26 Ιουλ 2006

Η επίσκεψη του Larry -Νο 5

Στο πλαίσιο της προσπάθειας απεγκλωβισμού από τις εικόνες οι οποίες μας δυναστεύουν, κάθε τόσο θα ανεβαίνει και απο μια τολμηρή ιστορία. Αργήσαμε, αλλά ελπίζουμε να αποζημειωθείτε.


Ο ιππότης Λάρρυ έκειτο μεταξύ δύο βατραχωδών κυριών της υψηλής κοινωνίας της πολιτείας των Επιδαυρείων, ήν είχεν επισκεφθεί μετά πάσης προσμονής, εντός του πλαισίου προγραμματισθείσης εξορμήσεως αυτού εν τη υπαίθρω. Οι αρωματικοί πόδες του εξείχον του ημιδίπλου διβανίου, το οποίον ήτο μάλλον ημί παρά διπλούν. Η απόλυτος ανάγκη ύπνου και οριζοντιώσεως, δεν εξετάζει τα μήκη και τα πλάτη των διβανίων, ούτω ο ανθεκτικός ιππότης ήτο πλήρως δεδικαιολογημένος -δεν ηδύνατο να πράξει αλλέως πως, τοσαύτη εξουθένωσις απαιτεί ξάπλαν.

Η εξουθένωσις ήτο επόμενον να συμβεί, ακόμη και εις ένα ιππότην με νεύρα εξ ατσαλοσύρματος, όπως ο Λάρρυ εσυνήθιζεν καυχώμενος, ένεκα της θυελλώδους νυκτός ήτις είχεν προηγηθεί μετά των βατραχωδών γυναικών.

Αι γυναίκες αύται, ως γνωστόν, διατηρούν ορμάς πέραν του δέοντος ισχυράς και εξακοντίζουν ταύτας εναντίον των ανδρών οίτινες τολμούν να πλησιάζουν αυτάς εντός ακτίνος μικροτέρας των τριών χιλιομέτρων. Καλούνται δε «βατραχώδεις» διότι τα άκρα αυτών επικρέμανται -ούτως ειπείν- εκατέρωθεν των πλευρών ενός σώματος διεσταλμένου εκ των υπερβολικών συσσωρευμένων λιπών, άτινα συνωθούνται πέριξ της περιοχής άλλοτε ποτέ μέσης καλουμένης. Τουτέστιν, αι βατραχώδεις κυρίαι διαθέτουν τεραστίαν μπάκαν και τύφλα νά 'χουν έμπροσθέν των οι φουσκωτοί στόμαχοι των ανδρών μπιροποτών.

Βεβαίως, δικαιολογούν την τοιαύτην παραίτησίν των από της εκγυμνάσεως του σώματός των και την άφεσιν αυτού ερμαίου εις την ηδονήν της λαιμαργίας, λέγουσαι ότι η μπάκα είναι τάχατες αποθήκη ορμονών των οποίων η έλλειψις αποκαθίσταται τοιουτοτρόπως και προφυλλάσσει ούτωπως αυτάς από ατυχήματα προερχόμενα εξ οστεοπωρώσεως. Τουτέστιν, τρίχες. Αι βατραχώδεις κυρίαι είναι, μηδεμιάς εξαιρουμένης, απλώς και μόνον λαίμαργαι και οκνηραί πέραν του δέοντος. Καταβροχθίζουν τον αγλέορα και, εντός της φοβερής των λαιμαργίας, θα ηδύναντο να χάψουν ακόμη και αμνόν προ της σφαγής, πόσω μάλλον ένα άνδρα της γνωστής λεπτότητος και ψυχικής ευαισθησίας του ιππότου Λάρρυ.

Την προηγηθείσαν νύκτα επότισαν αυτόν πλήθος οινούχων σερμπετίων, παρουσιάζουσαι αυτά ως βυσσινάδαν, και ο τάλας ιππότης έπιε αυτά επιθυμών να συμβαδίσει με τας συνηθείας της υψηλής κοινωνίας. Δια πρώτην φοράν –και τελευταίαν, ηύχετο τώρα- κατά την διάρκειαν του βίου του, είχεν επισκεφθεί την πολιτείαν αυτήν, την και των Επιδαυρείων καλουμένην, εν τη επιθυμία του να γνωρίσει τας φυσικάς καλλονάς της πατρίδος αυτού. Αντί δια φυσικάς καλλονάς όμως, είχεν επιπέσει εντός του βαθέως λάκκου, όν αι κυρίαι είχον υποσκάψει μετά πάσης προσοχής, δήλα δη είχεν ευρεθεί αυτομάτως ενώπιον δύο φυσικών τεράτων χωρίς να το πάρει ουδόλως χαμπάρι.

Οποία η αγαλλίασις των δύο γυναικών, την στιγμήν κατά την οποίαν ο ευγενής και ευαίσθητος ιππότης Λάρρυ ηυρέθη κάτωχρος επί του δαπέδου της σάλας με τα τρία ανάκλιντρα, τα κεκαλυμμένα υπό βαρυτίμων υφασμάτων εκ βελούδου καθώς και υπό απαλών υπαυχενίων παραγεμισμένων με πτίλα νήσσης. Ο Λάρρυ, αν και εκάθητο επί της πολυθρόνας, αρκούντως μακράν των ανακλίντρων επί των οποίων άπλωναν αι βατραχώδεις κυρίαι την αρίδα των, μετά την αθέλητον οινοποσίαν είχεν γλιστρήσει -ούτως ειπείν- ένεκα η έντονος ζαλάδα και το σώμα αυτού είχεν ευρεθεί κυλιόμενον αργά επί του δαπέδου της σάλας.

Αι κυρίαι, άνευ δισταγμού, παρέλαβον αυτόν και εξέδυσάν τον εκ της αργυράς του πανοπλίας λίαν προσεκτικώς μη τυχόν και ξυπνήσει. Ευτυχώς, είχεν προνοήσει να ενδυθεί την αργυράν πανοπλίαν, ήτις ουδόλως έτριζεν, ίνα εντυπωσιάσει τας κυρίας της υψηλής κοινωνίας της πολιτείας των Επιδαυρείων, αίτινες είχον την ευγενή καλωσύνην να τον προσκαλεσωσιν ίνα δειπνήσουν ομού και οι τρεις έν τινι εστιατορίω. Αντί εστιατορίου όμως, αι πονηραί αύται είχον καταφέρει -με τα σεις και με τα σας- να ξενηστικώσουν και να ποτίσουν οίνον τον ιππότην, με δολίαν πρόθεσιν ίνα επί τέλους γαμηθώσιν υπ’ αυτού. Ως γνωστόν, ο ιππότης Λάρρυ είναι κτήτωρ της φοβεροτέρας, ωραιοτέρας και πλέον ντούρας ψωλής των Βαλκανίων, πιθανότατα δε και της Ευρώπης, ίσως και ολοκλήρου της Υφηλίου.

Ο δόλος των κυριών προήρχετο ασφαλώς εκ της ανασφαλείας των αλλά και εκ της αγνοίας των περί της ευγενεστάτης φύσεως του ιππότου, όστις ουδέποτε είχεν αρνηθεί να γαμήσει μίαν κυρίαν, ακόμη και βατραχώδη. Όχι βεβαίως πως ηυχαριστείτο την συνουσίαν μετά τινος απαισίας γυναικός -τρόπος του λέγειν απαισίας, διότι ο Λάρρυ εύρισκεν όλας ανεξαιρέτως τας γυναίκας θεσπεσίας αιθερίας υπάρξεις και η γαμιστική του ικανότης ενεργοποιείτο συνήθως μέσω του εγκεφάλου του- αλλά, με το προαναφερθέν τρικ, κατάφερνε να είναι πάντοτε συνεπής και υπέρλαμπρος εραστής. Αι βατραχώδεις κυρίαι δεν εγνώριζον την ικανότητα ταύτην του ιππότου, όθεν έπραξαν ως έπραξαν και, φυσικά, έχασαν εφ’ όσον δεν ηδυνήθησαν να απολαύσουν τας ορμάς αυτού πλήρεις ενεργητικότητος αλλά λίαν αποδεδυναμωμένας, την στιγμήν κατά την οποίαν ούτος ηυρίσκετο σχεδόν εκτός εαυτού -ίπτατο επί των νεφών του αλκοόλ.

Αφού εξέδυσον τον θαυμαστόν ιππότην με την διάσημον δια την υπεροχήν της ψωλήν, επέπεσον η μία μεν επί του ευρέως αυτού στέρνου, η δε ετέρα επί της περιοχής κάτωθεν της κοιλιακής χώρας και ενηλλάσσοντο κάθε τρεις και λίγο, τουτέστιν μία πάνω και μία κάτω και ο ιππότης σχεδόν αναίσθητος παρηκολούθη τον εκμαυλισμόν αυτού ως επί τρισδιαστάτου οθόνης. Απασα η ποσότης του οίνου εξεχύθη ωσεί σπέρμα εντός των άνω και κάτω γυναικείων χειλέων και, κατόπιν του πλήρους ξεζουμίσματος, ούτως ειπείν, έσυραν αι δύο μαινάδες το ισχνόν του δέμας επί του ημιδίπλου διβανίου επί του οποίου ηυρέθη εξυπνών την επομένην πρωΐαν.

Ετάνυσεν τους μύες, ήπλωσεν χείρας και πόδας, το σώμα όμως του ιππότου ηρνείτο επιμόνως να υπακούσει την εντολήν του κυρίου του ίνα εκτιναχθεί εκ του διβανίου και απέμενεν ως να ήτο προσδεδεμένον με σιδηράς αλυσίδας επ’ αυτού. Αι βατραχώδεις κυρίαι εκοιμώντο τον ύπνον του δικαίου, μία εκ δεξιών και μία εξ ευωνύμων, αφήνουσαι ισχυράς εκπνοάς καθώς επίσης επέρδοντο υποκώφως, πράγμα το οποίον απεδείκνυε τον κορεσμόν των ορέξεών των διαρκείας τουλάχιστον τριμήνου. Ο ευγενής ιππότης, αν και δεν ήθελεν ταράξει τον ύπνον αυτών, ησθάνθη μετά τρόμου ισχυράν ξηρασίαν εντός του στόματος και εξέβαλλεν κραυγήν:

- Λίγο νερό! Λίγο νερό!

Αι κυρίαι ανεσήκωσαν τους, ωσεί δρύς, κορμούς των και η μία εξ αυτών έτρεξεν ίνα προσκομίσει μεγάλους αμφορείς πλήρεις ψυχρού ύδατος ίνα δροσίσει τα χείλη του ιππότου, ά εφίλη εμπαθώς την προτεραίαν. Η ετέρα, ανεσήκωσεν μετά προσοχής και τρυφερότητος την κεφαλήν αυτού, μη πνιγεί κιόλας ο έρμος, και προσέφερεν εις αυτόν το ύδωρ εντός ποτηρίου εκ κρυστάλλου Βοημίας περιτέχνως εσκαλισμένου. Τοσαύτη ήτο η ανάγκη του ιππότου να ξεδιψάσει, ώστε το περισσότερον ύδωρ εχύνετο εκτός των χειλέων αυτού.

Εντέλει, εξεδίψασεν και ανεκάθισεν επί του διβανίου διερωτώμενος πώς ηυρέθη επ’ αυτού και μάλιστα εντελώς γυμνός. Αι κυρίαι έδωσαν ικανάς εξηγήσεις ώστε να αντιληφθεί τι ακριβώς είχεν συμβεί και ο ιππότης Λάρρυ, προσποιούμενος τον απαθή, εζήτησεν πλουσιοπάροχον πρόγευμα όν μετά χαράς του προσεφέρθη. Απήλαυσεν τούτον καθήμενος επί του διβανίου χωρίς να ενδυθεί, σκεπτόμενος παραλλήλως μικράν αναίμακτον εκδίκησιν ήτις θα προσέφερεν ικανοποίησιν εις τον ίδιον αλλά και θα έδιδεν μάθημά τι εις τας βατραχώδεις κυρίας. Κατόπιν, μόλις ντερλίκωσε και ησθάνθη εκ νέου ντούρος και ισχυρός, ήρπαξεν και τας δύο ομού εκ των μακριών τριχών της ξανθής κεχρωσμένης κόμης των και τας ετίναξεν επί του δαπέδου.

- Τώρα θα ιδείτε τι θα πάθετε αποτρόπαια γύναια του συρμού! Εκραύγασεν στεντορίως, μια και δεν ήξερε να βρίζει εκτενέστερα.

Αι βατραχώδεις κυρίαι είχον την ευχάριστον έκπληξιν να δεχθώσιν πολλαπλάς εφαρμογάς του υπερμεγέθους ψώλωνος, όστις δεν εβαρύνετο εις το ελάχιστον να τας γαμεί εναλλάξ και επί τα αυτά. Η συνεύρεσις ήτο απολύτως άηχος και, ενώ πιθανώτατα εις ετέραν περίπτωσιν θα ηδύνατό τις να φαντασθεί ότι θα εκυριάρχουν κραυγαί όπως «πάρε και τούτη, πάρε και κείνη και αχ, πασάκα μ' τι μου κάνεις και τι σου κάνω μάνα μ'», δεν ηκούγετο κιχ.

Μετά το πέρας της, τρόπον τινά, εκδικητικής συνουσίας -όσον μία συνεύρεσις δύναται να χαρακτηρισθεί ούτωπως- αι κυρίαι εκείτοντο σχεδόν άπνοες επί του δαπέδου, πλήρεις φαιών μωλώπων επί των μηρών των, ενώ ο ιππότης Λάρρυ ενεδύετο την αργυράν αυτού πανοπλίαν σιγοσφυρίζων ασμάτιόν τι, πανέτοιμος δι αναχώρησιν εκ της μικράς πολιτείας των Επιδαυρείων. Τοσούτον μικράς, ώστε θα εδυσκολεύετο εις το μέλλον να την ανακαλύψη εκ νέου εις τον γεωγραφικόν χάρτην της πατρίδος του. Αι κυρίαι παραμένουσιν εισέτι άπνοες και άφωναι. Ας πρόσεχαν!


21 Ιουλ 2006

Η ΠΟΛΥΘΡΟΝΑ





Η τανε πιά βραδάκι, όταν χτύπησε το κουδούνι κι εμφανίστηκε το ζευγαράκι στο άνοιγμα της πόρτας και μπήκε και δρόσισε τη σάλα με τα νιάτα και τη χαρά του. Χαιρετούρες, φιλιά και κλεφτές ματιές. «Πόσο ψήλωσε το Χριστινάκι!» «Πώς ομόρφηνες έτσι αγάπη μου;» Σα νά 'ταν έγκλημα τα νιάτα κι η ομορφιά.

Π εριμένουν όλοι απ' τις πέντε να γνωρίσουν το νεαρό φίλο της μεγάλης εξαδέλφης. «Θα πάνε για γάμο;» «Το παιδί δεν έχει πάει φαντάρος ακόμα.» «Μήπως έχει πάρει το πτυχίο του;» Είχαν πιεί το απογευματινό καφεδάκι κι έμειναν περιμένοντας υπομονετικά ίσαμε τις εφτάμισυ.

Ο νέος μπήκε ακροπατώντας πίσω απ' την αγαπημένη του και κάθισε στην πολυθρόνα της γωνίας. Μετά το γενικό καλησπέρισμα, κανείς δεν του μίλησε, στα κλεφτά τον κοίταζαν μονάχα, τον ήξεραν κι από πριν, γνώριζαν τα πάντα γι αυτόν, θα τον ρωτούσαν όμως, δε θα τον ρωτούσαν;

Λ ούφαζε σα φοβισμένο αγρίμι στη μονιά του, περιτριγυρισμένο από αιμοβόρους κυνηγούς. Πότε θ' αρχίσουν οι ερωτήσεις, σκεπτόταν, για τον πατέρα του που δούλευε στο υπουργείο, για τη μάνα του που τον παράτησε μωρό, για το πότε θα πάει φαντάρος, για το πτυχίο που αργούσε, για το πώς βλέπει το μέλλον με τη Χριστίνα, για το σκουλαρίκι στ' αυτί του.... Κοίταζε τις μύτες των παπουτσιών του και περίμενε.

Υ ψωνε όμως κάπου κάπου το βλέμμα προς την αγαπημένη του, που πετάριζε απ' τον ένα στον άλλο συγγενή, σαν πεταλουδίτσα και σαν κολιμπρί, ανεμίζοντας τον κυματιστό της μεταξένιο ποδόγυρο με τα πολύχρωμα σχέδια. Εκείνη, η Χριστίνα του, τού 'γνεφε με σταθερό βλέμμα, τον καθησύχαζε και τον σιγούρευε για την αγάπη της.

Θ ά 'χε φτάσει πιά η ώρα δέκα κι ακόμα να του μιλήσει κάποιος. Η μικρή του νεράϊδα τον είχε γλυτώσει άρα γε οριστικά από την αναμενόμενη ανάκριση; Σύντομα θα το πιστοποιούσε στο τραπέζι, που όλο ετοιμαζόταν εδώ και κάμποση ώρα. Τόσα πόδια πηγαινοερχόντουσαν, τόσα πιάτα και πηρούνια και ποτήρια χτυπούσαν και κουδούνιζαν τσουγκρίζοντας μεταξύ τους. Οπου νά 'ναι θα ξεκίναγε το φαγοπότι και θ' άφηνε την πολυθρόνα του -ένα απόλυτα ασφαλές καταφύγιο.

Ρ οχάλιζε ο μεγάλος θείος στη διπλανή καρέκλα, κι ίσως ήταν κι αυτός ένας λόγος που δεν πλησίαζαν προς τα 'κεί. Η αγαπούλα του ήρθε όμως να του ψυθιρίσει πως ήταν ώρα να καθίσουν στο τραπέζι. Επρεπε να βγούν στη βεράντα. Επρεπε ν' αφήσει την πολυθρόνα. Επρεπε να σηκωθεί. Επρεπε να δεχτεί τα πυρά κατάστηθα. Επρεπε ν' αντέξει τα λαίμαργα βλέμματα, τα λαίμαργα στόματα που θα εκτόξευαν τα βέλη των ερωτήσεων καταβροχθίζοντας, μαζί με τις μεγάλες μπουκιές τους από σαλάτες, μακαρόνια, μανιτάρια, σουτζουκάκια, τυριά και σπανακόπιττα, τα κομμάτια της ψυχής του.

Ο, τι είναι να γίνει, ας γίνει, σκέφτηκε και σηκώθηκε. Τα βήματά του, στην αρχή βαριά και διστακτικά, όσο πλησίαζαν το τραπέζι ελάφραιναν. Είχε πάρει την απόφασή του. Ηταν σίγουρος για την αγάπη του, ήταν σίγουρος για την αγάπη της, θα πέρναγε όλες τις δοκιμασίες, σαν το παλληκαράκι του παραμυθιού που περνάει τα πάνδεινα για νά κερδίσει την αγαπημένη του και να ζήσει ευτυχισμένος μαζί της.

Ν αί, λοιπόν, ο πατέρας του δούλευε στο υπουργείο, ναί, η μάνα του τον παράτησε μωρό, ναί, σε δυό μήνες πάει φαντάρος, ναί, το πτυχίο θ' αργήσει ακόμα, ναί, με τη Χριστίνα αγαπιούνται και το μέλλον το βλέπει ρόδινο, ναί, έτσι του αρέσει -να φοράει σκουλαρίκι-, ναι, ναι, ναι...Ούφ!!

Α νάσανε βαθειά κι έπεσε ανάσκελα στο πάτωμα λιπόθυμος. Αέρα! Αέρα! Μακριά! Την τσάντα μου! Φώναξε ο θείος ο μικρός, ο γιατρός. Γρήγορα, να το πάμε το παιδί στην πολυθρόνα!


14 Ιουλ 2006

Τζίνα



Γεννήθηκα στην Αλάσκα. Ο μπαμπάς μου μικρασιάτης, μετανάστεψε στην Αμερική με τον αδερφό του, οι γονείς του μείνανε πίσω και πνίγηκαν πλάι σε ένα ιταλικό καράβι, όπως μαθεύτηκε αργότερα. Ο θείος μου πήγε κατά το νότο, ο μπαμπάς μου παντρεύτηκε και πήγε στο βοριά για περισσότερα λεφτά, φύλακας σε σταθμό τρένου στην Αλάσκα. Υπάρχει στο άλμπουμ μια φωτογραφία που με δείχνει τεσσάρων χρονών ψείρα να κρατιέμαι από την κολόνα του υπαίθριου σταθμού, χωμένη μέσα στο χιόνι, και ο καιρός άνοιξη. Φορούσα μόνο ένα ζακετάκι πάνω από το άσπρο μου φουστανάκι, μαλλάκια ξανθά και στα πόδια μποτάκια.

Όταν ο μπαμπάς πέθανε, με πήρε η μαμά και ήρθαμε Ελλάδα, στην Αθήνα, με τη σύνταξη και την αποζημίωση λόγω θανάτου σε ώρα εργασίας -τον πάτησε το τρένο. Ζούσαμε καλά, τα λεφτά της σύνταξης πολλά για την εποχή εκείνη, το ’47. Από γλώσσα δεν τα πήγαινα και άσχημα, μονάχα ελληνικά μιλούσαμε στο σπίτι, στο σχολείο τα εγγλέζικα. Το άλμπουμ έχει τη φωτογραφία μου με άσπρο παντελόνι, μεγάλο σκάνδαλο για την εποχή εκείνη στην Ελλάδα να φορά μια γυναίκα παντελόνια, αλλά έτσι είχα μάθει, αυτά τα ρούχα είχα και δεν ήθελα να τα πετάξω.

Με τα χρήματα της αποζημίωσης αγόρασε η μαμά ένα μικρό σπίτι στη Νεάπολη, οδός Ιθώμης. Περίσσεψαν και για ένα αυτοκίνητο, που ήθελε ο μικρότερος αδελφός μου, μάρκα Σιτροέν. Η μαμά μου ήθελε να με παντρέψει γρήγορα γιατί ψυχανεμιζόταν το θάνατό της και με ήθελε εξασφαλισμένη. Με έδωσε σε ένα γέρο αξιωματικό, τριάντα χρόνια μεγαλύτερό μου. Εμένα δε με ένοιαξε και τόσο, δεν ήξερα, δεν είχα προλάβει να νοιώσω έρωτα ή άλλα συναισθήματα. Στο πρόσωπο του άντρα μου έβλεπα το μπαμπά μου, πριν τον παντρευτώ φυσικά. Μόλις παντρευτήκαμε, τον μίσησα.

Ητανε πολύ σκληρός άνθρωπος ο στρατηγός Ιπποκράτης, έτσι ήθελε να τον λέω, «στρατηγέ μου».

9 Ιουλ 2006

Τα Μ π ί ρ ν τ α




Απλωσε το δεξί της χεράκι στο κομοδίνο πλάϊ και πήρε το χάπι του ύπνου. Η σημερινή μέρα είχε περάσει ήσυχα, ούτε κρότοι, ούτε τίποτα. Ανησυχούσε λιγάκι, αλλά μπορεί να ήταν και για καλό αυτή η σιωπή. Δε μπορούσε να δει τίποτα ακόμα, μόνο άκουγε. Η ακοή της είχε εξαιρετική απόδοση, μπορούσε ν' ακούσει και τον παραμικρό ψίθυρο. Καταλάβαινε απ' το βάδισμα ποιός έμπαινε στο θάλαμό της, μια νοσοκόμα, ένας γιατρός ή ένα μπίρντα.

Προτιμούσε τα μπίρντα πάντα, επειδή είναι ήρεμα και δεν έχουν συναισθηματικές εξάρσεις. Το άγγιγμά τους είναι απαλό και σταθερό. Μια νοσοκόμα μπορεί να δώσει και καμμιά τσιμπιά άμα –για παράδειγμα- δεν της αρέσει η στάση που παίρνεις για κατούρημα στην πάπια. Ενα μπίρντα ποτέ.

Τα μπίρντα είναι πλάσματα εξωκοσμικά, κανείς δε θυμάται πλέον απο ποιό γαλαξία κατάγονται, ούτε κι από που προέρχεται η ονομασία τους. Δεν έχει ιδιαίτερο όνομα το καθένα τους, όπως οι άνθρωποι και τα οικόσιτα ζωάκια, απλά είναι και λέγονται «μπίρντα» όλα τους κι αντί για ονόματα έχουν αριθμούς. Εξωτερικά δε διαφέρουν καθόλου απ’ τους ανθρώπους. Υπάρχουν αρσενικά και θηλυκά μπίρντα, μόνο που δεν έχουν καθόλου ορμές κι έτσι ούτε ερωτεύονται ούτε παντρεύονται και πολλαπλασιάζονται μόνο με κλωνισμό. Το σώμα τους και τα χαρακτηριστικά του προσώπου είναι πανομοιότυπα. Η διαφορά είναι στο βλέμμα κυρίως, στον τρόπο που κοιτάζουν, είναι σα να κοιτάζουν αλλά να μη βλέπουν, κάπως σαν εντελώς αφηρημένο. Το βλέμμα ενός μπίρντα τρυπάει τοίχους και ψυχές. Δεν είναι όμως να τα φοβάται κανείς αυτά τα πλασματάκια. Ουδέποτε έχει αναφερθεί –όσο υπάρχει ο κόσμος κι ο πολιτισμός μας τουλάχιστον- η παραμικρή απείθεια, το παραμικρό ατόπημα, πόσο μάλλον παράπτωμα, από κάποιο μπίρντα.

Γι αυτό το λόγο χαίρουν απόλυτης εμπιστοσύνης κι έχουν καταλάβει ακόμα και υψηλές υπεύθυνες θέσεις στην κοινωνία μας. Τα ίδια δεν επιδιώκουν κάτι τέτοιο βέβαια, αλλά και δεν αρνούνται τίποτα, σε κανένα. Οπου τοποθετήσεις ένα μπίρντα κι όποια εργασία του αναθέσεις, είσαι σίγουρος πως –ο κόσμος να χαλάσει- θα τη φέρει σε πέρας με τον καλύτερο και ταχύτερο τρόπο. Κοστίζει κάπως ακριβά βέβαια να συντηρείς ένα τέτοιο πλάσμα. Οχι επειδή έχει παράλογες οικονομικές απαιτήσεις, το αντίθετο μάλιστα. Ενα μπίρντα δε θέλει καθόλου χρήματα. Τα απεχθάνεται κι ούτε καν τ’ αγγίζει. Για να εργαστεί όμως αποτελεσματικά θέλει καλή διατροφή, όμορφα και καθαρά ρουχαλάκια καθώς και υγιεινό περιβάλλον με πολύ πράσινο γύρω του.

Τα μπίρντα αγαπούν πολύ την ομορφιά και δε μπορούν να ζήσουν χωρίς αυτή. Μπορεί να δεχτούν να τρώνε λιγώτερο –για ποιότητα ούτε λόγος να χειροτερέψει- αλλά δε θα δεχτούν ποτέ να μείνουν σ’ ένα διαμέρισμα πολυκατοικίας χωρίς θέα και πράσινο. Εμείς οι άνθρωποι έχουμε βρει τη βολή μας και αναθέτουμε όλες τις δύσκολες εργασίες στα μπίρντα, επειδή τα μπίρντα φαίνεται να γνωρίζουν τα πάντα χωρίς να χρειάζεται να σπουδάσουν. Είναι απλούστατα γεννημένα γιατροί, νοσοκόμοι, δικαστές, δικηγόροι, μηχανικοί. Τα γονίδιά τους έχουν πάρει πλήρεις πληροφορίες για όλα όσα υπάρχουν στον πλανήτη μας κι ίσως και γι άλλα πολλά που δε γνωρίζουμε ακόμα. Ενα μπίρντα όμως κρατάει καλά φυλαγμένο το μυστικό του και δεν είναι δυνατό να το αποσπάσει κανείς με οποιοδήποτε τρόπο. Δε μιλούν σχεδόν ποτέ, μόνο όταν είναι ανάγκη, αλλά και τότε προτιμούν να εκφράζονται γραπτώς.

Κατά τη διάρκεια της εργασίας τους –όποια κι αν είν' αυτή- ακούνε μουσική από ένα γουώκμαν προσαρμοσμένο στη φαρδειά τους ζώνη. Η μουσική αυτή είναι εντελώς μονότονη, ένας διαστημικός ήχος συριχτός, σχεδόν παραμυθένιος, που άμα τον ακούσει μια φορά το αφτί του ανθρώπου, μάλλον δε θά 'χει καμμιά επιθυμία να τον ξανακούσει. Το κράτος κι οι μεγάλες επιχειρήσεις προτιμούν τα μπίρντα επειδή ποτέ δεν κάνουν απεργία, ούτε καν περνάει απ' το νου τους κάτι τέτοιο. Εργάζονται συνεχώς χωρίς καμμιά διακοπή για όσες ώρες είναι προγραμματισμένα.

Στην αρχή που τ' ανακάλυψαν, τα χρησιμοποιούσαν μονάχα για κατώτερες εργασίες, σκουπιδιάρηδες, ταχυδρόμους, κλπ. Οταν όμως κάποιος επιστήμονας αποκάλυψε το μυστικό των γονιδίων τους, όλοι έπεσαν επάνω τους για να εκμεταλλευτούν τις ικανότητές τους. Ακόμα κι οι αποτυχημένοι συγγραφείς γίνονται διάσημοι μετά την απόκτηση ενός μπίρντα. Το μπίρντα γράφει χωρίς να διεκδικεί πνευματικά δικαιώματα κι έχει και μεγάλη φαντασία –μονάχα όταν γράφει. Γράφει αυτόματα ό,τι του παραγγείλει κανείς, χωρίς κανένα δισταγμό, σχεδόν χωρίς έμπνευση! Γράφει αυτόματα τα πάντα, από μια απλή αίτηση ή έκθεση ιδεών μέχρι μια επιστημονική πραγματεία οποιασδήποτε επιστήμης, ένα προεκλογικό λόγο ή ένα αστυνομικό μυθιστόρημα τριακοσίων σελίδων. Ετσι εκδόθηκε επιτέλους το λεξικό, που η Ακαδημία το δούλευε πάνω από δυο αιώνες. Τριάντα μπίρντα το τέλειωσαν σε εφτά μήνες μονάχα κι όχι μόνο αυτό, επιμελήθηκαν και την έκδοση, έκαναν και τη διανομή και τη διαφήμιση με τόση επιτυχία, που εξαντλήθηκε κιόλας η έκτη έκδοση!

Το σώμα των δικαστών αποτελείται σχεδόν αμιγώς από μπίρντα. Οι δικαστές αυτοί είναι πάντα αδέκαστοι, δικάζουν με σοφία και ευαισθησία. Είναι απόλυτα ικανοί να διακρίνουν τον ένοχο κι όταν χρειαστεί δε μένουν αυστηρά προσηλωμένοι στο «γράμμα» του Νόμου αλλά εξαντλούν το «πνεύμα» του. Θα μπορούσε να πει κάποιος, πως μπαίνουν στο μυαλό των υποδίκων και διαβάζουν τις σκέψεις... Κάτι ακόμα σημαντικό που δεν ειπώθηκε με αρκετή σαφήνεια είναι πως αν π.χ. ένα μπίρντα-δικαστής για κάποιο λόγο δε θεωρείται απαραίτητο μπορεί, χωρίς καμμιά διαμαρτυρία, να γίνει νοσοκόμος. Αυτό κανένας άνθρωπος δε θα το δεχόταν κι ούτε φυσικά θά 'χε την ικανότητα να το κάνει. Τα μπίρντα ζούν κοντά στη φύση όταν είναι ελεύθερα, χωρίς δηλαδή τις υποχρεώσεις που δέχτηκαν αδιαμαρτύρητα να τα φορτώσουν οι άνθρωποι, αλλά και πριν «ανακαλυφθούν» απο τους ανθρώπους.

Εμείς οι άνθρωποι δυσκολευόμαστε να τα καταλάβουμε, πώς δηλαδή είναι δυνατό να υπάρχουν πλάσματα χωρίς ίχνος εμφανούς συναισθήματος, τη στιγμή που αναγνωρίζουμε την ύπαρξή του ακόμα και στα ζώα μας. Ετσι είναι όμως. Εχουν αναπτυχθεί αρκετές θεωρίες περί αυτών των πλασμάτων και της ιδιοσυγκρασίας τους, πολλές απ’ αυτές μιλούν για την πιθανότητα να έχει επιδράσει στο γονιαδιακό χαρακτήρα τους η απέραντη σοφία που κρύβεται κάτω απ’ την καρτερικότητά τους. Θα πρέπει να έχουν περάσει «δια πυρός και σιδήρου» μόνο έτσι μπορεί να εξηγηθεί η παντελής τους αδιαφορία προς τα τετριμμένα και τα μικρά ζητήματα –τα λεγόμενα «υλικά» ή «προσωρινά» του κόσμου τούτου. Η γνώση τους ίσως ξεπερνάει τον υλικό μας κόσμο που είναι φτιαγμένος με τις εικόνες του καθένα μας.

Η μικρή ασθενής που είχε υποβληθεί σε εγχείρηση για την ανάκτηση της όρασής της νοσηλευόταν εδώ και τρείς μέρες στο κρατικό νοσοκομείο μέχρι ν’ αναρρώσει, να βγουν οι γάζες απ’ τα ματάκια της και να φανεί το αποτέλεσμα της επέμβασης. Είχε υποστεί βλάβη του οπτικού νεύρου σ’ ένα αυτοκινητιστικό δυστύχημα πριν απο τρία χρόνια, ήταν όμως πολύ μικρή για να χειρουργηθεί, έπρεπε να πάρει και σειρά στη λίστα του νοσοκομείου. Τώρα που η μικρή βρισκόταν στην ηλικία των δέκα ετών, με αρκετά δυναμωμένο οργανισμό, μετά από ειδική δίαιτα και γυμναστική, η εγχείρηση είχε αυξημένες τις πιθανότητες επιτυχίας της. Ο γιατρός που έκανε τη λεπτή επέμβαση ήταν κι αυτός ένα μπίρντα. Μόνο ένα μπίρντα θα μπορούσε άλλωστε να την κάνει.

Τα χάπια του ύπνου που είχε διατάξει ο γιατρός της ήταν από φυτικά εκχειλίσματα, ώστε να μην επιβαρύνουν με χημικές ουσίες τον ευαίσθητο οργνισμό της. Επρεπε να κοιμάται πολλές ώρες, πράγμα που ένας άνθρωπος –πόσο μάλλον ένα παιδί- δεν είναι δυνατό να καταφέρει από μόνος του. Τα μπίρντα κοιμούνται κατά βούληση όσο και όποτε θέλουν, όσο και όποτε είναι απαραίτητο, ανάλογα με τις ευθύνες που έχουν αναλάβει. Μπορούν, ας πούμε, να εργάζονται χωρίς διακοπή επί πολλά συνεχή εικοσιτετράωρα και μετά, με δυο ωρίτσες ύπνου νά 'ναι φρέσκα φρέσκα ή –αν δεν έχουν εργασία- να κοιμούνται συνεχώς επί εβδομάδες, ακόμη και μήνες.

Ενα πρωϊνό ήρθε επιτέλους η πολυπόθητη στιγμή της αποκάλυψης, η στιγμή που θα έβγαιναν οι γάζες και θα ήταν ορατό το αποτέλεσμα της εγχείρησης. Οι γονείς της μικρής βρίσκονταν έξω απ' τον ειδικό θάλαμο και περίμεναν με αγωνία. Ο γιατρός-μπίρντα πέρασε με τη λουλουδάτη του μπλούζα –τα μπίρντα φορούν πάντα ρούχα με λουλουδάτα υφάσματα, ακόμα κι οι δικαστές, χωρίς να χάνουν τίποτα απ’ την υπόληψη που τους έχουμε- χαιρέτησε τους γονείς κοιτάζοντά τους με το απλανές του βλέμμα και μπήκε στο θάλαμο μόνος. Πλησίασε το κρεββάτι της μικρούλας κρατώντας το μικρό δίσκο με τα εργαλεία του. Πήρε ένα μεγάλο ψαλίδι κι άρχισε να κόβει το κάλυμμα του κεφαλιού της. Η μικρή ήταν εξαιρετικά ήσυχη, έχοντας απόλυτη εμπιστοσύνη στα πεπειραμμένα ευαίσθητα χέρια του μπίρντα.

Μόλις αφαιρέθηκε το κάλυμμα κι αποκαλύφθηκαν οι γάζες, άρχισε να τις ξετυλίγει προσεχτικά. Τα παράθυρα είχαν κατεβασμένα τα ρολλά γιατί ήταν απαγορευμένο το πολύ φως για την περίπτωση. Σιγά σιγά θα έβλεπε η μικρούλα, σα ν’ ανακάλυπτε τον κόσμο απ’ την αρχή. Οι γάζες ξετυλίγονταν αργά αργά και το παιδί έλυωνε κυριολεχτικά παραιτημένο στο απαλό άγγιγμα των έμπειρων χεριών. Οταν αφαιρέθηκε κι η τελευταία γάζα, με τα μάτια κλειστά ακόμα, η μικρή ασθενής αγκάλιασε το γιατρό-μπίρντα και τον έσφιξε με θέρμη στα μικρά της μπρατσάκια λέγοντάς του: «Ευχαριστώ, ευχαριστώ γιατρέ!
Κι αν ακόμα ποτέ μου δεν ξαναδώ, ευχαριστώ γι αυτό το άγγιγμα, ευχαριστώ για την αγάπη που με κάνατε να νοιώσω!» Ο γιατρός-μπίρντα δε μίλησε, μονάχα άγγιξε τα ματάκια της και τα βοήθησε ν’ ανοίξουν απαλά. «Βλέπω! Βλέπω!» κραύγασε η μικρή, οι γονείς όρμησαν στο θάλαμο κι ο γιατρός-μπίρντα χάθηκε σαν να τον κατάπιε το πάτωμα.

Αγκάλιασαν την κορούλα τους, τη φιλούσαν κι οι δυο ταυτόχρονα, τη βοήθησαν να σηκωθεί και να ντυθεί, πέρασαν κι απ' το λογιστήριο για τις διατυπώσεις και κίνησαν για το σπίτι τους. Το δωμάτιο της μικρής ήταν σαν καινούργιο, με ολοκαίνουργιες κουρτίνες και μια όμορφη πολυθρόνα με χρωματιστό κάλυμμα στη γωνία. Ενθουσιασμένη χτύπησε τα χεράκια της και δήλωσε με μεγάλη σοβαρότητα: «Οταν μεγαλώσω, θέλω να γίνω μπίρντα!»


17 May 2003 10:29

4 Ιουλ 2006

ένα μυθιστόρημα άτιτλο ακόμα




Ενα χαμένο κορμί είμαι, ένα κομμάτι κρέας βρώμιο που σάπισε αμαγείρευτο, χωρίς να ευτυχήσει να προσφέρει τη νοστιμιά του σε εκλεκτικούς ουρανίσκους συνοδευόμενο από πιλάφια και λαχανικά. Πώς έγινε και ξέμεινα μόνος κι έρημος χωρίς γυναίκα, παραμένει μυστήριο ακόμα και για μένα, γιατί, απο γυναίκες άλλο τίποτα στη ζωή μου. Ημουν και νόστιμος στα νιάτα μου, με σώμα γυμνασμένο και βλέμμα οξυδερκές τόσο, που έκανε τις γυναίκες να με περιτριγυρίζουν και να βουΐζουν γύρω μου σα μέλισσες.

Φαίνομαι ντροπαλός, αλλά η αλήθεια είναι πως είμαι φοβισμένος. Πίσω απο μια διστακτικότητα, κρύβω καλά ένα τεράστιο φόβο. Φόβο για το θηρίο αυτό που «μουνί» το ονομάζουν. Είχα μερικές σχέσεις φυσικά, που όμως δεν προχώρησαν πέρα απο χαδάκια στα βυζιά, αυτές τις απαλές μπαλίτσες που στέκονται ισορροπώντας στο ύψος το κατάλληλλο για να χαϊδευτούν. Αναβα, δε λέω, άναβα και κόρωνα και η ψωλή μου φούσκωνε σαν ποτάμι έτοιμο να ξεχυθεί και να αρδεύσει χωράφια διψασμένα, ένα φράγμα όμως εμπόδιζε πάντα αυτό το ποτάμι να ξεχειλίσει.

Μόλις το καταλάβαινα πως πλησίαζε η ώρα που η ορμή μου θα ξέφευγε ανεξέλεγκτη, μαζευόμουν, έβαζα το μυαλό μου να με μαζέψει δηλαδή. Ελεγα κάποιες ασυναρτησίες στην εκάστοτε κοπέλα μου και το έστριβα αλά γαλλικά ακυρώνοντας την πράξη που έτεινε να ολοκληρωθεί ή κατηύθυνα τα πράγματα προς κάτι το πεζό, μια επίσκεψη σε μια ταβέρνα π.χ. επειδή δήθεν πεινούσα. Μετά, ήταν εύκολο να ξαγκιστρωθώ απο τον πόθο χωρίς μεγάλες αβαρίες.

Τις φοβόμουν τις γυναίκες. Είχε παίξει το ρόλο της η ζωή σε αυτό. Μια γυναίκα με είχε παρατήσει μωρό, αδύναμο πλασματάκι -πώς βάστηξε! Η μάνα μου ήταν αυτή η γυναίκα, η μάνα που δε γνώρισα ποτέ μου και που ποτέ δεν τη φαντάστηκα όπως φαντάζονται συνήθως τις μανάδες τα παιδιά τους, όμορφη, καλή και γλυκειά. Πάντα τη φανταζόμουν μαύρη στρίγγλα, έστω κι αν η φωτογραφία της, που μου έδειχνε ο φουκαράς ο πατέρας μου, ήταν μια φωτογραφία νεράϊδας.

Ο πατέρας μου ήταν ένας φουκαράς, όπως το λέω ακριβώς. Μπαινόβγαινε στη φυλακή για χρέη και για ψιλοαπατεωνιές. Οταν δεν ήταν φυλακή, δούλευε οικοδομή ή έκανε τον παραμάγειρα και το θερμαστή στα καράβια. Ελειπε συχνά ή μάλλον περισσότερο έλειπε παρά ήταν παρών. Η γιαγιά μου με μεγάλωνε σιχτιρίζοντας την ώρα και τη στιγμή που βρέθηκα στα πόδια της και λέγοντας και ξαναλέγοντας πως αν δε γινόμουν άνθρωπος θα μ’ έτρωγε και μένα η μαρμάγκα.

Το τροπάριο αυτό το άκουγα μέρα-νύχτα απο το στόμα της γιαγιάς μου, που ήταν χήρα και πουτάνα αδήλωτη. Πώς αλλοιώς να τα έβγαζε πέρα η γυναίκα με τόσα ντράβαλα που της είχαν τύχει, παρά με το εύκολο χρήμα που τσοντάριζε για τη συντήρησή μας και για να καλύπτει τις αποκοτιές του πατέρα μου, όπως έλεγε τα ρίσκα που έπαιρνε εκείνος στην προσπάθειά του να καλυτερέψει την κατάσταση.
Η γιαγιά μου ήταν όμορφη, όχι τόσο φρέσκια σαν τις μαμάδες των συμμαθητών μου στο σχολείο, αλλά πολύ ομορφότερη -ακόμα και άβαφτη. Οταν βαφόταν γινόταν σαν αστέρι του κινηματόγραφου και βαφόταν μονάχα όταν περίμενε επίσκεψη. Επίσκεψη έρχονταν στο σπίτι μας ταχτικά κάποιοι κύριοι σοβαροί, κουστουμαρισμένοι και όμορφοι σαν απο φιγουρίνι, που μοσχοβολούσαν άφτερ σέϊβ.

Επιναν τον καφέ που ετοίμαζε η γιαγιά μου, μιλούσαν για λίγη ώρα καθισμένοι στην καλή πολυθρόνα, ενώ εγώ έπαιζα με τα παιχνιδάκια που μου χάριζαν ξαπλωμένος στο πάτωμα. Μετά, η γιαγιά με τον κύριο πήγαιναν στην κρεββατοκάμαρη λέγοντάς μου πως δε θα αργήσουν και να τους περιμένω φρόνιμα φρόνιμα. Εμενα να παίζω το καινούργιο κάθε φορά παιχνίδι μου και άκουγα να έρχονται διάφοροι ήχοι απο την κρεβατοκάμαρη, πνιχτά γέλια και βογγητά συνήθως, μέχρι τη μέρα που άκουσα τη σπαραχτική κραυγή της γιαγιάς μου -ουρλιαχτό καλύτερα- να καλεί σε βοήθεια κι ύστερα είδα τον καινούργιο κύριο Ακη να βγαίνει τρέχοντας απο το δωμάτιο, με μάτι θολό κι ένα χασαπομάχαιρο ματωμένο στο χέρι.

Ημουν δεν ήμουν τότε δέκα χρονών παιδάκι, ένα παιδάκι ήσυχο και σεβαστικό, όπως έλεγε η γιαγιά μου, η σφαγμένη σαν αρνί, όπως έγραψαν οι εφημερίδες την άλλη μέρα. Ο κύριος Ακης πιάστηκε και δικάστηκε εικοσπέντε χρόνια επειδή βρέθηκε σε βρασμό ψυχής όπως είπαν στο δικαστήριο. Ηθελε να παντρευτεί τη γιαγιά μου και να την πάρει μαζί του στο νησί του, εκείνη όμως προτιμούσε την ελευθερία της, είχε και μένα να φροντίζει -όπως έλεγε πάντα στους απογευματινούς επισκέπτες της.

Δεν είχαμε κάθε μέρα επισκέπτες, μονάχα κάθε Τρίτη και Πέμπτη νωρίς το απόγευμα πάντα. Η γιαγιά μου τους παρουσίαζε σαν μακρυνούς συγγενείς απο το χωριό ή σαν φίλους του μακαρίτη του παππού μου που μας είχε αφήσει χρόνους πριν καν γεννηθώ, όταν ο πατέρας μου βρισκόταν στην ηλικία μου, όπως μου είχε πει η γιαγιά πριν τη σφάξει ο κύριος Ακης. Οπως φάνηκε στο δικαστήριο, ο κύριος Ακης ήταν πραγματικά φίλος του συχωρεμένου του παππού μου -είχαν κάνει μαζί στο στρατό- και είχε πέσει πάνω στη γιαγιά μου κατά τύχη εντελώς, μετά απο σύσταση κάποιου φίλου του για μια καλή και φτηνή πουτάνα.

Ο πατέρας μου έλειπε στη Βραζιλία όταν έγινε το φονικό κι εμένα με πήρε μια γειτόνισσα να μείνω σπίτι της προσωρινά, μέχρι να γυρίσει ο «προκομμένος» όπως έλεγε στις φιλενάδες της. Αυτή η γειτόνισσα ήταν καθαρίστρια στο σχολείο, καθάριζε και σκάλες άμα τύχαινε και τότε με έπαιρνε μαζί της. Δεν είχε παντρευτεί ποτέ της, πήγαινε κάθε λίγο και λιγάκι στην εκκλησία και φορούσε πάντα μαύρα. Εζησα μαζί της δυο χρόνια, μέχρι να τελειώσω το Δημοτικό, δυο χρόνια εφιαλτικά, χωμένος στη νηστεία και την προσευχή, λες και ήταν δικό μου λάθος οι επιλογές των άλλων -της μάνας, του πατέρα και της γιαγιάς μου δηλαδή.

Η λύση που προτίμησε να δώσει ο πατέρας μου στο ξαφνικό πρόβλημα που του έτυχε, μόλις επέστρεψε εσπευσμένα απο το ταξίδι του, ήταν να μείνω οικότροφος στην κυρά Μαρία. Συμφώνησαν ένα μηνιαίο ποσό για τη διατροφή και το ντύσιμό μου, καθώς και κάτι τι επιπλέον για τα έκτακτα, αρρώστειες και διασκέδαση. Εμεινε δεκαπέντε μέρες περίπου και ξανάφυγε, ούτε που θυμάμαι την παρουσία του δίπλα μου εκείνο το δύσκολο καιρό για μένα, εκτός απο τη μέρα που με κράτησε απο τους ώμους όρθιο μπροστά του και μου είπε πως εκείνο το ταξίδι θα ήταν το τελευταίο του. Ισα να ξεχρεώσει και να βάλει κάτι στη μπάντα να ζήσουμε σαν άνθρωποι μου είπε, και μετά δε θα ξαναταξίδευε ποτέ του μου υποσχέθηκε.

Πήγαμε με την κυρά Μαρία στο λιμάνι και χαιρέταγα το καράβι μέχρι που χάθηκε, ο πατέρας μου ήταν κάτω στα καζάνια και δε φαινόταν, μπορεί όμως να είχε κάπου ένα παραθυράκι και να μας έβλεπε, όπως ήθελα να πιστεύω. Οταν έφυγε το καράβι, πήγαμε σε ένα ζαχαροπλαστείο με την κυρά Μαρία και φάγαμε πάστες. Την άλλη μέρα το πρωΐ, καθώς και όλες τις μέρες που έμενα σπίτι της, πήγαμε μαζί στο σχολείο. Κόντευα τότε να τελειώσω την Τετάρτη Δημοτικού και είχα μια δασκάλα καλή και γλυκειά, που με προστάτευε απο τυχόντα σχόλια -τα παιδιά είναι πολύ σκληρά ιδίως στην προεφηβική ηλικία. Μια δασκάλα τόσο ήσυχη και γλυκειά, τόσο αφανή, που δε θυμάμαι καν το όνομά της. Θυμάμαι τα γαλάζια της μάτια μονάχα, την απαλή φωνή της και το άγγιγμά της στην πλάτη και το σβέρκο μου.

Ευτύχησα να την έχω και στις τρεις τελευταίες τάξεις του Δημοτικού και ποτέ δε με εξέθεσε στον πίνακα, όρθιο, να λύσω ασκήσεις ή να πω το παρακάτω μάθημα, κάτι που έκανε τα άλλα παιδιά να με αντιμετωπίζουν με κάποιου είδους σεβασμό. Ηταν η καλή μου νεράϊδα, η ξωτικιά που με προστάτευε, κάτι σαν καλός άγγελος περίπου, ίσως γι αυτό και δε θυμάμαι πώς την έλεγαν, επειδή οι άγγελοι είναι απρόσωποι και δεν έχουν φύλο.

Ηρθε το καλοκαιράκι και η κυρά Μαρία με πήρε μαζί της στο χωριό της, ένα ορεινό χωριό της Ναυπακτίας. Ηταν όμορφα εκεί πάνω, ανάμεσα στα δέντρα και τα ζωάκια και θα ήταν ακόμα καλύτερα αν δεν ήμουν υποχρεωμένος να ξυπνώ κάθε πρωΐ αξημέρωτα για να πηγαίνουμε μαζί πάντα στον όρθρο. Μετά, χωρίς να βάλω μπουκιά στο στόμα μου, πηγαίναμε στις ντομάτες και μαζεύαμε ζαρζαβατικά για το σπίτι και για τις παραγγελίες που έπαιρνε η κυρά Μαρία απο τους λίγους παραθεριστές. Ετσι έβγαζε το «κάτιτις» που έλεγε, για να τσοντάρει και να φέρει βόλτα τα έξοδα του χειμώνα.

Είχε κι ένα μικρό μποστάνι με καρπούζια μικρά και ολόγλυκα, μια φορά μονάχα δοκίμασα επειδή προτιμούσε να τα πουλάει παρά να τα γεύεται. Είχε και αχλαδιές σε κάποιο άλλο κομμάτι γης και περιμέναμε πώς και πώς να γίνουν τα αχλάδια πριν επιστρέψουμε στην πόλη, πριν ανοίξουν τα σχολεία δηλαδή. Απο τις αχλαδιές περίμενε ένα γερό κομπόδεμα, μια και τα αχλάδια ήταν κρυστάλια και έπιαναν πάντα ψηλή τιμή.

Περιμένοντας τα κρυστάλια, έγινε ο τρύγος και βοηθήσαμε κι εκεί τους χωριανούς, επειδή η κυρά Μαρία -δόξα τω Θεώ- δεν είχε αμπέλι. Κάθε τόσο περνούσαμε απο τις αχλαδιές και βλέπαμε τα πράσινα φρούτα να ωριμάζουν αργά αργά. Διώχναμε τις χρυσόμυγες να μη τα μαγαρίσουν και ψευτοσκαλίζαμε τους λάκκους να ανασαίνουν οι ρίζες. Μια μέρα, εκεί που πλησιάζαμε, είδαμε κάτι παιδιά να κατεβαίνουν βιαστικά απο τα δέντρα και να εξαφανίζονται τρέχοντας. Η κυρά Μαρία κοκκάλωσε, άσπρισε η μούρη της, σα φάντασμα έγινε. Εμπηξε τις φωνές, κάτι φωνές που μου θύμισαν το τελευταίο ουρλιαχτό της γιαγιάς μου της συχωρεμένης, και πήρε τα παιδιά το κατόπι τρέχοντας κι αυτή. Μετά, με διάταξε να πάω σπίτι και να φέρω το πριόνι, κάτι που έκανα φοβισμένος.

Εστεκα κοκκαλωμένος εγώ αυτή τη φορά, βλέποντας την κυρά Μαρία να πριονίζει με μανία τα κλαδιά των υπέροχων δέντρων που ήταν κατάφορτα με νόστιμα αχλάδια. Επεφταν το ένα μετά το άλλο καταγής σα στρατιώτες που πέφτουν υπέρ πατρίδος, θρησκείας και οικογένειας. Επεφταν τα κλαδιά μαζί με τα αχλάδια και θυμόμουν τι είχαμε τραβήξει μέχρι τότε, να περιποιούμαστε τα δέντρα δηλαδή. Επεφταν και η κυρά Μαρία συνέχιζε να πριονίζει κι εγώ έκλαιγα ασταμάτητα κοκκαλωμένος, χωρίς να σκέφτομαι πως «δικά της είναι κι ό,τι θέλει τα κάνει», χωρίς μια λογική σκέψη στο νου μου, μονάχα δάκρυα, μπόλικα δάκρυα για τη ζωή που φεύγει. Η κυρά Μαρία, εκείνη την ώρα, πήρε διαστάσεις δολοφόνου χειρότερου κι απο τον κύριο Ακη που είχε σφάξει τη γιαγιά μου.

Οταν έπεσε και το τελευταίο κλαδί και οι αχλαδιές έμειναν σκέτα κούτσουρα, η κυρά Μαρία με πλησίασε ξεθεωμένη. «Τι κάθεσαι» μου είπε «μάζεψε όσα είναι γινωμένα να φεύγουμε». Απλωσε τη μαντίλα της χάμω κι άρχισα να κόβω απο τα κλαδιά που ψυχοραγούσαν τα αχλάδια που κόντευαν να ωριμάσουν και να τα ντανιάζω στη μαντήλα. Δε χώραγαν στη μαντίλα κι έβγαλε και το μεσοφόρι της και το άπλωσε κι αυτό και το γεμίσαμε κι αυτό αχλάδια. Μετά, γυρίσαμε σπίτι.

Το άλλο πρωΐ έβγαλε τα αχλάδια στην αγορά και, με τα χρήματα που πήρε όταν πουλήθηκαν, αγόρασε ένα όμορφο εικόνισμα της Παναγίας και το απόγευμα το πήγαμε στην εκκλησία. «Τι έκανες Μαρία» είπε ο παπα-Ηλίας, ένας γέροντας που έμενε και το χειμώνα στο χωριό. «Εμπόδισα μια αμαρτία παπά μου» απάντησε η κυρά Μαρία «την κλεψιά εμπόδισα». «Ναι, τώρα δε θα κλέβουν τα παιδιά, όμως ούτε κι εσύ θα έχεις αχλάδια» είπε ο παπα-Ηλίας και συνέχισε «έπειτα, δεν είναι κλεψιά να μοιραζόμαστε τα αγαθά της φύσης». «Ο,τι πεις παπά μου, αλλά οι αχλαδιές ήταν δικές μου» είπε η κυρά Μαρία πιστεύοντας πως είχε αποστομώσει τον παπά, που ο λόγος του την είχε πληγώσει.

Ετσι πίστευα κι εγώ, επειδή είχα μάθει πως η ιδιοκτησία είναι κάτι ιερό και πως η εντολή «Ου κλέψεις» αφορούσε αυτήν ακριβώς και ποτέ δεν είχαν περάσει απο το νου μου όσα άκουσα τον παπά-Ηλία να λέει στη συνέχεια. «Κανείς και τίποτα το ζωντανό δε μπορεί να είναι ιδιοκτησία μας Μαρία μου. Κάτι που φτιάξαμε οι ίδιοι με τα χέρια μας, κάτι που υφάναμε, κάτι που ζυμώσαμε, κάτι που ζωγραφίσαμε σαν αυτή την εικόνα που έφερες, μπορεί να είναι δικό μας. Ο,τιδήποτε όμως ζει, αναπνέει και καρπίζει, είναι του Θεού, δεν είναι δικό μας. Λάθος έκανες Μαρία κόβοντας τις αχλαδιές και ο Θεός να σε συχωρέσει».

Η κυρά Μαρία τότε έβαλε τα κλάμματα και ήταν η πρώτη και τελευταία φορά που την έβλεπα να κλαίει. Επεσε στα γόνατα ψελλίζοντας «δεν το σκέφτηκα έτσι, αχ, εγώ η αμαρτωλή» και έμεινε εκεί μέχρι που βράδυασε για τα καλά. Ο παπα-Ηλίας διάβασε μερικές ευχές για να καταλαγιάσει την ψυχή της και ύστερα φύγαμε. Το άλλο πρωΐ που ξημέρωσε φύγαμε κι απο το χωριό με το λεωφορείο. Τα σχολεία άρχισαν σε μια βδομάδα και η ζωή πήρε το δρόμο της με νηστείες και προσευχές και μπόλικο εκκλησιασμό.

Γράμματα απο τον πατέρα μου παίρναμε ταχτικά, καθώς και χρήματα. Του έγραφα κι εγώ για την πρόοδό μου στο σχολείο και για την κυρά Μαρία που με πρόσεχε πολύ και με φρόντιζε σαν παιδί της. Παράπονα κι αν είχα δεν τα έγραφα, αφού διάβαζε εκείνη τα γράμματα πριν να σαλιώσω και να κλείσω το φάκελο.

Τα δυο χρόνια πέρασαν σα νερό και τέλειωσα το Δημοτικό χωρίς να καταλάβω και πολλά πράγματα, κάπως σαν μέσα σε όνειρο βρισκόμουν. Απο το σπίτι στο σχολείο και απο το σχολείο στο σπίτι, οι μέρες περνούσαν ίδιες κι απαράλλαχτες μπροστά στα μάτια μου, ένα μαγγανοπήγαδο που ανεβοκατέβαζε τον κάδο με το νερό χωρίς να μου δίνει κανείς να γεύομαι ούτε στάλα. Παρτίδες δεν είχα με συμμαθητές μου, μη τύχει και κάνω κακές παρέες, όπως έλεγε η κυρά Μαρία, σε παιχνίδια δεν έπαιρνα μέρος για τον ίδιο λόγο, ούτε σε εκδρομές συμμετείχα. Ημουν ένα παιδί μαραζωμένο, το παιδί το παρατημένο, το παιδί του ναυτικού, το εγγόνι της σφαγμένης πουτάνας, αυτός ήμουν και τίποτε άλλο.

Το καλοκαίρι που τέλειωσα το Δημοτικό γύρισε ο πατέρας μου απο τη θάλασσα, ηλιοκαμένος και κάπως παχύτερος απο ό,τι τον θυμόμουν, πιο άγριος και φωνακλάς, αλλά με μπόλικο χρήμα. Τα μάτια του σπίθιζαν και έγραφαν μέσα τους καθαρά τη λέξη «εκδίκηση». Οχι μια εκδίκηση ενάντια σε κάτι συγκεκριμμένο, αλλά έτσι, γενικά, εκδίκηση. Εκδίκηση για όσα είχε περάσει από την κατακραυγή της κοινωνίας, που τον είχε τιμωρήσει τόσες φορές για τη ζωηρή του θέληση να ζήσει σαν άνθρωπος. «Να ζήσει σαν άνθρωπος» μια φράση που δεν ξέχασα, ούτε ποτέ θα ξεχάσω. Με πήρε απο την κυρά Μαρία και πήγαμε στο σπίτι που είχε αγοράσει με αλληλλογραφία από κάποιο μεσίτη σε ένα καλό προάστειο της πόλης, ένα τόπο για πλούσιους και αξιοπρεπείς ανθρώπους, όπως μου είπε, και να ξεχάσω τη ζωή που έκανα ως τότε, τώρα θα είμαι ο γιός του κυρίου Δημοσθένη με τ’ όνομα, εμπόρου όπλων και πυρομαχικών.

Το σπίτι ήταν μονοκατοικία με κήπο και ψηλή μάντρα ολόγυρα, επιπλωμένο στην τρίχα, τίποτα δεν έλειπε, απο μαχαιροπήρουνα και πιατικά μέχρι σεντόνια και πανάκριβα βάζα για λουλούδια. Αυτό που με συγκίνησε όμως πιο πολύ ήταν το δώρο του, ένα δώρο ζωντανό, ένας σκύλος πελώριος για τα μάτια μου και το καχεκτικό σώμα που είχα εκείνο τον καιρό, ένα λυκόσκυλο, ο Εκτωρ. Το όνομα το δώσαμε μαζί, διαλέγοντάς το απο τα ονόματα των αρχαίων ηρώων. Ο πατέρας μου μπορεί να ήταν ένας φουκαράς τυχάρπαστος και αραχτός όσο ζούσε η γιαγιά μου, μετά την επιστροφή του όμως η εικόνα του είχε αλλάξει εντελώς.

Αναρωτιέμαι συχνά τι να συνέβη στο μεγάλο εκείνο ταξίδι που το ξεκίνησε σαν θερμαστής και παραμάγειρας του δεξαμενοπλοίου που χαιρετούσαμε με την κυρά Μαρία στο λιμάνι στα δέκα μου χρόνια, απάντηση όμως δεν έδινα, ίσως και να μην ήθελα να δώσω, γι αυτό και δεν ρώτησα ποτέ μου. Ημουν χαρούμενος που είχα επιτέλους ένα δικό μου άνθρωπο στο πλάϊ μου, ένοιωθα ασφαλής και ήρεμος και ξένοιαστος. Η παιδική μου ηλικία άρχισε στα δεκατρία μου χρόνια, τότε που τα άλλα παιδιά ξεκινούν να σκέφτονται τα κορίτσια και το ποδόσφαιρο, εγώ έπαιζα με τρενάκια και καλειδοσκόπια. Ο πατέρας μου δεν κατάλαβε κάτι το παράξενο, μια και με είχε βρει όπως ακριβώς με είχε αφήσει.

Η κοινή μας ζωή είχε μπει σε σειρά, με φιλιππινέζους υπηρέτες να μας περιποιούνται, με αυτοκίνητο και σωφέρ, κάτι που θεώρησα απόλυτα φυσικό, ως ανταμοιβή περίπου για τα όσα είχα υποφέρει μέχρι τότε. Τα πρωϊνά ξυπνούσα, έτρωγα πλουσιοπάροχα κι έμπαινα στο πούλμαν για να πάω στο σχολείο μου, ένα καλό σχολείο για τα παιδιά των καλών οικογενειών, όπου έτρωγα το μεσημέρι και έμενα ως αργά για μελέτη. Η μεγάλης διάρκειας παραμονή μου στο σχολείο, έκανε την κοινωνικοποίησή μου πιο εύκολη, γνώρισα πολλά παιδιά συνομήλικά μου, έκανα φίλους που τους κρατώ μέχρι σήμερα, άρχισα να μεγαλώνω, άφησα σιγά σιγά πίσω μου το παιδί που δεν έζησα.

Στο καλό αυτό σχολείο μάθαινα ξένες γλώσσες, υπήρχε και γυμναστήριο όπου γυμναζόμουν με κέφι, είχαμε και ομάδα μπάσκετ φημισμένη ανάμεσα στο σχολικό κόσμο. Ο πατέρας μου με έγραψε και σε σχολή ξιφασκίας, να μάθω τρόπους και να μη στέκω σαν ξυλάγγουρο, όπως έλεγε χαριτολογώντας, κι εγώ καμάρωνα σα γύφτικο σκεπάρνι και χαιρόμουν που κάποιος ενδιαφερόταν τόσο πολύ για μένα και την πρόοδό μου. Περιττό να πω ότι τα κατάφερνα πολύ καλά για παιδί μεγαλωμένο με στερήσεις, βρέθηκα στην πρώτη πεντάδα όσον αφορά τα μαθήματα και ήμουν επίσης αρκετά καλός στα αγωνίσματα. Οταν έφτασα στην τελευταία τάξη του Λυκείου είχα στο τσεπάκι μου το άριστα και, κατ’ επέκταση, την ένταξή μου στον επιστημονικό κύκλο μετά τη σίγουρη εισαγωγή μου στο Πανεπιστήμιο φυσικά.

Ο πατέρας μου ήθελε να γίνω δικηγόρος και δε μου πέρασε ούτε μια στιγμή απο το νου να του χαλάσω το χατήρι. Μπήκα στη Νομική έβδομος και τελείωσα τρίτος σε χρόνο ρεκόρ, χωρίς να χάσω ποτέ μάθημα, πόσο μάλλον εξάμηνο. Μετά, έγινε συζήτηση για διδακτορικό και αυτό αποφασίστηκε να το κάνω στη Γερμανία με θέμα σχετικό με την Ευρωπαϊκή Ενωση, στοχεύοντας σε μελλοντικά οφέλη, την ένταξή μου στο Διπλωματικό Σώμα δηλαδή, κάτι που θα το φρόντιζαν οι φίλοι του πατέρα μου. Ο πατέρας μου ήταν για μένα ένας τοίχος όπου, χωρίς να πολυακουμπάω, έβρισκα σιγουριά γνωρίζοντας πως αν συνέβαινε ο,τιδήποτε θα βρισκόταν εκεί για να στηριχτώ. Δεν παντρεύτηκε ποτέ του, άλλωστε ούτε τη μάνα μου είχε παντρευτεί, η ζωή του ήταν ταγμένη σε αυτό που έλεγε «η επιχείρισή μας» κάτι που δεν ήξερα τι ακριβώς ήταν και -ενδόμυχα- ούτε ήθελα να μάθω πριν μου το πει ο ίδιος. Δεν μου το είπε ποτέ μέχρι που πέθανε, ίσως και να νόμιζε πως το ξέρω.

Αυτό που γνώριζα ήταν πως είχε ένα κατάστημα που πουλούσε όπλα, τίποτε περισσότερο. Για το αν τα όπλα αυτά μπορούσαν να αποφέρουν ένα εισόδημα τόσο μεγάλο, δεν αναρωτήθηκα επειδή ήμουν βέβαιος γι αυτό. Είχα μια αγνότητα μέσα μου που μου απαγόρευε να σκεφτώ κάτι για κομπίνες και για μίζες, για μεσάζοντες και φακελλάκια. Μια ταμπελίτσα πάνω στον τοίχο πίσω απο το γραφείο του έγραφε «Προμηθευτής του Στρατού», δε με πονήρεψε όμως ποτέ για το πόσο βουτηγμένος ήταν στην παρανομία, ε, νομικός είμαι και το καταλαβαίνω πολύ καλά τώρα. Τότε, απλά δεν το έβαζα στο μυαλό μου, είχα θεοποιήσει τον άνθρωπο αυτό που με έσωσε απο τα δίχτυα της φτώχειας και της μιζέριας και, ακόμα και σήμερα, ο πατέρας μου εξακολουθεί να είναι ο θεός μου.

Οταν τελείωσα με τη διατριβή μου και έγινα δόκτωρ επικοινωνιολόγος, επέστρεψα με τις δάφνες μου στο σπίτι μετά απο συνολική απουσία τριών χρόνων. Το διδακτορικό που πήρα μου άνοιξε διάπλατες τις πόρτες του Υπουργείου Εξωτερικών και διορίστηκα χωρίς δυσκολία ακόλουθος στην πρεσβεία της Ιταλίας για θέματα που άπτονταν της ειδικότητάς μου. Δυο βήματα απο τη χώρα μου, την Ελλάδα, εξαιρετικά προνομιούχα θέση, αλλά και πάλι κανένα ερώτημα σχετικό με τις πατρικές ασχολίες δε συννέφιασε τη σκέψη μου. Ηταν Σεπτέμβρης και βρισκόμουν στην Ιταλία όταν έλαβα το τηλεγράφημα που με πληροφορούσε για το θάνατό του.

Πήρα το πρώτο αεροπλάνο συγκλονισμένος και δε βγήκε ούτε λέξη απο τα χείλη μου μέχρι που έφτασα στο σπίτι κι έπεσα με τα μούτρα πάνω στο φέρετρο. Ο Λίο και η Μάγδα, οι υπηρέτες μας, καθώς και ο Σάνι ο σωφέρ στέκονταν δίπλα μου απελπισμένοι, διάβαζα το φόβο τους μη και τους απολύσω. Στην πραγματικότητα δεν είχα σκεφτεί ακόμα τίποτε, αν θα κρατούσα το σπίτι δηλαδή, τι θα έκανα με αυτούς και με την επιχείρηση. Η κηδεία έγινε με κάθε επισημότητα και πλήθος πολιτικών προσώπων και επιστημόνων έδωσε το παρόν, κάποιος πρόεδρος Επιμελητηρίου μάλιστα έβγαλε ένα συγκινητικό επικήδειο, όπου ο πατέρας μου παρουσιαζόταν τουλάχιστον για μεγάλος ευεργέτης του έθνους.

Οταν τέλειωσε η τελετή και άρχισαν οι συλλυπητήριες χαιρετούρες μαζί με το μοίρασμα των καθιερωμένων -κόλυβα και τσουρεκάκια- πολύς κόσμος μου έσφιγγε το χέρι και με αγκάλιαζε αρθρώνοντας λόγια παρηγορητικά. Στεκόμουν σαν ανδρείκελο, με ένα παγωμένο χαμόγελο και απαντούσα «ευχαριστώ, ευχαριστώ» χωρίς σταματημό, μηχανικά, σαν πικ-απ με κολλημένη βελόνα. Ενας απο όλους ήταν ο συμβολαιογράφος του, που μου έδωσε ραντεβού για ένα απόγευμα της επόμενης βδομάδας, να μου ανακοινώσει το περιεχόμενο της διαθήκης. Μεταξύ των ξένων για μένα ανθρώπων, βρισκόταν και μια γυναίκα που μαυροφορούσε κι έκλαιγε δυνατά με λυγμούς πίσω απο ένα μαύρο βέλο. Μου έκανε εντύπωση και ρώτησα τη Μάγδα αν τη γνώριζε, όχι, της ήταν παντελώς άγνωστη, δεν την είχε δει ποτέ της, δεν της θύμιζε τίποτα η σιλουέττα της, μου απάντησε.

Πήρα ένα μήνα άδεια απο την εργασία μου για να τακτοποιήσω τα πράγματα και να συνέλθω απο τη δυσάρεστη έκπληξη του αναπάντεχου θανάτου, μια και ο πατέρας μου δεν ήταν δα και κανας γέρος, μόλις εξήντα χρονών άνθρωπος ήταν. Την πρώτη μέρα μετά την κηδεία ξεκίνησα την απογραφή των πραγμάτων που υπήρχαν στο σπίτι για να έχω μια συνολική εικόνα της αξίας τους. Ανοιξα ντουλάπια και συρτάρια, εκλαψα ψάχνοντας και βρίσκοντας πράγματα που με εξέπλησσαν όπως το πρώτο καλειδοσκόπιο που μου είχε χαρίσει και το πρώτο σοβαρό μου βιβλίο, το «Δεκαπεντάχρονο πλοίαρχο» του Ιούλιου Βερν με αφιέρωση γραμμένη με το χέρι του «στο γιο μου το Νικόλα, που αγαπώ περισσότερο απο τη ζωή μου».

Τώρα καταλάβαινα αυτή τη φράση, πόσο θα πρέπει να με αγαπούσε για να προσπαθήσει τόσο για να μου προσφέρει μια ζωή ονειρεμένη, μια ζωή που δεν είχε ζήσει ο ίδιος στα παιδικάτα του, να με κάνει άνθρωπο, «να ζήσω σαν άνθρωπος» ήταν η φράση του, που μου έμεινε χαραγμένη στη μνήμη σαν τατουάζ. Είναι δυνατό ένας πατέρας να αγαπάει τόσο πολύ το παιδί του; Συνήθως μιλούν για το μητρικό ένστικτο και για την αγάπη της μάνας, τον πατέρα τον έχουν παραέξω, στημένο στη γωνία για να τον κατακεραυνώσουν στην πρώτη άστοχη ενέργειά του. Δεν ξέρω αν ο πατέρας ο δικός μου ήταν η εξαίρεση του κανόνα, αυτό που σίγουρα γνωρίζω είναι πως ήταν για μένα ο βράχος που μου έδινε σιγουριά, ο τοίχος που με προστάτευε, ο τρυφερός και ανεκτικός σύντροφος που μοιραζόμουν μαζί του τις παιδικές μου ανησυχίες, το αφτί που με άκουγε και το μυαλό που έλυνε τις απορίες μου.

Τι θα έκανα τώρα χωρίς εκείνον, ήταν κάτι που έπρεπε να αντιμετωπίσω μόνος και, για ευκολία, έθετα στον εαυτό μου το ερώτημα «τι θα έκανε ο πατέρας μου στη θέση μου» και ξεμπέρδευα στα γρήγορα. Πίστευα πως τον γνώριζα αρκετά καλά, τον τρόπο της σκέψης του δηλαδή και τη μέθοδο που ακολουθούσε για να παίρνει αποφάσεις. Η ταραγμένη ζωή του τον είχε διδάξει αποτελεσματικά, και δε θα έβρισκα δυσκολία να ακολουθήσω το παράδειγμά του, έτσι νόμιζα τουλάχιστον τότε.

Στο ρολτόπ που είχε στην κρεββατοκάμαρά του, βρήκα ένα χοντρό φάκελλο με ιατρικές εξετάσεις, όπου φαινόταν καθαρά η πορεία της κλονισμένης υγείας του. «Οξύ έμφραγμα του μυοκαρδίου» έγραφε ως αιτία θανάτου η ληξιαρχική πράξη κι εδώ, στα χαρτιά υπήρχαν πλήθος εξετάσεων και συνταγών που επιβεβαίωναν την πάθησή του. Καρδιακό νόσημα, ισχαιμία, στεφανιαία νόσος, αιματολογική εξέταση, τρίπλεξ καρωτίδος, μαγνητική τομογραφία, όλα αφορούσαν τον πατέρα μου, όλα μου μιλούσαν για κείνον και τον πόνο που υπέφερε μόνος. Χάπια και ενέσεις, χάπια και ενέσεις, συνταγές για χάπια και ενέσεις, ένα στηθοσκόποιο κι ένα μοντέρνο πιεσόμετρο στο συρτάρι του ρολτόπ ήταν οι μάρτυρες του μαρτυρίου του, κι εγώ να μη γνωρίζω τίποτε, να σπουδάζω, να προοδεύω για να τον βγάλω ασπροπρόσωπο.

Η Μάγδα και ο Λίο με βοηθούσαν στην απογραφή και ο Σάνι φρόντιζε με αγάπη τον Εκτορα που είχε πια γεράσει και έβγαζε ένα γλυκόσυρτο ουρλιαχτό κατά διαστήματα, έτοιμος να ψοφήσει κι αυτός, κάτι που δε θα το άντεχα να γίνει σύντομα. Οταν κουραζόμουν, έμπαινα στο αυτοκίνητο με τον Εκτορα στο πίσω κάθισμα και πηγαίναμε στα γύρω βουνά, όπου τον άφηνα να περπατάει ελεύθερος για να ξεσκάσει απο τη θλίψη του, μεταβιβάζοντας στο σκυλί τη δική μου ανάγκη για εκτόνωση του βάρους της απέραντης δυστυχίας που μου είχε προκαλέσει αυτή η φοβερή απώλεια, η απώλεια όχι απλώς ενός αγαπημένου προσώπου, αλλά η απώλεια του πατέρα μου.

Το απόγευμα που έπρεπε να επισκεφτώ το συμβολαιογράφο δεν άργησε να φτάσει, έφτασε γρηγορώτερα μάλλον απο όσο το περίμενα, επειδή ακριβώς το είχα τοποθετήσει στο πίσω μέρος του μυαλού μου. Εκεί, πήγα μαζί με τους υπηρέτες, μια και τους ανέφερε η διαθήκη. Μπαίνοντας στο γραφείο με τα σκούρα και βαρειά παλαιομοδίτικα έπιπλα, όπου δέσποζε ένα τεράστιο τραπέζι, διέκρινα μια γυναικεία φιγούρα να κάθεται σε μια άκρη του τραπεζιού. Ο συμβολαιογράφος μας καλωσόρισε με μια διακριτική χειραψία και, χωρίς πολλά λόγια, και μας οδήγησε στις θέσεις μας στο τραπέζι. Κάθησε στην κεφαλή του τραπεζιού και αποσφράγισε ένα φάκελλο, απο όπου ξεχύθηκαν ένα σωρό μικρότεροι φάκελλοι. Πήρε τον πρώτο, μας τον έδειξε, έγραφε απ’ έξω «Λίο» με κεφαλαία γράμματα και διάβασε το περιεχόμενο, τι άφηνε στο Λίο δηλαδή. Το ίδιο έκανε με τους φακέλλους για τη Μάγδα και το Σάνι, που αναλύθηκαν σε λυγμούς και ευχαριστίες. Οσα τους άφηνε τους έφταναν να ζήσουν τουλάχιστον μια πενταετία πλουσιοπάροχα και χωρίς να δουλεύουν. Το αν θα συνέχιζαν να εργάζονται για μένα, το άφηνε στην κρίση τους και στη δική μου.

Μετά τους φακέλλους για το προσωπικό ήρθε η σειρά ενός μεγάλου φακέλλου που απ’ έξω έγραφε «Επιχείριση» και περιείχε όλα τα απαραίτητα για τη διάλυση της επιχείρισής του, μια και είχε προβλέψει πως δε θα ενδιαφερόμουν να απασχοληθώ με παρόμοιο αντικείμενο. Εντολοδόχοι ήταν γνωστοί δικηγόροι και εγώ θα είχα απλά την εποπτεία του εγχειρήματος. Οση ώρα διάβαζε ο συμβολαιογράφος, η γυναίκα σιγόκλαιγε πίσω απο ένα διαφανές μαύρο βέλο που σκέπαζε το πρόσωπό της και που δεν το σήκωσε καθόλου, ούτε και όταν αναφέρθηκε το όνομά της, έτσι δεν αντίκρυσα ποτέ το πρόσωπο της μάνας μου. Ημουν βέβαιος πως εκείνη ήταν η μάνα μου, χωρίς καμμιά απόδειξη φυσικά, μια και δεν αναφερόταν πουθενά κάτι τέτοιο, ούτε εκείνη είπε κάτι σχετικό. Αφηνε λοιπόν στη κυρία Ελεγκοπούλου Ειρήνη το ποσόν των διακοσίων εκατομμυρίων δραχμών σε λογαριασμό που είχε ανοίξει στο όνομά της στην Εθνική Τράπεζα. Ο συμβολαιογράφος της παρέδωσε το βιβλιάριο κι εκείνη το πήρε κι έφυγε αθόρυβα εξακολουθώντας να σιγοκλαίει, χωρίς να βγάλει μια λέξη απο τα χείλη της, ούτε μιλιά ούτε λαλιά που λένε.

Μυστήριο μέγα θα έμενε για πολύ καιρό η σχέση του πατέρα μου με τη γυναίκα που με γέννησε. Οχι τόσο επειδή κουβαλούσα μια ζωή ολόκληρη το μαρτύριο της έλλειψής της, όσο για το ότι, παρ’ όλη την απόσταση που τους είχε χωρίσει μετά την άτακτη φυγή της, δε δίστασε να τη θυμηθεί στη διαθήκη του. Εμεινα μόνος με το συμβολαιογράφο και τον τελευταίο φάκελλο που έγραφε το όνομά μου επάνω του με κεφαλαία πάντα. Μου άφηνε τα πάντα, όσα θα μου έφταναν να ζήσω δυο ζωές και παραπάνω χωρίς να στερηθώ τίποτε. Μου άφηνε επίσης κι ένα γράμμα για να το διαβάσω μόνος μου. Ανέφερε φυσικά και το φίλο του το συμβολαιογράφο, τον οποίο δεν είχε ξεχάσει να φροντίσει επίσης πλουσιοπάροχα. Με τη σκέψη πως είχα χάσει έναν άγιο πατέρα, χαιρέτησα και βγήκα απο το επιβλητικό γραφείο.

Ο Σάνι με περίμενε στο αυτοκίνητο, του έδωσα την άδεια να φύγει όμως, επειδή προτιμούσα να περπατήσω λίγο να ξεθολώσει ο νους μου απο σκέψεις που με βασάνιζαν και, στην ερώτησή του «πώς θα γυρίστε κύριε», απάντησα χωρίς δισταγμό «μην ανησυχείς, με ταξί». Πήρα τους δρόμους που είχα πολλά χρόνια να περπατήσω, προχωρούσα βήμα βήμα μέχρι που βρέθηκα κάποια χιλιόμετρα μακρύτερα, στη γειτονιά που είχα μεγαλώσει, τη φτωχική γειτονιά που τώρα είχε γίνει της μόδας, γεμάτη κουτουκάκια και αίθουσες τέχνης και θέατρα. Ο καιρός είναι καλός αυτή την εποχή στην Ελλάδα, σουρουπώνει γλυκά και χωρίς ίχνος υγρασίας, έτσι κάθησα σε ένα ταβερνάκι σχεδόν απέναντι απο το σπίτι της γιαγιάς μου της αδήλωτης πουτάνας που την έσφαξε ένας κάποιος κύριος Ακης σαν αρνί.

Σαν ψέμματα μου φαινόταν πως βρισκόμουν εκεί, εγώ ο ίδιος που πριν απο είκοσι τόσα χρόνια είχα ζήσει στο πετσί μου τον εφιάλτη μιας στυγερής δολοφονίας «εν βρασμώ ψυχής» όπως είχαν πει οι δικαστές, εγώ ο ίδιος που μεγάλωσα ως παιδί κάτω απο τη στυγνή επιτήρηση μια κάποιας κυρά Μαρίας, εγώ ο ίδιος που δεν είχα χάσει όρθρο για όρθρο και εσπερινό για εσπερινό, που έκανα σαράντα μετάνοιες τη φορά για να συχωρεθούν οι αμαρτίες μου -πόσες και τι είδους αμαρτίες μπορεί να έχει ένα άπραγο και αγνό δεκάχρονο παιδάκι άραγε; Παρήγγειλα ένα καραφάκι και μεζέ και περίμενα το γκαρσόνι να τα φέρει όταν πέρασε απο μπροστά μου μια γνώριμη σιλουέττα, ελαφρά καμπουριαστή και μαυροντυμένη. «Κυρά Μαρία» ψιθύρισα αρκετά δυνατά ώστε να με ακούσει αν η ακοή της εξακολουθούσε να δουλεύει, και η σιλουέττα έστριψε προς το μέρος μου με απορία, έβγαλε τα γυαλιά της για να τα καθαρίσει και κάρφωσε το βλέμμα στο πρόσωπό μου λέγοντας «σε μένα μιλήσατε κύριε» και «σας γνωρίζω»;

Την κάλεσα να καθήσει πλάϊ μου και το έκανε διστάζοντας, αφήνοντας μονάχα το ένα κωλομέρι να αγγίξει την ψάθινη καρέκλα της ταβέρνας. «Ο Νικόλας είμαι» της είπα, «ο Νικολάκης, που με κρατήσατε τρία χρόνια σπίτι σας» και την ξάφνιασα τόσο που λίγο έλειψε να πέσει απο την καρέκλα. Ανακάθησε και με ξανακοίταξε καλά καλά «ο Νικολάκης, δεν το πιστεύω, τι κάνεις παιδί μου» είπε με φωνή τόσο άχρωμη που άρχισα να μετανοιώνω για την ιδέα που είχα να την καλέσω. Με δυο τρεις κουβέντες μου διηγήθηκε του λιναριού τα πάθη που είχε περάσει απο τότε που είχαμε να ειδωθούμε, σα να έδρασα ως χαλαρωτικό χάπι για τη σκέψη και το νου της, σα να ήμουν ο κλειδαράς που ξεκλείδωσε τα μαραγκιασμένα της χείλη. Αφού τέλειωσε τη μονότονη αναφορά στα δικά της, «τον προκομμένο τον πατέρα σου τον βλέπεις;» με ρώτησε, κι όταν απάντησα πως ο πατέρας μου πάει, μας άφησε χρόνους, έβγαλε ένα στεναγμό ανακούφισης και «τώρα μπορώ να σου μιλήσω ελεύθερα» είπε, επαναλαμβάνοντας με τρέμουλο «μπορώ, έτσι δεν είναι»; Είχα τόσο μεγάλη ανάγκη να ακούσω κάποιον να μιλά για τον πατέρα μου, λες και ήθελα με αυτό τον τρόπο να τον φέρω πίσω, να τον καθήσω δίπλα μου, να με παραστέκει όπως άλλοτε η σκιά του, έτσι εξώθησα την κυρά Μαρία απαντώντας της «και βέβαια κυρά Μαρία μου μπορείς».

Εντωμεταξύ, η παραγγελία ήρθε και την ανανέωσα με μια ακόμα μερίδα κεφτεδάκια και τζατζίκι, «για την πίεση κάνει καλό το σκόρδο» κατά δήλωση της κυρά Μαρίας αλλά και επιφανών σύγχρονων γιατρών, πιοτό δεν ήθελε «πειράζει το σκώτι» συνέχισε με ύφος ειδήμονος. Με συγκινούσε το γεγονός πως ήμουν τώρα ενήλικος, ένας νέος άντρας στην ακμή μου, κι είχα απέναντί μου εκείνη τη στρίγγλα των παιδικών μου χρόνων, κάτι με ερέθιζε να φερθώ με ευγένεια υπερβολικά επίπλαστη, έτσι, για να της σπάσω τον τσαμπουκά, όσο θυμόμουν και τις αχλαδιές τις κακομοίρες που είχε πριονίσει πάνω στα νεύρα της θέλοντας να «εμποδίσει την κλεψιά», τόσο γελούσα απο μέσα μου. Μέχρι τη στιγμή εκείνη, η κυρά Μαρία με είχε κάνει να ξεχνώ τη συμφορά που με είχε βρει τόσο ξαφνικά. Ηρθαν και τα κεφτεδάκια με το τζατζίκι και αρχίσαμε να τσιμπολογάμε σα συνένοχοι στη λαιμαργία. «Πες μου λοιπόν κυρά Μαρία μου, τι ήθελες να μου πεις» την τσίγκλισα τσουκρίζοντας το ποτηράκι με το ούζο μου στο νεροπότηρό της και εκείνη άρχισε να βγάζει έναν οχετό απο μέσα της, ένα πλήθος απωθημένων της μνήμης. Η κρίση της είχε σταματήσει να λειτουργεί φαίνεται ή ήταν τόσο ορμητικός ο χείμαρρος της γλώσσας που ο νους αδυνατούσε να τον ελέγξει.

«Ε, σάματις δεν τα ξέρεις μάτια μου, αλλά πάλι, μπορεί και να μη στά ’πανε, ποιος νοιάζεται πια;» Η εισαγωγή κάπως χαλαρή και με διάθεση αυτοσυγκράτησης, η απογοήτευσή μου όμως υποχώρησε μπροστά στην αχαλίνωτη συνέχεια: «Θα στα πω λοιπόν να μάθεις. Πρώτα για τη μάνα σου. Πες, δε θες να μάθεις για τη μάνα σου; Ε, θα σου πω εγώ λοιπόν τι ήτανε η μάνα σου. Μια ξετσίπωτη τσουλίτσα ήτανε, αυτό σου λέω, κι ας ήτανε κι από καλό σπίτι.. απο οικογένεια.. πφφφ.. οικογένεια.. χαρά στο πράμα! Εισαγγελέας ήτανε ο παππούς σου! Κι άφηνε την κόρη του να νταραβερίζεται με τον πάσα ένα! Με τον προκομμένο τον πατέρα σου ντε, που τη γκάστρωσε ο λεβέντης με τον κρίνο! Η μάνα σου σε κράτησε γιατί ο πατέρας της ήτανε εναντίον των εκτρώσεων, μη πάθει η υγεία της και μη πάει στην κόλαση η ψυχή του, τέτοιο μυαλό, παναθεμάτονε το γεροξεκούτη! Παραδουλεύτρα η γιαγιά σου που την έσφαξε ο γκόμενος, αυτό το θυμάσαι; Παραδουλεύτρα στο σπίτι του εισαγγελέα κι έπαιρνε και το γιο της μαζί, απο μωρό τον έπαιρνε μαζί στα σπίτια που ξενοδούλευε και γνωρίστηκαν με τη μάνα σου ο πατέρας σου ο Δημοσθένης με τη Ρηνούλα. Ερωτας με πατέντα! Μόνο τα δέντρα δεν κλαίγανε όταν ο εισαγγελέας έδιωξε τη μικρή απο το σπίτι λίγο πριν γεννήσει, τη μάζεψε η γιαγιά σου η πουτάνα η αδήλωτη, τι παραδουλεύτρα τι πουτάνα, τότε τον παίρνανε οι παραδουλεύτρες απο τους κυρίους μαζί με ένα έξτρα κατοστάρικο, καιροί κι αυτοί... Εκεί την έμαθε τη δουλειά.. πφφφ...»

Κάθε τόσο με ένα «πφφφ» απαξιωτικό η κυρά Μαρία έδινε γεύση στα λεγόμενά της, μια γεύση αηδίας και αποστροφής, σα να της λέρωναν το στόμα, συνέχιζε όμως ακάθεκτη, λες και ηδονιζόταν απο την προφορά όλων αυτών που πίεζε μέσα της τόσα χρόνια. «Ωστε εισαγγελέας ο παππούς μου, ε; Δεν το ήξερα αυτό κυρά Μαρία μου» είπα χωρίς να κρύψω την έκπληξή μου. «Εισαγγελέας και άνθρωπος μεγάλης ηλικίας κι αυτός και η γυναίκα του, δεν κάνανε παιδιά και τη μάνα σου υιοθετημένη την είχανε, απο κούνια την πήρανε απο το βρεφοκομείο». Σταμάτησε για λίγο περιμένοντας την αντίδρασή μου, όμως δεν της έδωσα ευκαιρία να ξαναθριαμβεύσει κι έτσι συνέχισε την εξιστόρηση. «Απο το Δημοτικό Βρεφοκομείο, ξέρεις, εκεί που αφήνουνε τα μούλικα. Μούλικο αυτή, μούλικο θα έκανε, αμ πώς! Αλλάζει ο άνθρωπος; Μέσα του τον έχει το σατανά» συμπλήρωσε και πάλι κοντοστάθηκε να δει πώς θα τόπαιρνα. «Παρακάτω κυρά Μαρία, παρακάτω, γιατί δεν παντρεύτηκε ο πατέρας μου τη μάνα μου; Αυτό θέλω να μάθω, αν το ξέρεις φυσικά» απάντησα μπαίνοντας για τα καλά στο ανασκάλεμα του παρελθόντος σα να συμμετείχα σε ένα ανατριχιαστικό παιχνίδι.

«Να την παντρευτεί; Και βέβαια το ξέρω πόσο ήθελε να τηνε παντρευτεί τη μάνα σου, την ήθελε, την αγάπαγε, πώς το λένε, αλλά η κυρία Ειρήνη ήτανε βλέπεις μορφωμένη, είχε τελειώσει το Γυμνάσιο και ήθελε να σπουδάξει κι άλλο, να πάει και παραπάνω, τι να τονε κάνει τον πατέρα σου, ένα ρεμάλι παραγιό σοβατζή της δεκάρας; Εμεινε στο σπίτι του ίσαμε να σε γεννήσει και κάτι παραπάνω μου φαίνεται, σε βύζαξε κιόλας καναδυο μήνες, της γιαγιάς σου το σπίτι ντε, αυτό εκεί απέναντι που κοντεύει να ρημάξει, τι θα γίνει, θα το κοιττάξεις καμμιά φορά αυτό το σπίτι; Μπαίνουν οι γάτες και τό’χουν κάνει σκουπιδαριό οι γειτόνοι.. Γειτόνοι να σου πετύχουν, αμα πια!» Η παρατήρησή της για το σπίτι με άφησε άναυδο. Δεν είχα σκεφτεί ποτέ πως το σπιτάκι αυτό ήταν ιδιοκτησία της γιαγιάς μου και του πατέρα μου και τώρα δικό μου φυσικά. Ούτε στη διαθήκη έγραφε κάτι σχετικό ο μακαρίτης, μπορεί και να το είχε ξεγραμμένο, ποιος ξέρει το πώς και το γιατί. «Στα δικά μας κυρά Μαρία και, ναι, θα το κοτιτάξω το σπίτι, αύριο κιόλας θα το φροντίσω, μη στενοχωριέσαι» της είπα για να τη βγάλω απο την παρένθεση κι εκείνη συνέχισε πιο ήρεμα τώρα.

«Ναι παιδάκι μου, να το φροντίσεις γιόκα μου, νά’χεις την ευκή μου. Που είχαμε μείνει; Α! Εκεί που έμενε η μάνα σου με τη γιαγιά σου και τον πατερα σου στο σπίτι σας. Αμα άφησες το βυζί, θα σε γελάσω πότε ακριβώς, σου πήρανε μπιμπερόν και σε τάϊζαν με το μπιμπερόν! Χα! Ενα μπουκάλι που τρόμαξες να το συνηθίσεις, όλο τό ’διωχνες με τα χειλάκια σου τα σουφρωμένα, ας είναι... Πάμε παρακάτω. Η μάνα σου λοιπόν έφυγε ένα πρωΐ με το βαλιτζάκι της, όπως είχε έρθει. Παράτησε αυτό που είχε στην κοιλιά της και τό ’σκασε. Η γιαγιά σου στη δουλειά, ο άντρας της στη δουλειά, τι άντρας της, παραλίγο άντρας της, είχανε βγάλει τις άδειες, είχανε παραγγείλει και τις μπομπονιέρες, κι εκείνη τό ’σκασε! Με φώναξε εμένανε να σε φυλάγω κι έφυγε στον αγύριστο, πανάθεμά τη, τη σκρόφα! Παράτησε το σπλάχνο της, αυτό ούτε οι γουρούνες δεν το κάνουν! Την είδα με το βαλιτζάκι και της λέω ‘πού πας κοκώνα μου’ και μ’ απαντάει πως πάει να ψωνίσει ρουχαλάκια για το μπέμπη και να κοιτάξει να νοικιάσει νυφικό και πως το βαλιτζάκι ήτανε άδειο... Το πίστεψα για λίγο, μέχρι να στρίψει τη γωνία το πίστεψα. Μετά, μπήκα στα γρήγορα στην κρεββατοκάμαρη κι άνοιξα τη ντουλάπα και τη βρήκα άδεια απο τα δικά της τα προικιά. Ούτε φουστάνι ούτε ασπρόρουχο πουθενά. Βγήκα τρέχοντας να τηνε προλάβω, αλλά που... είχε στρίψει τη γωνία, η στάση του λεωφορείου ήτανε εκεί κοντά, φαίνεται θα πήρε το λεωφορείο... Παναθεμά τα κι αυτά, όταν τα θέλεις δεν έρχονται κι όταν πρέπει να καθυστερήσουν δε χάνουν ούτε λεπτό!» Εβαλε και το πρόβλημα της συγκοινωνίας στην κουβέντα της η κυρά Μαρία τη στιγμή που καιγόμουν να μάθω τη συνέχεια. «Και μετά; Δεν την έψαξε κανείς;» Ρώτησα για να μη χαθεί το νήμα της αφήγησης.

«Μετά, μετά γύρισα στο σπίτι κι εσύ κοιμόσουνα του καλού καιρού στο καλαθάκι σου, ένας μπέμπης άσπρος άσπρος, ένα αγγελούδι, ίδιος αγγελούδι ήσουνα ψυχή μου! Πήγα στην κουζίνα να πλύνω κανα πιάτο και να διασκεδάσω την τρομάρα μου, τι θά ’λεγα στη γιαγιά σου όταν θα γυρνούσε, τι θ’ άκουγα απο τον πατέρα σου, όλα αυτά με είχανε ζαλίσει, πήγα λοιπόν και τα βρήκα όλα ταχτικά ταχτικά και το μπιμπερόν στη θέση του έτοιμο. Πάνω κει άρχισες να κλαψουρίζεις, σε άλλαξα, σε τάϊσα, όλα στην εντέλεια, σε πήγα και μια βολτίτσα ένα γύρω, όλα καλά. Τι λέω τώρα η τρελλή; Καλά χωρίς μάνα; Τελοσπάντων. Το μεσημέρι αργά ήρθε πρώτη η γιαγιά σου. ‘Γεια σου κυρά Μαρία’ μου είπε, ‘τι θες εδώ;’ Τι να κάνω; Της τα είπα όλα όπως γένηκαν και περίμενα να φάω καμμιά αδέσποτη βρισιά ή ξυλιά το ίδιο είναι. Εκείνη όμως, καλά νά ’ναι η ψυχούλα της όπου βρίσκεται, δεν έβγαλε κιχ μόνο σε πήρε στην αγκαλιά της και σου τραγούδησε την ‘παπαρούνα’ ένα τραγούδι που της άρεσε πολύ. Οταν τέλειωσε το τραγούδι μπήκε ο πατέρας σου κατασκονισμένος απο τη δουλειά φωνάζοντας αν είναι έτοιμο το φαΐ κι η γιαγιά σου του είπε να πάει να πλυθεί πρώτα και νά ’ρθει να φάει. Πήρε παράταση έτσι πιστεύω, να του τα πει σα θα είναι φαγωμένος γιατί άλλο ένας άντρας φαγωμένος κι άλλο ένας νηστικός και κουρασμένος. Το φαΐ κάνει τον άντρα μαχμουρλή και δε δίνει και τόση σημασία στα κακά μαντάτα, δε βλέπει την ώρα να ξαπλώσει για να χωνέψει και τα στραβά τον βρίσκουν ξώφαλτσα. Αμ δε, που δε θα έδινε σημασία! Εφαγε, χόρτασε ο Δημοστένης, θιοσχωρέστον κι αυτόν τώρα, κι έμαθε απο τη μάνα του τα νέα και σηκώθηκε σα θεριό ανήμερο ‘θα τη σφάξω την πουτάνα, να μου το κάνει αυτό εμένα’ φώναζε κι έσκουζε κι έπεσε μπρούμυτα στο κρεββάτι κι έκλαιγε, όχι που λένε πως δεν κλαίνε οι άντρες!» Απόσωσε τη φράση της η κυρά Μαρία και, κοιτάζοντάς με εξεταστικά, περίμενε την αντίδρασή μου στο σοφό της επιμύθιο. Για να μη τη στενοχωρήσω «και βέβαια κλαίνε και οι άντρες κυρά Μαρία μου» της είπα, «αλλά πες μου, χάθηκε η μάνα μου, την ψάξανε δεν την ψάξανε...»

«Και πώς δεν τηνε ψάξανε γιέ μου; Στο σπίτι της πήρε τα μούτρα της και πήγε η γιαγιά σου, ρώτηξε τον εισαγγελέα, τίποτα, κι εκείνοι, γονείς λέει, να σου πετύχουν, που θέλουν να υιοθετούνε και παιδιά! Αμα ήταν έτσι, εγώ θα είχα εκατό μέχρι τώρα! Ο Θεός ξέρει πού τα δίνει τα παιδιά» σχολίασε πάλι χωρίς να καταλαβαίνει το οξύμωρο του σχολίου της. Το σχόλιο αυτό το προσπέρασα και η κυρά Μαρία συνέχισε με φόρα.

«Ναι, κι εκείνοι δεν ξέρανε τίποτα, την είχανε ξεγράψει είπαν στη γιαγιά σου και να μη τους ξαναχτυπήσει την πόρτα και το παιδί να το κάνει ό,τι θέλει, να το δώσει και στο Βρεφοκομείο, σκασίλα τους, έτσι της είπαν και της μαύρισαν την ψυχή. Βράχος όμως η γιαγιά σου, ψημένη γυναίκα, έτσι είναι οι πουτάνες βλέπεις, γνωρίζουνε πολλά στη ζωή τους και τα φέρνουνε πιο εύκολα βόλτα απο μερικές μερικές σαν και του λόγου μου, της εκκλησίας είμαι, το ξέρεις, αγνός άνθρωπος... Α! Το λοιπόν η γιαγιά σου γύρισε σπίτι και δεν είπε και πολλά τότε στο Δημάκο, έτσι τον έλεγε χαϊδευτικά τον προκομμένο το γιόκα της, μόνο του είπε πως να κοιτάξει να δουλεύει πιο συνετά, να μη κάνει κοπάνες γιατί απο δω και μπρος τα λεφτά που θα μπαίνουν στο σπίτι θα είναι τα δικά του, και να μη τα ξοδεύει αλλού γιατί θά ’μενε εκείνη σπίτι με το μωρό, την αφεντιά σου ντε, και πως θα μεγάλωνες και θα τους ξεκούραζες λέει, ευτυχώς που ήσουνα κι αγόρι». Εβαλε μια τελεία εδώ η κυρά Μαρία στη διήγησή της και, παρά την εγκράτειά της, μου ζήτησε να της βάλω ένα ποτηράκι ούζο, συμπληρώνοντας «για να πάνε κάτω τα φαρμάκια» με νάζι απαράδεκτο για την ηλικία, το ήθος και την όψη της, παραδεκτό όμως απο τα γεγονότα που αναπαριστούσε τόσο γλαφυρά.

«Η μάνα σου ήτανε όμορφη κοπέλα, πολύ όμορφη, απο κείνηνε πήρες, στο έχουν πει; Α! Και το άλλο, στο είπα πως όταν ήσουνα πέντε χρονώ ήρθε να σε δει και της κλείσανε την πόρτα; Η γιαγιά σου δηλαδή της την έκλεισε, ο πατέρας σου ήτανε στη φυλακή τότε για κάτι χρέη, κοίταζε κι αυτός να βγάλει με τη μία τα σπασμένα και όλο κι ανακατευόταν σε βρωμοδουλειές, ε, κάθε τόσο τον χώνανε μέσα. Της έκλεισε την πόρτα η γιαγιά σου η μακαρίτισσα και ήρθε το Ρηνάκι σε μένα να πει τον πόνο της, πως μπορούσε να σε πάρει τώρα κοντά της να σε φροντίσει, είχε σπίτι στο Κολονάκι, τρομάρα της, μεγαλοπουτάναρος είχε γίνει, πρόκοψε καλά κι αυτή, δε δούλευε με όποιον κι όποιον μου είπε, είχε ανοίξει και μια μπουτίκ και κονόμαγε κι απο εκει μπόλικο παραδάκι, και μπορούσε να σε μεγαλώσει τώρα κυριλέ, με τα όλα σου, να μη σου λείψει τίποτα, έτσι μου έλεγε τότε, και να κοιτάξω να καταφέρω την πεθερά της, ναι, πεθερά την έλεγε τη γιαγιά σου, να την καταφέρω με το πες πες να σε δώσει στη μάνα σου, γιατί ‘το παιδί με τη μάνα του πρέπει να μένει, έτσι δεν είναι κυρά Μαρία;’

‘Ναι, κούκλα μου’ της έλεγα, αλλά δεν είπα τίποτα σε κανένα, ούτε στη γιαγιά σου ούτε στον πατέρα σου, άσε που αυτόναν τον φοβόμουν κιόλας, επειδή δεν ήθελα να μπερδευτώ άλλο σ’ αυτή την ιστορία, δεν είχα δουλειά ανάμεσα στις πουτάνες, το είπα και στον πνευματικό μου και μου είπε πως πολύ καλά έκανα».

«Και μετά, τι έγινε μετά;» ρώτησα, αν και ήξερα την απάντηση. «Μετά, ε, τα ξέρεις καλύτερα απο μένα τι έγινε μετά. Μεγάλωνες, η γιαγιά σου, αν και πουτάνα αδήλωτη ήτανε κυρία, όλη η γειτονιά τό ’ξερε αλλά καταλάβαινε πόσο δύσκολο είναι να τα βγάζει πέρα μια γυναίκα μόνη της μ’ ένα γιο ανεπρόκοπο κι ένα μπασταρδάκι και κανένας δεν είπε ποτέ κακό λόγο για τη γιαγιά σου. Ποτέ. Και του λόγου μου ακόμα, που με ξέρεις τι θρήσκα είμαι και πόσο σεβαστικιά, ποτέ δεν τηνε κατηγόρησα, την έβλεπα και κάθε Τετάρτη απόγευμα που πήγαινε στην εξομολόγηση, αλλά την Πέμπτη ξανάβαζε άντρα στο κρεββάτι της, τι να πει κανείς... Θιοσχωρέστην τη φουκαριάρα! Τι τράβηξε κι αυτή η ψυχή! Κακότυχη γυναίκα, τόσες και τόσες πουτάνες, εκείνη βρήκε να σφάξει ο μαχαιροβγάλτης; Αλλά, το θέλημα του Θεού να μη το βάζουμε στο στόμα μας, έτσι; Κάθε ψυχή έχει το δικό της δρόμο να βρει τον Παράδεισο, και ο Θεός έστειλε στη γιαγιά σου το δρόμο της μάχαιρας ‘μάχαιρα έδωσες, μάχαιρα θα λάβεις’ που λέει και ο παπάς, το κουβέντιασα μαζί του και μου είπε πως σίγουρα η ψυχή της πήγε στον Παράδεισο μετά το φονικό. Να δεις πώς μου τό ’πε... εξαγνίστηκε. Αυτό. Αγια γυναίκα η γιαγιά σου η πουτάνα».

Κοπάνησε το ουζάκι της, καθάρισε και το πιάτο με τα κεφτεδάκια, το τζατζίκι το καταβρόχθισε σα σκέτο γιαουρτάκι, με καληνύχτισε θυμίζοντάς μου να μη ξεχάσω να φροντίσω το σπίτι, κι έφυγε τρέχοντας για το σπιτάκι της που στεκόταν ετοιμόρροπο κι αυτό μαζί με τα υπόλοιπα της γειτονάς, μια κουκίδα ιστορίας ανέπαφη ακόμα. Δε με ρώτησε τίποτα για τα δικά μου, της φάνηκε φαίνεται τελείως φυσικό που με είδε μετά από τόσα χρόνια, δέθηκε το νήμα της ζωής μας σα να μην είχε περάσει ούτε ώρα απο τότε που χαθήκαμε απο εκείνη τη γειτονιά ο πατέρας μου κι εγώ. Ημουν η μοναδική ευκαιρία να βγάλει απο μέσα της ότι την πίεζε κι αυτό δε χάλασε καθόλου τη διάθεσή μου, ίσα ίσα. Η διήγηση της κυρά Μαρίας, για όση ώρα κράτησε, με μετέφερε νοερά στο παρελθόν και με βοήθησε να λύσω μέσα μου απορίες που δεν είχαν εκφραστεί μέχρι τότε.

Εβγαλα το ηλεκτρονικό σημειωματάριό μου και σημείωσα με κεφαλαία «ΣΠΙΤΙ» για να δρομολογήσω τις εργασίες επισκευής του, σε ποιον να τις αναθέσω δηλαδή, μια και δεν είχα σκοπό να ασχοληθώ ο ίδιος βέβαια. Απο κάτω, σημείωσα κάτι ακόμα «Ειρήνη Ελεγκοπούλου, Κολονάκι» έτσι, για να υπάρχει μια απόδειξη πως είχα μια μάνα κι εγώ. Πλήρωσα το λογαριασμό αφήνοντας ένα γενναίο πουρμπουάρ στο γκαρσόνι που γούρλωσε τα μάτια και με τάραξε στις υποκλίσεις και στα «να μας ξανάρθετε», σηκώθηκα κι έφυγα ρίχνοντας πίσω μου βλέμματα νοσηρής νοσταλγίας. Τι είχα να νοσταλγήσω απο μια εποχή πίκρας και μιζέριας; Την παιδική μου ηλικία που δεν έζησα; Τη μάνα που το χάδι της δε γνώρισα; Τον πατέρα μου που τότε ήταν απών; Κι όμως, νοσταλγούσα τη γιαγιά μου την αδικοχαμένη και σκεφτόμουν πόσο θα ήταν χαρούμενη αν με έβλεπε τώρα, ένα νεαρό άξιο επιστήμονα, έξυπνο και καλοζωϊσμένο, όπως έλεγε εκείνους που τίποτα δεν τους λείπει και που το δέρμα του προσώπου και των χεριών τους μαρτυρά την καλοπέρασή τους.

Εφαγα δεκαπέντε μέρες με την υπόθεση της επιχείρισης του πατέρα μου, οι δικηγόροι του ήταν σαΐνια και τη ρευστοποίησαν ταχύτατα, μετά και απο τη δική μου πρόταση να τσοντάρω ένα πέντε τοις εκατό επιπλέον στο μερίδιό τους ανάλογα με την ταχύτητα διεκπεραίωσης. Εμεινα ικανοποιημένος και, μετά την οριστική πράξη, κατέθεσα έξι τοις εκατό στο λογαριασμό τους. Ημουν ένας δισεκατομμυριούχος νεαρός με όλο το μέλλον μπροστά μου, δε θα μου έλειπαν δα διακόσια εκατομμύρια, το ένα τοις εκατό της αξίας μιας επιχείρησης που δε με ενδιέφερε και ούτε ήθελα να μάθω ποτέ τίποτα για κείνη.

Ταχτοποίησα και το θέμα του παλιού σπιτιού αναθέτοντας τις εργασίες στη Ράνια, μια νεαρή αρχιτεκτόνισσα που είχα γνωρίσει προσφάτως, και μου έμεναν ακόμα πέντε μέρες μέχρι την ημερομηνία που έληγε η άδειά μου. Η απογραφή των αντικειμένων της βίλλας είχε τελειώσει και ένοιωθα εκεί μέσα σαν ξένος, παρ’ όλο που υπήρχαν γύρω μου όλα τα άψυχα και τα έμψυχα να μου θυμίζουν τη ζωή με τον πατέρα μου εκεί μέσα. Κάλεσα ένα μεσίτη και του ανέθεσα την πώληση συνολικά, σχόλασα τους υπηρέτες δίνοντάς τους επιπλέον αποζημείωση, δεν είχα κανένα λόγο να τσιγγουνευτώ, κι έκλεισα μια σουΐτα για ένα εξάμηνο στο Χίλτον. Εκεί μετέφερα τα απαραίτητα υπάρχοντά μου, ρούχα, βιβλία και τον καινούργιο μου υπολογιστή. Είχα σκοπό να επιστρέψω στις διακοπές των Χριστουγέννων για να φροντίσω την οργάνωση της ζωής μου απο δω και μπρος και δεν ήθελα να ψάχνω για διαμονή. Τη ζωή μου δε γινόταν να τη φανταστώ μακρυά απο την πατρίδα μου βλέπετε, ε, είχα όνειρα, τα κοινά όνειρα όλων των νέων αντρών για οικογένεια, γυναίκα και παιδιά. Οσο και να με είχαν πληγώσει οι γυναίκες, με τη μάνα μου πρώτη πρώτη, επέμενα να πιστεύω πως ο τομέας αυτός θα άλλαζε και θα εύρισκα κάποτε κι εγώ το τυχερό μου, το ταίρι που μου αναλογούσε στη ζωή.

Την προηγούμενη μέρα της αναχώρησής μου βγήκα απο το ξενοδοχείο και ανηφόρησα τη Γενναδίου προς το Κολονάκι. Επεσα πάνω στη Γεννάδιο βιβλιοθήκη και θυμήθηκα τις ώρες που είχα ξοδέψει εκεί μέσα μελετώντας παλιά συγγράμματα, έστριψα αριστερά στη Σπευσίππου, κατηφόρισα για λίγο τη Μαρασλή και βρέθηκα να περπατώ στην Πατριάρχου Ιωακείμ. Λίγο πριν το σινεμά Embassy, μια κουκλίστικη μπουτίκ τράβηξε το βλέμμα μου. Ηταν ένα μαγαζάκι κομψό με αντρικά είδη, όλα σινιέ, μοντέλλα ακριβά ευρωπαίων σχεδιαστών, απο καπνοσακκούλες και πίπες, μέχρι πουκάμισα και εσώρουχα. Μια καλοστεκούμενη γυναίκα καθόταν πίσω απο το ταμείο, ένα έπιπλο κομψό και διακριτικό, μια γυναίκα ξανθή με ένα φουλάρι φούξια στο λαιμό. Φορούσε γυαλιά, αλλά τα κατέβασε όταν συνέλαβε το βλέμμα μου να εξετάζει τη βιτρίνα και έκανε να σηκωθεί απο τη θέση της. Ηταν σίγουρα εκείνη, η μάνα μου δηλαδή. Εστριψα κι έφυγα πανικόβλητος μα ταυτόχρονα κι ευχαριστημένος που την είχα επιτέλους γνωρίσει, τι γνωρίσει, απλά ευχαριστήθηκα που είχα δει το πρόσωπό της, που είχε πλέον αποκτήσει μια εικόνα στη σκέψη μου. Απο δώ και πέρα θα ήξερα τι να θυμάμαι, ποια γυναίκα να θυμάμαι για μάνα μου. Κι αν δεν ήταν αυτή, ε, αυτή την απορία είχα όλο τον καιρό να τη λύσω στο επόμενο ταξίδι μου. Τώρα ήταν αργά για νέες ταραχές, το μόνο που επιθυμούσα ήταν να ηρεμήσει η ψυχή μου.

Μόλις γύρισα στην Ιταλία, το πρώτο που έκανα ήταν μια αίτηση απόσπασής μου στο Υπουργείο Εξωτερικών. Ηθελα κάπου να ριζώσω, και όχι απλώς «κάπου» έτσι αόριστα, ήθελα να ριζώσω στην Ελλάδα. Κάποιος μπορεί και να με χαρακτήριζε ως «γεροντομπασμένο» έτσι συντηρητικός που έδειχνα, ένας τελειομανής τεχνοκράτης ήμουν και η τελειομανία μου έσπαγε τα νεύρα των συνεργατών μου. Το μόνο που με γλύτωνε ήταν η ικανότητά μου να προσαρμόζομαι εύκολα και η παροιμιώδης ψυχραιμία μου, που η καρδούλα μου το ξέρει πόσο πραγματική είναι. Επιφάνεια είναι όλα τα θετικά σε μένα, μια επιφάνεια καλοδουλεμένη πάντως. Διατηρώ τον ίδιο χαρακτήρα μέχρι σήμερα, άλλωστε συμφωνεί κι η παροιμία που έλεγε η γιαγιά μου «πρώτα βγαίνει η ψυχή του ανθρώπου και μετά το χούϊ του». Η επιφανειακή αδιαφορία με έχει σώσει ως τώρα απο πολλές κακοτοπιές, είτε πρόκειται για δυσκολίες στην εργασία μου, βλέπε «ίντριγκες», τα συνηθισμένα δηλαδή που αντιμετωπίζει κάθε υπάλληλλος του δημόσιου τομέα, είτε για συναισθηματικά μπερδέματα, όπως συνηθίζω να λέω -μέσα μου πάντα- τις περιπέτειές μου με γυναίκες όταν προβλέπω πως δεν πρόκειται να οδηγήσουν πουθενά.



(συνεχίζεται)

1 Ιουλ 2006

Το γκλιιιιι-α-γλάκ

Σπρώχνω τα φύλλα μαρμαρένιας θύρας
-βαρύ το μάρμαρο μα ελαφροσκαλισμένο-
ανοίγει σαν αέρας
Περνώ στον άϋλο κόσμο του ονείρου
το μόνο αληθινό: των πεθαμένων.

Βρίσκω το σπίτι ανακαινισμένο
και τη γιαγιά και τον παπού και τη Βιτώρια
να περιμένουν

Μπαίνω στο σπίτι περασμένα μεσάνυχτα
όλοι είναι εκεί και χαίρομαι
να τους μιλώ να με χαϊδεύουν
Δε νοιώθω καθόλου κρύο είναι ζεστά
και το σπίτι είναι στη θέση του
μόνο που κάποιος μπέρδεψε τους αριθμούς
στην οδό Κανάρη
Και η εξώπορτα είναι μαρμάρινη τώρα
κι ελαφριά αντί ξύλινη και βαρειά
και δε βγάζει τον ήχο το χαρακτηριστικό
ένα μακρόσυρτο γκλιιιιι-α-γλάκ!

Ενας περίεργος ήχος
με κούραζε να τον ακούω παιδί
Πόσο στενοχωριέμαι τώρα
που δε θα τον ξανακούσω
Η εξώπορτα της αυλής πάει
η βαρειά ξύλινη πόρτα πάει
το γκλιιιιι-α-γλάκ τελείωσε.


29/09/2003/09:52