4 Οκτ 2017

Ο Τάφος της Αμφίβολης


Πριν από εικοσιτρείς αιώνες περίπου, υπήρχε μια χώρα όπου γινόντουσαν
φοβερές μάχες, από αυτές που λέμε «επικές». Η μάχη της Αμφίβολης ήταν
μια από αυτές που μείναν στην ιστορία για τη σφοδρότητά τους, αλλά και για
τον επιπρόσθετο λόγο ότι η στρατηλάτις -μια εφιαλτική βασίλισσα- που
κυριαρχούσε στο πεδίο της μάχης λεγόταν Αμφίβολη. Αξίζει να σημειώσουμε
ότι μερικοί ερευνητές προτείνουν και το «Αμφίθολη», μια και το παλίμψηστο
του Ήμπαν Ταλ είναι μουτζουρωμένο στο σημείο του πέμπτου ψηφίου.

Ζωσμένη με σπαθιά και φαρέτρες με δηλητηριώδη βέλη η εφιαλτική βασίλισσα όρθωνε το ανάστημά της καβάλα σε μια περήφανη φοράδα με γαλάζια χαίτη και τόξευε με αμφιβολίες τους εχθρούς της, που τύχαινε να είναι ταυτοχρόνως ο λαός που υποτίθεται πως υπερασπιζόταν. Η δυναμική φοράδα ονομαζόταν Νουδουροχάλα κι έφτυνε κατάμουτρα τον πληθυσμό που λαχάνιαζε στο πεδίοτης μάχης, ασθμαίνουσα κι αυτή επίσης γιατί τά ’χε φάει τα ψωμιά της κι όπου νά ’ναι θ’ ανηφόριζε προς τον παράδεισο των αλόγων. Τα άλογα προαισθάνονται το θάνατό τους, βλέπεις, κι όσο αυτός πλησίαζε τη γριά φοράδα αυτή αγρίευε, επειδή ένιωθε μίσος εναντίον όσων θα επιζούσαν και με ροχάλες, που στάζαν δηλητήριο, προσπαθούσε να πάρει όσο μπορούσε περισσότερους μαζί της.

Πάνω που η μάχη της Αμφίβολης φαινόταν να γέρνει προς το μέρος της
εφιαλτικής βασίλισσας, έσκασε μύτη η Βεβαιότητα, μια απλοϊκή χωριάτα που
έσκαγε από υγεία. Η Βεβαιότητα με το στρατό της, κάτι πετεινά του Ουρανού
που είχαν για όπλα τα χρωματιστά τους λοφία, το μελωδικό τους κελάηδισμα
και το απαλό φτερούγισμά τους, διώξαν μακριά τις αμφιβολίες από τα μυαλά
του κοσμάκη μαζί με όλο το δηλητήριο του φόβου που τα στοίχειωνε μέχρι
τότε. Ο λαός απαρνήθηκε με αηδία τη μακρόχρονη κυριαρχία της Αμφίβολης
(ή και Αμφίθολης, μη ξεχνιόμαστε) και της φοράδας της, που πέσαν απότομα
σε μαρασμό και τίναξαν τα πέταλα. 

Η Βεβαιότητα ανέβηκε στο θρόνο και κυβέρνησε για πολλά πολλά χρόνια τη
χώρα με χρώματα, μουσικές και χορούς. Την Αμφίβολη τη θάψαν σ’ έναν
ευρύχωρο τάφο που μετά τον σκέπασαν με μπόλικο χώμα, ώστε, αν τύχαινε ν’αναστηθεί κάποτε, να δυσκολευτεί να ξαναβγεί στην επιφάνεια. Η φοράδα
μάλλον θα εξαερώθηκε, απογειωνόμενη προς την αφάνεια του Χάους…

Ήμπαν Ταλ 
(μετάφραση: Marina Rodia)
_______________
ΣΗΜ. δεν θυμάμαι πού ακριβώς δημοσιεύτηκε

11ος άθλος του Μαντρακλή: Τα Μήλα των Χοροεσπερίδων

Δίπλα στη χώρα του Άτλαντα, περίπου εκεί όπου σήμερα βρίσκεται ο Ατλαντικός ωκεανός, υπήρχε ένας ωραίος κήπος γεμάτος χρυσά μήλα –ίσως και πορτοκάλια, ποιος ξέρει…
Ο Άτλας κράταγε στους ώμους του τον ουρανό να μη του πέσει στο κεφάλι, σαν εκείνον το γαλάτη αρχηγό στο χωριό του Αστερίξ που η πτώση του ουρανού στο κεφάλι του ήταν το μόνο πράγμα που φοβόταν. Η διαφορά ήταν ότι αν έπεφτε ο ουρανός ο μεν γαλάτης θα τον έτρωγε κατακέφαλα οπωσδήποτε, ενώ ο Άτλας θα τον έτρωγε μονάχα αν τον άφηνε να πέσει. Δηλαδή, η πτώση του ουρανού εξαρτιόταν άμεσα από τη δύναμη του Άτλαντα, ενώ ο γαλάτης θα ήταν τόσο υπεύθυνος για αυτή την πτώση, όσο υπεύθυνο είναι σήμερα ένα νήπιο για τη πτώση των Διεθνών Αγορών στο περίπου.

Στον ωραίο εκείνο κήπο γινόντουσαν ωραίες Χοροεσπερίδες με μεγάλη επιτυχία, που οφειλόταν στα καλά πιοτά και στα νόστιμα φαγιά κυρίως και, δευτερευόντως, στις χρήσιμες συνομιλίες μεταξύ των συνδαιτημόνων, που σέβονταν ο ένας τον άλλο, ήταν γεμάτοι κατανόηση για τα προβλήματα κάθε είδους και έσπευδαν να στηρίξουν όποιον κινδύνευε πριν ακόμα τους ζητηθεί… Ήταν όλοι τους «μια ωραία ατμόσφαιρα» που λένε.

Εκεί έστειλε ο Γιουρωσθέας τον εξάδελφο Μαντρακλή να κλέψει οπώρας, τα χρυσά Μήλα δηλαδή, επειδή τα είχε απόλυτη ανάγκη. Τι ανάγκη; Ε, ό,τι είναι χρυσό και γυαλίζει, το έχει ανάγκη κάθε βασιλιάς, απλά πράγματα.

Πήγε λοιπόν ο Μαντρακλής ως δήθεν καλεσμένος σε μια Χοροεσπερίδα και, πριν τον πάρουν χαμπάρι πως είναι ακάλεστος, έκλεψε τα χρυσά Μήλα και τα πήγε στον ξάδερφο, που κι εκείνον δεν τον καλούσαν γιατί ήταν γκαντέμης, μίζερος και μιρμίρης και δε νοιαζόταν για τίποτε άλλο εκτός από το θρόνο και τις αρρώστιες του.

Τα είδε ο Γιουρωσθέας τα Μήλα, είπε «τα βλέπω!» και άλλαξε πλευρό. Τόση ανάγκη τα είχε, όση ανάγκη είχαμαν κι εμείς οι ταλαίπωροι το ευρώ –τρομάρα μας. Τελοσπάντων, τα Μήλα δόθηκαν από το Μαντρακλή στη θεά Αθηνά να τα επιστρέψει στον τόπο τους και όλα τέλειωσαν ικανοποιητικά, χωρίς άμεσο κόστος, όπως λέν οι οικονομολόγοι. Κάτι είχε παίξει και με τον Άτλαντα, αλλά το παλίμψηστο του Ήμπαν Ταλ είναι ταλαιπωρημένο στο σημείο εκείνο και δεν διακρίνω καλά…

Ήμπαν Ταλ
(μετάφραση: Marina Rodia)
______________
ΣΗΜ. δημοσιεύτηκε στις 12/7/2014 εδώ

9ος και 10ος άθλοι του Μαντρακλή: Τα Πόδια του Κρυόνη και η Ευρωζώνη της Ξυπολήτης

Δυο μήνες αργότερα, συνήλθε από την τρέλα του ο Γιουρωσθέας και κάλεσε το Μαντρακλή να του αναθέσει ξανά δυο άθλους μαζί, ελπίζοντας να τον ξεκάνει αυτή τη φορά: να κλέψει την Ευρωζώνη της Ξυπολήτης και να θερμάνει τα Πόδια του Κρυόνη.

Κάπου, σε μια πεδιάδα απλωμένη ανάμεσα σε ψηλά βουνά, ένα λεκανοπέδιο δηλαδή, ζούσαν οι αμαζόνες που λέγονταν έτσι γιατί φόραγαν κάτι ζωνάρια φαρδιά –μη βλέπετε που το όνομά τους το γράφαν με όμικρον, απλώς ήταν ανορθόγραφες επειδή τότε δεν κυκλοφόραγε λεξικό του κ. Μπαμπινιώτη.
Βασίλισσά τους ήταν η ονομαστή Ξυπολήτη, με πόδια γυμνά που δεν κρύωναν ποτέ, εξ ού και το όνομα. Οι αμαζόνες στροβιλίζονταν σε ρυθμούς ανάκατους: καλαματιανόσαμπα και χασαποσερβορόκ.

Βρέθηκε λοιπόν ο Μαντρακλής να παραμονεύει τις αμαζόνες, πότε θα γείρουν να κοιμηθούν. Μόλις κουραστήκαν κι έγειραν στα χορτάρια, πλησίασε ακροποδητί την Ξυπολήτη και της έκλεψε την Ευρωζώνη. Η ζώνη αυτή είχε το ιδίωμα να κρατά ζεστά τα πόδια όποιου την άγγιζε, και αυτό το μυστικό η Ξυπολήτη δεν το φανέρωνε ούτε στον εαυτό της. Αν το μάθαιναν οι άλλες αμαζόνες –βασίλισσα ξεβασίλισσα- σίγουρα θα την κατηγορούσαν για  ξυπολιτισμό και θα την έστηναν στα έξι μέτρα.

Μετά, ο Μαντρακλής, αφού έβγαλε τα σανδάλια του γιατί κόντευε να σκάσει από τη ζέστη, έτρεξε στο χωράφι του Κρυόνη, ενός γέρου απαίσιου με δυο κεφάλια και τέσσερα Πόδια που κρύωναν διαρκώς, χειμώνα καλοκαίρι. Αυτά τα Πόδια δεν ζεσταίνονταν ποτέ, τίποτα δεν μπορούσε να τα θερμάνει, ούτε κουβέρτα ηλεκτρική, ούτε δέκα τόνοι πετρέλαιο ακόμα και αφορολόγητο, ούτε καν ένα πάπλωμα από ευρωπούπουλα ζεστά-ζεστά.

Ο Μαντρακλής τον λυπήθηκε και θα του χάριζε λίγη ζεστούλα, ανεξάρτητα από την παραγγελία του ξαδέρφου του. Άπλωσε λοιπόν την Ευρωζώνη πάνω στα τέσσερα παγωμένα Πόδια κι ο Κρυόνης έβγαλε ένα βροντερό στεναγμό ανακούφισης, σαν να του ‘χαν χαρίσει τον Παράδεισο ένα πράγμα. Τον αναστεναγμό τον άκουσε ο Γιουρωσθέας από το ανάκτορό του κι έτσι δεν χρειάστηκε να κουβαλήσει ο Μαντρακλής το γέρο-Κρυόνη επιτόπου για να πιστοποιήσει τον άθλο. Την Ευρωζώνη, αφού την έδειξε στον ξάδερφο, την έβαλε στη θέση της πριν κρυώσουν τα πόδια της Ξυπολήτης και ξυπνήσει.

Ήμπαν Ταλ 
(μετάφραση: Marina Rodia)
______________
ΣΗΜ. δημοσιεύτηκε στις 27/6/2014 εδώ

7ος και 8ος άθλοι του Μαντρακλή: Ο Ταύρος του Μίτσωνα και τα Παράλογα του Βιομηχανίδη

Δυο μύθοι σε ένα πακέτο, προσφορά του καταστήματος. Τρέξε κόσμε! Έχουμε και λέμε λοιπόν… Σε ένα μακρινό νησί, βασίλευε ο ξακουστός και απέθαντος Μίτσωνας, που είχε ένα Ταύρο αγαπημένο. Κανένα δεν άφηνε να τον ζυγώσει, μόνος του τον τάιζε, μόνος του τον έπλενε και τον ταχτάριζε, τον είχε πολύ καλομαθημένο λέμε. Το μυστικό, που γνώριζε μοναχά ο βασιλιάς, ήταν πως ο Ταύρος ήταν η πηγή της ζωής του. Όσα δευτερόλεπτα τον φρόντιζε, τόσα χρόνια παραπάνω ζούσε, γι’ αυτό όλοι νομίζαν πως ο Μίτσωνας ήταν αθάνατος.

Αυτό τον Ταύρο έστειλε ο Γιουρωσθέας να πιάσει ο Μαντρακλής και να του τον φέρει να τον δει από κοντά, τι σόι Ταύρος ήταν αυτός ο χαϊδεμένος του Μίτσωνα. Παίρνει ένα κότερο ο Μαντρακλής και πάει στο νησί και πιάνει τον Ταύρο με τα στιβαρά του μπράτσα, τον φορτώνεται στον ώμο, τον πάει στο Γιουρωσθέα, τον βλέπει αυτός και στέλνει τον ήρωα στο καπάκι να πιάσει και τα Παράλογα του Βιομηχανίδη.

«Βρε τι μανία τον έπιασε τον ξάδερφο με τα ζωντανά;» σκέφτηκε ο Μαντρακλής. «Δε μου το ’λεγε εξαρχής για τα Παράλογα, να τα πιάσω μαζί με τον Ταύρο; Αφού Βιομηχανίδης και Μίτσωνας είναι τάτσι-μίτσι-κότσι, ακόμα και στις εκλογές μαζί κατεβαίνουν, κάπου κοντά θα βόσκανε και τα Παράλογα».

Η αλήθεια είναι ότι τα Παράλογα ήταν (και είναι ακόμα, φαντάζομαι) κομματάκι δύσκολο να τα κουμαντάρει κανείς, έστω και Μαντρακλής.

Τρέφονται αποκλειστικά με μυαλά ανθρωπινά και χρειάζεται μεγάλη προσοχή σαν τα πλησιάζεις. Ο εξάδελφος όμως δε μάσαγε, που λένε, πήγε, έπιασε τα Παράλογα, τα ’κλεισε σε μια κάσα, τη φορτώθηκε στις πλάτες και την πήγε στο Γιουρωσθέα που τρελάθηκε από τη χαρά του κι έκανε δυο μήνες να αναθέσει καινούργια αποστολή στο Μαντρακλή, που άραξε κάτω από ένα δεντράκι να ξεκουραστεί. Στο παλίμψηστο του Ήμπαν Ταλ δεν αναφέρεται σαφώς αν ήταν δέντρο ή θάμνος.

Τα Παράλογα τα γύρισε στη θέση τους, στο Βιομηχανίδη, που είχε τρελαθεί από τη σύντομη απώλειά τους. Έτσι συμβαίνει με αυτά τα πλάσματα: τρελαίνεται κι όποιος τα ’χει αλλά κι οποιανού του λείπουν, ανάλογα με το χαρακτήρα του. Άλλος παίζει μαζί τους κι άλλος (αλίμονό του) τα παίρνει στα σοβαρά.

Ήμπαν Ταλ
(μετάφραση: Marina Rodia)
_______________
ΣΗΜ. δημοσιεύτηκε στις 6/6/2014 εδώ

6ος άθλος του Μαντρακλή: Οι Γερμανίδες Όρνιθες

Οι Γερμανίδες Όρνιθες, δηλαδή τα «Πουλιά της Γερμανίας», ήταν ανθρωποφάγα πουλιά με ράμφη, νύχια και φτερά από χαλκό -το πολυτιμότερο μέταλλο της εποχής- που τρόμαζαν τους ανθρώπους και καταστρέφαν τις σοδειές τους.

Τα πολύ παλιά τα χρόνια, ήταν καλοκάγαθα πουλάκια, που ζούσαν σκαρφαλωμένα στα δέντρα -κατά προτίμηση φλαμουριές- τρώγαν βελανίδια, τραγουδάγαν άριες κι έπαιζαν πιάνο και λαούτο, αλλά από τη στιγμή που άρχισαν να τρώνε μεταλλικό καλαμπόκι και πολύτιμα μέταλλα, άλλαξαν συμπεριφορά. Σύμφωνα με το ρητό που λέει «ό,τι τρως είσαι», αποκτήσαν και μεταλλική, άκαμπτη, συνείδηση – εκτός από σκληρό σαρκίο. 

Αφού δεν τρώγονταν με τίποτα, κάτι άλλα αγρίμια τις απώθησαν σε μια λίμνη κάπου στα κεντρικά της Ευρώπης, αλλά αυτές εξακολουθούσαν να ξεμυτίζουν κάπου-κάπου και να χάφτουν ό,τι βρίσκαν μπροστά τους, ό,τι τους γυάλιζε τελοσπάντων. Η απληστία και η αναλγησία τους ήταν παροιμιώδης. Ιδίως η βασίλισσα των Ορνίθων αυτών μαζί με τον πιστό της καμαριέρη δεν σταμάταγαν μπροστά σε τίποτα προκειμένου να ικανοποιήσουν τις ορέξεις τους –για το καλό του σμήνους των Γερμανίδων Ορνίθων, υποτίθεται. Έτσι λένε όλοι οι ηγεμόνες, όλοι παλεύουν -τάχα μου και δήθεν- για το καλό των λαών τους.

Ο Γιουρωσθέας έτριβε τα χέρια του, για τη σίγουρη αποτυχία του Μαντρακλή να εξολοθρεύσει αυτά τα απαίσια τέρατα της Φύσης. Ο Μαντρακλής, από την άλλη, ξεκίνησε σφυρίζοντας τον αγαπημένο του σκοπό «Τρία πουλάκια κάθονταν» και τράβηξε κατά Γερμανία μεριά.

Μόλις έφτασε στη λίμνη, έσπαγε το κεφάλι του να βρει τρόπο να ξετρυπώσει τις Όρνιθες, όταν φανερώθηκε μπροστά του η θεά Αθηνά, που του ’δωσε ένα ζευγάρι κρόταλα… από χρυσάφι, από χαλκό, θα σας γελάσω… από κάτι τι πολύτιμο πάντως. Βρόντηξε τα κρόταλα ο Μαντρακλής, και -τσούπ!- πεταχτήκαν από τις φωλιές τους να αρπάξουν τα πολύτιμα μέταλλα – μπορεί να φαντάστηκαν πως ήταν και τίποτα μετοχές ή κρατικά ομόλογα των νοτίων χωρών που είχαν βροντήξει κανόνι, ποιος ξέρει…

Ο Μαντρακλής ήταν κρυμένος πίσω από κάτι θάμνα κι άρχισε να τοξεύει συστηματικά, έτσι που κανένα Πουλί Γερμανικό δεν γλίτωσε από τις σαϊτιές του. Τις ξεπουπούλιασε όλες τις Όρνιθες κανονικά. Πήρε μαζί του μερικά χάλκινα νύχια, ράμφη και φτερά και τα πήγε στο Γιουρωσθέα που το φύσαγε και δεν κρύωνε…
Ήμπαν Ταλ
(μετάφραση: Marina Rodia)
_______________________
ΣΗΜ. δημοσιεύτηκε στις 14/4/2014 εδώ

5ος άθλος του Μαντρακλή: Η Κόπρος του Δανείου

«Αυτός ο Μαντρακλής δεν παίζεται με τίποτα!» φούσκωνε και ξεφούσκωνε ο Γιουρωσθέας από το κακό του, έξαλλος μετά την επιτυχία του Μαντρακλή να πιάσει τον Ευρωμάθειο Κάπρο και να του τον φέρει ζωντανό.

Κανονικά, θα ’πρεπε να είναι ευγνώμων που άνοιξε λιγουλάκι τους ορίζοντές του στα περί Ευρώπης με τη σύλληψη του Κάπρου, αλλά τι να περιμένει κανείς από εγωπαθείς βασιλιάδες; 

Κατά τον Ημπαν Ταλ, ο κουτοπόνηρος βασιλιάς, επειδή θεωρούσε τον ξάδελφο άσσο στο καθάρισμα αλλά πίστευε πως θα τον έπιανε σκάρτο στη γρηγοράδα, διάταξε το Μαντρακλή να πάει να καθαρίσει την Κόπρο του Δανείου μέσα σε μια μόνο μέρα! Σε παρόμοιο τεστ δεξιοτήτων σίγουρα θα αρίστευαν και οι ψυχωμένες καθαρίστριες του ΥΠΟΙΚ, μόνο που αντί επαίνου απολύθηκαν…

Ο Δάνειος λοιπόν, ήταν ένας βασιλιάς που είχε πολύ βρώμικους στάβλους. Πάνω από τριάντα χρόνια είχαν να καθαριστούν και η Κόπρος των 3.000 και παραπάνω βοδιών, που όλα τους δανείζονταν εκεί μέσα, βρωμοκοπούσε κι έζεχνε. Εδώ που τα λέμε, αμφιβάλλω αν ο ίδιος ο βασιλιάς καθάριζε την προσωπική του Κόπρο, που μπορεί να βρώμαγε ακόμα περισσότερο μια κι έτρωγε τα πάντα, δάνεια, ασφάλιστρα, συναλλαγματικές και ομόλογα κάθε είδους, χρώματος και τύπου – μοναχός του, βεβαίως.

Πήγε το λοιπόν ο Μαντρακλής, πρόθυμος να καθαρίσει, σαν καουμπόης και σαν σαμουράι του παλιού αμερικάνικου και του γιαπωνέζικου σινεμά και μάλιστα άοπλος. Βλέπει την Κόπρο και λέει από μέσα του «σπουδαία τα λάχανα! Λίγα βρωμοδάνεια θα εξαφανίσω, μαθημένα τα βουνά στα χιόνια». Βάζει μια αντιασφυξιογόνο μάσκα, διώχνει τα βόδια από τους στάβλους, παίρνει και δυο ποτάμια νερό υπό πίεση κι αρχινά. Ευτυχώς, το νερό τότε δεν είχε ιδιωτικοποιηθεί, ήταν κοινωνικό αγαθό. 

Μετά από μιας μέρας δουλειά, οι στάβλοι λάμπανε! Ο βασιλιάς Δάνειος έτριβε τα μάτια του. Δεν έμεινε Κόπρος ούτε για δείγμα. Όλα τα βρωμοδάνεια χάθηκαν στη θάλασσα και το μόνο που απέμεινε είναι ο όρος «θαλασσοδάνειο» για κάθε δάνειο που βγάζει μπόχα.

Όταν έμαθε ο Γιουρωσθέας τα νέα κόντεψε να φουντάρει από τη μπαλκονόπορτα του παλατιού, αλλά, σκεπτόμενος ηρεμώτερα, αποφάσισε για τον επόμενο άθλο: «Θα τον βάλω το μπαγάσα να ξεπαστρέψει τις Γερμανίδες Όρνιθες» είπε μέσα του και πήγε για ύπνο χαμογελώντας χαιρέκακα.
Ήμπαν Ταλ
(μετάφραση: Marina Rodia)
___________________
ΣΗΜ. δημοσιεύτηκε στις 7/4/2014 εδώ

4ος άθλος του Μαντρακλή: Ο Ευρωμάθειος Κάπρος

Πάνω στα όρη στα βουνά της Πελοποννήσου ζούσε ένας πολύ άγριος Κάπρος που ήξερε όλα τα βρώμικα μυστικά της Ευρώπης και του ευρώ, εξ ού και Ευρωμάθειος. Ο Γιουρωσθέας τον ήθελε πολύ αυτό τον Κάπρο για να μάθει μια κι έξω τα μυστικά όλα, καθότι τεμπέλαρος. Οι βασιλιάδες αποφεύγουν γενικώς το διάβασμα –πράγμα που παραδέχονται δηλώνοντας συνήθως άγνοια- εκτός αν έχουν συγκεκριμένους λόγους να το επικαλεστούν. Αναθέτει λοιπόν στο Μαντρακλή να του φέρει τον Κάπρο ζωντανό. 
Το πρόσχημα ήταν βέβαια ότι το θηρίο έκανε μεγάλες καταστροφές στα σπαρτά, τρόμαζε το φτωχό λαό, απειλούσε τη Δημοκρατία και άλλα παρόμοια, δικαιολογίες που χρησιμοποιούνται ως τα σήμερα από διάφορους εξουσιαστές, όταν θέλουν να τιθασεύσουν όποιον τους ενοχλεί. Η αλήθεια όμως είναι πως ο Κάπρος αντιπροσώπευε την οργή της φύσης προς αυτούς που την καταστρέφουν για να θησαυρίσουν: αυτούς που καίνε δάση, φράζουν ρέματα, μολύνουν νερά, ξεκοιλιάζουν τη γη ανοίγοντας μεταλλεία επιφάνειας, σκοτώνουν αθώα ζωάκια. Ακόμα και σήμερα λένε στην Αρκαδία «μουγκρίζει ο κάπρος», όταν λυσσομανά η θύελλα το χειμώνα.
Τι να κάνει το λοιπόν ο Μαντρακλής, πάει στο φίλο του τον Κένταυρο Φόλο να τον συμβουλευτεί. Ο Φόλος ήταν καλός συμβουλάτορας, για τούτο τον ακολουθούσαν πολλοί και στο φέισμπουκ και στο τουίτερ και αλλού. Ο Μαντρακλής έκανε ό,τι του είπε ο φίλος του: τον τσάκωσε εκ των πλαγίων, αφού έστησε παγανιά με γερά δίχτυα τύπου γιαχού και γκούγκλ. Κατόπιν, τον έβαλε στον ώμο και τον πήγε στον εξάδελφο, που από τη τρομάρα του κρύφτηκε μέσα στο πρώτο πιθάρι που βρέθηκε μπροστά του. 
Ετσι γίνεται συνήθως. Μόλις πλησιάζουν τα δύσκολα, οι ισχυροί το παίζουν άσχετοι –«δεν πρόσεξα, δεν άκουσα, δεν είδα, μαζί τα φάγαμε, εγώ διάβαζα» και άλλα τέτοια- και κρύβονται πίσω από λέξεις για να γλιτώσουν. Σε μεγάλη ανάγκη, δεν διστάζουν να κάνουν χρήση ελικοπτέρου.
Ο Ήμπαν Ταλ αναφέρει ότι ο Γιουρωσθέας χάρηκε από τη μια, αλλά από την άλλη έσκασε από το κακό του που γλίτωσε κι αυτή τη φορά ο αγαθιάρης ξάδελφος και, αφού έστυψε το δόλιο μυαλό του, βρήκε τί να του αναθέσει την επόμενη φορά. Θα τού ’λεγε να πάει να καθαρίσει την Κόπρο του Δανείου!
Ήμπαν Ταλ
(μετάφραση: Marina Rodia)

3ος άθλος του Μαντρακλή: Το Χρυσοκέρατο Ελάφι της Χαλκιδικής

Όταν ο Μαντρακλής γύρισε ζωντανός από το άντρο της Λερναίας Μίζας, ο Γιουρωσθέας τα ’παιξε κανονικά. Δεν το περίμενε καθόλου να τα καταφέρει να επιζήσει ο πτωχός εξάδελφος. Έτσι είναι όλοι οι πλούσιοι, νομίζουν πως έχουν την αθανασία στο τσεπάκι τους, ο Γιουρωσθέας θα αποτελούσε εξαίρεση; 
Ανάθεσε, λοιπόν, ένα νέο κατόρθωμα στο παλικάρι, μπας και καταφέρει να το ξεφορτωθεί αυτή τη φορά. «Να πας ξάδερφε» του λέει «να μου φέρεις το Χρυσοκέρατο Ελάφι της Άρτεμης, εκείνο, ξέρεις, με τα χρυσά κέρατα και τα χάλκινα ποδάρια, που τρέχει σαν τον άνεμο της ανάπτυξης στα δάση της Χαλκιδικής… Άντε τρέχα!».
Αρχίζει να τρέχει ο Μαντρακλής, αλλά πού να το φτάσει το Ελάφι, που απ’ όπου πέρναγε προκαλούσε τσουνάμι εξελίξεων. Δεν έπρεπε να το σαϊτέψει κιόλας, γιατί η θεά Άρτεμη παραφύλαγε… Μετά από κυνηγητό ενός χρόνου περίπου, το Ελάφι δίψασε και στάθηκε σε ένα περίπτερο να ψωνίσει εμφιαλωμένο νερό να πιει -δεν εμπιστευόταν το τρεχούμενο, περιείχε δηλητήριο- κι εκεί το τσάκωσε ο Μαντρακλής και το πήγε στον ξάδερφο.
Ο Γιουρωσθέας καταχάρηκε λέμε και το ’θελε το Ελάφι για την πάρτη του, να το βάλει στον κήπο του να το βλέπει, μπορεί να το πούλαγε κιόλας… Έλα όμως που κι η θεά Αρτεμη ήθελε πίσω το αγαπημένο της Ελάφι ελεύθερο; Κάνει ένα κολπάκι ο ήρωας και φωνάζει το βασιλιά να βγει έξω από το παλάτι να παραλάβει το πεσκέσι. Πάει να πιάσει ο Γιουρωσθέας το ζωντανό, το αφήνει ο Μαντρακλής κι από δω πάν’ κι άλλοι! Χάθηκε το Ελάφι σαν αστραπή, ούτε να το κυνηγούσαν Καναδοί χρυσοθήρες.
Είναι χρήσιμο να τα ’χεις καλά με τους θεούς, αυτό τό ’ξερε καλά ο ήρωας και, έχοντας εκπληρώσει την υποχρέωσή του προς το Γιουρωσθέα, ευχαρίστησε κυρίως τη θεά της Φύσης λευτερώνοντας το Ελάφι, που τρέχει ως τα σήμερα στα δάση της Χαλκιδικής. Εκεί πάνω, υπάρχουν ακόμα μερικοί απόγονοι του ήρωα που θέλουν το Χρυσοκέρατο Ελάφι στον τόπο του και τα δάση τους ανέπαφα. Σύμφωνα με το παλίμψηστο, η θεά Αρτεμη παρουσιάζεται συχνά με τη μορφή ντόπιας γραίας και προστατεύει τη Φύση από κάτι μαύρες σαύρες που θέλουν να την καταπιούν.
Ήμπαν Ταλ
(μετάφραση: Marina Rodia)
__________________
ΣΗΜ. δημοσιεύτηκε στις 24/3/2014 εδώ

2ος άθλος του Μαντρακλή: Η Λερναία Μίζα


Οικονομική σάτιρα (τώρα που η πολιτική διώχτηκε από το προσκήνιο και η οικονομία πήδηξε από τα παρασκήνια στο κέντρο της σκηνής)
Η Λερναία Μίζα ήταν ένα φοβερό και τρομερό αθάνατο τέρας με πολλάκεφάλια, που βασάνιζε τους λαούς του κόσμου, χωρίς να εξαιρεί τους πολίτεςτης Χώρας των Πάρτων. Ο Γιουρωσθέας ανέθεσε στο Μαντρακλή ναεξοντώσει το τέρας όσο γίνεται συντομώτερα, επειδή κόντευε να αφανίσει την οικονομία του πλανήτη. Η Λερναία Μίζα είχε την ιδιότητα να κάνει (στα κρυφά και στα μουλωχτά) τους πλούσιους πλουσιότερους και τους φτωχούς φτωχότερους. 
Εκανε –τσάφ!- με ένα κεφάλι της και –ούπς!- γεννιόταν ένας πάμπλουτος που άνοιγε οφ-σορ εταιρεία στο πιτς φυτίλι κι έβαζε εκειπέρα τα λεφτά που του χάριζε η Μίζα κι ούτε εφορία πλήρωνε ούτε τίποτα και πού να ψάχνει να βρει ο βασιλιάς Γιουρωσθέας τα όβολα να πληρώνει μισθούς και συντάξεις και να συντηρεί σχολεία και νοσοκομεία για τους φτωχούς υπηκόους του...
Πήγε λοιπόν ο Μαντρακλής στο άντρο της Λερναίας Μίζας κι άρχισε να κόβει κεφάλια, αλλά ένα έκοβε δυο ξεφύτρωναν στην ίδια θέση και το αίμα του τέρατος ήταν δηλητηριώδες και γλίστραγε κιόλας, έτσι κάλεσε το φίλο του Τρόϊκλαο να τον βοηθήσει. Βάσταγε ο Μαντρακλής τον κομμένο λαιμό, τον καυτηρίαζε ο Τρόϊκλαος και δεν ξαναφυτρώναν κεφάλια.
Όταν τέλειωσαν το κεφαλοκόψιμο, έφυγαν ευχαριστημένοι να αναγγείλουν το νέο στο Γιουρωσθέα, ξεχνώντας όμως κάτι τι σημαντικό: να θάψουν το βρωμερό σώμα της Λερναίας Μίζας. Ετσι, όπως αναφέρεται στο παλίμψηστο του Ήμπαν Ταλ, υπάρχει κίνδυνος να ξαναβγεί κάποτε το τέρας στο προσκήνιο και να αφανίσει οικονομικά τον πλανήτη. Και πού να βρεθεί νέος Μαντρακλής αργότερα.. 
Τέτοιοι ήρωες σπανίζουν. Ας έχουμε πάντως το νου μας, ε;

Ήμπαν Ταλ
(μετάφραση: Marina Rodia)
_________________
ΣΗΜ. δημοσιεύτηκε στις 11/3/2014 εδώ

1ος άθλος του Μαντρακλή: Το Θρεφτάρι της Κριμέας


Οικονομική σάτιρα (τώρα που η πολιτική διώχτηκε από το προσκήνιο και η οικονομία πήδηξε από τα παρασκήνια στο κέντρο της σκηνής)
Σε αυτή τη φιλόξενη γωνίτσα θα παρουσιάζονται στο εξής (μεταφρασμένα από τη διάσημη αρχαιοκάπηλη Marina Rodia) τα παλίμψηστα του Ήμπαν Ταλ, αρχαίου μυθοπλάστη από τη Χώρα των Πάρτων, που βρισκόταν κοντά στη Λωρίδα της Μπάζας, πριν ο Μεγαλέξαντρος τα κάνει όλα λίμπα εκει πέρα με την επέλασή του στην Ασία. Στα κείμενα αυτά πρωταγωνιστούν διάφοροι επώνυμοι κι ανώνυμοι ήρωες, όπως π.χ. ο ήρωας Μαντρακλής που ενεργούσε κάτω από τις διαταγές του εξαδέλφου του Γιουρωσθέα με τη βοήθεια του φίλου του Τρόϊκλαου, ο ήρωας Θρασέας που είχε πολύ θράσος μια και ήταν βασιλόπαιδο, και άλλοι πολλοί.
Ξεκινάμε σήμερα με τον πρώτο μύθο «Το Θρεφτάρι της Κριμέας», όπου στη Χώρα των Κριμάτων υπήρχε ένα θεόρατο ζωντανό που τρεφόταν αποκλειστικά με τυρί φέτα και κάποιος έπρεπε να αναχαιτίσει την ορμή του.
Ετσι που πήγαινε θά ’τρωγε όλη τη φέτα του πλανήτη, από Καναδά μέχρι και Σιγκαπούρη λέμε. Ο Γιουρωσθέας λοιπόν, διέταξε τον Μαντρακλή (που λεγόταν έτσι γιατί είχε μια μάντρα αμελέτητα) να πάει να το σκοτώσει για να σώσει την τιμή –της φέτας, βεβαίως. Η τιμή της φέτας είχε πέσει στο έσχατο σημείο και οι Πάρτηδες βρισκόντουσαν σε απόγνωση. Πώς θα πετύχαιναν τα παρτάκια τους με φτηνιάρικη φέτα Καναδά; Ο Μαντρακλής τότε κατέβασε μια ιδέα, πράγμα δύσκολο για κάποιον που έχει μονάχα δυνατά μπράτσα, την είπε στον εξάδελφο, εκείνος συμφώνησε και ο ήρωας γλίτωσε το κυνηγητό και την εξόντωση του φοβερού Θρεφταριού. Τι είπε στο Γιουρωσθέα; Του είπε απλώς:
«-- Αγαπητέ ξάδελφε, τί να μπλέκουμε τώρα με τα τέσσερα σημεία του ορίζοντα; Από Καναδά ίσαμε Σιγκαπούρη και τούμπαλιν είναι πανάκριβα τα ναύλα. Αρκεί να βάλουμε ταμπελίτσες στη δικιά μας φέτα «Αυθεντική Φέτα Παρτίας», να ανεβάσουμε την τιμή στο ύψος του ρώσικου χαβιαριού ή κι ακόμα παραπάνω, κι όποιος θέλει να τρώει αληθινή φέτα ας αγοράζει. Εμείς θα κερδίζουμε στα γερά, οι άλλοι θα χάνουν, αυτοί που τρέφουν το Θρεφτάρι.»

Ήμπαν Ταλ
(μετάφραση:
Marina Rodia)
____________________
ΣΗΜ. δημοσιεύτηκε στις 24/2/2014 εδώ