26 Μαΐ 2010

Διαχειρίστριες του θανάτου


Η Ελίζα έτριβε με οινόπνευμα τα μουδιασμένα πέλματα του Μάκη, όταν εκείνος άφηνε την τελευταία του πνοή. Ο παιδικός της φίλος ήταν κατάκοιτος εδώ και δυο χρόνια περίπου, μετά από ένα γλύστρημα σε αγώνες σκι. Ο λαιμός του είχε σπάσει, το κορμί του είχε παραλύσει σχεδόν εντελώς, και ήταν θαύμα πως συνέχισε να ζει μετά απο αυτή την αεροπλανική τούμπα. Μόνο το δεξί του χέρι μπορούσε να κινεί, κι αυτό αδέξια.

Η Ελίζα είχε σταθεί στο πλάϊ του, όλο αυτό το διάστημα, σαν αδελφή και σα μητέρα, μια και ο Μάκης δεν είχε γονείς ούτε άλλους συγγενείς και η λύση του ασύλου δε θα ταίριαζε καθόλου σε ένα νέο άνθρωπο, εξαιρετικά δραστήριο μέχρι την τραγική μέρα του δυστυχήματος.

Τρίβοντας λοιπόν τα άχρηστα πέλματα του φίλου της του Μάκη, κάτι που συνήθιζε να κάνει κάθε απόγευμα για να βοηθάει την τόνωση του κυκλοφορικού του, ένοιωσε σαν κάτι να κινείται, τους τένοντες να τεντώνονται, και λαχτάρησε. Μόλις ήταν έτοιμη να φωνάξει «ζήτω» πιστεύοντας πως η ζωή ξαναγύριζε στα απονεκρωμένα μέλη. Η ζωή όμως την ξεγέλασε κι έφυγε μακριά, αφήνοντας οριστικά ολόκληρο το σώμα εντελώς άψυχο. Η Ελίζα το κατάλαβε δυστυχώς ένα δευτερόλεπτο αργότερα, όταν σήκωσε το βλέμμα προς το πρόσωπο του αγαπημένου της φίλου και, παρατηρώντας το δικό του, αντίκρυσε μια παγωμένη ματιά στυλωμένη στο πουθενά.

Η αίσθηση του θανάτου, που πέρασε ακριβώς δίπλα της χωρίς να την αγγίξει, ήταν σαν ένα μαγικό και έξοχο ξάφνιασμα για την Ελίζα. Δεν αισθάνθηκε τον παραμικρό φόβο. Ισα ίσα, μια μεγάλη χαρά γέμισε την καρδιά της μέχρι τα μπούνια. Από τότε, δεν έπαψε να προσφέρει αφιλοκερδώς -και με άπειρη ευχαρίστηση μάλιστα- τις υπηρεσίες της σε πάσχοντες κάθε είδους, με φανερή προτίμηση σε εκείνους που τα ψωμιά τους φαίνονταν λίγα. Μόλις ο τυχών τραυματίας ή βαρειά ασθενής άρχιζε να αναρρώνει, η Ελίζα χανόταν απο την καρέκλα δίπλα στο κρεββάτι του πόνου.

«Εξις Δευτέρα φύσις» λέει το παλιό ρητό, που είχε απόλυτη εφαρμογή στην περίπτωση της νεαρής γυναίκας. Κάθε απόγευμα επισκεπτόταν νοσοκομεία και κλινικές ως αδελφή ειδικευμένη να παρέχει τις στερνές ανακουφιστικές υπηρεσίες σε ετοιμοθάνατους -άνδρες ή γυναίκες, αδιάφορο. Με τον καιρό απέκτησε μια ιδιότητα παράξενη, να μαντεύει την παρουσία του θανάτου, αν ο θάνατος δηλαδή βρισκόταν κάπου εκεί κοντά ή αν είχε φύγει οριστικά η απειλή του απο το πλευρό του νοσηλευόμενου. Τόσο εξαπλώθηκε ως δια μαγείας η φήμη της, που τη ζητούσαν οι διάφοροι συγγενείς για να τους πληροφορήσει περί της πορεία της υγείας του δικού τους ανθρώπου. Δεν πάει νά ’λεγαν οι γιατροί πως ο άρρωστος όπου νά ’ναι πεθαίνει, αν η Ελίζα είχε διαφορετική γνώμη, την έδειχνε με την αποχώρησή της απο το δωμάτιο της εντατικής, οπότε, οι συγγενείς αναθαρρούσαν. Οπου όμως η Ελίζα παρουσιαζόταν, οι συγγενείς ανατρίχιαζαν και περίμεναν με αγωνία μια πιθανή δυσμενή εξέλιξη.

Κάποιες φορές, την πλησίαζαν κιόλας προσφέροντάς της χρήματα για να διώξει μακριά το θάνατο, επειδή πίστευαν στ’ αλήθεια -μέσα στην απόγνωσή τους- πως είχε πράγματι κάποια δύναμη υπερφυσική, πως μπορούσε να συνομιλεί μαζί του, πως μπορούσε να τον αποτρέψει ή να τον καθυστερήσει. Ακόμα, κάποτε κάποτε, την παρακαλούσαν να παζαρέψει μαζί του τον ακριβή χρόνο αναχώρησης του υποψήφιου νεκρού, ώστε να προλάβει εκείνος να τελειώσει κάποιες υποχρεώσεις πριν αφήσει τα εγκόσμια. Η Ελίζα είχε συνηθίσει πλέον να την τριγυρίζουν αυτές οι ανόητες πεποιθήσεις, και, πιστή στο λειτούργημά της, δεν έδινε καμμιά σημασία στο οικογενειακό περιβάλλον των ασθενών. Αφοσιωνόταν στα αδύναμα σώματα με κάθε ειλικρίνεια, και πάντα χωρίς να δέχεται να εισπράξει το παραμικρό.

Πέρασαν πολλά χρόνια απο τότε που η Ελίζα, τρίβοντας τα μουδιασμένα πέλματα του φίλου της του Μάκη, αντιλήφθηκε τη ζωηρή παρουσία του θανάτου που πέρασε απο δίπλα της. Πήρε σύνταξη απο την εργασία της -ήταν υπάλληλος τραπέζης- και πήγαινε και τα πρωϊνά πλέον στα νοσοκομεία και τις κλινικές. Οπως ήταν φυσικό, δεν παντρεύτηκε ποτέ ούτε ενδιαφέρθηκε ποτέ να αποκτήσει οικογένεια. Ισως, επειδή ο θάνατος ήταν τόσο οικείος γι αυτήν, να μη θέλησε να μπερδέψει στα πόδια του ανθρώπους πολυαγαπημένους της, μη τυχόν και τον κάνει να ζηλέψει δηλαδή και τους πάρει από κοντά της. Ποιος ξέρει... Ισως πάλι να αγάπησε, να ερωτεύτηκε πραγματικά το θάνατο, οπότε, με έναν απτό σύζυγο θα απιστούσε σε εκείνον, τον άϋλο μοναδικό δυνάστη της καρδιάς της.

Η Ελίζα έζησε πάρα πολλά χρόνια και πέθανε με ένα ζωηρό χαμόγελο στα χείλη. Τη βρήκαν καθισμένη στην πέτσινη πολυθρόνα της, όπου συνήθιζε να ξεκουράζεται τα μεσημέρια, όταν επέστρεφε απο τις καθημερινές της περιήγησεις στα πονεμένα κρεββάτια των νοσοκομείων. Μονάχα ο θάνατος είχε τη δύναμη να τη σταματήσει απο αυτή την -τόσο ενδιαφέρουσα για εκείνην- απασχόληση.

Λίγο μετά την αποχώρηση της Ελίζας απο τη ζωή, μια νεαρή κοπέλλα έκανε αισθητή την παρουσία της στα νοσοκομεία. Η Ξανθή είναι υπάλληλος τραπέζης και τα απογεύματα επισκέπτεται ανελλιπώς τις μονάδες εντατικής παρακολούθησης ως αδελφή-επισκέπτρια. Δεν έχει καμμιά ιδιαίτερη πίστη σε υπερφυσικά φαινόμενα ούτε ανήκει σε κάποια ομάδα ή φιλανθρωπικό σύλλογο -όπως ακριβώς και η Ελίζα. Πρέπει να αποκλειστούν λοιπόν οποιεσδήποτε κοινωνικές ή μεταφυσικές επιδράσεις και καταναγκασμοί.

Συζητώντας μαζί της, κάτι σπάνιο μια και αποφεύγει τις συζητήσεις, διαπίστωσα πως αγνοούσε τελείως την ύπαρξη της προκατόχου της σε αυτό το δύσκολο αντικείμενο, οπότε, δεν υπάρχει καμμιά πιθανότητα να είχε εμπνευστεί απο εκείνη το ενδιαφέρον για τους ετοιμοθάνατους ασθενείς και τραυματίες. Μένει λοιπόν μετέωρο το ερώτημα: Τι είναι εκείνο που έλκει μια γυναίκα στη «συντροφιά» του θανάτου; Πόσο ερεθιστική είναι η άϋλη -μα και τόσο δυναμική- παρουσία του; Υπάρχει άραγε τόσο πολλή ζωή μέσα στις γυναίκες αυτές που πλησιάζουν το χώρο του θανάτου; Τι είναι αυτό που τις σπρώχνει να κάνουν ό,τι η πλειοψηφία των ανθρώπων συνειδητά αποφεύγει; Δεν άντεξα τον πειρασμό να τη ρωτήσω ευθέως αυτό το τεράστιο «γιατί;» και η απάντησή της, που δόθηκε αβίαστα, ήταν: «Επειδή μου αρέσει».

Στον αντίποδα του πολέμου βρίσκονται οι γυναίκες αυτές, που κυκλοφορούν με άνεση ανάμεσα σε τραυματίες με σακατεμένα μέλη, τσακισμένα ανθρώπινα σκαριά, που περιποιούνται σάρκες αποφλοιωμένες και πληγές ανοιχτές, χωρίς να λιποθυμούν στη θέα του αίματος που αναβλύζει άφθονο, κατακόκκινο και πηχτό, σα ντοματόζουμο. Απο τη μια πλευρά ο πόλεμος, η αρρώστεια, τα δυστυχήματα, η αποτρόπαιη σκληρότητα δηλαδή της ζωής που αποσύρεται, και απο την άλλη η ψύχραιμη αντιμετώπιση των δεινών αυτών και η ήρεμη καθοδήγηση των θυμάτων στο απαλό μονοπάτι του λυτρωτικού θανάτου.

Εχοντας αρνηθεί -τις περισσότερες φορές- να φέρουν ζωή στα σπλάχνα τους και να την αναθρέψουν, οι γυναίκες αυτές διαχειρίζονται το θάνατο, απόλυτα εξοικειωμένες μαζί του. Εχουν νοιώσει καλά το αναπόφευκτο της έλευσής του και γοητεύονται απο τη δυνατότητα, που τους δίνεται πλάϊ στα ανθρώπινα συντρίμμια, να μαντέψουν και να αισθανθούν το αναπάντεχο, βρίσκοντας την ολοκλήρωση και το σκοπό της ζωής τους τη μοναδική αυτή στιγμή που ο θάνατος, με μια μονάχα δρεπανιά, νικά τη ζωή θερίζοντάς τη. Για τις γυναίκες αυτές, το μυστήριο του θανάτου δεν είναι και τόσο μυστήριο όσο το μυστήριο της ζωής, που μάλλον τη φοβούνται και την αποφεύγουν περιφερόμενες μακριά της.
____________________
FIL2506 - και αυτο το ανέσυρα απο τα σκουπίδια του PC. Το εψαχνα καιρο και νομιζα πως ειχε χαθει, οπότε, φαντάζεστε τη χαρά μου που το βρήκα!

20 Μαΐ 2010

Το ψυγείο


Πρώτα, έφυγαν τα τζάμια.
Δεν έσπασαν, χάθηκαν,
έπαψαν να υπάρχουν.

Δεν ακούστηκε τίποτα, ούτε φύσηξε αέρας,
ούτε άλλαξε η θερμοκρασία
των δωματίων.

Καταλάβαμε πως έφυγαν τα τζάμια,
επειδή μπορούσαμε να βλέπουμε
πιο καθαρά
έξω.

Κατόπιν, έφυγαν οι τοίχοι. Εξαερώθηκαν.
Ούτε σκόνη, ούτε θόρυβος,
ούτε γκρεμίδια.

Χάθηκαν οι τοίχοι και μείναν
τα τζαμλίκια
να αιωρούνται ανάμεσα πάτωμα και ταβάνι.


Κατάλευκα,
με τα πόμολα στη θέση τους,
κλειστά.

Επειτα, ήρθε η σειρά των υποστηλωμάτων.
Χάθηκαν κι αυτά.

Πάει το μπετόν, πάνε και τα σίδερα.
Σαν να μην υπήρξαν ποτέ.


Εμειναν το πάτωμα και το ταβάνι
να αιωρούνται
Χωρίς θεμέλια, γιατί
-ξέχασα να πω-
το σπίτι ξεθεμελιώθηκε σε μια στιγμή,
σαν να το τράβηξε
ένα χέρι αόρατο
προς τα πάνω.


Ξαφνιάστηκα και κοίταξα γύρω μου και είδα:
Ολα τα σπίτια του κόσμου
είχαν βρεθεί διαμιάς στην
ίδια κατάσταση.

Πατώματα και ταβάνια να κολυμπούν
στον αέρα
Κατάλευκα κουφώματα να αιωρούνται
ανάμεσά τους, λες καρφωμένα στο πουθενά,
κι οι άνθρωποι να συνεχίζουν τις δουλειές τους
σαν να μη συνέβη τίποτα.


Να δουλεύουν στα γραφεία τους,
να κοιμούνται στα κρεβάτια τους,
μια νοικοκυρά να πλένει πιάτα
στο νεροχύτη,
ένα νήπιο να κάνει στράτα στο σαλόνι,
μια γριά να πλέκει
στην κουνιστή της πολυθρόνα.


Κανείς δεν αντιλαμβανόταν τον κίνδυνο.

Αν φύσαγε δυνατός αέρας;
Αν έπιανε μπόρα;
Αν πέφταν κεραυνοί;
Αν η ζέστη γινόταν αφόρητη;
Πώς θα προστατευόμασταν;

Τηλεφώνησα σε φίλους, να μάθω
τη γνώμη τους γι αυτή την κατάσταση.

- Ποια κατάσταση; με ρωτούσαν όλοι.
- Μα δεν βλέπετε; Δεν βλέπετε πως όλα είναι στον αέρα;
- Πάντα έτσι ήταν, απαντούσαν, δεν βλέπουμε καμία διαφορά.

Τότε αποφάσισα να βγω έξω. Ανοιξα την πόρτα, παρόλο που δεν υπήρχε τοίχος να με εμποδίσει να περάσω. Ανοιξα την πόρτα. Η εξώπορτα ανοίγει πάντα προς τα μέσα, προς το εσωτερικό του σπιτιού. Η εξώπορτα άνοιξε, αλλά ήταν αδύνατο να βγω. Το βήμα μου βρήκε σε ένα τείχος αόρατο. Απλωσα τα χέρια και ένιωσα μια δύναμη να με απωθεί. Επέστρεψα μέσα. Πήγα να βγω από τον ανύπαρκτο τοίχο. Εκεί, η απώθηση ήταν πιο δυνατή, σαν να με έσπρωξε κάποιος δυνατά. Βρέθηκα πεσμένη στη μέση του δωματίου και, πάλι καλά που δεν έσπασα κάνα κόκκαλο. Ημουν παγιδευμένη μέσα σε ένα σπίτι, φαινομενικά ελεύθερο από όλες τις πλευρές. Πήγα στην κουζίνα. Ανοιξα το ψυγείο. Μπήκα μέσα. Εδώ είναι το σπίτι μου τώρα. Αν και κάπως στενάχωρα, νιώθω ασφαλής. Ανοιγοκλείνω την πόρτα όποτε θέλω, κόβω βόλτες στα δωμάτια, αποφεύγω να βλέπω προς τα έξω.
Μια φορά που κοίταξα, είδα ένα διανομέα ψυγείων. Κάθε άνθρωπος και το ψυγείο του, από δω και μπρος. Ετσι πρέπει. Αυτό σημαίνει πρόοδος. Αυτό το κρύο κουτί που μας περιέχει, είναι η μοίρα μας πλέον.

______________________
Γραμμενο την Κυριακή, 22 Ιουνίου 2008, εδω.


12 Αυγ. 2016 >>> και η μετάφραση του κειμένου από την Gerrit Monnartz: 

Der Kühlschrank

Zuerst waren die Scheiben weg
Sie zerbrachen nicht, sie verschwanden
Hörten auf, zu sein

Nichts war zu hören, weder ging der Wind
Noch änderte sich die Temperatur Der Zimmer
Wir begriffen, dass die Scheiben weg waren Weil wir klarer nach draußen sehen konnten
Dann verschwanden die Wände. Sie verdunsteten. Weder Staub, noch Lärm, noch Einsturzspuren.
Es verschwanden die Wände und es blieben Die Verschläge Zwischen Boden und Decke hängen
Hellweiss Mit den Knäufen an ihrem Platz geschlossen
Dann kamen die Streben an die Reihe Die verschwanden auch. Es war einmal Beton, es war einmal Stahl Als wären sie nie gewesen Übrig blieben der Boden und die Decke In der Luft hängen Ohne Fundament, denn -ich vergaß zu sagen – Das Haus wurde mit einem Mal aus dem Fundament gehoben Als zöge es Eine unsichtbare Hand Nach oben Ich erschrak und sah um mich und sah Alle Häuser der Welt Befanden sich auf einmal in Demselben Zustand Böden und Decken schwammen In der Luft Hellweiße Türen und Fenster in der Luft Zwischen ihnen, wie genagelt ins Nichts Und die Menschen weiter bei ihrer Arbeit Als sei nichts geschehn Arbeiten an ihren Schreibtischen Schlafen in ihren Betten Eine Hausfrau spült Teller Im Spülbecken Ein Kleinkind macht die ersten Schritte im Wohnzimmer Eine alte Frau strickt In ihrem Schaukelstuhl Niemand war sich der Gefahr bewusst Wenn starker Wind bliese? Ein Gewitter aufkäme? Blitze fielen? Wenn die Hitze unerträglich würde? Wie würden wir Schutz finden? Ich rief Freunde an, um zu erfahren, was sie von der Situation dachten -Welche Situation, fragten mich alle. -Aber seht ihr denn nicht? Seht ihr nicht, dass alles in der Luft hängt? -Das war immer so, antworteten sie, wir sehen keinen Unterschied. Da beschloss ich, raus zu gehen. Ich öffnete die Tür, obwohl es keine Wand mehr gab, die mich am Durchkommen gehindert hätte. Ich öffnete die Tür. Die Tür öffnet immer nach innen, ins Innere des Hauses. Die Tür öffnete sich, aber es war unmöglich hinauszukommen. Mein Schritt fing sich in einer unsichtbaren Mauer. Ich breitete die Arme aus und spürte eine Kraft, die mich zurückwarf. Ich ging wieder zurück nach Innen. Ich ging, um aus der inexistenten Mauer zu kommen. Dort war der Druck stärker, als schubste mich jemand kräftig. Ich fand mich in der Mitte des Zimmers, gefallen, Glück gehabt, dass ich mir nicht die Knochen gebrochen hatte. Ich war im Haus gefangen, scheinbar frei nach allen Seiten. Ich ging in die Küche. Ich öffnete den Kühlschrank. Ich ging hinein. Hier ist jetzt mein zu Hause. Auch, wenn ich mich etwas traurig fühle, fühle ich mich doch sicher. Ich öffne und schließe die Tür, wann immer ich will, drehe Runden durch die Zimmer, vermeide es nach Draußen zu sehen. Einmal als ich hinaussah, sah ich einen Kühlschranklieferanten. Jedem sein Kühlschrank, von nun an. So muss es sein. Das heißt Fortschritt. Diese kalte Kiste, die uns birgt, ist nunmehr unser Schicksal.
__________________
άργησα λίγο λόγω έλλειψης p/c, αλλά θα με συγχωρέσετε, έτσι δεν είναι;

Εργαστήριο Φοβήτρων


Ο καθηγητής Αλφρέδος Βάτσερμαν, Ειδικός Επιστήμων Ερευνητής Τρομολαγνείας, αφήνει έναν ηχηρό στεναγμό ανακούφισης κλείνοντας το νέο επιστημονικό του σύγγραμμα, σηκώνεται από το σκαμπό και απομακρύνεται από τον πάγκο εργασίας του Εργαστηρίου.

Εργάζεται ιδιαιτέρως σκληρά τα τελευταία χρόνια σε αυτό το μοντέρνο Εργαστήριο Φοβήτρων, που έχει την έδρα του κάτω από τα θεμέλια της Λευκής Πυραμίδας στη μακρινή Τακλαμακάν. Εργάζεται σκληρά, επειδή οι απαιτήσεις των εργοδοτών του είναι ιδιαίτερα πιεστικές. Χρειάζονται όλο και περισσότερα φόβητρα τη σήμερον ημέρα που ο κοσμάκης ολοένα και συντομότερα αφυπνίζονται από τους παλιούς φόβους. Τα παλιά δοκιμασμένα στους αιώνες σκιάχτρα δεν τον τρομάζουν πλέον.

Το πρόβλημα που αντιμετωπίζει ο κ. καθηγητής είναι ότι ο εκσυγχρονισμός των αρχαίων φοβήτρων συχνά δεν είναι αρκετός κι έτσι πρέπει να βρίσκεται διαρκώς στη τσίτα, να επιστρατεύει τη φαντασία του για τη δημιουργία ολοένα και περισσότερων φοβήτρων, ώστε η διάρκειά τους να υπερκαλύπτεται, να μη προλαβαίνει να αποκαλυφθεί το ένα φόβητρο και να εμφανίζεται στο προσκήνιο ένα καινούργιο, μια και οι άνθρωποι ολοένα γίνονται εξυπνότεροι και πιο σκεπτικιστές.

Αυτό είναι το σημαντικότερο πρόβλημα όλων των ερευνητών εφευρετών ανά τους αιώνες: η διάρκεια των εφευρέσεών τους. Μια εφεύρεση δεν είναι δυστυχώς το ίδιο με μια ανακάλυψη, όπου άπαξ και βρεθεί κάτι τι παύει αυτομάτως η περαιτέρω έρευνα. Ο,τι ανακαλύπτεται, πάει και τελείωσε, μένει στη θέση που καταλαμβάνει και κανείς δεν το κουνάει από εκεί, αν και υπάρχουν πάντοτε μερικοί αμφισβητίες. Η αμφισβήτηση όμως προσδίδει κύρος σε μια ανακάλυψη και δεν συμφέρει και τόσο τους πελάτες του καθηγητή Βάτσερμαν.

Αντιθέτως, το δυστύχημα είναι ότι η αμφισβήτηση μιας εφεύρεσης -ιδίως εφεύρεσης του Εργαστηρίου Φοβήτρων- κάθε άλλο παρά κύρος προσδίδει στις εφευρέσεις του, τουναντίον μάλιστα αρκούν μερικά δευτερόλεπτα για να τις ακυρώσει, και πάλι φτου κι από την αρχή ανασκούμπωμα για την δημιουργία ενός καινούργιου φοβήτρου. Συχνά, αυτό δεν είναι το μεγαλύτερο πρόβλημα, η εφεύρεση δηλαδή, επειδή ο καθηγητής είναι ξεφτέρι και η φαντασία του πετάει! Το κυριότερο πρόβλημα είναι η διάδοση, το πλασάρισμα του φόβου στην αγορά, «αυτό όμως δεν είναι δική μου δουλειά» σκέφτεται ο Αλφρέδος και αποσύρεται για ένα σύντομο υπνάκο που δικαιούται μετά από την πρόσφατη επιτυχία του, το καινούργιο φόβητρο που κατέβασε το αρρωστημένο του μυαλό.

Η αλήθεια είναι πως η επίδραση του προηγούμενου φόβου, δηλαδή της "Απειλής από τη Τρομοκρατία και τους Τρομοκράτες", τέλειωσε πολύ σύντομα, αλλά όχι από δική του ευθύνη, μια και είχε υπολογίσει άριστα το δημιούργημά του. Η ευθύνη πέφτει στους ώμους των χειριστών. Διέσπειραν σε υπερβολικές δόσεις το φόβητρο του τρόμου, παρ' όλο που ο Ειδικός Επιστήμων είχε εφιστήσει την προσοχή στους εργοδότες του, και έτσι το φόβητρο του τρόμου δεν άργησε να χάσει την αξία του.

Από την άλλη πλευρά, ίσως να είναι καλύτερα για τον ίδιο και για το Εργαστήριο Φοβήτρων να εκπνέει σύντομα ο χρόνος επίδρασης των εφευρημάτων, ώστε σε δουλειά να βρίσκεται αυτό το εμπνευσμένο επιστημονικό σύστημα. Διαφορετικά, αν δεν εξέπνεαν σύντομα τα εφευρήματα, θα είχε ήδη συμβεί η εκπνοή του Εργαστηρίου και των εργαζομένων εκεί μέσα.

Τρίβει τα χέρια του λοιπόν ο Αλφρέδος Βάτσερμαν και αποσύρεται στον κοιτώνα του, βέβαιος -από τις εικόνες στην τιβί, τα βαρύγδουπα άρθρα στον τύπο και τα ραδιοφωνικά αφιερώματα- ότι το νέο του Φόβητρο θα έχει αρκετή διάρκεια κι έτσι θα τολμήσει να διαθέσει λίγο χρόνο και για τον εαυτό του.

Κλείνοντας απαλά τα βλέφαρα, στέλνει το νου του να ταξιδεύει σε κάποια παραδεισένια νησιά. Αύριο κιόλας λογαριάζει να πετάξει με το προσωπικό του υδροπλάνο κατά 'κει. Ηδη, ο Φόβος της Οικονομικής Κρίσης διαδόθηκε στις σωστές δόσεις σε ολόκληρο τον πλανήτη και θα διαρκέσει αρκετά καθώς φαίνεται...
_________________________
ανεβηκε στις 25/12/2008 στο Rodia Mixer

11 Μαΐ 2010

"Fortune Cookies II" - Ενα βιβλιαράκι για δίπλα στο μαξιλάρι


Εχμ.. γραφω και'γω εκει μεσα.. δυο απο τις ιστοριες του ιππότη Λάρρυ. Δυστυχώς -ή.. ευτυχώς!- αυτές διάλεξε ο εκδότης. Ετσι, κινδυνεύω να ταυτιστώ με την εικόνα μιας πορνοσυγγραφέως ελαφρού τύπου... Τι να γίνει; Αφού ο Χρήστος Σιδερής είναι φίλος, ε, να μην υποκύψω;


κλικ! να μεγαλωσει το εξωφυλλο


κλικ! να μεγαλωσει ο χάρτης

Το βιβλιαράκι παρουσιάζεται:

ΤΕΤΑΡΤΗ 12 ΜΑΙΟΥ (ΑΘΗΝΑ) ΣΤΗ ΠΛΑΤΕΙΑ ΜΕΡΚΟΥΡΗ*
ΣΑΒΒΑΤΟ 15 ΜΑΙΟΥ (ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ) ΣΤΟ ΜΙΚΡΟΠΟΛΙΣ
* (βλ. χαρτη)

Ελπίζουμε να παραβρεθείτε!
_______________________
ΣΗΜ. οποιος θελει, μπορει να το προμηθευτει και απο μενα -με αφιερωση, εννοειται!
-->> σχετικό ποστ ανέβηκε και εδώ

1 Μαΐ 2010

Η ΜΥΡΩΔΙΑ

Ημερη και λεπτή μυρωδιά, μια ευωδία δυόσμου, η μυρωδιά του σώματός σου.
Με τρελλαίνει που δεν τη μπερδεύεις με σαπωνώδη υποκατάστατα, ούτε την εξαφανίζεις με αποσμητικά.
Υστερα, είναι να μην ομιλούν περί χημείας και επιλογής συντρόφου μέσα απο φυσικές διαδικασίες;...
Ρέπω προς την ωμή αλήθεια, όπως εκφράζεται μέσα απο μυρωδιές, ευωδιαστές και μή, αλήθεια για την καταγωγή των μυρωδικών εικόνων μας.
Ωραία που είναι η μυρωδιά σου! Τι όμορφα που ευωδιάζει το βρεμμένο σου κορμί!
Δένω τα μάτια κι αφήνω την όσφρηση να εισπράξει το πλήρες μερίδιο του πόθου μου για σένα...
Ιδρώτας και αλμύρα και δυόσμος η δική σου μυρωδιά, με προσανατολίζει κι ακολουθώ τα ίχνη σου μαγεμένη.
Αφήνομαι στην οσμή, αφήνομαι στην ωμή αλήθεια σου... Τι άλλο πιο αληθινό, τι άλλο περισσότερο ωμό απο τη δική σου ωμή οσμή;
_____________________________
FIL2530 - απο τα "σκουπίδια" του πισι