Ενα χαμένο κορμί είμαι, ένα κομμάτι κρέας βρώμιο που σάπισε αμαγείρευτο, χωρίς να ευτυχήσει να προσφέρει τη νοστιμιά του σε εκλεκτικούς ουρανίσκους συνοδευόμενο από πιλάφια και λαχανικά. Πώς έγινε και ξέμεινα μόνος κι έρημος χωρίς γυναίκα, παραμένει μυστήριο ακόμα και για μένα, γιατί, απο γυναίκες άλλο τίποτα στη ζωή μου. Ημουν και νόστιμος στα νιάτα μου, με σώμα γυμνασμένο και βλέμμα οξυδερκές τόσο, που έκανε τις γυναίκες να με περιτριγυρίζουν και να βουΐζουν γύρω μου σα μέλισσες.
Φαίνομαι ντροπαλός, αλλά η αλήθεια είναι πως είμαι φοβισμένος. Πίσω απο μια διστακτικότητα, κρύβω καλά ένα τεράστιο φόβο. Φόβο για το θηρίο αυτό που «μουνί» το ονομάζουν. Είχα μερικές σχέσεις φυσικά, που όμως δεν προχώρησαν πέρα απο χαδάκια στα βυζιά, αυτές τις απαλές μπαλίτσες που στέκονται ισορροπώντας στο ύψος το κατάλληλλο για να χαϊδευτούν. Αναβα, δε λέω, άναβα και κόρωνα και η ψωλή μου φούσκωνε σαν ποτάμι έτοιμο να ξεχυθεί και να αρδεύσει χωράφια διψασμένα, ένα φράγμα όμως εμπόδιζε πάντα αυτό το ποτάμι να ξεχειλίσει.
Μόλις το καταλάβαινα πως πλησίαζε η ώρα που η ορμή μου θα ξέφευγε ανεξέλεγκτη, μαζευόμουν, έβαζα το μυαλό μου να με μαζέψει δηλαδή. Ελεγα κάποιες ασυναρτησίες στην εκάστοτε κοπέλα μου και το έστριβα αλά γαλλικά ακυρώνοντας την πράξη που έτεινε να ολοκληρωθεί ή κατηύθυνα τα πράγματα προς κάτι το πεζό, μια επίσκεψη σε μια ταβέρνα π.χ. επειδή δήθεν πεινούσα. Μετά, ήταν εύκολο να ξαγκιστρωθώ απο τον πόθο χωρίς μεγάλες αβαρίες.
Τις φοβόμουν τις γυναίκες. Είχε παίξει το ρόλο της η ζωή σε αυτό. Μια γυναίκα με είχε παρατήσει μωρό, αδύναμο πλασματάκι -πώς βάστηξε! Η μάνα μου ήταν αυτή η γυναίκα, η μάνα που δε γνώρισα ποτέ μου και που ποτέ δεν τη φαντάστηκα όπως φαντάζονται συνήθως τις μανάδες τα παιδιά τους, όμορφη, καλή και γλυκειά. Πάντα τη φανταζόμουν μαύρη στρίγγλα, έστω κι αν η φωτογραφία της, που μου έδειχνε ο φουκαράς ο πατέρας μου, ήταν μια φωτογραφία νεράϊδας.
Ο πατέρας μου ήταν ένας φουκαράς, όπως το λέω ακριβώς. Μπαινόβγαινε στη φυλακή για χρέη και για ψιλοαπατεωνιές. Οταν δεν ήταν φυλακή, δούλευε οικοδομή ή έκανε τον παραμάγειρα και το θερμαστή στα καράβια. Ελειπε συχνά ή μάλλον περισσότερο έλειπε παρά ήταν παρών. Η γιαγιά μου με μεγάλωνε σιχτιρίζοντας την ώρα και τη στιγμή που βρέθηκα στα πόδια της και λέγοντας και ξαναλέγοντας πως αν δε γινόμουν άνθρωπος θα μ’ έτρωγε και μένα η μαρμάγκα.
Το τροπάριο αυτό το άκουγα μέρα-νύχτα απο το στόμα της γιαγιάς μου, που ήταν χήρα και πουτάνα αδήλωτη. Πώς αλλοιώς να τα έβγαζε πέρα η γυναίκα με τόσα ντράβαλα που της είχαν τύχει, παρά με το εύκολο χρήμα που τσοντάριζε για τη συντήρησή μας και για να καλύπτει τις αποκοτιές του πατέρα μου, όπως έλεγε τα ρίσκα που έπαιρνε εκείνος στην προσπάθειά του να καλυτερέψει την κατάσταση.
Η γιαγιά μου ήταν όμορφη, όχι τόσο φρέσκια σαν τις μαμάδες των συμμαθητών μου στο σχολείο, αλλά πολύ ομορφότερη -ακόμα και άβαφτη. Οταν βαφόταν γινόταν σαν αστέρι του κινηματόγραφου και βαφόταν μονάχα όταν περίμενε επίσκεψη. Επίσκεψη έρχονταν στο σπίτι μας ταχτικά κάποιοι κύριοι σοβαροί, κουστουμαρισμένοι και όμορφοι σαν απο φιγουρίνι, που μοσχοβολούσαν άφτερ σέϊβ.
Επιναν τον καφέ που ετοίμαζε η γιαγιά μου, μιλούσαν για λίγη ώρα καθισμένοι στην καλή πολυθρόνα, ενώ εγώ έπαιζα με τα παιχνιδάκια που μου χάριζαν ξαπλωμένος στο πάτωμα. Μετά, η γιαγιά με τον κύριο πήγαιναν στην κρεββατοκάμαρη λέγοντάς μου πως δε θα αργήσουν και να τους περιμένω φρόνιμα φρόνιμα. Εμενα να παίζω το καινούργιο κάθε φορά παιχνίδι μου και άκουγα να έρχονται διάφοροι ήχοι απο την κρεβατοκάμαρη, πνιχτά γέλια και βογγητά συνήθως, μέχρι τη μέρα που άκουσα τη σπαραχτική κραυγή της γιαγιάς μου -ουρλιαχτό καλύτερα- να καλεί σε βοήθεια κι ύστερα είδα τον καινούργιο κύριο Ακη να βγαίνει τρέχοντας απο το δωμάτιο, με μάτι θολό κι ένα χασαπομάχαιρο ματωμένο στο χέρι.
Ημουν δεν ήμουν τότε δέκα χρονών παιδάκι, ένα παιδάκι ήσυχο και σεβαστικό, όπως έλεγε η γιαγιά μου, η σφαγμένη σαν αρνί, όπως έγραψαν οι εφημερίδες την άλλη μέρα. Ο κύριος Ακης πιάστηκε και δικάστηκε εικοσπέντε χρόνια επειδή βρέθηκε σε βρασμό ψυχής όπως είπαν στο δικαστήριο. Ηθελε να παντρευτεί τη γιαγιά μου και να την πάρει μαζί του στο νησί του, εκείνη όμως προτιμούσε την ελευθερία της, είχε και μένα να φροντίζει -όπως έλεγε πάντα στους απογευματινούς επισκέπτες της.
Δεν είχαμε κάθε μέρα επισκέπτες, μονάχα κάθε Τρίτη και Πέμπτη νωρίς το απόγευμα πάντα. Η γιαγιά μου τους παρουσίαζε σαν μακρυνούς συγγενείς απο το χωριό ή σαν φίλους του μακαρίτη του παππού μου που μας είχε αφήσει χρόνους πριν καν γεννηθώ, όταν ο πατέρας μου βρισκόταν στην ηλικία μου, όπως μου είχε πει η γιαγιά πριν τη σφάξει ο κύριος Ακης. Οπως φάνηκε στο δικαστήριο, ο κύριος Ακης ήταν πραγματικά φίλος του συχωρεμένου του παππού μου -είχαν κάνει μαζί στο στρατό- και είχε πέσει πάνω στη γιαγιά μου κατά τύχη εντελώς, μετά απο σύσταση κάποιου φίλου του για μια καλή και φτηνή πουτάνα.
Ο πατέρας μου έλειπε στη Βραζιλία όταν έγινε το φονικό κι εμένα με πήρε μια γειτόνισσα να μείνω σπίτι της προσωρινά, μέχρι να γυρίσει ο «προκομμένος» όπως έλεγε στις φιλενάδες της. Αυτή η γειτόνισσα ήταν καθαρίστρια στο σχολείο, καθάριζε και σκάλες άμα τύχαινε και τότε με έπαιρνε μαζί της. Δεν είχε παντρευτεί ποτέ της, πήγαινε κάθε λίγο και λιγάκι στην εκκλησία και φορούσε πάντα μαύρα. Εζησα μαζί της δυο χρόνια, μέχρι να τελειώσω το Δημοτικό, δυο χρόνια εφιαλτικά, χωμένος στη νηστεία και την προσευχή, λες και ήταν δικό μου λάθος οι επιλογές των άλλων -της μάνας, του πατέρα και της γιαγιάς μου δηλαδή.
Η λύση που προτίμησε να δώσει ο πατέρας μου στο ξαφνικό πρόβλημα που του έτυχε, μόλις επέστρεψε εσπευσμένα απο το ταξίδι του, ήταν να μείνω οικότροφος στην κυρά Μαρία. Συμφώνησαν ένα μηνιαίο ποσό για τη διατροφή και το ντύσιμό μου, καθώς και κάτι τι επιπλέον για τα έκτακτα, αρρώστειες και διασκέδαση. Εμεινε δεκαπέντε μέρες περίπου και ξανάφυγε, ούτε που θυμάμαι την παρουσία του δίπλα μου εκείνο το δύσκολο καιρό για μένα, εκτός απο τη μέρα που με κράτησε απο τους ώμους όρθιο μπροστά του και μου είπε πως εκείνο το ταξίδι θα ήταν το τελευταίο του. Ισα να ξεχρεώσει και να βάλει κάτι στη μπάντα να ζήσουμε σαν άνθρωποι μου είπε, και μετά δε θα ξαναταξίδευε ποτέ του μου υποσχέθηκε.
Πήγαμε με την κυρά Μαρία στο λιμάνι και χαιρέταγα το καράβι μέχρι που χάθηκε, ο πατέρας μου ήταν κάτω στα καζάνια και δε φαινόταν, μπορεί όμως να είχε κάπου ένα παραθυράκι και να μας έβλεπε, όπως ήθελα να πιστεύω. Οταν έφυγε το καράβι, πήγαμε σε ένα ζαχαροπλαστείο με την κυρά Μαρία και φάγαμε πάστες. Την άλλη μέρα το πρωΐ, καθώς και όλες τις μέρες που έμενα σπίτι της, πήγαμε μαζί στο σχολείο. Κόντευα τότε να τελειώσω την Τετάρτη Δημοτικού και είχα μια δασκάλα καλή και γλυκειά, που με προστάτευε απο τυχόντα σχόλια -τα παιδιά είναι πολύ σκληρά ιδίως στην προεφηβική ηλικία. Μια δασκάλα τόσο ήσυχη και γλυκειά, τόσο αφανή, που δε θυμάμαι καν το όνομά της. Θυμάμαι τα γαλάζια της μάτια μονάχα, την απαλή φωνή της και το άγγιγμά της στην πλάτη και το σβέρκο μου.
Ευτύχησα να την έχω και στις τρεις τελευταίες τάξεις του Δημοτικού και ποτέ δε με εξέθεσε στον πίνακα, όρθιο, να λύσω ασκήσεις ή να πω το παρακάτω μάθημα, κάτι που έκανε τα άλλα παιδιά να με αντιμετωπίζουν με κάποιου είδους σεβασμό. Ηταν η καλή μου νεράϊδα, η ξωτικιά που με προστάτευε, κάτι σαν καλός άγγελος περίπου, ίσως γι αυτό και δε θυμάμαι πώς την έλεγαν, επειδή οι άγγελοι είναι απρόσωποι και δεν έχουν φύλο.
Ηρθε το καλοκαιράκι και η κυρά Μαρία με πήρε μαζί της στο χωριό της, ένα ορεινό χωριό της Ναυπακτίας. Ηταν όμορφα εκεί πάνω, ανάμεσα στα δέντρα και τα ζωάκια και θα ήταν ακόμα καλύτερα αν δεν ήμουν υποχρεωμένος να ξυπνώ κάθε πρωΐ αξημέρωτα για να πηγαίνουμε μαζί πάντα στον όρθρο. Μετά, χωρίς να βάλω μπουκιά στο στόμα μου, πηγαίναμε στις ντομάτες και μαζεύαμε ζαρζαβατικά για το σπίτι και για τις παραγγελίες που έπαιρνε η κυρά Μαρία απο τους λίγους παραθεριστές. Ετσι έβγαζε το «κάτιτις» που έλεγε, για να τσοντάρει και να φέρει βόλτα τα έξοδα του χειμώνα.
Είχε κι ένα μικρό μποστάνι με καρπούζια μικρά και ολόγλυκα, μια φορά μονάχα δοκίμασα επειδή προτιμούσε να τα πουλάει παρά να τα γεύεται. Είχε και αχλαδιές σε κάποιο άλλο κομμάτι γης και περιμέναμε πώς και πώς να γίνουν τα αχλάδια πριν επιστρέψουμε στην πόλη, πριν ανοίξουν τα σχολεία δηλαδή. Απο τις αχλαδιές περίμενε ένα γερό κομπόδεμα, μια και τα αχλάδια ήταν κρυστάλια και έπιαναν πάντα ψηλή τιμή.
Περιμένοντας τα κρυστάλια, έγινε ο τρύγος και βοηθήσαμε κι εκεί τους χωριανούς, επειδή η κυρά Μαρία -δόξα τω Θεώ- δεν είχε αμπέλι. Κάθε τόσο περνούσαμε απο τις αχλαδιές και βλέπαμε τα πράσινα φρούτα να ωριμάζουν αργά αργά. Διώχναμε τις χρυσόμυγες να μη τα μαγαρίσουν και ψευτοσκαλίζαμε τους λάκκους να ανασαίνουν οι ρίζες. Μια μέρα, εκεί που πλησιάζαμε, είδαμε κάτι παιδιά να κατεβαίνουν βιαστικά απο τα δέντρα και να εξαφανίζονται τρέχοντας. Η κυρά Μαρία κοκκάλωσε, άσπρισε η μούρη της, σα φάντασμα έγινε. Εμπηξε τις φωνές, κάτι φωνές που μου θύμισαν το τελευταίο ουρλιαχτό της γιαγιάς μου της συχωρεμένης, και πήρε τα παιδιά το κατόπι τρέχοντας κι αυτή. Μετά, με διάταξε να πάω σπίτι και να φέρω το πριόνι, κάτι που έκανα φοβισμένος.
Εστεκα κοκκαλωμένος εγώ αυτή τη φορά, βλέποντας την κυρά Μαρία να πριονίζει με μανία τα κλαδιά των υπέροχων δέντρων που ήταν κατάφορτα με νόστιμα αχλάδια. Επεφταν το ένα μετά το άλλο καταγής σα στρατιώτες που πέφτουν υπέρ πατρίδος, θρησκείας και οικογένειας. Επεφταν τα κλαδιά μαζί με τα αχλάδια και θυμόμουν τι είχαμε τραβήξει μέχρι τότε, να περιποιούμαστε τα δέντρα δηλαδή. Επεφταν και η κυρά Μαρία συνέχιζε να πριονίζει κι εγώ έκλαιγα ασταμάτητα κοκκαλωμένος, χωρίς να σκέφτομαι πως «δικά της είναι κι ό,τι θέλει τα κάνει», χωρίς μια λογική σκέψη στο νου μου, μονάχα δάκρυα, μπόλικα δάκρυα για τη ζωή που φεύγει. Η κυρά Μαρία, εκείνη την ώρα, πήρε διαστάσεις δολοφόνου χειρότερου κι απο τον κύριο Ακη που είχε σφάξει τη γιαγιά μου.
Οταν έπεσε και το τελευταίο κλαδί και οι αχλαδιές έμειναν σκέτα κούτσουρα, η κυρά Μαρία με πλησίασε ξεθεωμένη. «Τι κάθεσαι» μου είπε «μάζεψε όσα είναι γινωμένα να φεύγουμε». Απλωσε τη μαντίλα της χάμω κι άρχισα να κόβω απο τα κλαδιά που ψυχοραγούσαν τα αχλάδια που κόντευαν να ωριμάσουν και να τα ντανιάζω στη μαντήλα. Δε χώραγαν στη μαντίλα κι έβγαλε και το μεσοφόρι της και το άπλωσε κι αυτό και το γεμίσαμε κι αυτό αχλάδια. Μετά, γυρίσαμε σπίτι.
Το άλλο πρωΐ έβγαλε τα αχλάδια στην αγορά και, με τα χρήματα που πήρε όταν πουλήθηκαν, αγόρασε ένα όμορφο εικόνισμα της Παναγίας και το απόγευμα το πήγαμε στην εκκλησία. «Τι έκανες Μαρία» είπε ο παπα-Ηλίας, ένας γέροντας που έμενε και το χειμώνα στο χωριό. «Εμπόδισα μια αμαρτία παπά μου» απάντησε η κυρά Μαρία «την κλεψιά εμπόδισα». «Ναι, τώρα δε θα κλέβουν τα παιδιά, όμως ούτε κι εσύ θα έχεις αχλάδια» είπε ο παπα-Ηλίας και συνέχισε «έπειτα, δεν είναι κλεψιά να μοιραζόμαστε τα αγαθά της φύσης». «Ο,τι πεις παπά μου, αλλά οι αχλαδιές ήταν δικές μου» είπε η κυρά Μαρία πιστεύοντας πως είχε αποστομώσει τον παπά, που ο λόγος του την είχε πληγώσει.
Ετσι πίστευα κι εγώ, επειδή είχα μάθει πως η ιδιοκτησία είναι κάτι ιερό και πως η εντολή «Ου κλέψεις» αφορούσε αυτήν ακριβώς και ποτέ δεν είχαν περάσει απο το νου μου όσα άκουσα τον παπά-Ηλία να λέει στη συνέχεια. «Κανείς και τίποτα το ζωντανό δε μπορεί να είναι ιδιοκτησία μας Μαρία μου. Κάτι που φτιάξαμε οι ίδιοι με τα χέρια μας, κάτι που υφάναμε, κάτι που ζυμώσαμε, κάτι που ζωγραφίσαμε σαν αυτή την εικόνα που έφερες, μπορεί να είναι δικό μας. Ο,τιδήποτε όμως ζει, αναπνέει και καρπίζει, είναι του Θεού, δεν είναι δικό μας. Λάθος έκανες Μαρία κόβοντας τις αχλαδιές και ο Θεός να σε συχωρέσει».
Η κυρά Μαρία τότε έβαλε τα κλάμματα και ήταν η πρώτη και τελευταία φορά που την έβλεπα να κλαίει. Επεσε στα γόνατα ψελλίζοντας «δεν το σκέφτηκα έτσι, αχ, εγώ η αμαρτωλή» και έμεινε εκεί μέχρι που βράδυασε για τα καλά. Ο παπα-Ηλίας διάβασε μερικές ευχές για να καταλαγιάσει την ψυχή της και ύστερα φύγαμε. Το άλλο πρωΐ που ξημέρωσε φύγαμε κι απο το χωριό με το λεωφορείο. Τα σχολεία άρχισαν σε μια βδομάδα και η ζωή πήρε το δρόμο της με νηστείες και προσευχές και μπόλικο εκκλησιασμό.
Γράμματα απο τον πατέρα μου παίρναμε ταχτικά, καθώς και χρήματα. Του έγραφα κι εγώ για την πρόοδό μου στο σχολείο και για την κυρά Μαρία που με πρόσεχε πολύ και με φρόντιζε σαν παιδί της. Παράπονα κι αν είχα δεν τα έγραφα, αφού διάβαζε εκείνη τα γράμματα πριν να σαλιώσω και να κλείσω το φάκελο.
Τα δυο χρόνια πέρασαν σα νερό και τέλειωσα το Δημοτικό χωρίς να καταλάβω και πολλά πράγματα, κάπως σαν μέσα σε όνειρο βρισκόμουν. Απο το σπίτι στο σχολείο και απο το σχολείο στο σπίτι, οι μέρες περνούσαν ίδιες κι απαράλλαχτες μπροστά στα μάτια μου, ένα μαγγανοπήγαδο που ανεβοκατέβαζε τον κάδο με το νερό χωρίς να μου δίνει κανείς να γεύομαι ούτε στάλα. Παρτίδες δεν είχα με συμμαθητές μου, μη τύχει και κάνω κακές παρέες, όπως έλεγε η κυρά Μαρία, σε παιχνίδια δεν έπαιρνα μέρος για τον ίδιο λόγο, ούτε σε εκδρομές συμμετείχα. Ημουν ένα παιδί μαραζωμένο, το παιδί το παρατημένο, το παιδί του ναυτικού, το εγγόνι της σφαγμένης πουτάνας, αυτός ήμουν και τίποτε άλλο.
Το καλοκαίρι που τέλειωσα το Δημοτικό γύρισε ο πατέρας μου απο τη θάλασσα, ηλιοκαμένος και κάπως παχύτερος απο ό,τι τον θυμόμουν, πιο άγριος και φωνακλάς, αλλά με μπόλικο χρήμα. Τα μάτια του σπίθιζαν και έγραφαν μέσα τους καθαρά τη λέξη «εκδίκηση». Οχι μια εκδίκηση ενάντια σε κάτι συγκεκριμμένο, αλλά έτσι, γενικά, εκδίκηση. Εκδίκηση για όσα είχε περάσει από την κατακραυγή της κοινωνίας, που τον είχε τιμωρήσει τόσες φορές για τη ζωηρή του θέληση να ζήσει σαν άνθρωπος. «Να ζήσει σαν άνθρωπος» μια φράση που δεν ξέχασα, ούτε ποτέ θα ξεχάσω. Με πήρε απο την κυρά Μαρία και πήγαμε στο σπίτι που είχε αγοράσει με αλληλλογραφία από κάποιο μεσίτη σε ένα καλό προάστειο της πόλης, ένα τόπο για πλούσιους και αξιοπρεπείς ανθρώπους, όπως μου είπε, και να ξεχάσω τη ζωή που έκανα ως τότε, τώρα θα είμαι ο γιός του κυρίου Δημοσθένη με τ’ όνομα, εμπόρου όπλων και πυρομαχικών.
Το σπίτι ήταν μονοκατοικία με κήπο και ψηλή μάντρα ολόγυρα, επιπλωμένο στην τρίχα, τίποτα δεν έλειπε, απο μαχαιροπήρουνα και πιατικά μέχρι σεντόνια και πανάκριβα βάζα για λουλούδια. Αυτό που με συγκίνησε όμως πιο πολύ ήταν το δώρο του, ένα δώρο ζωντανό, ένας σκύλος πελώριος για τα μάτια μου και το καχεκτικό σώμα που είχα εκείνο τον καιρό, ένα λυκόσκυλο, ο Εκτωρ. Το όνομα το δώσαμε μαζί, διαλέγοντάς το απο τα ονόματα των αρχαίων ηρώων. Ο πατέρας μου μπορεί να ήταν ένας φουκαράς τυχάρπαστος και αραχτός όσο ζούσε η γιαγιά μου, μετά την επιστροφή του όμως η εικόνα του είχε αλλάξει εντελώς.
Αναρωτιέμαι συχνά τι να συνέβη στο μεγάλο εκείνο ταξίδι που το ξεκίνησε σαν θερμαστής και παραμάγειρας του δεξαμενοπλοίου που χαιρετούσαμε με την κυρά Μαρία στο λιμάνι στα δέκα μου χρόνια, απάντηση όμως δεν έδινα, ίσως και να μην ήθελα να δώσω, γι αυτό και δεν ρώτησα ποτέ μου. Ημουν χαρούμενος που είχα επιτέλους ένα δικό μου άνθρωπο στο πλάϊ μου, ένοιωθα ασφαλής και ήρεμος και ξένοιαστος. Η παιδική μου ηλικία άρχισε στα δεκατρία μου χρόνια, τότε που τα άλλα παιδιά ξεκινούν να σκέφτονται τα κορίτσια και το ποδόσφαιρο, εγώ έπαιζα με τρενάκια και καλειδοσκόπια. Ο πατέρας μου δεν κατάλαβε κάτι το παράξενο, μια και με είχε βρει όπως ακριβώς με είχε αφήσει.
Η κοινή μας ζωή είχε μπει σε σειρά, με φιλιππινέζους υπηρέτες να μας περιποιούνται, με αυτοκίνητο και σωφέρ, κάτι που θεώρησα απόλυτα φυσικό, ως ανταμοιβή περίπου για τα όσα είχα υποφέρει μέχρι τότε. Τα πρωϊνά ξυπνούσα, έτρωγα πλουσιοπάροχα κι έμπαινα στο πούλμαν για να πάω στο σχολείο μου, ένα καλό σχολείο για τα παιδιά των καλών οικογενειών, όπου έτρωγα το μεσημέρι και έμενα ως αργά για μελέτη. Η μεγάλης διάρκειας παραμονή μου στο σχολείο, έκανε την κοινωνικοποίησή μου πιο εύκολη, γνώρισα πολλά παιδιά συνομήλικά μου, έκανα φίλους που τους κρατώ μέχρι σήμερα, άρχισα να μεγαλώνω, άφησα σιγά σιγά πίσω μου το παιδί που δεν έζησα.
Στο καλό αυτό σχολείο μάθαινα ξένες γλώσσες, υπήρχε και γυμναστήριο όπου γυμναζόμουν με κέφι, είχαμε και ομάδα μπάσκετ φημισμένη ανάμεσα στο σχολικό κόσμο. Ο πατέρας μου με έγραψε και σε σχολή ξιφασκίας, να μάθω τρόπους και να μη στέκω σαν ξυλάγγουρο, όπως έλεγε χαριτολογώντας, κι εγώ καμάρωνα σα γύφτικο σκεπάρνι και χαιρόμουν που κάποιος ενδιαφερόταν τόσο πολύ για μένα και την πρόοδό μου. Περιττό να πω ότι τα κατάφερνα πολύ καλά για παιδί μεγαλωμένο με στερήσεις, βρέθηκα στην πρώτη πεντάδα όσον αφορά τα μαθήματα και ήμουν επίσης αρκετά καλός στα αγωνίσματα. Οταν έφτασα στην τελευταία τάξη του Λυκείου είχα στο τσεπάκι μου το άριστα και, κατ’ επέκταση, την ένταξή μου στον επιστημονικό κύκλο μετά τη σίγουρη εισαγωγή μου στο Πανεπιστήμιο φυσικά.
Ο πατέρας μου ήθελε να γίνω δικηγόρος και δε μου πέρασε ούτε μια στιγμή απο το νου να του χαλάσω το χατήρι. Μπήκα στη Νομική έβδομος και τελείωσα τρίτος σε χρόνο ρεκόρ, χωρίς να χάσω ποτέ μάθημα, πόσο μάλλον εξάμηνο. Μετά, έγινε συζήτηση για διδακτορικό και αυτό αποφασίστηκε να το κάνω στη Γερμανία με θέμα σχετικό με την Ευρωπαϊκή Ενωση, στοχεύοντας σε μελλοντικά οφέλη, την ένταξή μου στο Διπλωματικό Σώμα δηλαδή, κάτι που θα το φρόντιζαν οι φίλοι του πατέρα μου. Ο πατέρας μου ήταν για μένα ένας τοίχος όπου, χωρίς να πολυακουμπάω, έβρισκα σιγουριά γνωρίζοντας πως αν συνέβαινε ο,τιδήποτε θα βρισκόταν εκεί για να στηριχτώ. Δεν παντρεύτηκε ποτέ του, άλλωστε ούτε τη μάνα μου είχε παντρευτεί, η ζωή του ήταν ταγμένη σε αυτό που έλεγε «η επιχείρισή μας» κάτι που δεν ήξερα τι ακριβώς ήταν και -ενδόμυχα- ούτε ήθελα να μάθω πριν μου το πει ο ίδιος. Δεν μου το είπε ποτέ μέχρι που πέθανε, ίσως και να νόμιζε πως το ξέρω.
Αυτό που γνώριζα ήταν πως είχε ένα κατάστημα που πουλούσε όπλα, τίποτε περισσότερο. Για το αν τα όπλα αυτά μπορούσαν να αποφέρουν ένα εισόδημα τόσο μεγάλο, δεν αναρωτήθηκα επειδή ήμουν βέβαιος γι αυτό. Είχα μια αγνότητα μέσα μου που μου απαγόρευε να σκεφτώ κάτι για κομπίνες και για μίζες, για μεσάζοντες και φακελλάκια. Μια ταμπελίτσα πάνω στον τοίχο πίσω απο το γραφείο του έγραφε «Προμηθευτής του Στρατού», δε με πονήρεψε όμως ποτέ για το πόσο βουτηγμένος ήταν στην παρανομία, ε, νομικός είμαι και το καταλαβαίνω πολύ καλά τώρα. Τότε, απλά δεν το έβαζα στο μυαλό μου, είχα θεοποιήσει τον άνθρωπο αυτό που με έσωσε απο τα δίχτυα της φτώχειας και της μιζέριας και, ακόμα και σήμερα, ο πατέρας μου εξακολουθεί να είναι ο θεός μου.
Οταν τελείωσα με τη διατριβή μου και έγινα δόκτωρ επικοινωνιολόγος, επέστρεψα με τις δάφνες μου στο σπίτι μετά απο συνολική απουσία τριών χρόνων. Το διδακτορικό που πήρα μου άνοιξε διάπλατες τις πόρτες του Υπουργείου Εξωτερικών και διορίστηκα χωρίς δυσκολία ακόλουθος στην πρεσβεία της Ιταλίας για θέματα που άπτονταν της ειδικότητάς μου. Δυο βήματα απο τη χώρα μου, την Ελλάδα, εξαιρετικά προνομιούχα θέση, αλλά και πάλι κανένα ερώτημα σχετικό με τις πατρικές ασχολίες δε συννέφιασε τη σκέψη μου. Ηταν Σεπτέμβρης και βρισκόμουν στην Ιταλία όταν έλαβα το τηλεγράφημα που με πληροφορούσε για το θάνατό του.
Πήρα το πρώτο αεροπλάνο συγκλονισμένος και δε βγήκε ούτε λέξη απο τα χείλη μου μέχρι που έφτασα στο σπίτι κι έπεσα με τα μούτρα πάνω στο φέρετρο. Ο Λίο και η Μάγδα, οι υπηρέτες μας, καθώς και ο Σάνι ο σωφέρ στέκονταν δίπλα μου απελπισμένοι, διάβαζα το φόβο τους μη και τους απολύσω. Στην πραγματικότητα δεν είχα σκεφτεί ακόμα τίποτε, αν θα κρατούσα το σπίτι δηλαδή, τι θα έκανα με αυτούς και με την επιχείρηση. Η κηδεία έγινε με κάθε επισημότητα και πλήθος πολιτικών προσώπων και επιστημόνων έδωσε το παρόν, κάποιος πρόεδρος Επιμελητηρίου μάλιστα έβγαλε ένα συγκινητικό επικήδειο, όπου ο πατέρας μου παρουσιαζόταν τουλάχιστον για μεγάλος ευεργέτης του έθνους.
Οταν τέλειωσε η τελετή και άρχισαν οι συλλυπητήριες χαιρετούρες μαζί με το μοίρασμα των καθιερωμένων -κόλυβα και τσουρεκάκια- πολύς κόσμος μου έσφιγγε το χέρι και με αγκάλιαζε αρθρώνοντας λόγια παρηγορητικά. Στεκόμουν σαν ανδρείκελο, με ένα παγωμένο χαμόγελο και απαντούσα «ευχαριστώ, ευχαριστώ» χωρίς σταματημό, μηχανικά, σαν πικ-απ με κολλημένη βελόνα. Ενας απο όλους ήταν ο συμβολαιογράφος του, που μου έδωσε ραντεβού για ένα απόγευμα της επόμενης βδομάδας, να μου ανακοινώσει το περιεχόμενο της διαθήκης. Μεταξύ των ξένων για μένα ανθρώπων, βρισκόταν και μια γυναίκα που μαυροφορούσε κι έκλαιγε δυνατά με λυγμούς πίσω απο ένα μαύρο βέλο. Μου έκανε εντύπωση και ρώτησα τη Μάγδα αν τη γνώριζε, όχι, της ήταν παντελώς άγνωστη, δεν την είχε δει ποτέ της, δεν της θύμιζε τίποτα η σιλουέττα της, μου απάντησε.
Πήρα ένα μήνα άδεια απο την εργασία μου για να τακτοποιήσω τα πράγματα και να συνέλθω απο τη δυσάρεστη έκπληξη του αναπάντεχου θανάτου, μια και ο πατέρας μου δεν ήταν δα και κανας γέρος, μόλις εξήντα χρονών άνθρωπος ήταν. Την πρώτη μέρα μετά την κηδεία ξεκίνησα την απογραφή των πραγμάτων που υπήρχαν στο σπίτι για να έχω μια συνολική εικόνα της αξίας τους. Ανοιξα ντουλάπια και συρτάρια, εκλαψα ψάχνοντας και βρίσκοντας πράγματα που με εξέπλησσαν όπως το πρώτο καλειδοσκόπιο που μου είχε χαρίσει και το πρώτο σοβαρό μου βιβλίο, το «Δεκαπεντάχρονο πλοίαρχο» του Ιούλιου Βερν με αφιέρωση γραμμένη με το χέρι του «στο γιο μου το Νικόλα, που αγαπώ περισσότερο απο τη ζωή μου».
Τώρα καταλάβαινα αυτή τη φράση, πόσο θα πρέπει να με αγαπούσε για να προσπαθήσει τόσο για να μου προσφέρει μια ζωή ονειρεμένη, μια ζωή που δεν είχε ζήσει ο ίδιος στα παιδικάτα του, να με κάνει άνθρωπο, «να ζήσω σαν άνθρωπος» ήταν η φράση του, που μου έμεινε χαραγμένη στη μνήμη σαν τατουάζ. Είναι δυνατό ένας πατέρας να αγαπάει τόσο πολύ το παιδί του; Συνήθως μιλούν για το μητρικό ένστικτο και για την αγάπη της μάνας, τον πατέρα τον έχουν παραέξω, στημένο στη γωνία για να τον κατακεραυνώσουν στην πρώτη άστοχη ενέργειά του. Δεν ξέρω αν ο πατέρας ο δικός μου ήταν η εξαίρεση του κανόνα, αυτό που σίγουρα γνωρίζω είναι πως ήταν για μένα ο βράχος που μου έδινε σιγουριά, ο τοίχος που με προστάτευε, ο τρυφερός και ανεκτικός σύντροφος που μοιραζόμουν μαζί του τις παιδικές μου ανησυχίες, το αφτί που με άκουγε και το μυαλό που έλυνε τις απορίες μου.
Τι θα έκανα τώρα χωρίς εκείνον, ήταν κάτι που έπρεπε να αντιμετωπίσω μόνος και, για ευκολία, έθετα στον εαυτό μου το ερώτημα «τι θα έκανε ο πατέρας μου στη θέση μου» και ξεμπέρδευα στα γρήγορα. Πίστευα πως τον γνώριζα αρκετά καλά, τον τρόπο της σκέψης του δηλαδή και τη μέθοδο που ακολουθούσε για να παίρνει αποφάσεις. Η ταραγμένη ζωή του τον είχε διδάξει αποτελεσματικά, και δε θα έβρισκα δυσκολία να ακολουθήσω το παράδειγμά του, έτσι νόμιζα τουλάχιστον τότε.
Στο ρολτόπ που είχε στην κρεββατοκάμαρά του, βρήκα ένα χοντρό φάκελλο με ιατρικές εξετάσεις, όπου φαινόταν καθαρά η πορεία της κλονισμένης υγείας του. «Οξύ έμφραγμα του μυοκαρδίου» έγραφε ως αιτία θανάτου η ληξιαρχική πράξη κι εδώ, στα χαρτιά υπήρχαν πλήθος εξετάσεων και συνταγών που επιβεβαίωναν την πάθησή του. Καρδιακό νόσημα, ισχαιμία, στεφανιαία νόσος, αιματολογική εξέταση, τρίπλεξ καρωτίδος, μαγνητική τομογραφία, όλα αφορούσαν τον πατέρα μου, όλα μου μιλούσαν για κείνον και τον πόνο που υπέφερε μόνος. Χάπια και ενέσεις, χάπια και ενέσεις, συνταγές για χάπια και ενέσεις, ένα στηθοσκόποιο κι ένα μοντέρνο πιεσόμετρο στο συρτάρι του ρολτόπ ήταν οι μάρτυρες του μαρτυρίου του, κι εγώ να μη γνωρίζω τίποτε, να σπουδάζω, να προοδεύω για να τον βγάλω ασπροπρόσωπο.
Η Μάγδα και ο Λίο με βοηθούσαν στην απογραφή και ο Σάνι φρόντιζε με αγάπη τον Εκτορα που είχε πια γεράσει και έβγαζε ένα γλυκόσυρτο ουρλιαχτό κατά διαστήματα, έτοιμος να ψοφήσει κι αυτός, κάτι που δε θα το άντεχα να γίνει σύντομα. Οταν κουραζόμουν, έμπαινα στο αυτοκίνητο με τον Εκτορα στο πίσω κάθισμα και πηγαίναμε στα γύρω βουνά, όπου τον άφηνα να περπατάει ελεύθερος για να ξεσκάσει απο τη θλίψη του, μεταβιβάζοντας στο σκυλί τη δική μου ανάγκη για εκτόνωση του βάρους της απέραντης δυστυχίας που μου είχε προκαλέσει αυτή η φοβερή απώλεια, η απώλεια όχι απλώς ενός αγαπημένου προσώπου, αλλά η απώλεια του πατέρα μου.
Το απόγευμα που έπρεπε να επισκεφτώ το συμβολαιογράφο δεν άργησε να φτάσει, έφτασε γρηγορώτερα μάλλον απο όσο το περίμενα, επειδή ακριβώς το είχα τοποθετήσει στο πίσω μέρος του μυαλού μου. Εκεί, πήγα μαζί με τους υπηρέτες, μια και τους ανέφερε η διαθήκη. Μπαίνοντας στο γραφείο με τα σκούρα και βαρειά παλαιομοδίτικα έπιπλα, όπου δέσποζε ένα τεράστιο τραπέζι, διέκρινα μια γυναικεία φιγούρα να κάθεται σε μια άκρη του τραπεζιού. Ο συμβολαιογράφος μας καλωσόρισε με μια διακριτική χειραψία και, χωρίς πολλά λόγια, και μας οδήγησε στις θέσεις μας στο τραπέζι. Κάθησε στην κεφαλή του τραπεζιού και αποσφράγισε ένα φάκελλο, απο όπου ξεχύθηκαν ένα σωρό μικρότεροι φάκελλοι. Πήρε τον πρώτο, μας τον έδειξε, έγραφε απ’ έξω «Λίο» με κεφαλαία γράμματα και διάβασε το περιεχόμενο, τι άφηνε στο Λίο δηλαδή. Το ίδιο έκανε με τους φακέλλους για τη Μάγδα και το Σάνι, που αναλύθηκαν σε λυγμούς και ευχαριστίες. Οσα τους άφηνε τους έφταναν να ζήσουν τουλάχιστον μια πενταετία πλουσιοπάροχα και χωρίς να δουλεύουν. Το αν θα συνέχιζαν να εργάζονται για μένα, το άφηνε στην κρίση τους και στη δική μου.
Μετά τους φακέλλους για το προσωπικό ήρθε η σειρά ενός μεγάλου φακέλλου που απ’ έξω έγραφε «Επιχείριση» και περιείχε όλα τα απαραίτητα για τη διάλυση της επιχείρισής του, μια και είχε προβλέψει πως δε θα ενδιαφερόμουν να απασχοληθώ με παρόμοιο αντικείμενο. Εντολοδόχοι ήταν γνωστοί δικηγόροι και εγώ θα είχα απλά την εποπτεία του εγχειρήματος. Οση ώρα διάβαζε ο συμβολαιογράφος, η γυναίκα σιγόκλαιγε πίσω απο ένα διαφανές μαύρο βέλο που σκέπαζε το πρόσωπό της και που δεν το σήκωσε καθόλου, ούτε και όταν αναφέρθηκε το όνομά της, έτσι δεν αντίκρυσα ποτέ το πρόσωπο της μάνας μου. Ημουν βέβαιος πως εκείνη ήταν η μάνα μου, χωρίς καμμιά απόδειξη φυσικά, μια και δεν αναφερόταν πουθενά κάτι τέτοιο, ούτε εκείνη είπε κάτι σχετικό. Αφηνε λοιπόν στη κυρία Ελεγκοπούλου Ειρήνη το ποσόν των διακοσίων εκατομμυρίων δραχμών σε λογαριασμό που είχε ανοίξει στο όνομά της στην Εθνική Τράπεζα. Ο συμβολαιογράφος της παρέδωσε το βιβλιάριο κι εκείνη το πήρε κι έφυγε αθόρυβα εξακολουθώντας να σιγοκλαίει, χωρίς να βγάλει μια λέξη απο τα χείλη της, ούτε μιλιά ούτε λαλιά που λένε.
Μυστήριο μέγα θα έμενε για πολύ καιρό η σχέση του πατέρα μου με τη γυναίκα που με γέννησε. Οχι τόσο επειδή κουβαλούσα μια ζωή ολόκληρη το μαρτύριο της έλλειψής της, όσο για το ότι, παρ’ όλη την απόσταση που τους είχε χωρίσει μετά την άτακτη φυγή της, δε δίστασε να τη θυμηθεί στη διαθήκη του. Εμεινα μόνος με το συμβολαιογράφο και τον τελευταίο φάκελλο που έγραφε το όνομά μου επάνω του με κεφαλαία πάντα. Μου άφηνε τα πάντα, όσα θα μου έφταναν να ζήσω δυο ζωές και παραπάνω χωρίς να στερηθώ τίποτε. Μου άφηνε επίσης κι ένα γράμμα για να το διαβάσω μόνος μου. Ανέφερε φυσικά και το φίλο του το συμβολαιογράφο, τον οποίο δεν είχε ξεχάσει να φροντίσει επίσης πλουσιοπάροχα. Με τη σκέψη πως είχα χάσει έναν άγιο πατέρα, χαιρέτησα και βγήκα απο το επιβλητικό γραφείο.
Ο Σάνι με περίμενε στο αυτοκίνητο, του έδωσα την άδεια να φύγει όμως, επειδή προτιμούσα να περπατήσω λίγο να ξεθολώσει ο νους μου απο σκέψεις που με βασάνιζαν και, στην ερώτησή του «πώς θα γυρίστε κύριε», απάντησα χωρίς δισταγμό «μην ανησυχείς, με ταξί». Πήρα τους δρόμους που είχα πολλά χρόνια να περπατήσω, προχωρούσα βήμα βήμα μέχρι που βρέθηκα κάποια χιλιόμετρα μακρύτερα, στη γειτονιά που είχα μεγαλώσει, τη φτωχική γειτονιά που τώρα είχε γίνει της μόδας, γεμάτη κουτουκάκια και αίθουσες τέχνης και θέατρα. Ο καιρός είναι καλός αυτή την εποχή στην Ελλάδα, σουρουπώνει γλυκά και χωρίς ίχνος υγρασίας, έτσι κάθησα σε ένα ταβερνάκι σχεδόν απέναντι απο το σπίτι της γιαγιάς μου της αδήλωτης πουτάνας που την έσφαξε ένας κάποιος κύριος Ακης σαν αρνί.
Σαν ψέμματα μου φαινόταν πως βρισκόμουν εκεί, εγώ ο ίδιος που πριν απο είκοσι τόσα χρόνια είχα ζήσει στο πετσί μου τον εφιάλτη μιας στυγερής δολοφονίας «εν βρασμώ ψυχής» όπως είχαν πει οι δικαστές, εγώ ο ίδιος που μεγάλωσα ως παιδί κάτω απο τη στυγνή επιτήρηση μια κάποιας κυρά Μαρίας, εγώ ο ίδιος που δεν είχα χάσει όρθρο για όρθρο και εσπερινό για εσπερινό, που έκανα σαράντα μετάνοιες τη φορά για να συχωρεθούν οι αμαρτίες μου -πόσες και τι είδους αμαρτίες μπορεί να έχει ένα άπραγο και αγνό δεκάχρονο παιδάκι άραγε; Παρήγγειλα ένα καραφάκι και μεζέ και περίμενα το γκαρσόνι να τα φέρει όταν πέρασε απο μπροστά μου μια γνώριμη σιλουέττα, ελαφρά καμπουριαστή και μαυροντυμένη. «Κυρά Μαρία» ψιθύρισα αρκετά δυνατά ώστε να με ακούσει αν η ακοή της εξακολουθούσε να δουλεύει, και η σιλουέττα έστριψε προς το μέρος μου με απορία, έβγαλε τα γυαλιά της για να τα καθαρίσει και κάρφωσε το βλέμμα στο πρόσωπό μου λέγοντας «σε μένα μιλήσατε κύριε» και «σας γνωρίζω»;
Την κάλεσα να καθήσει πλάϊ μου και το έκανε διστάζοντας, αφήνοντας μονάχα το ένα κωλομέρι να αγγίξει την ψάθινη καρέκλα της ταβέρνας. «Ο Νικόλας είμαι» της είπα, «ο Νικολάκης, που με κρατήσατε τρία χρόνια σπίτι σας» και την ξάφνιασα τόσο που λίγο έλειψε να πέσει απο την καρέκλα. Ανακάθησε και με ξανακοίταξε καλά καλά «ο Νικολάκης, δεν το πιστεύω, τι κάνεις παιδί μου» είπε με φωνή τόσο άχρωμη που άρχισα να μετανοιώνω για την ιδέα που είχα να την καλέσω. Με δυο τρεις κουβέντες μου διηγήθηκε του λιναριού τα πάθη που είχε περάσει απο τότε που είχαμε να ειδωθούμε, σα να έδρασα ως χαλαρωτικό χάπι για τη σκέψη και το νου της, σα να ήμουν ο κλειδαράς που ξεκλείδωσε τα μαραγκιασμένα της χείλη. Αφού τέλειωσε τη μονότονη αναφορά στα δικά της, «τον προκομμένο τον πατέρα σου τον βλέπεις;» με ρώτησε, κι όταν απάντησα πως ο πατέρας μου πάει, μας άφησε χρόνους, έβγαλε ένα στεναγμό ανακούφισης και «τώρα μπορώ να σου μιλήσω ελεύθερα» είπε, επαναλαμβάνοντας με τρέμουλο «μπορώ, έτσι δεν είναι»; Είχα τόσο μεγάλη ανάγκη να ακούσω κάποιον να μιλά για τον πατέρα μου, λες και ήθελα με αυτό τον τρόπο να τον φέρω πίσω, να τον καθήσω δίπλα μου, να με παραστέκει όπως άλλοτε η σκιά του, έτσι εξώθησα την κυρά Μαρία απαντώντας της «και βέβαια κυρά Μαρία μου μπορείς».
Εντωμεταξύ, η παραγγελία ήρθε και την ανανέωσα με μια ακόμα μερίδα κεφτεδάκια και τζατζίκι, «για την πίεση κάνει καλό το σκόρδο» κατά δήλωση της κυρά Μαρίας αλλά και επιφανών σύγχρονων γιατρών, πιοτό δεν ήθελε «πειράζει το σκώτι» συνέχισε με ύφος ειδήμονος. Με συγκινούσε το γεγονός πως ήμουν τώρα ενήλικος, ένας νέος άντρας στην ακμή μου, κι είχα απέναντί μου εκείνη τη στρίγγλα των παιδικών μου χρόνων, κάτι με ερέθιζε να φερθώ με ευγένεια υπερβολικά επίπλαστη, έτσι, για να της σπάσω τον τσαμπουκά, όσο θυμόμουν και τις αχλαδιές τις κακομοίρες που είχε πριονίσει πάνω στα νεύρα της θέλοντας να «εμποδίσει την κλεψιά», τόσο γελούσα απο μέσα μου. Μέχρι τη στιγμή εκείνη, η κυρά Μαρία με είχε κάνει να ξεχνώ τη συμφορά που με είχε βρει τόσο ξαφνικά. Ηρθαν και τα κεφτεδάκια με το τζατζίκι και αρχίσαμε να τσιμπολογάμε σα συνένοχοι στη λαιμαργία. «Πες μου λοιπόν κυρά Μαρία μου, τι ήθελες να μου πεις» την τσίγκλισα τσουκρίζοντας το ποτηράκι με το ούζο μου στο νεροπότηρό της και εκείνη άρχισε να βγάζει έναν οχετό απο μέσα της, ένα πλήθος απωθημένων της μνήμης. Η κρίση της είχε σταματήσει να λειτουργεί φαίνεται ή ήταν τόσο ορμητικός ο χείμαρρος της γλώσσας που ο νους αδυνατούσε να τον ελέγξει.
«Ε, σάματις δεν τα ξέρεις μάτια μου, αλλά πάλι, μπορεί και να μη στά ’πανε, ποιος νοιάζεται πια;» Η εισαγωγή κάπως χαλαρή και με διάθεση αυτοσυγκράτησης, η απογοήτευσή μου όμως υποχώρησε μπροστά στην αχαλίνωτη συνέχεια: «Θα στα πω λοιπόν να μάθεις. Πρώτα για τη μάνα σου. Πες, δε θες να μάθεις για τη μάνα σου; Ε, θα σου πω εγώ λοιπόν τι ήτανε η μάνα σου. Μια ξετσίπωτη τσουλίτσα ήτανε, αυτό σου λέω, κι ας ήτανε κι από καλό σπίτι.. απο οικογένεια.. πφφφ.. οικογένεια.. χαρά στο πράμα! Εισαγγελέας ήτανε ο παππούς σου! Κι άφηνε την κόρη του να νταραβερίζεται με τον πάσα ένα! Με τον προκομμένο τον πατέρα σου ντε, που τη γκάστρωσε ο λεβέντης με τον κρίνο! Η μάνα σου σε κράτησε γιατί ο πατέρας της ήτανε εναντίον των εκτρώσεων, μη πάθει η υγεία της και μη πάει στην κόλαση η ψυχή του, τέτοιο μυαλό, παναθεμάτονε το γεροξεκούτη! Παραδουλεύτρα η γιαγιά σου που την έσφαξε ο γκόμενος, αυτό το θυμάσαι; Παραδουλεύτρα στο σπίτι του εισαγγελέα κι έπαιρνε και το γιο της μαζί, απο μωρό τον έπαιρνε μαζί στα σπίτια που ξενοδούλευε και γνωρίστηκαν με τη μάνα σου ο πατέρας σου ο Δημοσθένης με τη Ρηνούλα. Ερωτας με πατέντα! Μόνο τα δέντρα δεν κλαίγανε όταν ο εισαγγελέας έδιωξε τη μικρή απο το σπίτι λίγο πριν γεννήσει, τη μάζεψε η γιαγιά σου η πουτάνα η αδήλωτη, τι παραδουλεύτρα τι πουτάνα, τότε τον παίρνανε οι παραδουλεύτρες απο τους κυρίους μαζί με ένα έξτρα κατοστάρικο, καιροί κι αυτοί... Εκεί την έμαθε τη δουλειά.. πφφφ...»
Κάθε τόσο με ένα «πφφφ» απαξιωτικό η κυρά Μαρία έδινε γεύση στα λεγόμενά της, μια γεύση αηδίας και αποστροφής, σα να της λέρωναν το στόμα, συνέχιζε όμως ακάθεκτη, λες και ηδονιζόταν απο την προφορά όλων αυτών που πίεζε μέσα της τόσα χρόνια. «Ωστε εισαγγελέας ο παππούς μου, ε; Δεν το ήξερα αυτό κυρά Μαρία μου» είπα χωρίς να κρύψω την έκπληξή μου. «Εισαγγελέας και άνθρωπος μεγάλης ηλικίας κι αυτός και η γυναίκα του, δεν κάνανε παιδιά και τη μάνα σου υιοθετημένη την είχανε, απο κούνια την πήρανε απο το βρεφοκομείο». Σταμάτησε για λίγο περιμένοντας την αντίδρασή μου, όμως δεν της έδωσα ευκαιρία να ξαναθριαμβεύσει κι έτσι συνέχισε την εξιστόρηση. «Απο το Δημοτικό Βρεφοκομείο, ξέρεις, εκεί που αφήνουνε τα μούλικα. Μούλικο αυτή, μούλικο θα έκανε, αμ πώς! Αλλάζει ο άνθρωπος; Μέσα του τον έχει το σατανά» συμπλήρωσε και πάλι κοντοστάθηκε να δει πώς θα τόπαιρνα. «Παρακάτω κυρά Μαρία, παρακάτω, γιατί δεν παντρεύτηκε ο πατέρας μου τη μάνα μου; Αυτό θέλω να μάθω, αν το ξέρεις φυσικά» απάντησα μπαίνοντας για τα καλά στο ανασκάλεμα του παρελθόντος σα να συμμετείχα σε ένα ανατριχιαστικό παιχνίδι.
«Να την παντρευτεί; Και βέβαια το ξέρω πόσο ήθελε να τηνε παντρευτεί τη μάνα σου, την ήθελε, την αγάπαγε, πώς το λένε, αλλά η κυρία Ειρήνη ήτανε βλέπεις μορφωμένη, είχε τελειώσει το Γυμνάσιο και ήθελε να σπουδάξει κι άλλο, να πάει και παραπάνω, τι να τονε κάνει τον πατέρα σου, ένα ρεμάλι παραγιό σοβατζή της δεκάρας; Εμεινε στο σπίτι του ίσαμε να σε γεννήσει και κάτι παραπάνω μου φαίνεται, σε βύζαξε κιόλας καναδυο μήνες, της γιαγιάς σου το σπίτι ντε, αυτό εκεί απέναντι που κοντεύει να ρημάξει, τι θα γίνει, θα το κοιττάξεις καμμιά φορά αυτό το σπίτι; Μπαίνουν οι γάτες και τό’χουν κάνει σκουπιδαριό οι γειτόνοι.. Γειτόνοι να σου πετύχουν, αμα πια!» Η παρατήρησή της για το σπίτι με άφησε άναυδο. Δεν είχα σκεφτεί ποτέ πως το σπιτάκι αυτό ήταν ιδιοκτησία της γιαγιάς μου και του πατέρα μου και τώρα δικό μου φυσικά. Ούτε στη διαθήκη έγραφε κάτι σχετικό ο μακαρίτης, μπορεί και να το είχε ξεγραμμένο, ποιος ξέρει το πώς και το γιατί. «Στα δικά μας κυρά Μαρία και, ναι, θα το κοτιτάξω το σπίτι, αύριο κιόλας θα το φροντίσω, μη στενοχωριέσαι» της είπα για να τη βγάλω απο την παρένθεση κι εκείνη συνέχισε πιο ήρεμα τώρα.
«Ναι παιδάκι μου, να το φροντίσεις γιόκα μου, νά’χεις την ευκή μου. Που είχαμε μείνει; Α! Εκεί που έμενε η μάνα σου με τη γιαγιά σου και τον πατερα σου στο σπίτι σας. Αμα άφησες το βυζί, θα σε γελάσω πότε ακριβώς, σου πήρανε μπιμπερόν και σε τάϊζαν με το μπιμπερόν! Χα! Ενα μπουκάλι που τρόμαξες να το συνηθίσεις, όλο τό ’διωχνες με τα χειλάκια σου τα σουφρωμένα, ας είναι... Πάμε παρακάτω. Η μάνα σου λοιπόν έφυγε ένα πρωΐ με το βαλιτζάκι της, όπως είχε έρθει. Παράτησε αυτό που είχε στην κοιλιά της και τό ’σκασε. Η γιαγιά σου στη δουλειά, ο άντρας της στη δουλειά, τι άντρας της, παραλίγο άντρας της, είχανε βγάλει τις άδειες, είχανε παραγγείλει και τις μπομπονιέρες, κι εκείνη τό ’σκασε! Με φώναξε εμένανε να σε φυλάγω κι έφυγε στον αγύριστο, πανάθεμά τη, τη σκρόφα! Παράτησε το σπλάχνο της, αυτό ούτε οι γουρούνες δεν το κάνουν! Την είδα με το βαλιτζάκι και της λέω ‘πού πας κοκώνα μου’ και μ’ απαντάει πως πάει να ψωνίσει ρουχαλάκια για το μπέμπη και να κοιτάξει να νοικιάσει νυφικό και πως το βαλιτζάκι ήτανε άδειο... Το πίστεψα για λίγο, μέχρι να στρίψει τη γωνία το πίστεψα. Μετά, μπήκα στα γρήγορα στην κρεββατοκάμαρη κι άνοιξα τη ντουλάπα και τη βρήκα άδεια απο τα δικά της τα προικιά. Ούτε φουστάνι ούτε ασπρόρουχο πουθενά. Βγήκα τρέχοντας να τηνε προλάβω, αλλά που... είχε στρίψει τη γωνία, η στάση του λεωφορείου ήτανε εκεί κοντά, φαίνεται θα πήρε το λεωφορείο... Παναθεμά τα κι αυτά, όταν τα θέλεις δεν έρχονται κι όταν πρέπει να καθυστερήσουν δε χάνουν ούτε λεπτό!» Εβαλε και το πρόβλημα της συγκοινωνίας στην κουβέντα της η κυρά Μαρία τη στιγμή που καιγόμουν να μάθω τη συνέχεια. «Και μετά; Δεν την έψαξε κανείς;» Ρώτησα για να μη χαθεί το νήμα της αφήγησης.
«Μετά, μετά γύρισα στο σπίτι κι εσύ κοιμόσουνα του καλού καιρού στο καλαθάκι σου, ένας μπέμπης άσπρος άσπρος, ένα αγγελούδι, ίδιος αγγελούδι ήσουνα ψυχή μου! Πήγα στην κουζίνα να πλύνω κανα πιάτο και να διασκεδάσω την τρομάρα μου, τι θά ’λεγα στη γιαγιά σου όταν θα γυρνούσε, τι θ’ άκουγα απο τον πατέρα σου, όλα αυτά με είχανε ζαλίσει, πήγα λοιπόν και τα βρήκα όλα ταχτικά ταχτικά και το μπιμπερόν στη θέση του έτοιμο. Πάνω κει άρχισες να κλαψουρίζεις, σε άλλαξα, σε τάϊσα, όλα στην εντέλεια, σε πήγα και μια βολτίτσα ένα γύρω, όλα καλά. Τι λέω τώρα η τρελλή; Καλά χωρίς μάνα; Τελοσπάντων. Το μεσημέρι αργά ήρθε πρώτη η γιαγιά σου. ‘Γεια σου κυρά Μαρία’ μου είπε, ‘τι θες εδώ;’ Τι να κάνω; Της τα είπα όλα όπως γένηκαν και περίμενα να φάω καμμιά αδέσποτη βρισιά ή ξυλιά το ίδιο είναι. Εκείνη όμως, καλά νά ’ναι η ψυχούλα της όπου βρίσκεται, δεν έβγαλε κιχ μόνο σε πήρε στην αγκαλιά της και σου τραγούδησε την ‘παπαρούνα’ ένα τραγούδι που της άρεσε πολύ. Οταν τέλειωσε το τραγούδι μπήκε ο πατέρας σου κατασκονισμένος απο τη δουλειά φωνάζοντας αν είναι έτοιμο το φαΐ κι η γιαγιά σου του είπε να πάει να πλυθεί πρώτα και νά ’ρθει να φάει. Πήρε παράταση έτσι πιστεύω, να του τα πει σα θα είναι φαγωμένος γιατί άλλο ένας άντρας φαγωμένος κι άλλο ένας νηστικός και κουρασμένος. Το φαΐ κάνει τον άντρα μαχμουρλή και δε δίνει και τόση σημασία στα κακά μαντάτα, δε βλέπει την ώρα να ξαπλώσει για να χωνέψει και τα στραβά τον βρίσκουν ξώφαλτσα. Αμ δε, που δε θα έδινε σημασία! Εφαγε, χόρτασε ο Δημοστένης, θιοσχωρέστον κι αυτόν τώρα, κι έμαθε απο τη μάνα του τα νέα και σηκώθηκε σα θεριό ανήμερο ‘θα τη σφάξω την πουτάνα, να μου το κάνει αυτό εμένα’ φώναζε κι έσκουζε κι έπεσε μπρούμυτα στο κρεββάτι κι έκλαιγε, όχι που λένε πως δεν κλαίνε οι άντρες!» Απόσωσε τη φράση της η κυρά Μαρία και, κοιτάζοντάς με εξεταστικά, περίμενε την αντίδρασή μου στο σοφό της επιμύθιο. Για να μη τη στενοχωρήσω «και βέβαια κλαίνε και οι άντρες κυρά Μαρία μου» της είπα, «αλλά πες μου, χάθηκε η μάνα μου, την ψάξανε δεν την ψάξανε...»
«Και πώς δεν τηνε ψάξανε γιέ μου; Στο σπίτι της πήρε τα μούτρα της και πήγε η γιαγιά σου, ρώτηξε τον εισαγγελέα, τίποτα, κι εκείνοι, γονείς λέει, να σου πετύχουν, που θέλουν να υιοθετούνε και παιδιά! Αμα ήταν έτσι, εγώ θα είχα εκατό μέχρι τώρα! Ο Θεός ξέρει πού τα δίνει τα παιδιά» σχολίασε πάλι χωρίς να καταλαβαίνει το οξύμωρο του σχολίου της. Το σχόλιο αυτό το προσπέρασα και η κυρά Μαρία συνέχισε με φόρα.
«Ναι, κι εκείνοι δεν ξέρανε τίποτα, την είχανε ξεγράψει είπαν στη γιαγιά σου και να μη τους ξαναχτυπήσει την πόρτα και το παιδί να το κάνει ό,τι θέλει, να το δώσει και στο Βρεφοκομείο, σκασίλα τους, έτσι της είπαν και της μαύρισαν την ψυχή. Βράχος όμως η γιαγιά σου, ψημένη γυναίκα, έτσι είναι οι πουτάνες βλέπεις, γνωρίζουνε πολλά στη ζωή τους και τα φέρνουνε πιο εύκολα βόλτα απο μερικές μερικές σαν και του λόγου μου, της εκκλησίας είμαι, το ξέρεις, αγνός άνθρωπος... Α! Το λοιπόν η γιαγιά σου γύρισε σπίτι και δεν είπε και πολλά τότε στο Δημάκο, έτσι τον έλεγε χαϊδευτικά τον προκομμένο το γιόκα της, μόνο του είπε πως να κοιτάξει να δουλεύει πιο συνετά, να μη κάνει κοπάνες γιατί απο δω και μπρος τα λεφτά που θα μπαίνουν στο σπίτι θα είναι τα δικά του, και να μη τα ξοδεύει αλλού γιατί θά ’μενε εκείνη σπίτι με το μωρό, την αφεντιά σου ντε, και πως θα μεγάλωνες και θα τους ξεκούραζες λέει, ευτυχώς που ήσουνα κι αγόρι». Εβαλε μια τελεία εδώ η κυρά Μαρία στη διήγησή της και, παρά την εγκράτειά της, μου ζήτησε να της βάλω ένα ποτηράκι ούζο, συμπληρώνοντας «για να πάνε κάτω τα φαρμάκια» με νάζι απαράδεκτο για την ηλικία, το ήθος και την όψη της, παραδεκτό όμως απο τα γεγονότα που αναπαριστούσε τόσο γλαφυρά.
«Η μάνα σου ήτανε όμορφη κοπέλα, πολύ όμορφη, απο κείνηνε πήρες, στο έχουν πει; Α! Και το άλλο, στο είπα πως όταν ήσουνα πέντε χρονώ ήρθε να σε δει και της κλείσανε την πόρτα; Η γιαγιά σου δηλαδή της την έκλεισε, ο πατέρας σου ήτανε στη φυλακή τότε για κάτι χρέη, κοίταζε κι αυτός να βγάλει με τη μία τα σπασμένα και όλο κι ανακατευόταν σε βρωμοδουλειές, ε, κάθε τόσο τον χώνανε μέσα. Της έκλεισε την πόρτα η γιαγιά σου η μακαρίτισσα και ήρθε το Ρηνάκι σε μένα να πει τον πόνο της, πως μπορούσε να σε πάρει τώρα κοντά της να σε φροντίσει, είχε σπίτι στο Κολονάκι, τρομάρα της, μεγαλοπουτάναρος είχε γίνει, πρόκοψε καλά κι αυτή, δε δούλευε με όποιον κι όποιον μου είπε, είχε ανοίξει και μια μπουτίκ και κονόμαγε κι απο εκει μπόλικο παραδάκι, και μπορούσε να σε μεγαλώσει τώρα κυριλέ, με τα όλα σου, να μη σου λείψει τίποτα, έτσι μου έλεγε τότε, και να κοιτάξω να καταφέρω την πεθερά της, ναι, πεθερά την έλεγε τη γιαγιά σου, να την καταφέρω με το πες πες να σε δώσει στη μάνα σου, γιατί ‘το παιδί με τη μάνα του πρέπει να μένει, έτσι δεν είναι κυρά Μαρία;’
‘Ναι, κούκλα μου’ της έλεγα, αλλά δεν είπα τίποτα σε κανένα, ούτε στη γιαγιά σου ούτε στον πατέρα σου, άσε που αυτόναν τον φοβόμουν κιόλας, επειδή δεν ήθελα να μπερδευτώ άλλο σ’ αυτή την ιστορία, δεν είχα δουλειά ανάμεσα στις πουτάνες, το είπα και στον πνευματικό μου και μου είπε πως πολύ καλά έκανα».
«Και μετά, τι έγινε μετά;» ρώτησα, αν και ήξερα την απάντηση. «Μετά, ε, τα ξέρεις καλύτερα απο μένα τι έγινε μετά. Μεγάλωνες, η γιαγιά σου, αν και πουτάνα αδήλωτη ήτανε κυρία, όλη η γειτονιά τό ’ξερε αλλά καταλάβαινε πόσο δύσκολο είναι να τα βγάζει πέρα μια γυναίκα μόνη της μ’ ένα γιο ανεπρόκοπο κι ένα μπασταρδάκι και κανένας δεν είπε ποτέ κακό λόγο για τη γιαγιά σου. Ποτέ. Και του λόγου μου ακόμα, που με ξέρεις τι θρήσκα είμαι και πόσο σεβαστικιά, ποτέ δεν τηνε κατηγόρησα, την έβλεπα και κάθε Τετάρτη απόγευμα που πήγαινε στην εξομολόγηση, αλλά την Πέμπτη ξανάβαζε άντρα στο κρεββάτι της, τι να πει κανείς... Θιοσχωρέστην τη φουκαριάρα! Τι τράβηξε κι αυτή η ψυχή! Κακότυχη γυναίκα, τόσες και τόσες πουτάνες, εκείνη βρήκε να σφάξει ο μαχαιροβγάλτης; Αλλά, το θέλημα του Θεού να μη το βάζουμε στο στόμα μας, έτσι; Κάθε ψυχή έχει το δικό της δρόμο να βρει τον Παράδεισο, και ο Θεός έστειλε στη γιαγιά σου το δρόμο της μάχαιρας ‘μάχαιρα έδωσες, μάχαιρα θα λάβεις’ που λέει και ο παπάς, το κουβέντιασα μαζί του και μου είπε πως σίγουρα η ψυχή της πήγε στον Παράδεισο μετά το φονικό. Να δεις πώς μου τό ’πε... εξαγνίστηκε. Αυτό. Αγια γυναίκα η γιαγιά σου η πουτάνα».
Κοπάνησε το ουζάκι της, καθάρισε και το πιάτο με τα κεφτεδάκια, το τζατζίκι το καταβρόχθισε σα σκέτο γιαουρτάκι, με καληνύχτισε θυμίζοντάς μου να μη ξεχάσω να φροντίσω το σπίτι, κι έφυγε τρέχοντας για το σπιτάκι της που στεκόταν ετοιμόρροπο κι αυτό μαζί με τα υπόλοιπα της γειτονάς, μια κουκίδα ιστορίας ανέπαφη ακόμα. Δε με ρώτησε τίποτα για τα δικά μου, της φάνηκε φαίνεται τελείως φυσικό που με είδε μετά από τόσα χρόνια, δέθηκε το νήμα της ζωής μας σα να μην είχε περάσει ούτε ώρα απο τότε που χαθήκαμε απο εκείνη τη γειτονιά ο πατέρας μου κι εγώ. Ημουν η μοναδική ευκαιρία να βγάλει απο μέσα της ότι την πίεζε κι αυτό δε χάλασε καθόλου τη διάθεσή μου, ίσα ίσα. Η διήγηση της κυρά Μαρίας, για όση ώρα κράτησε, με μετέφερε νοερά στο παρελθόν και με βοήθησε να λύσω μέσα μου απορίες που δεν είχαν εκφραστεί μέχρι τότε.
Εβγαλα το ηλεκτρονικό σημειωματάριό μου και σημείωσα με κεφαλαία «ΣΠΙΤΙ» για να δρομολογήσω τις εργασίες επισκευής του, σε ποιον να τις αναθέσω δηλαδή, μια και δεν είχα σκοπό να ασχοληθώ ο ίδιος βέβαια. Απο κάτω, σημείωσα κάτι ακόμα «Ειρήνη Ελεγκοπούλου, Κολονάκι» έτσι, για να υπάρχει μια απόδειξη πως είχα μια μάνα κι εγώ. Πλήρωσα το λογαριασμό αφήνοντας ένα γενναίο πουρμπουάρ στο γκαρσόνι που γούρλωσε τα μάτια και με τάραξε στις υποκλίσεις και στα «να μας ξανάρθετε», σηκώθηκα κι έφυγα ρίχνοντας πίσω μου βλέμματα νοσηρής νοσταλγίας. Τι είχα να νοσταλγήσω απο μια εποχή πίκρας και μιζέριας; Την παιδική μου ηλικία που δεν έζησα; Τη μάνα που το χάδι της δε γνώρισα; Τον πατέρα μου που τότε ήταν απών; Κι όμως, νοσταλγούσα τη γιαγιά μου την αδικοχαμένη και σκεφτόμουν πόσο θα ήταν χαρούμενη αν με έβλεπε τώρα, ένα νεαρό άξιο επιστήμονα, έξυπνο και καλοζωϊσμένο, όπως έλεγε εκείνους που τίποτα δεν τους λείπει και που το δέρμα του προσώπου και των χεριών τους μαρτυρά την καλοπέρασή τους.
Εφαγα δεκαπέντε μέρες με την υπόθεση της επιχείρισης του πατέρα μου, οι δικηγόροι του ήταν σαΐνια και τη ρευστοποίησαν ταχύτατα, μετά και απο τη δική μου πρόταση να τσοντάρω ένα πέντε τοις εκατό επιπλέον στο μερίδιό τους ανάλογα με την ταχύτητα διεκπεραίωσης. Εμεινα ικανοποιημένος και, μετά την οριστική πράξη, κατέθεσα έξι τοις εκατό στο λογαριασμό τους. Ημουν ένας δισεκατομμυριούχος νεαρός με όλο το μέλλον μπροστά μου, δε θα μου έλειπαν δα διακόσια εκατομμύρια, το ένα τοις εκατό της αξίας μιας επιχείρησης που δε με ενδιέφερε και ούτε ήθελα να μάθω ποτέ τίποτα για κείνη.
Ταχτοποίησα και το θέμα του παλιού σπιτιού αναθέτοντας τις εργασίες στη Ράνια, μια νεαρή αρχιτεκτόνισσα που είχα γνωρίσει προσφάτως, και μου έμεναν ακόμα πέντε μέρες μέχρι την ημερομηνία που έληγε η άδειά μου. Η απογραφή των αντικειμένων της βίλλας είχε τελειώσει και ένοιωθα εκεί μέσα σαν ξένος, παρ’ όλο που υπήρχαν γύρω μου όλα τα άψυχα και τα έμψυχα να μου θυμίζουν τη ζωή με τον πατέρα μου εκεί μέσα. Κάλεσα ένα μεσίτη και του ανέθεσα την πώληση συνολικά, σχόλασα τους υπηρέτες δίνοντάς τους επιπλέον αποζημείωση, δεν είχα κανένα λόγο να τσιγγουνευτώ, κι έκλεισα μια σουΐτα για ένα εξάμηνο στο Χίλτον. Εκεί μετέφερα τα απαραίτητα υπάρχοντά μου, ρούχα, βιβλία και τον καινούργιο μου υπολογιστή. Είχα σκοπό να επιστρέψω στις διακοπές των Χριστουγέννων για να φροντίσω την οργάνωση της ζωής μου απο δω και μπρος και δεν ήθελα να ψάχνω για διαμονή. Τη ζωή μου δε γινόταν να τη φανταστώ μακρυά απο την πατρίδα μου βλέπετε, ε, είχα όνειρα, τα κοινά όνειρα όλων των νέων αντρών για οικογένεια, γυναίκα και παιδιά. Οσο και να με είχαν πληγώσει οι γυναίκες, με τη μάνα μου πρώτη πρώτη, επέμενα να πιστεύω πως ο τομέας αυτός θα άλλαζε και θα εύρισκα κάποτε κι εγώ το τυχερό μου, το ταίρι που μου αναλογούσε στη ζωή.
Την προηγούμενη μέρα της αναχώρησής μου βγήκα απο το ξενοδοχείο και ανηφόρησα τη Γενναδίου προς το Κολονάκι. Επεσα πάνω στη Γεννάδιο βιβλιοθήκη και θυμήθηκα τις ώρες που είχα ξοδέψει εκεί μέσα μελετώντας παλιά συγγράμματα, έστριψα αριστερά στη Σπευσίππου, κατηφόρισα για λίγο τη Μαρασλή και βρέθηκα να περπατώ στην Πατριάρχου Ιωακείμ. Λίγο πριν το σινεμά Embassy, μια κουκλίστικη μπουτίκ τράβηξε το βλέμμα μου. Ηταν ένα μαγαζάκι κομψό με αντρικά είδη, όλα σινιέ, μοντέλλα ακριβά ευρωπαίων σχεδιαστών, απο καπνοσακκούλες και πίπες, μέχρι πουκάμισα και εσώρουχα. Μια καλοστεκούμενη γυναίκα καθόταν πίσω απο το ταμείο, ένα έπιπλο κομψό και διακριτικό, μια γυναίκα ξανθή με ένα φουλάρι φούξια στο λαιμό. Φορούσε γυαλιά, αλλά τα κατέβασε όταν συνέλαβε το βλέμμα μου να εξετάζει τη βιτρίνα και έκανε να σηκωθεί απο τη θέση της. Ηταν σίγουρα εκείνη, η μάνα μου δηλαδή. Εστριψα κι έφυγα πανικόβλητος μα ταυτόχρονα κι ευχαριστημένος που την είχα επιτέλους γνωρίσει, τι γνωρίσει, απλά ευχαριστήθηκα που είχα δει το πρόσωπό της, που είχε πλέον αποκτήσει μια εικόνα στη σκέψη μου. Απο δώ και πέρα θα ήξερα τι να θυμάμαι, ποια γυναίκα να θυμάμαι για μάνα μου. Κι αν δεν ήταν αυτή, ε, αυτή την απορία είχα όλο τον καιρό να τη λύσω στο επόμενο ταξίδι μου. Τώρα ήταν αργά για νέες ταραχές, το μόνο που επιθυμούσα ήταν να ηρεμήσει η ψυχή μου.
Μόλις γύρισα στην Ιταλία, το πρώτο που έκανα ήταν μια αίτηση απόσπασής μου στο Υπουργείο Εξωτερικών. Ηθελα κάπου να ριζώσω, και όχι απλώς «κάπου» έτσι αόριστα, ήθελα να ριζώσω στην Ελλάδα. Κάποιος μπορεί και να με χαρακτήριζε ως «γεροντομπασμένο» έτσι συντηρητικός που έδειχνα, ένας τελειομανής τεχνοκράτης ήμουν και η τελειομανία μου έσπαγε τα νεύρα των συνεργατών μου. Το μόνο που με γλύτωνε ήταν η ικανότητά μου να προσαρμόζομαι εύκολα και η παροιμιώδης ψυχραιμία μου, που η καρδούλα μου το ξέρει πόσο πραγματική είναι. Επιφάνεια είναι όλα τα θετικά σε μένα, μια επιφάνεια καλοδουλεμένη πάντως. Διατηρώ τον ίδιο χαρακτήρα μέχρι σήμερα, άλλωστε συμφωνεί κι η παροιμία που έλεγε η γιαγιά μου «πρώτα βγαίνει η ψυχή του ανθρώπου και μετά το χούϊ του». Η επιφανειακή αδιαφορία με έχει σώσει ως τώρα απο πολλές κακοτοπιές, είτε πρόκειται για δυσκολίες στην εργασία μου, βλέπε «ίντριγκες», τα συνηθισμένα δηλαδή που αντιμετωπίζει κάθε υπάλληλλος του δημόσιου τομέα, είτε για συναισθηματικά μπερδέματα, όπως συνηθίζω να λέω -μέσα μου πάντα- τις περιπέτειές μου με γυναίκες όταν προβλέπω πως δεν πρόκειται να οδηγήσουν πουθενά.
(συνεχίζεται)