκριση; Σύντομα θα το πιστοποιούσε στο τραπέζι, που όλο ετοιμαζόταν εδώ και κάμποση ώρα. Τόσα πόδια πηγαινοερχόντουσαν, τόσα πιάτα και πηρούνια και ποτήρια χτυπούσαν και κουδούνιζαν τσουγκρίζοντας μεταξύ τους. Οπου νά 'ναι θα ξεκίναγε το φαγοπότι και θ' άφηνε την πολυθρόνα του -ένα απόλυτα ασφαλές καταφύγιο.

Ρ οχάλιζε ο μεγάλος θείος στη διπλανή καρέκλα, κι ίσως ήταν κι αυτός ένας λόγος που δεν πλησίαζαν προς τα 'κεί. Η αγαπούλα του ήρθε όμως να του ψυθιρίσει πως ήταν ώρα να καθίσουν στο τραπέζι. Επρεπε να βγούν στη βεράντα. Επρεπε ν' αφήσει την πολυθρόνα. Επρεπε να σηκωθεί. Επρεπε να δεχτεί τα πυρά κατάστηθα. Επρεπε ν' αντέξει τα λαίμαργα βλέμματα, τα λαίμαργα στόματα που θα εκτόξευαν τα βέλη των ερωτήσεων καταβροχθίζοντας, μαζί με τις μεγάλες μπουκιές τους από σαλάτες, μακαρόνια, μανιτάρια, σουτζουκάκια, τυριά και σπανακόπιττα, τα κομμάτια της ψυχής του.

Ο, τι είναι να γίνει, ας γίνει, σκέφτηκε και σηκώθηκε. Τα βήματά του, στην αρχή βαριά και διστακτικά, όσο πλησίαζαν το τραπέζι ελάφραιναν. Είχε πάρει την απόφασή του. Ηταν σίγουρος για την αγάπη του, ήταν σίγουρος για την αγάπη της, θα πέρναγε όλες τις δοκιμασίες, σαν το παλληκαράκι του παραμυθιού που περνάει τα πάνδεινα για νά κερδίσει την αγαπημένη του και να ζήσει ευτυχισμένος μαζί της.

Ν αί, λοιπόν, ο πατέρας του δούλευε στο υπουργείο, ναί, η μάνα του τον παράτησε μωρό, ναί, σε δυό μήνες πάει φαντάρος, ναί, το πτυχίο θ' αργήσει ακόμα, ναί, με τη Χριστίνα αγαπιούνται και το μέλλον το βλέπει ρόδινο, ναί, έτσι του αρέσει -να φοράει σκουλαρίκι-, ναι, ναι, ναι...Ούφ!!

Α νάσανε βαθειά κι έπεσε ανάσκελα στο πάτωμα λιπόθυμος. Αέρα! Αέρα! Μακριά! Την τσάντα μου! Φώναξε ο θείος ο μικρός, ο γιατρός. Γρήγορα, να το πάμε το παιδί στην πολυθρόνα!


2 σχόλια:

Little_Pat είπε...

Η σιγουριά της πολυθρόνας, το βασανιστήριο της Ιεράς Εξέτασης από το σόι, το παρελθόν και το μέλλον... η αγάπη δεν έχει σημασία;

Να σου πω ρε Μαρίνα, λες και έβλεπα σκηνή από ελληνική ταινία...αχμ, λες και έβλεπα σκηνικό από ελληνική οικογένεια ήταν η "πολυθρόνα" σου !!! Γέλασα γιατί εύστοχα τα περιέγραψες όλα, αλλά με έπιασε και μια θλίψη μετά...

φιλιά πολλά!

Stavros Katsaris είπε...

Αχ από αυτή τη πολυθρόνα έχουμε περάσει όλοι οι παντρεμένοι!!!!