2 Δεκ 2007

Πόλεμος και Ειρήνη


Ο βασανιστής του Πύργου έσχιζε το δέρμα της πλάτης του ιππότη λουρίδες λουρίδες και κατόπιν τις τεμάχιζε καθέτως σε μικρούτσικα κομματάκια σαν ρύζι. Ο ιππότης υπέμενε το βασανιστήριο με καρτερία, βέβαιος ότι κάποτε θα τελείωνε -το βασανιστήριο ή η ζωή του.

Ο βασανιστής του Πύργου βαρέθηκε να βασανίζει τον σιωπηλό ιππότη. Δεν έβρισκε την ανταπόκριση που επιθυμούσε, ούτε μια κραυγή, ούτε μια οιμωγή, ούτε ένα παίξιμο βλεφάρων, τίποτε που να αποδεικνύει τον πόνο του τελοσπάντων.

- Αυτό το βασανιστήριο δεν έχει γούστο! κραύγασε ο βασανιστής και απεχώρησε από το θάλαμο των βασανιστηρίων.

Μόλις έφυγε ο βασανιστής, ο ιππότης ανασηκώθηκε και σύρθηκε προς τον ξύλινο πάγκο. Πεινούσε πολύ και διψούσε σαν ξεροπήγαδο. Πήρε λίγα από τα κομματάκια του δέρματός του και, με τη βοήθεια μιας χούφτας από το ρέον αίμα του, τα κατάπιε αμάσητα μονομιάς.

Σιγά σιγά, ξαναβρήκε τις δυνάμεις του, ορθώθηκε υποβοηθούμενος από το σπαθί του, το οποίο κατάφερε να αδράξει από το τσιγγέλι όπου κρεμόταν και όρμησε ακάθεκτος εναντίον των φρουρών της εισόδου του θαλάμου. Τους θέρισε και τους τρεις. Ούτε κιχ δεν πρόλαβαν να πουν. Κατόπιν, ημίγυμνος όπως ήτο ακόμη, βγήκε στην αυλή του Πύργου, όπου ο βασανιστής του καθόταν αμέριμνος και κάπνιζε την πίπα της Ειρήνης.

Η Ειρήνη στεκόταν παράμερα και κοιτούσε τα δρώμενα, εντελώς αποχαυνωμένη. Ο ιππότης έκανε μια βαθειά υπόκλιση έμπροσθέν της, κάτι ψιλομουρμούρησε όπισθέν της και, με μια σπαθιά, απέκοψε την κεφαλή του βασανιστή και απέδωσε την πίπα στη δεσποσύνη.

- Η πίπα σας δεσποσύνη Ειρήνη, είπε με άπταιστη γαλλική προφορά.

- Ευχαριστώ ιππότα, απάντησε εκείνη συμπληρώνοντας "φέρτε τώρα την περικνημίδα σας να τοποθετήσω το οικόσημό μου".

Ο ιππότης είχε ξεχάσει τις περικνημίδες του στο θάλαμο των βασανιστηρίων, έτρεξε γρήγορα λοιπόν να τις φορέσει. Η γδαρμένη του πλάτη πονούσε αφόρητα, αυτό όμως δεν τον εμπόδισε να φορέσει την αργυρή του πανοπλία, καθώς και να λάβει την περικεφαλαία κάτωθεν της μασχάλης του.

Καθώς πλησίαζε την ωραία Ειρήνη, εκείνη άρχισε να απομακρύνεται γοργά ανεμίζοντας τα αραχνοΰφαντα πέπλα της.

- Σταθείτε, σταθείτε, ω, Ειρήνη! της φώναξε απελπισμένα. Δεν θα μου απονείμετε το παράσημό μου; Δεν το κέρδισα δίκαια;

- Ουφ! κι εσείς και τα παράσημά σας! αποκρίθηκε η ωραία.

- Και γιατί "ούφ";

- Γιατί η πίπα είναι σπασμένη! Γι αυτό! έκανε με πείσμα.

- Και είναι δικό μου το φταίξιμο;

- Δεν με ενδιαφέρει ποιος φταίει, το αποτέλεσμα μετράει. Πηγαίνετε τώρα να πλυθείτε πριν μου απευθύνετε ξανά το λόγο.

"Πάρ' τα μαλάκα!" είπε ο ιππότης στον εαυτό του αυτομουτζωνόμενος. Μόλις είχε μάθει τι εστί Ειρήνη. Εκανε μεταβολή και ξεκίνησε για ένα καινούργιο πόλεμο.

Ταραράμ ταραράμ ταράμ ταράμ! οι σάλπιγγες ηχούσαν στο διπλανό βασίλειο προσκαλώντας τους ανά τον πλανήτη ιππότες να ζωστούν τα σπαθιά τους...



αναπαραγωγη απο εδω: -->>
http://rodiat4.blogspot.com/2006/08/94.html

Γλυκειά μου σαυρομμάτα



Οταν ήρθανε βιζαβί κι αντίκρυ, εκείνος πρόσεξε την πράσινη σαύρα που μπαινόβγαινε στα ρουθούνια της και αρκέστηκε σε ένα φλογερό φιλί, αν και ήθελε να την αρπάξει και να τη δαγκώσει σαν τρελός. Τα χείλια της ήταν κρύα, αλλά πώς να μην ήταν αφού η σαύρα τα πάγωνε κάθε τόσο με την ουρά της;

Φιλώντας τη, ένιωθε την ουρά να κινείται ανάμεσά τους και προσπάθησε καναδυό φορές να την αρπάξει με τα δόντια, αλλά μπερδευόταν με τη γλώσσα του και δεν το διακινδύνεψε. Εκείνη έμενε ακίνητη σαν άγαλμα και τον βασάνιζε η ιδέα μπας και είχε μείνει ξερή στα χέρια του. Της έδωσε ένα ελαφρύ μπατσάκι, το οποίο του ανταπέδωσε η σαύρα με τα νύχια της. Από το μάγουλό του έτρεξε αίμα και σταμάτησε να την φιλάει.

Απομακρύνθηκε και τότε είδε πως στα μάτια της φώλιαζαν άλλες δυο σαύρες, μαυροπράσινες και μονόφθαλμες. Αναψε το φακό του και είδε κι απο τα αφτιά της να κρέμονται δυο σαυρίσιες ουρές σαν σκουλαρίκια. Εσβησε το φακό τρομαγμένος. Του έφταναν οι σαύρες που έβλεπε με το φως του φεγγαριού.

- Εχεις σαύρες στα αφτιά σου, της είπε.

- Το ξέρω, του απάντησε εκείνη, δεν σου αρέσουν; Να τις βγάλω.

- Οχι, όχι, μη κάνεις τον κόπο. Μόνο πες στη σαύρα της μύτης σου να μη μπερδεύεται με τη γλώσσα μου.

- Η γλώσσα σου είναι ξύλινη; τον ρώτησε.

- Οχι, απ' όσο ξέρω είναι μια κανονική γλώσσα.

- Ελληνική δηλαδή;

- Μάλλον.

- Δεν έχεις άλλη γλώσσα; Καμμιά εγγλέζικη ας πούμε...

- Οχι, τη γλώσσα μου έδωσαν ελληνική!

- Α! Εχω πέντ' έξι γλώσσες καβάντζα, για παν ενδεχόμενον.

- Τι μου λες; Είσαι ένα μορφωμένο κορίτσι λοιπόν.

- Παραμορφωμένο, θα έλεγα...

- Εχεις δίκιο. Δεν φαντάζεσαι πόσο δίκιο έχεις.

- Ναι; Το πιστεύεις στ' αλήθεια;

- Φυσικά. Με τη σαύρα όμως τι θα γίνει; Θα με αφήσει να σε φιλήσω;

Εκείνη έβγαλε τη γλώσσα της και έσπρωξε τη σαύρα, να χωθεί ολόκληρη στη μύτη της, να μην εξέχει καθόλου και "έλα τώρα να φιληθούμε" του είπε, "δε θα μας ενοχλήσει κανείς".

Επεσε πάνω της, τη στρίμωξε στο χαμηλό μαντρότοιχο, άρχισε να τη φιλά και να την πασπατεύει, έτριβε το πρόσωπό του στα μάγουλα και στα μαλλιά της, κατέβαινε σιγά σιγά όλο και χαμηλότερα, μέχρι που έγινε κι αυτός μια καταπράσινη σαύρα και χώθηκε στον αφαλό της.

Μετά από λίγη ώρα ξημέρωσε. Ενας περαστικός νέος είδε ένα σωρό καταπράσινες σαύρες να μπαινοβγαίνουν ανάμεσα στους αρμούς μιας χαμηλής ξερολιθιάς. Πήρε μια πέτρα, την έριξε καταπάνω τους κι εκείνες εξαφανίστηκαν για λίγο.

- Χμμ, τη νύχτα που έχει πανσέληνο θά 'ρθω να σας κανονίσω σαυρούλες μου, είπε και συνέχισε το δρόμο του.

Ηταν πολύ βιαστικός. Είχε ραντεβού με τον οφθαλμίατρο. Μετά, έπρεπε να πάει και στο μάθημα των αγγλικών. Η δασκάλα ήταν πολύ αυστηρή και αν αργούσε θα έμενε απέξω.


αναπαραγωγη απο εδω: -->>
http://rodiat4.blogspot.com/2006/08/93.html

Μετάφραση στα γερμανικά απο Gerrit Monnartz:



Süßes Eidechsenauge

Als sie sich von Angesicht zu Angesicht gegenüber waren, bemerkte er die grüne Eidechse, die aus ihren Nasenlöchern kroch.  Er wollte sie schnappen und wie verrückt nach ihr beißen.  Stattdessen begnügte er sich mit einem heißen Kuss.  Ihre Lippen waren eiskalt, aber wie sollten sie auch nicht, kühlte die Eidechse sie doch immer wieder mit ihrem Schwanz.

Als er sie küsste, spürte er, wie ihr Schwanz sich zwischen ihnen hin und her bewegte und er versuchte auch ein- zweimal, ihn mit den Zähnen zu schnappen, aber er kam mit der Zunge durcheinander und riskierte das lieber nicht.  Sie blieb reglos wie eine Statue und er war in Sorge, dass sie vielleicht in seinen Händen noch in Ohnmacht fiele.  Er gab ihr einen leichten Klaps, den ihm die Eidechse mit ihren Krallen erwiderte.  Von seiner Wange rann Blut und er hörte auf, sie zu küssen. 

Er entfernte sich ein wenig von ihr und da sah er, dass in ihren Augen noch zwei weitere Eidechsen waren, grünschwarz und einäugig.  Als er seine Taschenlampe anmachte, sah er,  dass von ihren Ohren noch zwei weitere Eidechsenschwänze hingen – wie Ohrringe.  Erschrocken löschte er das Licht.  Ihm waren die Eidechsen genug, die man im Mondlicht sehen konnte.

-          Du hast Eidechsen in den Ohren, sagte er zu ihr.
-          Weiß ich, sagte sie zu ihm, gefallen sie dir nicht?  Dann zieh ich sie aus.
-          Nein, nein, mach Dir keine Mühe.  Sag nur bitte der Eidechse in deiner Nase, dass sie meiner Zunge nicht in die Quere kommen soll.
-          Ist deine Zunge aus Holz?, fragte sie ihn.
-          Nein, soweit ich weiß, ist das eine ganz normale Zunge.
-          Also eine griechische ?
-          Wahrscheinlich schon.
-          Hast Du denn keine zweite?  Eine englische oder so …
-          Nein, die Zunge, mit der ich spreche, ist eine griechische!
-          Ach!  Ich hab so an die sechs Zungen parat, für alle Eventualitäten.
-          Was du nicht sagst!  Da bist du aber qualifiziertes Mädchen.
-          Überqualifiziert würde ich sagen…
-          Das stimmt.  Du weißt gar nicht, wie Recht du hast.
-          Ja.  Glaubst du das wirklich?
Klar.  Aber mit der Eidechse, was wird jetzt mit der?  Lässt die mich dich küssen?
Da nahm sie ihre Zunge heraus und schob die Eidechse vollständig in ihre Nase zurück, so dass sie gar nicht mehr heraus sah.  Komm, jetzt küssen wir uns“, sagte sie zu ihm.  Jetzt stört uns niemand.“

Er beugte sich über sie, drückte sie gegen die niedrige Mauer, fing an, sie zu küssen und an ihr herumzufummeln, rieb sein Gesicht an ihren Wangen und in ihrem Haar und sie rutschten immer tiefer, bis das auch er eine grellgrüne Eidechse wurde und in ihrem Nabel verschwand.

Kurz darauf wurde es hell.  Ein vorbeikommender junger Mann sah eine Menge grellgrüner Eidechsen zwischen den Ritzen einer niedrigen Mauer herumkriechen.  Er nahm einen Stein, warf sie mitten in die Eidechsen hinein und sie verschwanden kurz.

Mmh, wenn die Nacht jetzt Vollmond hat, dann komme ich und nehme euch mir vor, Eidechsen!, sagte er und ging seines Weges.

Er war sehr in Eile.  Er musste noch zum Augenarzt.  Danach direkt zum Englischunterricht.  Die Lehrerin war sehr streng und wenn er zu spät käme, würde sie ihn gleich wieder nach Hause schicken.
 

ταξίδι με το πλοίο του χαμού



Απόψε θα σου πω για ένα καράβι,
ένα καράβι με λοστρόμο κουκουβάγια
με ναύτες γλάρους, τιμονιέρη αστακό,
γραμματικό ένα μπαρμπούνι με μουστάκια,
και καπετάνιο ένα σπάρο γελαστό.




Ταξίδεψα μακριά μ' αυτό το χάρο,
το σαπιοκάραβο το πράσινο απ' τις μούχλες,
πήγα στα πέρατα, στης γης τον αφαλό.
Δεν το μετάνιωσα και λέω σαχλαμπούχλες
για το νερό πως τάχα ήτανε θολό.

Απόψε θα ξεχάσω αυτό το πλοίο,
που με παιδεύει σαν βρικόλακας τις νύχτες,
το χαραγμένο με φωτιά μέσα στο νου.
Θα το ξεχάσω κι ας μετρούν οι λεπτοδείχτες
το πόσος χρόνος απομένει του χαμού.


αναπαραγωγη απο εδω: -->>
http://rodiat4.blogspot.com/2006/08/80.html