28 Οκτ 2006

Ιστορια με εικονες




εικονα -001 - Στο στρατιωτικό νοσοκομείο

Ο πατέρας ψάχνει το γιό του στο ημιϋπόγειο του Β΄στρατιωτικού νοσοκομείου. Μια αδελφή νοσοκόμα του Ερυθρού Σταυρού του λεει πως τον έχουν στο δωμάτιο δίπλα στο νεκροθάλαμο, επειδή βρίσκεται στα τελευταία του. Ο πατέρας ανοίγει την πόρτα. Το δωμάτιο έχει δυο κρεβάτια. Βλέπει δυο απολειφάδια της ζωής, κλείνει την πόρτα. Αυτά τα κάτασπρα νεκρικά πρόσωπα δεν του θυμίζουν κάτι. Αδύνατα κορμάκια, σα να είναι άδεια τα κρεβάτια. Πετσί και κόκκαλο και ασπρίλα.

- Αδελφή, δεν είναι εδώ ο γιός μου.

- Ελα να σε πάω.

Τον παίρνει απο το χέρι και τον πάει στο κρεββάτι πλάϊ στο παράθυρο.

- Αυτός είναι ο γιός σου, του λέει.

Ο πατέρας δακρύζει. Δε μιλάει. Κάθεται στην καρέκλα δίπλα κάμποσην ώρα και κοιτάζει τον τραυματία. Απομακρύνεται για να φύγει. Ξαναπλησιάζει. Σκύβει. «Τι να πω στη μάνα σου;» ρωτάει.

- Είμαι καλά. Θα γερέψω1, να της πεις. Ψιθυρίζει το ανάπηρο παληκάρι.

----------------------
1. θα γερέψω = μέλλοντας του ιδιωμ. ρ. γερεύω, απο το γερός, θα (ξανα)γίνω γερός δηλαδή


εικονα -002 - Στο στρατιωτικό νοσοκομείο

Το ανάπηρο παληκάρι ανοίγει τα μάτια. Συνέρχεται απο το λήθαργο. Το κρεβάτι βρίσκεται πλάϊ στο παράθυρο του θαλάμου. Είναι ψηλό το παράθυρο, φτάνει ως το ταβάνι, επειδή ο θάλαμος είναι στο ημιϋπόγειο του Β΄ στρατιωτικού νοσοκομείου. Βλέπει ένα κομμάτι ουρανό. Στήνει το αφτί ν’ ακούσει κάτι. Ακρα ησυχία. Η πόρτα τρίζει. Με κόπο στρέφει ελαφρά το κεφάλι, τόσο όσο να την πιάσει το βλέμμα του. Στο άνοιγμά της το κεφάλι του πατέρα του, που τον κοιτάζει, μα δεν τον αναγνωρίζει! Τόσο έχει αλλάξει λοιπόν; Βάζει όλη του τη δύναμη να φωνάξει «πατέρα, εδώ είμαι!» ούτε ψίθυρος όμως δε βγαίνει απο τα χείλη του. Το κεφάλι του πατέρα χάνεται, η πόρτα κλείνει. Απελπισία. Κλείνει τα μάτια ξανά. Ακούει την πόρτα να ξανανοίγει. Πλησιάζουν βήματα. Είναι ο πατέρας του με την Αδελφούλα. Κοιτάζει στα μάτια τον πατέρα, πώς να μπορούσε να του πει όλα όσα έχει σφηνωμένα στην ψυχή του; Βλέπει ένα δάκρυ στα μάτια του πατέρα, που το σφουγγίζει στα κλεφτά με το μανίκι. Ο πατέρας του κλαίει; Πρώτη φορά βλέπει τον πατέρα να δακρύζει.


εικονα -003 - Στο χωριό

Η μάνα κρατάει το τηλεγράφημα στα χέρια και το στριφογυρίζει. Δεν ξέρει να διαβάζει. Περιμένει τον άντρα της να μάθει τι γράφει. Τον βλέπει νά 'ρχεται απο μακριά και τρέχει να τον συναπαντήσει.

- Τι γράφει; Τηλεγράφημα για το π'δί θα νάναι!

- Φέρε να ιδώ. Ναι, είναι στο στρατιωτικό νοσοκομείο.

- Τι κάθεσαι; Τοιμάσου να φύβγ'ς! Τώρα! Να μάσω κάτι να τ'πάς τ'πιδιού.

Γεμίζει ένα ντορβά2 πράματα. Ψωμί πρώτ' απ' όλα. Ενα μεγάλο καρβέλι. Σταρένιο. Βάζει και λίγο τραχανά, χυλοπίττες και καρύδια. Βάζει κι ένα χράμι3 νάχει ο άντρας της κάπου να γείρει4. Βάζει κι ένα μακρύ σώβρακο και τσουράπια5. Ράβει τον ντορβά απο πάνω, με τη σακοράφα. Ο άντρας παίρνει τον ντορβά, καβαλάει το γαϊδούρι και φεύγει.

- Εχε το νου σ' στα πράματα6, λέει στη γυναίκα του, μπορεί να κάνω και δέκα μέρες σαπέρα7.

- Εννοια σ', καλό δρόμο.

Μια μικρή κοπέλα πλησιάζει. Είναι η κόρη, η αδελφή του τραυματία. Χώνεται στο στήθος της μάνας. Κλαίει.

- Μη κλαίς αρή8, τραυματίας είναι, δεν πέθανε. Μη γρουσουζέβ'ς.

----------------------
2. ντορβάς = σακκούλι μάλλινο υφαντό, ταγάρι μεγάλο, που χρησιμοποιούνταν όπως σήμερα η βαλίτσα.
3. χράμι = μάλλινο μικρό χαλί υφαντό
4. να γείρει = ρ. γέρνω, ιδιωμ. υποννοείται «να κοιμηθεί»
5. τσουράπια ή τσ’ράπια = κάλτσες μάλλινες ή βαμβακερές πλεχτές με τις βελόνες
6. πράματα = εννοεί τα ζωντανά, το κοπάδι πρόβατα (στην περίπτωση αυτή)
7. σαπέρα = εκεί πέρα (απο το ίσα+πέρα) εδώ χρησιμοποιείται για μακρινή απόσταση
8. αρή = μαρή, μωρή (χαϊδευτικά χρησιμοποιείται εδώ)


εικονα -004 - Σε ένα αρχοντικό στο Κολονάκι

Μπαίνει φουριόζα η μεγάλη κόρη, 27 χρονών, ντυμένη νοσοκόμα εθελόντρια του Ερυθρού Σταυρού.

- Μαμά, μαμά! Φωνάζει.
- Βγάλε πρώτα τη στολή, πλύσου και μετά μιλάμε.

Η μάνα, αρχόντισσα απο σόϊ, κάθεται στην πολυθρόνα δίπλα στον καναπέ και πλέκει. Δε σηκώνει καν το βλέμμα για να μιλήσει στην κόρη της. Η κόρη τρέχει, ανεβαίνει την ξύλινη σκάλα, πετάει τη στολή στο κρεβάτι της και μπαίνει στο λουτρό βάζοντας μια φωνή:

- Βιτώρια! Τη στολή μου να σιδερώσεις! Θα ξαναφύγω σε δυο ώρες. Τι φαΐ έχουμε;
- Ε, τι νάχουμε; Κάτι λαχανίδες φέρανε σήμερα κι ένα κομματάκι τυρί. Ευτυχώς που δε μας λείπει το λάδι να λες.
- Πάλι; Ασε, θα φάω στο νοσοκομείο. Οι μικρές δε γυρίσανε ακόμα;
- Οχι. Αργούν ακόμα. Ερχονται ποδαράτο απο του Γκύζη. Πάει ο μπάρμπας σου να τις φέρει.

Η κόρη κατεβαίνει αναψοκοκκινισμένη και κάθεται στον καναπέ, πλάϊ στη μάνα.

- Λοιπόν... Τι ήθελες να μου πεις;
- Να, φέρανε σήμερα ένα παληκάρι που μοιάζει με τον αδελφό μας. Ξανθός και γαλανομάτης κι αυτός. Βαρειά τραυματίας.. και.. τον υιοθέτησα!
- Που σημαίνει τι;
- Ε.. θα τον έχω υπό την προστασία μου, θα τον προσέχω.. είναι σχεδόν ετοιμοθάνατος.

Δακρύζει. Θυμάται τον αδελφό της, που είναι στο μέτωπο, γι αυτό.

- Καλά έκανες. Συνεχίζει το πλέξιμο.
- Ξέρεις μαμά...
- Ναι...
- Σήμερα περιμένουμε νά 'ρθει ο πατέρας του απο το χωριό και πρέπει κάπου να τον πάω να τον φιλοξενήσουν.
- Πού δηλαδή; Και απο ποιο χωριό;
- Δεν ξέρω, δε θυμάμαι το χωριό. Λέω να τον πάω στης θειάς που έχει χώρο.
- Κι εμείς έχουμε χώρο. Στο δωμάτιο δίπλα στης Βιτώριας.
- Στο σιδερωτήριο;
- Ναι, γιατί; Τι έχει το σιδερωτήριο; Το κρεβάτι είναι καλό. Το στρώμα πέρυσι το τινάξαμε.
- Καλά μαμά. Πάω να ξαπλώσω λιγάκι γιατί πρέπει να ξαναφύγω. Σηκώνεται και σκύβει να τη φιλήσει, αλλά η μάνα αποτραβιέται. Δεν της αρέσουν οι πολλές οικειότητες, ούτε κι απο τα παιδιά της.

Ακούγεται η βαρειά ξύλινη εξώπορτα να κλείνει. Ο ιδιότυπος ήχος της, ένα αργόσυρτο «γκλιιι-α-γκλακ» στριγγλίζει στ’ αφτιά. Η μάνα σηκώνεται και φωνάζει τη Βιτώρια να ετοιμάσει τραπέζι. Πηγαίνει προς την πόρτα του αντρέ9 και ανοίγει πριν χτυπήσει το κουδούνι. Δυο κοπελίτσες 13 και 15 χρονών ορμούν στο σπίτι. Η μικρότερη πέφτει στην αγκαλιά της μάνας της. Είναι η μόνη που η κοντέσσα δεν της αρνείται την αγκαλιά της. Τη φιλάει στο μέτωπο, σπρώχνοντάς την ελαφρά. Η μεγαλύτερη -πολύ ψηλή για την ηλικία της- έχει ανέβει κιόλας τη σκάλα πετώντας! Πίσω απο τα κορίτσια ξεπροβάλλει μια αντρική φιγούρα. Είναι ο θείος, ο αδερφός του πατέρα τους, που τις συνόδεψε απο το σχολείο.

- Αντε να πλυθείτε τώρα, βγάλετε και τις ποδιές για να φάμε. Δε θα μείνεις Ευτύχιε; Απευθύνεται στον κουνιάδο της.
- Οχι μάτια μου, πρέπει να πάω στης αδελφής μου, να δω τι γίνεται κι εκεί πέρα.
- Οπως νομίζεις Ευτύχιε. Σε ευχαριστώ που μου τις έφερες και σήμερα.
- Μα τι λες τώρα; Υποχρέωσή μου. Καλή όρεξη.
- Τι όρεξη και για ποιο φαΐ... Μονολογεί ψιθυριστά η κοντέσσα, πηγαίνοντας προς την τραπεζαρία.

Ο θείος φεύγει, η βαρειά εξώπορτα κλείνει πίσω του και η μάνα κάθεται στο στρωμένο τραπέζι. Τα κορίτσια κατεβαίνουν τρέχοντας, κάθονται κι αυτά, και η Βιτώρια τα σερβίρει. Μετά, στέκεται όρθια δίπλα στο σερβάν -όπως πάντα. Ετοιμη να εκτελέσει κάθε επιθυμία, να κόψει ψωμί ή να βάλει νερό από τη μεγάλη κρυστάλλινη κανάτα. Η μάνα δεν τρώει ακόμα. Περιμένει τον άντρα της.

----------------------
9. αντρέ = ο προθάλαμος, το χωλ



25 Οκτ 2006

Το μυρμηγκάκι



Μια φορά, σε μια μικρή φωλιά κάτω απο τη γη, ζούσε ένα μυρμηγκάκι. Ηταν πανέμορφο, με χρυσόξανθο κορμάκι και φορούσε παπουτσάκια στο ίδιο ακριβώς χρώμα. Τα μυρμηγκάκια φοράνε μονάχα παπούτσια, επειδή περπατάνε συνέχεια για να βρούνε την τροφή τους. Κάνουν τόσο μακρινούς αναγκαστικούς περιπάτους κάθε μέρα, σα να πήγαινε ένας άνθρωπος Αθήνα - Πάτρα και να γύριζε κιόλας!

Κουραζόταν πολύ το καημένο το μυρμηγκάκι, αλλά δε γινόταν αλλοιώς. Επρεπε να μαζέψει αρκετή τροφή για το χειμώνα, χώρια που λογάριαζε να παντρευτεί κιόλας. Χρειαζόταν λοιπόν αρκετή τροφή. Τα μυρμηγκάκια ζουν σε ομάδες μεγάλες. Στον τόπο όμως που ζούσε το δικό μας το μυρμηγκάκι ήταν το τελευταίο που είχε απομείνει μετά απο μια μεγάλη καταστροφή. Ετσι, τώρα ήταν το πρώτο που θα ξεκινούσε μια καινούργια ομάδα μυρμηγκιών. Γι αυτό σκεφτόταν να παντρευτεί μια καλή και όμορφη μυρμηγκίτσα, να γεννήσουν πολλά μικρούτσικα μυρμηγκάκια και να ζήσουν όλα μαζί στη φωλίτσα τους κάτω απο τη γη ευτυχισμένα. Πως και πως περίμενε αυτή τη μέρα το μυρμηγκάκι μας!

Φανταζόταν να ξημερώνει μια όμορφη λιακάδα και να βγαίνει απο τη φωλιά του με τα χίλια μύρια παιδάκια του και τα εγγονάκια του, να κάνει τους αναγκαστικούς μακρινούς περιπάτους του με παρέα πλέον... «Το θέλω πολύ αυτό και σίγουρα θα το πετύχω» σκεφτόταν και έπαιρνε κουράγιο και συνέχιζε τις κουραστικές πορείες.

Μια μέρα, εκεί που ετοιμαζόταν να βγει απο την τρύπα της φωλιάς του, είδε ένα μεγάλο σπόρο να έχει πέσει μέσα. «Πω πω» είπε μέσα του «τι μεγάλος σπόρος! Δε θα μπορούσα με τίποτα να τον κουβαλήσω μονάχο μου». Βγήκε όμως απο τη φωλιά και άρχισε το περπάτημα. Περπάτησε πολύ εκείνη την ημέρα χωρίς αποτέλσμα. Ξεθεωμένο γύρισε το σούρουπο, έχοντας μαζέψει μονάχα κάτι μικρά ψιχουλάκια. «Δεν πειράζει, αύριο πάλι» είπε κι έπεσε να κοιμηθεί.

Το άλλο πρωϊ που σηκώθηκε ξημερώματα για να ξανακινήσει, βρήκε δυο μεγάλους σπόρους στη φωλίτσα του. «Μπα! Τυχερό που είμαι!» σκέφτηκε και, όπως ήταν κουρασμένο, ξάπλωσε να κοιμηθεί λιγάκι ακόμα. Θα έβγαινε αργότερα στο σεργιάνι. Οταν ξύπνησε, βρήκε κι άλλους σπόρους, όμορφους και ζουμερούς. «Εχω μεγάλη τύχη φαίνεται, θα γίνει γρήγορα πραγματικότητα το όνειρό μου» είπε μέσα του κι αφέθηκε στην καλή του τύχη, όπως πίστευε.

Εξω απο τη φωλιά όμως παραφύλαγε ένας μεγαλομπάμπουρας που δεν ήθελε μυρμήγκια στη γειτονιά του. Ετσι, σκέφτηκε ένα πονηρό σχέδιο για να εξολοθρέψει και το τελευταίο μυρμηγκάκι που είχε απομείνει. Θα το τάϊζε πολύ μέχρι που να χοντρύνει και να μη μπορεί να βγει απο τη φωλιά του. Ετσι, με τα σπόρια που έρριχνε κάθε μέρα, είχε βάλει μπρος το καταχθόνιο σχέδιό του.

Το μυρμηγκάκι μας ήταν εντελώς απονήρευτο. Χαιρόταν πολύ για τα σπόρια που έμπαιναν μόνα τους στη φωλιά του -έτσι πίστευε τουλάχιστον- και σιγά σιγά ξέμαθε το περπάτημα κι έγινε ένα τεμπέλικο μυρμήγκι, που όλο έτρωγε και όλο ξάπλωνε. Είχε παχύνει πολύ και το πάχος έκανε και το μυαλουδάκι του δυσκίνητο. Μια μέρα όμως είπε να βγει λίγο να δει τι γίνεται ο έξω κόσμος.

Ανεβαίνει προς την τρύπα εξόδου της φωλιάς κι έπαθε πλάκα, που λέμε! Δε χωρούσε με τίποτα να περάσει απο εκεί. Στριμώχτηκε, έσπρωξε το χώμα, τίποτα. Φώναξε βοήθεια, αλλά δεν υπήρχε ψυχή να το ακούσει, μονάχα ο μεγαλομπάμπουρας το άκουγε κι έτριβε την κοιλιά του απο ευχαρίστηση. «Χαχαχα, ήρθε το τέλος σου μυρμηγκάκι!» φώναξε με την τσιριχτή φωνή του.

Το μυρμηγκάκι τότε ακριβώς κατάλαβε το παιχνίδι εξόντωσης, που του έπαιξε ο μεγαλομπάμπουρας. Δεν απάντησε, ούτε είπε τίποτα, μονάχα κατάφερε να ξεσφηνώσει το κορμάκι του και να κατέβει πάλι στη φωλιά του. Σκέφτηκε πολύ σοβαρά πως τα εύκολα αποκτήματα, αυτά που λαβαίνεις απο άλλους χωρίς κόπο, ωφελούν εκείνους που στα δίνουν και πως το πιθανότερο είναι να σε βλάψουν. Με τη σκέψη αυτή δεν παραιτήθηκε απο την προσπάθεια να πετύχει το σκοπό του. Αποφάσισε να μη τρώει τίποτα σχεδόν για λίγες μέρες. Να του δείξει του παλιομπάμπουρα!

Ετσι κι έκανε και κατάφερε να βγει απο τη φωλιά του και να ξανακάνει τους αναγκαστικούς μακρινούς περιπάτους αναζητώντας τροφή. Σε ένα περίπατο απο αυτούς γνώρισε τη μυρμηγκίτσα των ονείρων του, το αγάπησε κι εκείνη πολύ, πήγαν μαζί στη μυρμηγκοφωλίτσα, έκαναν ένα σωρό μυρμηγκοπαιδάκια κι έζησαν ευτυχισμένοι ως τα βαθειά τους γεράματα -το μυρμηγκάκι έγινε γερομυρμηγκοπαπούλης κι η μυρμηγκίτσα έγινε μυρμηγκογιαγιάκα- μέχρι που είδαν και τρισέγγονα!

Ο γερομυρμηγκοπαπούλης δεν ξεχνούσε να διηγηθεί το νεανικό του πάθημα σε κάθε μυρμηγκάκι που ξετσούμιζε κι έκανε τον έξυπνο στα άλλα, παρασυρμένο απο την ορμή της ηλικίας του. Ολα μα όλα τα μυρμηγκάκια έμαθαν αυτή την ιστορία και ποτέ κανένα δεν έπαθε το ίδιο με το μυρμηγκοπαπούλη του. Επαθαν άλλα, αλλά αυτό είναι ένα άλλο παραμύθι...


23 Οκτ 2006

Η γοργόνα Κλυταιμνήστρα (μπαλάντα)

Κανόνας για να γράφουμε μπαλάντες, καθώς και ένα παράδειγμα.

Μπαλάντα:

1. Η μπαλάντα αποτελείται από τρείς στροφές των δέκα στίχων και μία (τελευταία) στροφή των πέντε στίχων.
2. Κάθε στίχος είναι ενδεκασύλλαβος.
3. Οι ομοιοκαταληξίες των πρώτων τριών στροφών είναι ως εξής:
1η: Α
2η: Β
3η: Α
4η: Β
5η: Β
6η: Γ
7η: Γ
8η: Δ
9η: Γ
10η: Δ
4. Οι ομοιοκαταληξίες της τελευταίας στροφής είναι ως εξης:
1η: Γ
2η: Γ
3η: Δ
4η: Γ
5η: Δ
5. Ο τελευταίος στίχος κάθε στροφής επαναλαμβάνεται ο ίδιος.


Παράδειγμα:

Η γοργόνα Κλυταιμνήστρα (μπαλάντα)

1. Στην Αίγινα σ' αντίκρυσα ένα βράδυ, Α
2. μακρύ μαλλί στην πλάτη σου ριγμένο, Β
3. να βγαίνεις σα γοργόνα στο σκοτάδι. Α
4. Το βλέμμα σου σα βέλος φλογισμένο, Β
5. κατάστηθα με βρήκε τον καημένο. Β
6. Ξαφνιάστηκα, ζαλίστηκα λιγάκι, Γ
7. παράγγειλα ακόμα ένα ουζάκι. Γ
8. Μου είπες πως σε λένε Κλυταιμνήστρα Δ
9. κι απάντησα: "Ευτυχώς, με λένε Λάκη"! Γ
10. Στο βάθος ακουγόταν η ορχήστρα... (δις) Δ

*****

1. Πώς μπήκες στο δικό μου παραγάδι, Α
2. λιγνό κορμί σε τόρνο σμιλεμένο, Β
3. σαν κόμπρα και σα χέλι, σα ζαρκάδι; Α
4. Να καταλάβω ακόμα περιμένω, Β
5. πώς βρήκες των ονείρων μου το τρένο! Β
6. Δεν ήσουνα τυχαίο κοριτσάκι, Γ
7. γι αυτό και δε σου ζήτησα φιλάκι. Γ
8. Θυμήθηκα την άλλη Κλυταιμνήστρα, Δ
9. αυτή με το μεγάλο μαχαιράκι! Γ
10. Στο βάθος ακουγόταν η ορχήστρα... (δις) Δ

*****

1. Βαθειά η φωνή σου, σαν από πηγάδι, Α
2. και μ' ένα τόνο παραπονεμένο, Β
3. μου μίλαγε στης νύχτας το μαγνάδι Α
4. για μοίρα, για γητιές και πεπρωμένο... Β
5. και πάτησα το γκάζι αντί για φρένο! Β
6. Βρεθήκαμε στου Δήμου το παγκάκι, Γ
7. το ζουμερό σου φίλησα χειλάκι.... Γ
8. Μα τ' όνομά σου αυτό, το «Κλυταιμνήστρα» Δ
9. με φόβιζε πολύ κι όχι λιγάκι! Γ
10. Στο βάθος ακουγόταν η ορχήστρα...(δις) Δ

*****

1. Πηγαίνω ταχτικά στο ταβερνάκι Γ
2. που έπεσες εκεί, σαν αστεράκι. Γ
3. Τι κρίμα που σε λέγαν Κλυταιμνήστρα! Δ
4. Ποιός σού 'δωσε αυτό τ' ονοματάκι;! Γ
5. Στο βάθος, πάντα ακούγετ' η ορχήστρα...(δις) Δ


----------------
ΣΗΜ. Η μπαλάντα γράφτηκε την 1/Νοε/1999 και ανέβηκε στις 14-Ιουν-2005 στα E-books του kivernologotexnia.com, που είναι επισκέψιμα από τα μέλη.

22 Οκτ 2006

Εικόνες των ανθρώπων

Χτίζουμε την εικόνα μας
Με ταπεινά υλικά
Μετά τη μπογιατίζουμε
Πασπαλίζουμε με χρυσόσκονη
Κοιτάζουμε στον καθρέφτη
Λέμε: Ποιός είμ' εγώ!
Και βγαίνουμε στο δρόμο

Βρίσκουμε την εικόνα μας
Κάθε μέρα και κάπου αλλού
Ολο καινούργια βλέμματα
Μας αντικατοπτρίζουν
Πρέπει να κινούμαστε διαρκώς
Να μη τη χάσουμε

Βγάζουμε την εικόνα μας
Απ' το μπαούλο σκονισμένη
Την ξεσκονίζουμε
Μα φοβόμαστε να βγούμε
Δεν έχει μάθει στον ήλιο

Η εικόνα μας είναι βαλσαμωμένη
Την παραλαμβάνουμε απ' τους γεννήτορες
Που την έχουν παραλάβει απ’ τους δικούς τους
Και πάει λέγοντας...
Τη στήνουμε σ' ένα βάθρο
Προσκυνώντας τη καθημερινά
Δε χρειάζεται να κυκλοφορήσουμε
Οι άλλοι έρχονται σε μας
Σαν τα ζουζούνια στο μέλι

Η εικόνα μας πεταμένη στη λάσπη
Αυτοί που λέγαν πως μας αγαπούσαν
Την πέταξαν
Μόλις σκούριασε λίγο στην άκρη
Αντι να την περιποιηθούν,
Να τη φροντίσουν
Με λίγο, τόσο δα, αντισκωρικό...

Η εικόνα μας γίνεται λάβαρο
Σε χέρια άλλων, ξένα χέρια
Ούτε ξέραμε, ούτε θέλαμε
Ποτέ δε θέλαμε τίποτα
Οι άλλοι παίρνουν πάντα την εικόνα μας
Πότε τη βάζουν ψηλά
Πότε την κατρακυλούν στα τάρταρα
Και πάλι και πάλι απ' την αρχή

Η εικόνα του ποιητή
Πλάθεται κάθε μέρα
Κάθε ώρα αλλάζει απ' τον ίδιο
Εξ ού και ποιητής, ποιεί,
Δημιουργεί την εικόνα του
Και δείχνει κάτι λίγο
Απ' τις εικόνες που νοιώθει,
Τις άλλες εικόνες που ζουζουνίζουν
Με τρέλλα γύρω του
Εκτεθειμένες στον άνεμο
Προστατευμένες απ' τη βροχή...
Κι η ποίηση νάμα, πηγή, ποτάμι
Συντριβάνι, έλος,
Βόρβορος, οχετός,
Ολα ταυτόχρονα.

(19/10/2002)

20 Οκτ 2006

αναδόμηση

Τι μας παρακινεί λοιπόν εδώ
στα νοτερά χνάρια;
Ποια στενή, νυσταλέα συνήθεια;
Και τι σχημανία έχει πια
που τα φλογοβόλα ημερολόγια
έθαψαν χνούδι - χνούδι
το Χιόνι στα αζημείωτα;

Διότι αν η μοναδική φθορά
υπήρξε αναγλομπή
της επι χούν εικόνας μας έσωθεν
προστιμούσαμε τα μακρομπούτια
στο αφιώδες υλικό των ονειρώξεων.
Και πάντα επιστρέμαμε άλλοι
από μια γυμνή εφηβεία.

10 Οκτ 2006

Η ΒΡΟΧΗ



Μπόρα
μπόρα δυνατή
βροντές
αστραπές
παρά τρίχα χαλάζι
μπουμπουνητά
κάθε λογής μπουμπουνητά
κι ακόμα
βρέχει
έξω βρέχει
μέσα βρέχει
καταρρακτωδώς
σφίγγω το στόμα
μη βγεί βροχή
κλείνω σφιχτά τα μάτια
μα πάλι
φουρτούνα
θάλασσα 'γριεμένη
μπλε καταμπλε
εντελώς
σα μάτι
φοβερής ματιάστρας
αστράφτει
η ματιά
τ' ουρανού
γκριζομπλέ βαθύ
μαύρο
παρα κάτι λίγο
κατάμαυρο
κι η θάλασσα φουρτουνιασμένη
ιδια η καρδιά μου
πολλή θλίψη
πολλή
βρε παιδί μου
μ' έχει φάει
μου τρώει το συκώτι
το πάγκρεας
το πάγκρεας
και τη χολή



-----------
Γράφτηκε στις 5/Νοε/2002
(έβρεχε και τότε)

7 Οκτ 2006

Η ΠΑΤΑΤΟΧΩΡΑ ή ΚΑΤΩ ΤΑ ΣΚΟΥΛΗΚΙΑ !


Τα χρόνια τα παλιά η μεγάλη και ξακουστή Πατατοχώρα εφοδίαζε όλο τον κόσμο με τις νόστιμες και ολόγερες στρογγυλές πατάτες της. Κάποτε όμως έπεσε ένα φοβερό σκουλήκι που τις έφαγε όλες, μα όλες, κι ένα πρωί ξημερώθηκε η Πατατοχώρα χωρίς ούτε μιά πατάτα.

Σα να λέμε σήμερα πως η Κίνα στέρεψε από μετάξι, η Αραβία από πετρέλαιο, η Ιταλία από μακαρόνια κι η Ελλάδα από πολιτισμό.

Μαζεύτηκαν λοιπόν όλοι οι σοφοί της Πατατοχώρας, το γνωστό Συμβούλιο Των Σοφών, και συζητούσαν για τον τρόπο που έπρεπε ν' αντιμετωπίσουν αυτό το σοβαρό πρόβλημα.

Η ιδέα που κυριάρχησε ήταν ν' αλλάξουν το όνομα της χώρας τους και ν' αρχίσουν να καλλιεργούν άλλα προϊόντα, "όπως όλος ο κόσμος" -έτσι είπε ο Πρόεδρός τους.

Ενα μικρό αγόρι όμως, που άκουσε την ανακοίνωση του Συμβουλίου από το ραδιόφωνο, δε συμφώνησε καθόλου μ’ αυτή την ιδέα. Είχε γεννηθεί πατατοχωρίτης και δεν ήθελε ν’ αλλάξει πατρίδα. Εγραψε λοιπόν για τη δική του ιδέα στους σοφούς και, παράλληλα, τη διαφήμισε στους τοίχους της πόλης του. Πίστευε δηλαδή, πως έπρεπε να πολεμήσουν το σκουλήκι που κατέτρωγε τις πατάτες και όχι ν’ αλλάξουν όνομα στη χώρα τους αποδεχόμενοι την καταστροφή, που στο κάτω - κάτω κανείς δεν ήξερε πόσο θα διαρκούσε.

“Ζήτω οι πατάτες - Κάτω τα σκουλήκια” έγραφε παντού.

Οι σοφοί ξαναμαζεύτηκαν για να ξανασκεφτούν. Εν τω μεταξύ, οι νέοι επιστήμονες της Πατατοχώρας έψαχναν πυρετωδώς για να βρούν το φάρμακο που θα καταπολεμήσει τον εχθρό της πατάτας. Νύχτα - μέρα στα εργαστήρια, ανάμεσα σε μικροσκόπια και σε περίεργα χρωματιστά υγρά, δεν σταματούσαν την έρευνα, ώσπου ένα μεσημέρι ανακοίνωσαν ότι, επί τέλους, βρέθηκε το ποθητό φάρμακο.

Ο κόσμος έτρεξε αμέσως να το προμηθευτεί από τα φαρμακεία και τα καταστήματα γεωργικών φαρμάκων. Οι σοφοί όμως, που δεν είχαν αποφασίσει ακόμα άν θ' αναιρέσουν την προηγούμενη απόφασή τους, απαγόρεψαν την πώληση του φαρμάκου. Ευτυχώς που μερικοί καλλιεργητές είχαν προλάβει να τ' αγοράσουν.

Μετά από λίγους μήνες κυκλοφόρησαν πάλι στην αγορά νέες τροφαντές πατάτες, νοστιμότερες κι από πριν. Εστειλαν και στους σοφούς μιά παρτίδα για να τους πείσουν ότι η χώρα τους δεν έπρεπε ν' αλλάξει όνομα.

Οι σοφοί, που ακόμα συνεδρίαζαν, δεν μπήκαν στον κόπο να δοκιμάσουν τις καινούργιες πατάτες, επειδή δεν τις θεωρούσαν εκλεπτυσμένη τροφή.

Ο λαός αδημονούσε, είχε ακόμα εμπιστοσύνη στους σοφούς και περίμενε την απόφασή τους πριν ν’ αρχίσει και πάλι την εξαγωγή της περίφημης πατάτας.

Τα άλλα κράτη, εκμεταλλευόμενα την παρατεταμένη σιωπή των σοφών της Πατατοχώρας καθώς και την πρώτη τους απόφαση για αλλαγή του ονόματός της, άρχισαν να καλλιεργούν πατάτες και ν’ απαγορεύουν την εισαγωγή τους από την Πατατοχώρα. Οι σοφοί, εν αγνοία τους, ενεργούσαν εναντίον της πατρίδας τους με την ολιγωρία τους. Διάφορες φήμες κυκλοφορούσαν στα κανάλια της τηλεόρασης. Ενας σοφός βγήκε σ' ένα "παράθυρο" και είπε πως οι νέοι επιστήμονες δεν έχουν βρεί πραγματικά το φάρμακο και σπέρνουν ψεύτικες ελπίδες στο λαό, τους συγχωρεί όμως "λόγω του νεαρού της ηλικίας τους". Ενας άλλος σοφός ανακοίνωσε ότι η θέση του Συμβουλίου Των Σοφών είναι αμετακίνητη: Η χώρα πρέπει ν' αλλάξει όνομα.

Ο λαός καταλάβαινε πως κάτι μαγειρεύεται πίσ' από την πλάτη του, δεν μπορούσε όμως να ενεργήσει γιατί περίμενε τη γνώμη του Συμβουλίου, ακόμα κι όταν δεν έμενε η παραμικρή αμφιβολία πως οι νέοι επιστήμονες είχαν δίκιο, πως το φάρμακο είχε βρεθεί και ήταν εξαιρετικά αποτελεσματικό στην καταπολέμηση των σκουληκιών της πατάτας.

Πέρασαν αρκετά χρόνια και η χώρα έμενε μετέωρη. Δεν είχε όνομα και κανείς στον κόσμο δεν την αναγνώριζε. Η παλιά της δόξα είχε σβήσει και λίγοι, πολύ λίγοι, θυμόντουσαν το ένδοξο παρελθόν της. Ακόμα περισσότερο το λησμονούσαν οι εχθροί της, που δεν τους συνέφερε καθόλου να το θυμούνται.

Οι νέοι επιστήμονες έβαζαν όλα τους τα δυνατά για να ενημερώνουν το λαό σχετικά με την αποτελεσματικότητα του φαρμάκου, έγραφαν στους τοίχους και μιλούσαν στα λεωφορεία, μιά και κανένας ραδιοτηλεοπτικός σταθμός δεν τους έδινε βήμα ώστε να ακουστούν περισσότερο. Ετσι όμως η γνώμη των νέων επιστημόνων έχανε το βάρος της και ο πολύς κόσμος τους αντιμετώπιζε με δυσπιστία και διατηρούσε τις ελπίδες του στους σοφούς, που, με τη στάση τους, μόνο σοφοί δεν ήταν.

Οι εχθροί, που τώρα είχαν φτάσει την παραγωγή της πατάτας τους σε δυσθεώρητα ύψη, είχαν κάθε λόγο να εξαφανίσουν την πρώην ξακουστή Πατατοχώρα. Δεν στάθηκαν λοιπόν απλοί παρατηρητές και, με το πρόσχημα πως η χώρα αυτή δεν είχε αποκτήσει ακόμα όνομα, οπότε δεν είχε πίστη στη διεθνή αγορά, την απέκλειαν συνεχώς από τα διεθνή συνέδρια και από τα κέντρα λήψης αποφάσεων για το μέλλον του πλανήτη. Οι σοφοί της Πατατοχώρας δεν καταλάβαιναν γιατί είχαν απομονωθεί, για ποιόν λόγο τους επιστρέφονταν οι συμμετοχές τους στα διεθνή συνέδρια όλο και πιό συχνά.

Πέρασαν τα χρόνια και οι επιστήμονες δεν ήταν πιά τόσο νέοι κι οι σοφοί είχαν αλλάξει θέση με αντικαταστάτες, που ακολουθούσαν με συνέπεια τα χνάρια τους.

Υπήρχε έντονος ανταγωνισμός ανάμεσα στους κατοίκους της χώρας, που κανείς πιά δε θυμόταν γιατί και πώς είχε αρχίσει.

Ο λαός, πάντως, έτρωγε ακόμα πατάτες που καλλιεργούνταν παράνομα και που, χάρη στα επίσης παράνομα φάρμακα, ήταν πεντανόστιμες και απρόσβλητες από το φοβερό σκουλήκι που κόντευε να εξολοθρευτεί εντελώς.

Το μικρό παλληκαράκι, που είχε πρώτο δυσπιστήσει στην πρώτη απόφαση του Συμβουλίου Των Σοφών περί αλλαγής ονόματος της Πατατοχώρας, είχε γίνει πλέον ολόκληρος άντρας. Δρώντας για πολύ καιρό στην αφάνεια, είχε καταφέρει να πλουτίσει από το παράνομο εμπόριο πατάτας και αντισκουληκικού φαρμάκου. Με την τεράστια περιουσία του έστησε δικό του ραδιοτηλεοπτικό δίκτυο με παγκόσμια εμβέλεια και, ενημερώνοντας για το τί ακριβώς συμβαίνει στην πατρίδα του, απέκτησε φίλους και υποστηρικτές σ' όλόκληρο τον κόσμο.

Ετσι, η Πατατοχώρα ξαναβρήκε τ' όνομά της, οι σοφοί πήγαν σπίτι τους και οι επιστήμονες, στηριζόμενοι από το λαό, ανέλαβαν τη διακυβέρνηση της χώρας στο παρά πέντε, μιά και οι εχθροί, που παραμόνευαν σαν αρπακτικά, κήρυξαν τον πόλεμο με όλα τα μέσα, με απαγορεύσεις αλλά και με όπλα. Απαγόρευαν την κατανάλωση της πατατοχωριανής πατάτας κι έριχναν με τ’ αεροπλάνα τους νέα σκουλήκια στους αγρούς της Πατατοχώρας.

Ο λαός ενώθηκε σε μιά μάζα και, με μιά καρδιά και μιά ψυχή, αντιστάθηκε σθεναρά και νίκησε τους εχθρούς κατά κράτος.

Οταν όλα τέλειωσαν, ακούστηκε απ' όλα τα δίκτυα του πλανήτη το χαρούμενο τραγούδι της Πατατοχώρας και κανείς δεν αμφισβήτησε πλέον την ποιότητα της παραγωγής της. Οι πατατοχωρίτες ξαναβρήκαν τη χαμένη τους περηφάνεια και από τότε ζούν ευτυχισμένοι καλλιεργώντας, τρώγοντας και εξάγοντας τις υπέροχες πατάτες τους.

----------------------
ΣΗΜ. Το παραμύθι γράφτηκε στις 12 Δεκ. 1997 ως σχέδιο για σενάριο ή θεατρικό έργο. Πριν 2-3 χρόνια κάποιος ενδιαφέρθηκε και ζήτησε να το διαμορφώσω για παιδικό θέατρο, αλλά, στη συνέχεια, διάλεξε κάτι τι πιο εύπεπτο. Το θεατρικό παραμένει αζήτητο μαζί με τα τραγουδάκια του.