Η Ελίζα έτριβε με οινόπνευμα τα μουδιασμένα πέλματα του Μάκη, όταν εκείνος άφηνε την τελευταία του πνοή. Ο παιδικός της φίλος ήταν κατάκοιτος εδώ και δυο χρόνια περίπου, μετά από ένα γλύστρημα σε αγώνες σκι. Ο λαιμός του είχε σπάσει, το κορμί του είχε παραλύσει σχεδόν εντελώς, και ήταν θαύμα πως συνέχισε να ζει μετά απο αυτή την αεροπλανική τούμπα. Μόνο το δεξί του χέρι μπορούσε να κινεί, κι αυτό αδέξια.
Η Ελίζα είχε σταθεί στο πλάϊ του, όλο αυτό το διάστημα, σαν αδελφή και σα μητέρα, μια και ο Μάκης δεν είχε γονείς ούτε άλλους συγγενείς και η λύση του ασύλου δε θα ταίριαζε καθόλου σε ένα νέο άνθρωπο, εξαιρετικά δραστήριο μέχρι την τραγική μέρα του δυστυχήματος.
Τρίβοντας λοιπόν τα άχρηστα πέλματα του φίλου της του Μάκη, κάτι που συνήθιζε να κάνει κάθε απόγευμα για να βοηθάει την τόνωση του κυκλοφορικού του, ένοιωσε σαν κάτι να κινείται, τους τένοντες να τεντώνονται, και λαχτάρησε. Μόλις ήταν έτοιμη να φωνάξει «ζήτω» πιστεύοντας πως η ζωή ξαναγύριζε στα απονεκρωμένα μέλη. Η ζωή όμως την ξεγέλασε κι έφυγε μακριά, αφήνοντας οριστικά ολόκληρο το σώμα εντελώς άψυχο. Η Ελίζα το κατάλαβε δυστυχώς ένα δευτερόλεπτο αργότερα, όταν σήκωσε το βλέμμα προς το πρόσωπο του αγαπημένου της φίλου και, παρατηρώντας το δικό του, αντίκρυσε μια παγωμένη ματιά στυλωμένη στο πουθενά.
Η αίσθηση του θανάτου, που πέρασε ακριβώς δίπλα της χωρίς να την αγγίξει, ήταν σαν ένα μαγικό και έξοχο ξάφνιασμα για την Ελίζα. Δεν αισθάνθηκε τον παραμικρό φόβο. Ισα ίσα, μια μεγάλη χαρά γέμισε την καρδιά της μέχρι τα μπούνια. Από τότε, δεν έπαψε να προσφέρει αφιλοκερδώς -και με άπειρη ευχαρίστηση μάλιστα- τις υπηρεσίες της σε πάσχοντες κάθε είδους, με φανερή προτίμηση σε εκείνους που τα ψωμιά τους φαίνονταν λίγα. Μόλις ο τυχών τραυματίας ή βαρειά ασθενής άρχιζε να αναρρώνει, η Ελίζα χανόταν απο την καρέκλα δίπλα στο κρεββάτι του πόνου.
«Εξις Δευτέρα φύσις» λέει το παλιό ρητό, που είχε απόλυτη εφαρμογή στην περίπτωση της νεαρής γυναίκας. Κάθε απόγευμα επισκεπτόταν νοσοκομεία και κλινικές ως αδελφή ειδικευμένη να παρέχει τις στερνές ανακουφιστικές υπηρεσίες σε ετοιμοθάνατους -άνδρες ή γυναίκες, αδιάφορο. Με τον καιρό απέκτησε μια ιδιότητα παράξενη, να μαντεύει την παρουσία του θανάτου, αν ο θάνατος δηλαδή βρισκόταν κάπου εκεί κοντά ή αν είχε φύγει οριστικά η απειλή του απο το πλευρό του νοσηλευόμενου. Τόσο εξαπλώθηκε ως δια μαγείας η φήμη της, που τη ζητούσαν οι διάφοροι συγγενείς για να τους πληροφορήσει περί της πορεία της υγείας του δικού τους ανθρώπου. Δεν πάει νά ’λεγαν οι γιατροί πως ο άρρωστος όπου νά ’ναι πεθαίνει, αν η Ελίζα είχε διαφορετική γνώμη, την έδειχνε με την αποχώρησή της απο το δωμάτιο της εντατικής, οπότε, οι συγγενείς αναθαρρούσαν. Οπου όμως η Ελίζα παρουσιαζόταν, οι συγγενείς ανατρίχιαζαν και περίμεναν με αγωνία μια πιθανή δυσμενή εξέλιξη.
Κάποιες φορές, την πλησίαζαν κιόλας προσφέροντάς της χρήματα για να διώξει μακριά το θάνατο, επειδή πίστευαν στ’ αλήθεια -μέσα στην απόγνωσή τους- πως είχε πράγματι κάποια δύναμη υπερφυσική, πως μπορούσε να συνομιλεί μαζί του, πως μπορούσε να τον αποτρέψει ή να τον καθυστερήσει. Ακόμα, κάποτε κάποτε, την παρακαλούσαν να παζαρέψει μαζί του τον ακριβή χρόνο αναχώρησης του υποψήφιου νεκρού, ώστε να προλάβει εκείνος να τελειώσει κάποιες υποχρεώσεις πριν αφήσει τα εγκόσμια. Η Ελίζα είχε συνηθίσει πλέον να την τριγυρίζουν αυτές οι ανόητες πεποιθήσεις, και, πιστή στο λειτούργημά της, δεν έδινε καμμιά σημασία στο οικογενειακό περιβάλλον των ασθενών. Αφοσιωνόταν στα αδύναμα σώματα με κάθε ειλικρίνεια, και πάντα χωρίς να δέχεται να εισπράξει το παραμικρό.
Πέρασαν πολλά χρόνια απο τότε που η Ελίζα, τρίβοντας τα μουδιασμένα πέλματα του φίλου της του Μάκη, αντιλήφθηκε τη ζωηρή παρουσία του θανάτου που πέρασε απο δίπλα της. Πήρε σύνταξη απο την εργασία της -ήταν υπάλληλος τραπέζης- και πήγαινε και τα πρωϊνά πλέον στα νοσοκομεία και τις κλινικές. Οπως ήταν φυσικό, δεν παντρεύτηκε ποτέ ούτε ενδιαφέρθηκε ποτέ να αποκτήσει οικογένεια. Ισως, επειδή ο θάνατος ήταν τόσο οικείος γι αυτήν, να μη θέλησε να μπερδέψει στα πόδια του ανθρώπους πολυαγαπημένους της, μη τυχόν και τον κάνει να ζηλέψει δηλαδή και τους πάρει από κοντά της. Ποιος ξέρει... Ισως πάλι να αγάπησε, να ερωτεύτηκε πραγματικά το θάνατο, οπότε, με έναν απτό σύζυγο θα απιστούσε σε εκείνον, τον άϋλο μοναδικό δυνάστη της καρδιάς της.
Η Ελίζα έζησε πάρα πολλά χρόνια και πέθανε με ένα ζωηρό χαμόγελο στα χείλη. Τη βρήκαν καθισμένη στην πέτσινη πολυθρόνα της, όπου συνήθιζε να ξεκουράζεται τα μεσημέρια, όταν επέστρεφε απο τις καθημερινές της περιήγησεις στα πονεμένα κρεββάτια των νοσοκομείων. Μονάχα ο θάνατος είχε τη δύναμη να τη σταματήσει απο αυτή την -τόσο ενδιαφέρουσα για εκείνην- απασχόληση.
Λίγο μετά την αποχώρηση της Ελίζας απο τη ζωή, μια νεαρή κοπέλλα έκανε αισθητή την παρουσία της στα νοσοκομεία. Η Ξανθή είναι υπάλληλος τραπέζης και τα απογεύματα επισκέπτεται ανελλιπώς τις μονάδες εντατικής παρακολούθησης ως αδελφή-επισκέπτρια. Δεν έχει καμμιά ιδιαίτερη πίστη σε υπερφυσικά φαινόμενα ούτε ανήκει σε κάποια ομάδα ή φιλανθρωπικό σύλλογο -όπως ακριβώς και η Ελίζα. Πρέπει να αποκλειστούν λοιπόν οποιεσδήποτε κοινωνικές ή μεταφυσικές επιδράσεις και καταναγκασμοί.
Συζητώντας μαζί της, κάτι σπάνιο μια και αποφεύγει τις συζητήσεις, διαπίστωσα πως αγνοούσε τελείως την ύπαρξη της προκατόχου της σε αυτό το δύσκολο αντικείμενο, οπότε, δεν υπάρχει καμμιά πιθανότητα να είχε εμπνευστεί απο εκείνη το ενδιαφέρον για τους ετοιμοθάνατους ασθενείς και τραυματίες. Μένει λοιπόν μετέωρο το ερώτημα: Τι είναι εκείνο που έλκει μια γυναίκα στη «συντροφιά» του θανάτου; Πόσο ερεθιστική είναι η άϋλη -μα και τόσο δυναμική- παρουσία του; Υπάρχει άραγε τόσο πολλή ζωή μέσα στις γυναίκες αυτές που πλησιάζουν το χώρο του θανάτου; Τι είναι αυτό που τις σπρώχνει να κάνουν ό,τι η πλειοψηφία των ανθρώπων συνειδητά αποφεύγει; Δεν άντεξα τον πειρασμό να τη ρωτήσω ευθέως αυτό το τεράστιο «γιατί;» και η απάντησή της, που δόθηκε αβίαστα, ήταν: «Επειδή μου αρέσει».
Στον αντίποδα του πολέμου βρίσκονται οι γυναίκες αυτές, που κυκλοφορούν με άνεση ανάμεσα σε τραυματίες με σακατεμένα μέλη, τσακισμένα ανθρώπινα σκαριά, που περιποιούνται σάρκες αποφλοιωμένες και πληγές ανοιχτές, χωρίς να λιποθυμούν στη θέα του αίματος που αναβλύζει άφθονο, κατακόκκινο και πηχτό, σα ντοματόζουμο. Απο τη μια πλευρά ο πόλεμος, η αρρώστεια, τα δυστυχήματα, η αποτρόπαιη σκληρότητα δηλαδή της ζωής που αποσύρεται, και απο την άλλη η ψύχραιμη αντιμετώπιση των δεινών αυτών και η ήρεμη καθοδήγηση των θυμάτων στο απαλό μονοπάτι του λυτρωτικού θανάτου.
Εχοντας αρνηθεί -τις περισσότερες φορές- να φέρουν ζωή στα σπλάχνα τους και να την αναθρέψουν, οι γυναίκες αυτές διαχειρίζονται το θάνατο, απόλυτα εξοικειωμένες μαζί του. Εχουν νοιώσει καλά το αναπόφευκτο της έλευσής του και γοητεύονται απο τη δυνατότητα, που τους δίνεται πλάϊ στα ανθρώπινα συντρίμμια, να μαντέψουν και να αισθανθούν το αναπάντεχο, βρίσκοντας την ολοκλήρωση και το σκοπό της ζωής τους τη μοναδική αυτή στιγμή που ο θάνατος, με μια μονάχα δρεπανιά, νικά τη ζωή θερίζοντάς τη. Για τις γυναίκες αυτές, το μυστήριο του θανάτου δεν είναι και τόσο μυστήριο όσο το μυστήριο της ζωής, που μάλλον τη φοβούνται και την αποφεύγουν περιφερόμενες μακριά της.
____________________
FIL2506 - και αυτο το ανέσυρα απο τα σκουπίδια του PC. Το εψαχνα καιρο και νομιζα πως ειχε χαθει, οπότε, φαντάζεστε τη χαρά μου που το βρήκα!