εικονα -001 - Στο στρατιωτικό νοσοκομείο
Ο πατέρας ψάχνει το γιό του στο ημιϋπόγειο του Β΄στρατιωτικού νοσοκομείου. Μια αδελφή νοσοκόμα του Ερυθρού Σταυρού του λεει πως τον έχουν στο δωμάτιο δίπλα στο νεκροθάλαμο, επειδή βρίσκεται στα τελευταία του. Ο πατέρας ανοίγει την πόρτα. Το δωμάτιο έχει δυο κρεβάτια. Βλέπει δυο απολειφάδια της ζωής, κλείνει την πόρτα. Αυτά τα κάτασπρα νεκρικά πρόσωπα δεν του θυμίζουν κάτι. Αδύνατα κορμάκια, σα να είναι άδεια τα κρεβάτια. Πετσί και κόκκαλο και ασπρίλα.
- Αδελφή, δεν είναι εδώ ο γιός μου.
- Ελα να σε πάω.
Τον παίρνει απο το χέρι και τον πάει στο κρεββάτι πλάϊ στο παράθυρο.
- Αυτός είναι ο γιός σου, του λέει.
Ο πατέρας δακρύζει. Δε μιλάει. Κάθεται στην καρέκλα δίπλα κάμποσην ώρα και κοιτάζει τον τραυματία. Απομακρύνεται για να φύγει. Ξαναπλησιάζει. Σκύβει. «Τι να πω στη μάνα σου;» ρωτάει.
- Είμαι καλά. Θα γερέψω1, να της πεις. Ψιθυρίζει το ανάπηρο παληκάρι.
----------------------
1. θα γερέψω = μέλλοντας του ιδιωμ. ρ. γερεύω, απο το γερός, θα (ξανα)γίνω γερός δηλαδή
εικονα -002 - Στο στρατιωτικό νοσοκομείο
Το ανάπηρο παληκάρι ανοίγει τα μάτια. Συνέρχεται απο το λήθαργο. Το κρεβάτι βρίσκεται πλάϊ στο παράθυρο του θαλάμου. Είναι ψηλό το παράθυρο, φτάνει ως το ταβάνι, επειδή ο θάλαμος είναι στο ημιϋπόγειο του Β΄ στρατιωτικού νοσοκομείου. Βλέπει ένα κομμάτι ουρανό. Στήνει το αφτί ν’ ακούσει κάτι. Ακρα ησυχία. Η πόρτα τρίζει. Με κόπο στρέφει ελαφρά το κεφάλι, τόσο όσο να την πιάσει το βλέμμα του. Στο άνοιγμά της το κεφάλι του πατέρα του, που τον κοιτάζει, μα δεν τον αναγνωρίζει! Τόσο έχει αλλάξει λοιπόν; Βάζει όλη του τη δύναμη να φωνάξει «πατέρα, εδώ είμαι!» ούτε ψίθυρος όμως δε βγαίνει απο τα χείλη του. Το κεφάλι του πατέρα χάνεται, η πόρτα κλείνει. Απελπισία. Κλείνει τα μάτια ξανά. Ακούει την πόρτα να ξανανοίγει. Πλησιάζουν βήματα. Είναι ο πατέρας του με την Αδελφούλα. Κοιτάζει στα μάτια τον πατέρα, πώς να μπορούσε να του πει όλα όσα έχει σφηνωμένα στην ψυχή του; Βλέπει ένα δάκρυ στα μάτια του πατέρα, που το σφουγγίζει στα κλεφτά με το μανίκι. Ο πατέρας του κλαίει; Πρώτη φορά βλέπει τον πατέρα να δακρύζει.
εικονα -003 - Στο χωριό
Η μάνα κρατάει το τηλεγράφημα στα χέρια και το στριφογυρίζει. Δεν ξέρει να διαβάζει. Περιμένει τον άντρα της να μάθει τι γράφει. Τον βλέπει νά 'ρχεται απο μακριά και τρέχει να τον συναπαντήσει.
- Τι γράφει; Τηλεγράφημα για το π'δί θα νάναι!
- Φέρε να ιδώ. Ναι, είναι στο στρατιωτικό νοσοκομείο.
- Τι κάθεσαι; Τοιμάσου να φύβγ'ς! Τώρα! Να μάσω κάτι να τ'πάς τ'πιδιού.
Γεμίζει ένα ντορβά2 πράματα. Ψωμί πρώτ' απ' όλα. Ενα μεγάλο καρβέλι. Σταρένιο. Βάζει και λίγο τραχανά, χυλοπίττες και καρύδια. Βάζει κι ένα χράμι3 νάχει ο άντρας της κάπου να γείρει4. Βάζει κι ένα μακρύ σώβρακο και τσουράπια5. Ράβει τον ντορβά απο πάνω, με τη σακοράφα. Ο άντρας παίρνει τον ντορβά, καβαλάει το γαϊδούρι και φεύγει.
- Εχε το νου σ' στα πράματα6, λέει στη γυναίκα του, μπορεί να κάνω και δέκα μέρες σαπέρα7.
- Εννοια σ', καλό δρόμο.
Μια μικρή κοπέλα πλησιάζει. Είναι η κόρη, η αδελφή του τραυματία. Χώνεται στο στήθος της μάνας. Κλαίει.
- Μη κλαίς αρή8, τραυματίας είναι, δεν πέθανε. Μη γρουσουζέβ'ς.
----------------------
2. ντορβάς = σακκούλι μάλλινο υφαντό, ταγάρι μεγάλο, που χρησιμοποιούνταν όπως σήμερα η βαλίτσα.
3. χράμι = μάλλινο μικρό χαλί υφαντό
4. να γείρει = ρ. γέρνω, ιδιωμ. υποννοείται «να κοιμηθεί»
5. τσουράπια ή τσ’ράπια = κάλτσες μάλλινες ή βαμβακερές πλεχτές με τις βελόνες
6. πράματα = εννοεί τα ζωντανά, το κοπάδι πρόβατα (στην περίπτωση αυτή)
7. σαπέρα = εκεί πέρα (απο το ίσα+πέρα) εδώ χρησιμοποιείται για μακρινή απόσταση
8. αρή = μαρή, μωρή (χαϊδευτικά χρησιμοποιείται εδώ)
εικονα -004 - Σε ένα αρχοντικό στο Κολονάκι
Μπαίνει φουριόζα η μεγάλη κόρη, 27 χρονών, ντυμένη νοσοκόμα εθελόντρια του Ερυθρού Σταυρού.
- Μαμά, μαμά! Φωνάζει.
- Βγάλε πρώτα τη στολή, πλύσου και μετά μιλάμε.
Η μάνα, αρχόντισσα απο σόϊ, κάθεται στην πολυθρόνα δίπλα στον καναπέ και πλέκει. Δε σηκώνει καν το βλέμμα για να μιλήσει στην κόρη της. Η κόρη τρέχει, ανεβαίνει την ξύλινη σκάλα, πετάει τη στολή στο κρεβάτι της και μπαίνει στο λουτρό βάζοντας μια φωνή:
- Βιτώρια! Τη στολή μου να σιδερώσεις! Θα ξαναφύγω σε δυο ώρες. Τι φαΐ έχουμε;
- Ε, τι νάχουμε; Κάτι λαχανίδες φέρανε σήμερα κι ένα κομματάκι τυρί. Ευτυχώς που δε μας λείπει το λάδι να λες.
- Πάλι; Ασε, θα φάω στο νοσοκομείο. Οι μικρές δε γυρίσανε ακόμα;
- Οχι. Αργούν ακόμα. Ερχονται ποδαράτο απο του Γκύζη. Πάει ο μπάρμπας σου να τις φέρει.
Η κόρη κατεβαίνει αναψοκοκκινισμένη και κάθεται στον καναπέ, πλάϊ στη μάνα.
- Λοιπόν... Τι ήθελες να μου πεις;
- Να, φέρανε σήμερα ένα παληκάρι που μοιάζει με τον αδελφό μας. Ξανθός και γαλανομάτης κι αυτός. Βαρειά τραυματίας.. και.. τον υιοθέτησα!
- Που σημαίνει τι;
- Ε.. θα τον έχω υπό την προστασία μου, θα τον προσέχω.. είναι σχεδόν ετοιμοθάνατος.
Δακρύζει. Θυμάται τον αδελφό της, που είναι στο μέτωπο, γι αυτό.
- Καλά έκανες. Συνεχίζει το πλέξιμο.
- Ξέρεις μαμά...
- Ναι...
- Σήμερα περιμένουμε νά 'ρθει ο πατέρας του απο το χωριό και πρέπει κάπου να τον πάω να τον φιλοξενήσουν.
- Πού δηλαδή; Και απο ποιο χωριό;
- Δεν ξέρω, δε θυμάμαι το χωριό. Λέω να τον πάω στης θειάς που έχει χώρο.
- Κι εμείς έχουμε χώρο. Στο δωμάτιο δίπλα στης Βιτώριας.
- Στο σιδερωτήριο;
- Ναι, γιατί; Τι έχει το σιδερωτήριο; Το κρεβάτι είναι καλό. Το στρώμα πέρυσι το τινάξαμε.
- Καλά μαμά. Πάω να ξαπλώσω λιγάκι γιατί πρέπει να ξαναφύγω. Σηκώνεται και σκύβει να τη φιλήσει, αλλά η μάνα αποτραβιέται. Δεν της αρέσουν οι πολλές οικειότητες, ούτε κι απο τα παιδιά της.
Ακούγεται η βαρειά ξύλινη εξώπορτα να κλείνει. Ο ιδιότυπος ήχος της, ένα αργόσυρτο «γκλιιι-α-γκλακ» στριγγλίζει στ’ αφτιά. Η μάνα σηκώνεται και φωνάζει τη Βιτώρια να ετοιμάσει τραπέζι. Πηγαίνει προς την πόρτα του αντρέ9 και ανοίγει πριν χτυπήσει το κουδούνι. Δυο κοπελίτσες 13 και 15 χρονών ορμούν στο σπίτι. Η μικρότερη πέφτει στην αγκαλιά της μάνας της. Είναι η μόνη που η κοντέσσα δεν της αρνείται την αγκαλιά της. Τη φιλάει στο μέτωπο, σπρώχνοντάς την ελαφρά. Η μεγαλύτερη -πολύ ψηλή για την ηλικία της- έχει ανέβει κιόλας τη σκάλα πετώντας! Πίσω απο τα κορίτσια ξεπροβάλλει μια αντρική φιγούρα. Είναι ο θείος, ο αδερφός του πατέρα τους, που τις συνόδεψε απο το σχολείο.
- Αντε να πλυθείτε τώρα, βγάλετε και τις ποδιές για να φάμε. Δε θα μείνεις Ευτύχιε; Απευθύνεται στον κουνιάδο της.
- Οχι μάτια μου, πρέπει να πάω στης αδελφής μου, να δω τι γίνεται κι εκεί πέρα.
- Οπως νομίζεις Ευτύχιε. Σε ευχαριστώ που μου τις έφερες και σήμερα.
- Μα τι λες τώρα; Υποχρέωσή μου. Καλή όρεξη.
- Τι όρεξη και για ποιο φαΐ... Μονολογεί ψιθυριστά η κοντέσσα, πηγαίνοντας προς την τραπεζαρία.
Ο θείος φεύγει, η βαρειά εξώπορτα κλείνει πίσω του και η μάνα κάθεται στο στρωμένο τραπέζι. Τα κορίτσια κατεβαίνουν τρέχοντας, κάθονται κι αυτά, και η Βιτώρια τα σερβίρει. Μετά, στέκεται όρθια δίπλα στο σερβάν -όπως πάντα. Ετοιμη να εκτελέσει κάθε επιθυμία, να κόψει ψωμί ή να βάλει νερό από τη μεγάλη κρυστάλλινη κανάτα. Η μάνα δεν τρώει ακόμα. Περιμένει τον άντρα της.
----------------------
9. αντρέ = ο προθάλαμος, το χωλ