Καθόταν στο παγκακι με τη μουτζουρωμενη απο συνθηματα πλατη, στην ανατολικη πλευρα της πλατειας, κοντα στο περιπτερο και διπλα στην πινακιδα με το απαγορευτικό βελος προς τα δεξια. Ηταν ακόμα πολύ νωρις, ο ηλιος αργουσε να βγει ακομα, το ροδινο φως όμως χρωματιζε αυτή την παρατεταμενη ανοιξιατικη αυγη και διορθωνε την ασχημη διαθεση που ειχε ξεμεινει μαζι του, να του κανει παρεα, από το χτεσινο μεθυσι.
Καθοταν στο παγκακι αυτό -το αγαπημενο του- και κοιταζε χαμηλα, τα ξεγδαρμενα του αθλητικα παπουτσια με τα λυμενα κορδόνια, όταν μια ξαφνικη λαμψη αναταραξε το βλεμμα του και το αναγκασε να σηκωθει, μια λαμψη που ξεφυγε από τον απεναντι τυφλό τοιχο του φαρμακειου.
«Θα βγαινει πια ο ηλιος», σκεφτηκε, αλλα το βλεμμα δεν το ξεκολλησε από τον τοιχο κι όπως κοιταξε προσεκτικότερα παρατηρησε μια σκια που δεν υπηρχε προηγουμενως, ουτε ειχε λόγο να υπαρχει εκει περα, πανω στη λευκη επιφανεια που εμοιαζε σαν ξεβαμμενη πορτοκαλια τωρα το ξημερωμα.
Η σκια απλωνόταν αργα πανω στον τοιχο, όπως ενας λεκες από λαδι που διαπερνα ένα χοντρό υφασμα. Πραγματι, ο τοιχος αρχισε να μοιαζει με υφασμα! Ενα υφασμα παλλομενο, όμοιο με ιστιο καραβιου σε ελαφρυ ανεμο, σαν να ηταν το φαρμακειο πλεουμενο που αρχιζε να αρμενιζει απαλα, σαν ο αναμενόμενος ηλιος να ηταν αερακι, σαν οι πρωτες αχτινες να φερναν μαζι τους έναν αερινο παλμό.
Το βλεμμα του ειχε ακινητοποιηθει, ειχε κολλησει πανω σε αυτό το φαινομενο, η χρωματιστη ανασα του ηλιου, που θα ξεπρόβαλλε οπου να ’ναι, βουιζε κιόλας στ’ αυτια του και, στ’ αληθεια, ακουγε το βουητό της σκιας που φουσκωνε τον τοιχο που ειχε γινει πανι, κι όπως τεντωνοταν αυτό το πανι που προηγουμενως ηταν τοιχος από υλικό συμπαγες και σκληρό, ένα σωμα τυλιγμενο με γαζες ξεκόλλησε από πανω του.
Το σωμα δεν βγηκε απότομα, αλλα σιγα σιγα, ακολουθωντας έναν απαλο ρυθμό σαν από ιταλικη καντσονετα, οπου οι νότες αργοσερνονται και δημιουργουν μιαν ατμόσφαιρα θλιψης, ακομα κι αν εξιστορουν κατι χαρουμενο. Από όσο είναι σε θεση να θυμαται, πρωτα φανερωθηκε ένα πόδι, μετα ένα χερι, κατοπιν το άλλο πόδι, η κοιλια και το στηθος, που, σαν σε χορευτικη φιγουρα, τραβηξαν το άλλο χερι να φανερωθει μαζι με το κεφαλι που εμοιαζε τεραστιο.
Μολις το κορμι αυτό ξεκολλησε εντελως από τον τοιχο, ο τοιχος επαψε να είναι πανι και ξαναγινε σκληρός και το φαρμακειο σταματησε να πλεει και καρφωθηκε στα θεμελια της πολυκατοικιας. Για λιγες στιγμες, οσες ακριβως χρειαστηκαν στους διανομεις των πρωινων εφημεριδων να αφησουν τις στοιβες εξω από το περιπτερο της πλατειας, η σκια εμεινε ακινητη, λες για να περασει απαρατηρητη. Με το που εφυγε το φορτηγακι, η ασπρη σκια που εμοιαζε με κορμι αρχισε να λυνει τα δεσμα της και να προχωρει χορευοντας προς το μερος του.
Λικνιζοταν δεξια κι αριστερα αμολωντας λευκους επιδεσμους στον αερα κι οι επιδεσμοι αυτοι ειχαν τεραστιο μηκος κι εφταναν μεχρι τις ταρατσες των γυρω κτιριων, τυλιγόντουσαν στα καγκελα των μπαλκονιων, ανεμιζαν για λιγο και μετα γινόντουσαν αχνός, ελιωναν και αραιωναν σαν συννεφακια και όπως φτασαν στα δεντρα της μικρης πλατειας και τυλιξαν το μεσιανό κυπαρισι, τα περιστερια τρομαξαν και πεταρισαν αγουροξυπνημενα.
Εκεινος περιμενε σαν υπνωτισμενος καθιστός στο παγκακι του και δεν ηξερε αν επρεπε να φοβηθει, δεν ηξερε τι να φοβηθει, αν υπηρχε λογος να φοβηθει από μια σκια δηλαδη. Τι κι αν αυτή η σκια εμοιαζε με κορμι, τι κι αν χορευε και ξετυλιγε τις γαζες που ανεμιζαν και αραιωναν σαν συννεφακια, δεν επαυε να είναι μια απλη σκια. Τη στιγμη όμως που εφτασε μπροστα του και ενοιωσε την καυτερη ανασα της στο προσωπο του και τον τρυπησε το μαυρο της βλεμμα, βγαλμενο μεσα από το χαος του τεραστιου κεφαλιου, τοτε, τα χρειαστηκε!
Εκανε να σηκωθει από το παγκακι ξεχνωντας τα λυμμενα του κορδονια, επιασε το στηθος του που κοντευε να σπασει, ανοιξε τα χειλη που ειχαν ξεραθει σε μια προσπαθεια να κραυγασει την αγωνια του και τοτε ακριβως η σκια τον τυλιξε με τα λευκα της πεπλα που δεν επαυαν να ξετυλιγονται διαρκως αχνιζοντας τον αερα και τον σηκωσε ψηλα, «ελα να θαυμασουμε την ανατολη» ψιθυριζοντας του στο αυτι.
Ηταν προχωρημενο μεσημερι όταν τον σκουντησε ο περιπτερας να ξυπνησει. Τα παιδια που σχόλαγαν αυτή την ωρα βουιζαν σαν τζιτζικια τον Αυγουστο και το τριξιμο από τα λαστιχα του λεωφορειου που εκανε σταση αποτελουσε τη μοναδικη παραφωνια της στιγμης.
«Παλι σε πηρε ο υπνος στο παγκακι κυρ Ανεστη, σηκω να παμε να τσιμπησουμε τιποτα τωρα που αλλαζω βαρδια», του ειπε τρυφερα βοηθωντας τον να σταθει στα ποδια του και «α, δεσε τα κορδονια σου μη πεδικλωθεις» συμπληρωσε προστατευτικα.
Γουσταρε πολύ τον κυρ Ανεστη η παρεα του μεζεδοπωλειου και καθενας ενοιωθε την υποχρεωση να τον κερνα κάθε μερα κι από κατι. Κάθε μερα διηγόταν κι από μια καινουργια ιστορια φρεσκια φρεσκια. «Τοση φαντασια, που τη βρισκει» λεγαν με θαυμασμό, αλλα και με περιπαιχτικη διαθεση, γιατι εκεινος εμοιαζε μικρο παιδι.
Καθοταν με ευχαριστηση μαζι τους, γευοταν τους μεζεδες, τσουγκριζε το ποτηρακι του, ελεγε τις ιστοριες του, που οι αλλοι νομιζαν αποκυηματα φαντασιας. Πως θα μπορουσε να τους εξηγησει ότι οι ιστοριες του ηταν ολωσδιολου αληθινες; Να καλεσει μαρτυρες τα δεντρα και τα περιστερια της πλατειας; Αυριο να θυμηθει να κρατησει ένα κομματακι γαζα από τα πεπλα της σκιας που τον πηρε μαζι της στο πρωινο ταξιδακι, να το χωσει βαθεια στην τσεπη του και να τους το τριψει στη μουρη το μεσημερι για να μαθουν να τον πειραζουν!