2 Δεκ 2007

Πόλεμος και Ειρήνη


Ο βασανιστής του Πύργου έσχιζε το δέρμα της πλάτης του ιππότη λουρίδες λουρίδες και κατόπιν τις τεμάχιζε καθέτως σε μικρούτσικα κομματάκια σαν ρύζι. Ο ιππότης υπέμενε το βασανιστήριο με καρτερία, βέβαιος ότι κάποτε θα τελείωνε -το βασανιστήριο ή η ζωή του.

Ο βασανιστής του Πύργου βαρέθηκε να βασανίζει τον σιωπηλό ιππότη. Δεν έβρισκε την ανταπόκριση που επιθυμούσε, ούτε μια κραυγή, ούτε μια οιμωγή, ούτε ένα παίξιμο βλεφάρων, τίποτε που να αποδεικνύει τον πόνο του τελοσπάντων.

- Αυτό το βασανιστήριο δεν έχει γούστο! κραύγασε ο βασανιστής και απεχώρησε από το θάλαμο των βασανιστηρίων.

Μόλις έφυγε ο βασανιστής, ο ιππότης ανασηκώθηκε και σύρθηκε προς τον ξύλινο πάγκο. Πεινούσε πολύ και διψούσε σαν ξεροπήγαδο. Πήρε λίγα από τα κομματάκια του δέρματός του και, με τη βοήθεια μιας χούφτας από το ρέον αίμα του, τα κατάπιε αμάσητα μονομιάς.

Σιγά σιγά, ξαναβρήκε τις δυνάμεις του, ορθώθηκε υποβοηθούμενος από το σπαθί του, το οποίο κατάφερε να αδράξει από το τσιγγέλι όπου κρεμόταν και όρμησε ακάθεκτος εναντίον των φρουρών της εισόδου του θαλάμου. Τους θέρισε και τους τρεις. Ούτε κιχ δεν πρόλαβαν να πουν. Κατόπιν, ημίγυμνος όπως ήτο ακόμη, βγήκε στην αυλή του Πύργου, όπου ο βασανιστής του καθόταν αμέριμνος και κάπνιζε την πίπα της Ειρήνης.

Η Ειρήνη στεκόταν παράμερα και κοιτούσε τα δρώμενα, εντελώς αποχαυνωμένη. Ο ιππότης έκανε μια βαθειά υπόκλιση έμπροσθέν της, κάτι ψιλομουρμούρησε όπισθέν της και, με μια σπαθιά, απέκοψε την κεφαλή του βασανιστή και απέδωσε την πίπα στη δεσποσύνη.

- Η πίπα σας δεσποσύνη Ειρήνη, είπε με άπταιστη γαλλική προφορά.

- Ευχαριστώ ιππότα, απάντησε εκείνη συμπληρώνοντας "φέρτε τώρα την περικνημίδα σας να τοποθετήσω το οικόσημό μου".

Ο ιππότης είχε ξεχάσει τις περικνημίδες του στο θάλαμο των βασανιστηρίων, έτρεξε γρήγορα λοιπόν να τις φορέσει. Η γδαρμένη του πλάτη πονούσε αφόρητα, αυτό όμως δεν τον εμπόδισε να φορέσει την αργυρή του πανοπλία, καθώς και να λάβει την περικεφαλαία κάτωθεν της μασχάλης του.

Καθώς πλησίαζε την ωραία Ειρήνη, εκείνη άρχισε να απομακρύνεται γοργά ανεμίζοντας τα αραχνοΰφαντα πέπλα της.

- Σταθείτε, σταθείτε, ω, Ειρήνη! της φώναξε απελπισμένα. Δεν θα μου απονείμετε το παράσημό μου; Δεν το κέρδισα δίκαια;

- Ουφ! κι εσείς και τα παράσημά σας! αποκρίθηκε η ωραία.

- Και γιατί "ούφ";

- Γιατί η πίπα είναι σπασμένη! Γι αυτό! έκανε με πείσμα.

- Και είναι δικό μου το φταίξιμο;

- Δεν με ενδιαφέρει ποιος φταίει, το αποτέλεσμα μετράει. Πηγαίνετε τώρα να πλυθείτε πριν μου απευθύνετε ξανά το λόγο.

"Πάρ' τα μαλάκα!" είπε ο ιππότης στον εαυτό του αυτομουτζωνόμενος. Μόλις είχε μάθει τι εστί Ειρήνη. Εκανε μεταβολή και ξεκίνησε για ένα καινούργιο πόλεμο.

Ταραράμ ταραράμ ταράμ ταράμ! οι σάλπιγγες ηχούσαν στο διπλανό βασίλειο προσκαλώντας τους ανά τον πλανήτη ιππότες να ζωστούν τα σπαθιά τους...



αναπαραγωγη απο εδω: -->>
http://rodiat4.blogspot.com/2006/08/94.html

Γλυκειά μου σαυρομμάτα



Οταν ήρθανε βιζαβί κι αντίκρυ, εκείνος πρόσεξε την πράσινη σαύρα που μπαινόβγαινε στα ρουθούνια της και αρκέστηκε σε ένα φλογερό φιλί, αν και ήθελε να την αρπάξει και να τη δαγκώσει σαν τρελός. Τα χείλια της ήταν κρύα, αλλά πώς να μην ήταν αφού η σαύρα τα πάγωνε κάθε τόσο με την ουρά της;

Φιλώντας τη, ένιωθε την ουρά να κινείται ανάμεσά τους και προσπάθησε καναδυό φορές να την αρπάξει με τα δόντια, αλλά μπερδευόταν με τη γλώσσα του και δεν το διακινδύνεψε. Εκείνη έμενε ακίνητη σαν άγαλμα και τον βασάνιζε η ιδέα μπας και είχε μείνει ξερή στα χέρια του. Της έδωσε ένα ελαφρύ μπατσάκι, το οποίο του ανταπέδωσε η σαύρα με τα νύχια της. Από το μάγουλό του έτρεξε αίμα και σταμάτησε να την φιλάει.

Απομακρύνθηκε και τότε είδε πως στα μάτια της φώλιαζαν άλλες δυο σαύρες, μαυροπράσινες και μονόφθαλμες. Αναψε το φακό του και είδε κι απο τα αφτιά της να κρέμονται δυο σαυρίσιες ουρές σαν σκουλαρίκια. Εσβησε το φακό τρομαγμένος. Του έφταναν οι σαύρες που έβλεπε με το φως του φεγγαριού.

- Εχεις σαύρες στα αφτιά σου, της είπε.

- Το ξέρω, του απάντησε εκείνη, δεν σου αρέσουν; Να τις βγάλω.

- Οχι, όχι, μη κάνεις τον κόπο. Μόνο πες στη σαύρα της μύτης σου να μη μπερδεύεται με τη γλώσσα μου.

- Η γλώσσα σου είναι ξύλινη; τον ρώτησε.

- Οχι, απ' όσο ξέρω είναι μια κανονική γλώσσα.

- Ελληνική δηλαδή;

- Μάλλον.

- Δεν έχεις άλλη γλώσσα; Καμμιά εγγλέζικη ας πούμε...

- Οχι, τη γλώσσα μου έδωσαν ελληνική!

- Α! Εχω πέντ' έξι γλώσσες καβάντζα, για παν ενδεχόμενον.

- Τι μου λες; Είσαι ένα μορφωμένο κορίτσι λοιπόν.

- Παραμορφωμένο, θα έλεγα...

- Εχεις δίκιο. Δεν φαντάζεσαι πόσο δίκιο έχεις.

- Ναι; Το πιστεύεις στ' αλήθεια;

- Φυσικά. Με τη σαύρα όμως τι θα γίνει; Θα με αφήσει να σε φιλήσω;

Εκείνη έβγαλε τη γλώσσα της και έσπρωξε τη σαύρα, να χωθεί ολόκληρη στη μύτη της, να μην εξέχει καθόλου και "έλα τώρα να φιληθούμε" του είπε, "δε θα μας ενοχλήσει κανείς".

Επεσε πάνω της, τη στρίμωξε στο χαμηλό μαντρότοιχο, άρχισε να τη φιλά και να την πασπατεύει, έτριβε το πρόσωπό του στα μάγουλα και στα μαλλιά της, κατέβαινε σιγά σιγά όλο και χαμηλότερα, μέχρι που έγινε κι αυτός μια καταπράσινη σαύρα και χώθηκε στον αφαλό της.

Μετά από λίγη ώρα ξημέρωσε. Ενας περαστικός νέος είδε ένα σωρό καταπράσινες σαύρες να μπαινοβγαίνουν ανάμεσα στους αρμούς μιας χαμηλής ξερολιθιάς. Πήρε μια πέτρα, την έριξε καταπάνω τους κι εκείνες εξαφανίστηκαν για λίγο.

- Χμμ, τη νύχτα που έχει πανσέληνο θά 'ρθω να σας κανονίσω σαυρούλες μου, είπε και συνέχισε το δρόμο του.

Ηταν πολύ βιαστικός. Είχε ραντεβού με τον οφθαλμίατρο. Μετά, έπρεπε να πάει και στο μάθημα των αγγλικών. Η δασκάλα ήταν πολύ αυστηρή και αν αργούσε θα έμενε απέξω.


αναπαραγωγη απο εδω: -->>
http://rodiat4.blogspot.com/2006/08/93.html

Μετάφραση στα γερμανικά απο Gerrit Monnartz:



Süßes Eidechsenauge

Als sie sich von Angesicht zu Angesicht gegenüber waren, bemerkte er die grüne Eidechse, die aus ihren Nasenlöchern kroch.  Er wollte sie schnappen und wie verrückt nach ihr beißen.  Stattdessen begnügte er sich mit einem heißen Kuss.  Ihre Lippen waren eiskalt, aber wie sollten sie auch nicht, kühlte die Eidechse sie doch immer wieder mit ihrem Schwanz.

Als er sie küsste, spürte er, wie ihr Schwanz sich zwischen ihnen hin und her bewegte und er versuchte auch ein- zweimal, ihn mit den Zähnen zu schnappen, aber er kam mit der Zunge durcheinander und riskierte das lieber nicht.  Sie blieb reglos wie eine Statue und er war in Sorge, dass sie vielleicht in seinen Händen noch in Ohnmacht fiele.  Er gab ihr einen leichten Klaps, den ihm die Eidechse mit ihren Krallen erwiderte.  Von seiner Wange rann Blut und er hörte auf, sie zu küssen. 

Er entfernte sich ein wenig von ihr und da sah er, dass in ihren Augen noch zwei weitere Eidechsen waren, grünschwarz und einäugig.  Als er seine Taschenlampe anmachte, sah er,  dass von ihren Ohren noch zwei weitere Eidechsenschwänze hingen – wie Ohrringe.  Erschrocken löschte er das Licht.  Ihm waren die Eidechsen genug, die man im Mondlicht sehen konnte.

-          Du hast Eidechsen in den Ohren, sagte er zu ihr.
-          Weiß ich, sagte sie zu ihm, gefallen sie dir nicht?  Dann zieh ich sie aus.
-          Nein, nein, mach Dir keine Mühe.  Sag nur bitte der Eidechse in deiner Nase, dass sie meiner Zunge nicht in die Quere kommen soll.
-          Ist deine Zunge aus Holz?, fragte sie ihn.
-          Nein, soweit ich weiß, ist das eine ganz normale Zunge.
-          Also eine griechische ?
-          Wahrscheinlich schon.
-          Hast Du denn keine zweite?  Eine englische oder so …
-          Nein, die Zunge, mit der ich spreche, ist eine griechische!
-          Ach!  Ich hab so an die sechs Zungen parat, für alle Eventualitäten.
-          Was du nicht sagst!  Da bist du aber qualifiziertes Mädchen.
-          Überqualifiziert würde ich sagen…
-          Das stimmt.  Du weißt gar nicht, wie Recht du hast.
-          Ja.  Glaubst du das wirklich?
Klar.  Aber mit der Eidechse, was wird jetzt mit der?  Lässt die mich dich küssen?
Da nahm sie ihre Zunge heraus und schob die Eidechse vollständig in ihre Nase zurück, so dass sie gar nicht mehr heraus sah.  Komm, jetzt küssen wir uns“, sagte sie zu ihm.  Jetzt stört uns niemand.“

Er beugte sich über sie, drückte sie gegen die niedrige Mauer, fing an, sie zu küssen und an ihr herumzufummeln, rieb sein Gesicht an ihren Wangen und in ihrem Haar und sie rutschten immer tiefer, bis das auch er eine grellgrüne Eidechse wurde und in ihrem Nabel verschwand.

Kurz darauf wurde es hell.  Ein vorbeikommender junger Mann sah eine Menge grellgrüner Eidechsen zwischen den Ritzen einer niedrigen Mauer herumkriechen.  Er nahm einen Stein, warf sie mitten in die Eidechsen hinein und sie verschwanden kurz.

Mmh, wenn die Nacht jetzt Vollmond hat, dann komme ich und nehme euch mir vor, Eidechsen!, sagte er und ging seines Weges.

Er war sehr in Eile.  Er musste noch zum Augenarzt.  Danach direkt zum Englischunterricht.  Die Lehrerin war sehr streng und wenn er zu spät käme, würde sie ihn gleich wieder nach Hause schicken.
 

ταξίδι με το πλοίο του χαμού



Απόψε θα σου πω για ένα καράβι,
ένα καράβι με λοστρόμο κουκουβάγια
με ναύτες γλάρους, τιμονιέρη αστακό,
γραμματικό ένα μπαρμπούνι με μουστάκια,
και καπετάνιο ένα σπάρο γελαστό.




Ταξίδεψα μακριά μ' αυτό το χάρο,
το σαπιοκάραβο το πράσινο απ' τις μούχλες,
πήγα στα πέρατα, στης γης τον αφαλό.
Δεν το μετάνιωσα και λέω σαχλαμπούχλες
για το νερό πως τάχα ήτανε θολό.

Απόψε θα ξεχάσω αυτό το πλοίο,
που με παιδεύει σαν βρικόλακας τις νύχτες,
το χαραγμένο με φωτιά μέσα στο νου.
Θα το ξεχάσω κι ας μετρούν οι λεπτοδείχτες
το πόσος χρόνος απομένει του χαμού.


αναπαραγωγη απο εδω: -->>
http://rodiat4.blogspot.com/2006/08/80.html

20 Νοε 2007

ο χορός της ασπρης σκιας


Καθόταν στο παγκακι με τη μουτζουρωμενη απο συνθηματα πλατη, στην ανατολικη πλευρα της πλατειας, κοντα στο περιπτερο και διπλα στην πινακιδα με το απαγορευτικό βελος προς τα δεξια. Ηταν ακόμα πολύ νωρις, ο ηλιος αργουσε να βγει ακομα, το ροδινο φως όμως χρωματιζε αυτή την παρατεταμενη ανοιξιατικη αυγη και διορθωνε την ασχημη διαθεση που ειχε ξεμεινει μαζι του, να του κανει παρεα, από το χτεσινο μεθυσι.

Καθοταν στο παγκακι αυτό -το αγαπημενο του- και κοιταζε χαμηλα, τα ξεγδαρμενα του αθλητικα παπουτσια με τα λυμενα κορδόνια, όταν μια ξαφνικη λαμψη αναταραξε το βλεμμα του και το αναγκασε να σηκωθει, μια λαμψη που ξεφυγε από τον απεναντι τυφλό τοιχο του φαρμακειου.

«Θα βγαινει πια ο ηλιος», σκεφτηκε, αλλα το βλεμμα δεν το ξεκολλησε από τον τοιχο κι όπως κοιταξε προσεκτικότερα παρατηρησε μια σκια που δεν υπηρχε προηγουμενως, ουτε ειχε λόγο να υπαρχει εκει περα, πανω στη λευκη επιφανεια που εμοιαζε σαν ξεβαμμενη πορτοκαλια τωρα το ξημερωμα.

Η σκια απλωνόταν αργα πανω στον τοιχο, όπως ενας λεκες από λαδι που διαπερνα ένα χοντρό υφασμα. Πραγματι, ο τοιχος αρχισε να μοιαζει με υφασμα! Ενα υφασμα παλλομενο, όμοιο με ιστιο καραβιου σε ελαφρυ ανεμο, σαν να ηταν το φαρμακειο πλεουμενο που αρχιζε να αρμενιζει απαλα, σαν ο αναμενόμενος ηλιος να ηταν αερακι, σαν οι πρωτες αχτινες να φερναν μαζι τους έναν αερινο παλμό.

Το βλεμμα του ειχε ακινητοποιηθει, ειχε κολλησει πανω σε αυτό το φαινομενο, η χρωματιστη ανασα του ηλιου, που θα ξεπρόβαλλε οπου να ’ναι, βουιζε κιόλας στ’ αυτια του και, στ’ αληθεια, ακουγε το βουητό της σκιας που φουσκωνε τον τοιχο που ειχε γινει πανι, κι όπως τεντωνοταν αυτό το πανι που προηγουμενως ηταν τοιχος από υλικό συμπαγες και σκληρό, ένα σωμα τυλιγμενο με γαζες ξεκόλλησε από πανω του.

Το σωμα δεν βγηκε απότομα, αλλα σιγα σιγα, ακολουθωντας έναν απαλο ρυθμό σαν από ιταλικη καντσονετα, οπου οι νότες αργοσερνονται και δημιουργουν μιαν ατμόσφαιρα θλιψης, ακομα κι αν εξιστορουν κατι χαρουμενο. Από όσο είναι σε θεση να θυμαται, πρωτα φανερωθηκε ένα πόδι, μετα ένα χερι, κατοπιν το άλλο πόδι, η κοιλια και το στηθος, που, σαν σε χορευτικη φιγουρα, τραβηξαν το άλλο χερι να φανερωθει μαζι με το κεφαλι που εμοιαζε τεραστιο.

Μολις το κορμι αυτό ξεκολλησε εντελως από τον τοιχο, ο τοιχος επαψε να είναι πανι και ξαναγινε σκληρός και το φαρμακειο σταματησε να πλεει και καρφωθηκε στα θεμελια της πολυκατοικιας. Για λιγες στιγμες, οσες ακριβως χρειαστηκαν στους διανομεις των πρωινων εφημεριδων να αφησουν τις στοιβες εξω από το περιπτερο της πλατειας, η σκια εμεινε ακινητη, λες για να περασει απαρατηρητη. Με το που εφυγε το φορτηγακι, η ασπρη σκια που εμοιαζε με κορμι αρχισε να λυνει τα δεσμα της και να προχωρει χορευοντας προς το μερος του.

Λικνιζοταν δεξια κι αριστερα αμολωντας λευκους επιδεσμους στον αερα κι οι επιδεσμοι αυτοι ειχαν τεραστιο μηκος κι εφταναν μεχρι τις ταρατσες των γυρω κτιριων, τυλιγόντουσαν στα καγκελα των μπαλκονιων, ανεμιζαν για λιγο και μετα γινόντουσαν αχνός, ελιωναν και αραιωναν σαν συννεφακια και όπως φτασαν στα δεντρα της μικρης πλατειας και τυλιξαν το μεσιανό κυπαρισι, τα περιστερια τρομαξαν και πεταρισαν αγουροξυπνημενα.

Εκεινος περιμενε σαν υπνωτισμενος καθιστός στο παγκακι του και δεν ηξερε αν επρεπε να φοβηθει, δεν ηξερε τι να φοβηθει, αν υπηρχε λογος να φοβηθει από μια σκια δηλαδη. Τι κι αν αυτή η σκια εμοιαζε με κορμι, τι κι αν χορευε και ξετυλιγε τις γαζες που ανεμιζαν και αραιωναν σαν συννεφακια, δεν επαυε να είναι μια απλη σκια. Τη στιγμη όμως που εφτασε μπροστα του και ενοιωσε την καυτερη ανασα της στο προσωπο του και τον τρυπησε το μαυρο της βλεμμα, βγαλμενο μεσα από το χαος του τεραστιου κεφαλιου, τοτε, τα χρειαστηκε!

Εκανε να σηκωθει από το παγκακι ξεχνωντας τα λυμμενα του κορδονια, επιασε το στηθος του που κοντευε να σπασει, ανοιξε τα χειλη που ειχαν ξεραθει σε μια προσπαθεια να κραυγασει την αγωνια του και τοτε ακριβως η σκια τον τυλιξε με τα λευκα της πεπλα που δεν επαυαν να ξετυλιγονται διαρκως αχνιζοντας τον αερα και τον σηκωσε ψηλα, «ελα να θαυμασουμε την ανατολη» ψιθυριζοντας του στο αυτι.

Ηταν προχωρημενο μεσημερι όταν τον σκουντησε ο περιπτερας να ξυπνησει. Τα παιδια που σχόλαγαν αυτή την ωρα βουιζαν σαν τζιτζικια τον Αυγουστο και το τριξιμο από τα λαστιχα του λεωφορειου που εκανε σταση αποτελουσε τη μοναδικη παραφωνια της στιγμης.

«Παλι σε πηρε ο υπνος στο παγκακι κυρ Ανεστη, σηκω να παμε να τσιμπησουμε τιποτα τωρα που αλλαζω βαρδια», του ειπε τρυφερα βοηθωντας τον να σταθει στα ποδια του και «α, δεσε τα κορδονια σου μη πεδικλωθεις» συμπληρωσε προστατευτικα.

Γουσταρε πολύ τον κυρ Ανεστη η παρεα του μεζεδοπωλειου και καθενας ενοιωθε την υποχρεωση να τον κερνα κάθε μερα κι από κατι. Κάθε μερα διηγόταν κι από μια καινουργια ιστορια φρεσκια φρεσκια. «Τοση φαντασια, που τη βρισκει» λεγαν με θαυμασμό, αλλα και με περιπαιχτικη διαθεση, γιατι εκεινος εμοιαζε μικρο παιδι.

Καθοταν με ευχαριστηση μαζι τους, γευοταν τους μεζεδες, τσουγκριζε το ποτηρακι του, ελεγε τις ιστοριες του, που οι αλλοι νομιζαν αποκυηματα φαντασιας. Πως θα μπορουσε να τους εξηγησει ότι οι ιστοριες του ηταν ολωσδιολου αληθινες; Να καλεσει μαρτυρες τα δεντρα και τα περιστερια της πλατειας; Αυριο να θυμηθει να κρατησει ένα κομματακι γαζα από τα πεπλα της σκιας που τον πηρε μαζι της στο πρωινο ταξιδακι, να το χωσει βαθεια στην τσεπη του και να τους το τριψει στη μουρη το μεσημερι για να μαθουν να τον πειραζουν!

12 Νοε 2007

το ευγενικο μαυρο τουβλακι




..θα μπορουσε να ειναι και "το σκληροτραχηλο μαυρο τουβλακι"..
(κλικ! να μεγαλωσει η εικονα)


Σε μια αυλη, πανω σ' ενα χαμηλο μαντρακι που χωριζει τα παρτερια με τα φυτα, βρισκεται ακουμπησμενο ενα μαυρο μικρο συμπαγες τουβλο. Οταν βρεχει, το μαυρο τουβλακι γυαλιζει στη βροχη, καθαρο, ξεπλυμενο απο τα χωματα.
Καπου καπου, το παιρνει ο κηπουρος απο εκει και το χρησιμοποιει για να στηριζει καποια καταβολαδα. Αλλες φορες, το παιρνει ο μικρος γιος της οικογενειας για να το τσουλησει στο χωμα σαν να ηταν φορτηγακι.
"Τουτ, τουτ!" φωναζει και το τσουλαει αναμεσα στα παρτερια, φορτωμενο με χωμα και ξυλαρακια. Καποιες φορες, το παιρνει το μαυρο τουβλακι ο μπαμπας για να στηριξει τη γκαραζοπορτα ή, αραια και που, το παιρνει η μαμα για να σπασει καποιο αμυγδαλο.

Το μικρο μαυρο τουβλακι δεν διαμαρτυρεται ποτε, ειναι ευγενικο, στεκεται οπου το βαλουν, δεν φερνει καμμια αντιρρηση. Και τα κιτρινωπα ή τα κοκκινωπα τουβλακια ειναι ευγενικα και καλοβολα, αλλα πιο ευαισθητα -για τουτο και χτισμενα.
Το μικρο μαυρο τουβλακι ειναι πιο βαρυ, πιο ανθεκτικο, για τουτο και το προτιμουν ολοι.

δυο παλια αστεια ποιηματακια



110. ΔΕΣΜΑ ΑΚΑΤΑΛΥΤΑ (Ο ΚΑΘΡΕΦΤΗΣ ΤΗΣ ΩΡΑΙΑΣ)


Το πέπλο σου αφήνεις να πέσει...
Γυμνή μένει η αιθέρια ύπαρξή σου.
Με δίχτυ σφιχτό το κορμί σου
στη λάγνα ψυχή μου έχεις δέσει!

Το πέπλο σου αφήνεις να πέφτει...
Τα μάτια σου, αστέρια θλιμμένα.
Λυπήσου, καλή μου, και μένα,
το λείο, ασημένιο καθρέφτη!

Το πέπλο σου αφήνεις και φεύγεις...
Γυμνός απομένω και μόνος.
Θα σπάσω! Φριχτός είν' ο πόνος,
ωραία μου, μη μ' αποφεύγεις!

Το πέπλο σου αφήνεις καλή μου...
Κοιτάξου εντός μου, για λίγο!
Εγώ, δεν μπορώ να ξεφύγω...
Με κλείνει καλά το γυαλί μου!

05-05-94/01:05


120. ΔΡΑΚΟΥΛΙΑΡΙΚΟ


Σαν το Δράκουλα σε είδα,
σαν μιά μαύρη νυχτερίδα
είχες τα φτερά απλωμένα
και με δάγκωσες και μένα!

Σαν το Δράκουλα πετούσες,
δόντια, μπέρτα κι άγριο βλέμμα...
Με κοιτούσες και γελούσες
και μου ρούφαγες το αίμα!


05-05-94/20:45


30 Οκτ 2007

Γλυκός θάνατος


Πήραμε το λεωφορείο με τον εραστή μου
Γελούσαμε τρισευτυχισμένοι
Μου ψιθύριζε λογάκια
και άγγιζε την πλάτη μου τρυφερά

Κάποια στιγμή, η ανάσα μου κόπηκε
- το βη-μα-το-δό...
πρόλαβα να ψελλίσω
κι έπεσα στο στέρνο του

Το λεωφορείο σταμάτησε,
εκείνος με κρατούσε σαν πούπουλο
κοιτάζοντας τα μάτια μου
που έμειναν ανοιχτά
Κάτι πήγε να πει,
«η βαλβίδα, η βαλβίδα!»
να φωνάξει «βοήθεια!»
αλλά ο λαιμός του είχε κολλήσει

Μαζεύτηκε κόσμος,
ήρθε η αστυνομία,
ο γιατρός με το νοσοκομειακό,
αλλά είχα κιόλας φύγει
Πετούσα μακριά
να χαρώ τον υπέροχο θάνατό μου

Εύχομαι στον γλυκό εραστή μου
έναν όμορφο θάνατο
στο στήθος μιας γυναίκας
που θα τον αγαπήσει πολύ
Το αξίζει


--------------------------
Συλλογή "σημαδεύω έρωτες για να μείνουν ζωντανοί"
_____________________
αυτή τη μικρή ιστορία την έζησα μέσα σε ένα (μισογεμάτο) λεωφορείο κάποια Κυριακή πρωί πριν από πολλά χρόνια.. είδα ένα ζευγάρι ηλικιωμένων ανθρώπων, πολύ χαρούμενων (όλο γελούσαν) και ελαφροντυμένων (ερχόταν άνοιξη) να περιμένουν στη στάση.. επιβιβάστηκαν και κάθησαν συνεχίζοντας να γελούν, ιδιαίτερα η γυναίκα έδειχνε πολύ χαρούμενη.. τα γέλια σταμάτησαν ξαφνικά, κάποιος έτρεξε στον οδηγό και κάτι του είπε, το λεωφορείο σταμάτησε χωρίς να υπάρχει στάση, ο οδηγός έτρεξε στο κοντινό περίπτερο να τηλεφωνήσει.. είχα μείνει άναυδη να κοιτάζω γύρω.. στη διπλή θέση όπου καθόταν το (πρώην) ευτυχισμένο ζευγάρι δεν τολμούσα να ρίξω το βλέμμα μου.. είχα ήδη δεί το πρόσωπο του άντρα, τόσο πελιδνό, ολόκληρο ήταν μια απορία.. Θόρυβος, αστυνομία, νοσοκομειακό, άσπρες μπλούζες και στολές.. τα υπόλοιπα, απλή επινόηση. Αυτά, για κάθε ενδιαφερόμενο.

18 Οκτ 2007

ΤΟ ΤΕΣΤ ΤΗΣ ΝΤΟΜΑΤΑΣ

ΤΟ ΤΕΣΤ ΤΗΣ ΝΤΟΜΑΤΑΣ (προσχέδιο για θεατρικό)

ΠΡΟΣΩΠΑ

1. Μάριον: θεια της Κάθριν και της Ντόροθυ (συγγραφέας) -> νικνέιμ: Sara
2. Τζώρτζης: υποψήφιος πατέρας (ζωγράφος) -> νικνέιμ: Straton
3. Κάθριν: υποψήφια μητέρα (κοινωνιολόγος)
4. Λαλέ: ανάδοχη μητέρα (γλύπτρια) -> νικνέιμ: Astride
5. Ντόροθυ: αδελφή της Κάθριν (γιατρός)
6. Σούζαν: μητέρα της Κάθριν και της Ντόροθυ
7. Γιόχαν Αμκοραντ: φίλος και πελάτης του Τζώρτζη
8. δόκτωρ Ντριού: ειδικός μαιευτήρας γυναικολόγος
9. Σέργιος: ειδικός ψυχολόγος
10. ....


ΥΠΟΘΕΣΗ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ


Η θεία Μάριον (Sara) γνωρίζει στο διαδίκτυο και επικοινωνεί συχνά μέσω Μessenger και ΡΙΜ με τον Τζώρτζη (Straton) ένα νεαρό ζωγράφο που περιμένει να γεννηθεί το παιδί του σε λίγες μέρες. Μεταξύ τους έχει δημιουργηθεί μια σχέση εμπιστοσύνης και αλληλλοεκτίμησης.

Ο Τζώρτζης κατάγεται απο την Πάτρα, μια πόλη της Πελοποννήσου όπου γνώρισε την Κάθριν κατά τη διάρκεια των σπουδών της. Εχει δεσμό με την κοπέλα αυτή, με την οποία υπεραγαπιούνται και έχουν αποφασίσει να αποκτήσουν παιδί.

Επειδή όμως η Κάθριν, η κοπέλα του, ετοιμάζει το διδακτορικό της στην εφηρμοσμένη κοινωνιολογία, αποφάσισαν να χρησιμοποιήσουν «δανεική μητέρα» ώστε να βρουν το μωρό έτοιμο μόλις η Κάθριν τελειώσει με τις εξετάσεις της και πάρει το ντοκτορά της.

Η «δανεική μητέρα» είναι η Λαλέ (Astride) με την οποία η θεία Μάριον επικοινωνεί επίσης στο διαδίκτυο και μαθαίνει την ιστορία του Τζώρτζη και απο μια άλλη πλευρά.

Η Λαλέ εξομολογείται στη θεια Μάριον ότι είναι τρελλά ερωτευμένη με το Τζώρτζη απο τα χρόνια των σπουδών της στη σχολή καλών τεχνών, όταν εκείνος ήταν βοηθός στο μάθημα του ελεύθερου σχεδίου και εκείνη πρωτοετής σπουδάστρια.

Η Λαλέ προέρχεται απο φτωχή οικογένεια και για να αποκτήσει οικονομική ανεξαρτησία έχει ήδη προσφέρει τη μήτρα της για τη γέννηση ενός παιδιού σε ένα πλούσιο ζευγάρι, τους Αμκοραντ, οι οποίοι είναι πελάτες του Τζώρτζη.

Απο αυτούς έμαθε ο Τζώρτζης για τη Λαλέ -ως «δανεική μητέρα»- και πρότεινε στην Κάθριν να αποκτήσουν παιδί με αυτό τον τρόπο, επειδή βιαζόταν να γίνει πατέρας και επειδή ήθελε οπωσδήποτε να ενώσει τα γονίδιά του με αυτά της αγαπημένης του Κάθριν.

Ο Τζώρτζης με την Κάθριν επισκέπτονται τη Λαλέ στο σπίτι της όπου συμφωνούν τις λεπτομέρειες (πότε, πού, πόσα) για το μωρό τους το οποίο θα κυοφορήσει εκείνη, αν συμφωνεί φυσικά. Η Λαλέ συμφωνεί χωρίς πολλή σκέψη και δέχεται να γίνει η επέμβαση εμφύτευσης του εμβρύου στη μήτρα της.

Σιγά σιγά όμως αναζωογονείται ο έρωτας που έτρεφε η Λαλέ για το Τζώρτζη και, όσο μεγαλώνει το έμβρυο, τόσο μεγαλώνουν τα τρυφερά της αισθήματα για εκείνον, καθώς και η ανάγκη εκπλήρωσής τους. Ετσι, αποφασίζει να κάνει το παν για να τον κατακτήσει.

Ο Τζώρτζης, κατόπιν συμβουλής του ειδικού ψυχολόγου Σέργιου, φέρεται τρυφερά προς τη «δανεική μητέρα» Λαλέ, εν γνώσει και της Κάθριν φυσικά. Η συμβουλή του ειδικού περιλαμβάνει τη συμπεριφορά και των δυο υποψήφιων γονέων προς τη «δανεική μητέρα», η Κάθριν όμως -εξαιτίας των σπουδών της- απέχει συχνά, δεν είναι τόσο τακτική στις επισκέψεις και φροντίδες προς τη Λαλέ, τις οποίες έχει αφήσει να ασκεί κυρίως ο Τζώρτζης.

Ο Τζώρτζης πάλι, στην προσπάθειά του να αναπληρώσει και το ρόλο της Κάθριν, υπερβάλλει και, με τον τρόπο αυτό, μπαίνει γερά στη ζωή της «δανεικής μητέρας» Λαλέ. Ψωνίζει, μαγειρεύει, περνά πολλές ώρες μαζί της καθημερινά, συζητούν πολλά θέματα, μαθαίνουν πολλά ο ένας για τον άλλον. Σε μια επίσκεψη μάλιστα, στα πλαίσια της εκδήλωσης τρυφερότητας εκείνου προς το αναμενόμενο βρέφος, ο Τζώρτζης χαϊδεύει -ξεκινώντας απο την κοιλιά- ολόκληρο το σώμα της Λαλέ και εκείνη του ανταποδίδει με στοματικό έρωτα.

Η θεία Μάριον συμβουλεύει τους δυο εραστές χωρίς να γνωρίζει πως πρόκειται για παιχνίδι που παίζεται σε βάρος της ανηψιάς της Κάθριν. Συμβουλεύει λοιπόν απο τη μια τη Λαλέ να διεκδικήσει τον άντρα που αγαπά και, απο την άλλη, τον Τζώρτζη να προτιμήσει τη γυναίκα που τον αγαπά περισσότερο, «ζωγραφίζοντας» με λέξεις το χαρακτήρα της Λαλέ.

Κάποια μέρα, η Κάθριν τηλεφωνεί στη θεία Μάριον και την παρακαλεί να παρίσταται στη γέννηση του μωρού της απο τη Λαλέ, μια και είναι υποχρεωμένη να βρίσκεται στην Πάτρα για να δώσει εξετάσεις για το διδακτορικό δίπλωμά της.

Η θεία Μάριον βρίσκεται σε μια οικογενειακή συγκέντρωση όπου συναντά το Τζώρτζη, την Κάθριν, την αδελφή της Ντόροθυ και τη μητέρα τους Σούζαν. Η Σούζαν διαφωνεί με τον τρόπο απόκτησης του εγγονού της και θυμώνει με την κόρη της Κάθριν αποχωρώντας συγχισμένη, ενώ η Ντόροθυ προφασίζεται διάφορα για να μην είναι παρούσα κατά τη γέννηση του μωρού έχοντας αναπτύξει συναίσθημα σφοδρής ζηλοφθονίας για την αδελφή της, την οποία φθονεί για την τόλμη της.

Η Κάθριν εξακολουθεί να αντιμετωπίζει την όλη κατάσταση σαν υπόθεση ρουτίνας και αναχωρεί για Πάτρα με τον εναέριο σιδηρόδρομο.

Η θεία Μάριον δέχεται μετά χαράς να παραστεί στη γέννηση του μωρού και συμπαραστέκεται στο Τζώρτζη, ο οποίος είναι ο μόνος που αγγίζεται συναισθηματικά απο το μυστήριο της γέννησης.

Περπατούν οι δυο τους (Μάριον και Τζώρτζης) προς την κλινική όπου θα γεννηθεί το μωρό και τότε η θεία Μάριον καταλαβαίνει μετά την διήγηση του Τζώρτζη, που της εξομολογείται τα συναισθήματά του για τη Λαλέ, ότι πρόκειται για τους διαδικτυακούς φίλους της Straton και Astride.

Η θεία Μάριον, χωρίς να αποκαλύψει την ταυτότητά της, κρατεί μια στάση που ξαφνιάζει το Τζώρτζη, προτείνοντάς του να κρατήσει εκείνη το νεογέννητο, αφήνοντάς τον ελεύθερο να ζήσει τον έρωτά του με τη Λαλέ. Οταν φτάνουν στην κλινική, το μωρό έχει ήδη γεννηθεί.

Ο Τζώρτζης πηγαίνει να συναντήσει τη Λαλέ και η θεία Μάριον πάει στο γραφείο του ειδικού γυναικολόγου για να κανονίσει τις λεπτομέρειες υιοθεσίας του μωρού απο εκείνη. Ο γυναικολόγος είναι μια έκπληξη για τη θεία Μάριον. Είναι ο παιδικός της φίλος Ντριού. Βρίσκουν μαζί ένα τρόπο να υιοθετήσουν το μωρό και να ξαναφουντώσουν το νεανικό τους έρωτα.

Ο τρόπος που προτείνει ο Ντριού είναι ένα ειδικό τεστ, το τεστ της ντομάτας. Με το τεστ αυτό αποδεικνύεται εύκολα και γρήγορα τίνος γονίδια υπερτερούν σε ενέργεια. Ο Ντριού έχει μια μικρή μανία ως επιστήμων, να προσθέτει δηλαδή και δικό του γονιδιακό υλικό σε κάθε επέμβαση που πραγματοποιεί, κάτι που προβλέπεται απο ειδικό νόμο. Ο Νόμος αυτός επιτρέπει το συμπλήρωμα γονιδιακού υλικού απο τον επιστήμονα που διενεργεί την επέμβαση με οικονομικό αντίτιμο μια έκπτωση της τάξης του 30% στο συνολικό κόστος της αμοιβής του. Ο γιατρός ενημερώνει σχετικά τους υποψήφιους γονείς, οι οποίοι συνήθως το δέχονται.

Ο δόκτωρ Ντριού έχει εφεύρει ένα ειδικό τεστ για τον εντοπισμό των δικών του γονιδίων με την αντίδραση του υλικού αυτού σε ντοματόζουμο. Εφόσον αποδειχτεί με το τεστ η υπεροχή της ενέργειας των δικών του γονιδίων, έχει δικαίωμα ο ειδικός επιστήμων να διεκδικήσει το γεννημένο πλέον παιδί αφού καταβάλλει την αμοιβή της «δανεικής μητέρας» αυξημένη κατά 50%.

Η τελευταία πράξη του έργου διαδραματίζεται στο αμφιθέατρο της κλινικής, όπου βρίσκονται συγκεντρωμένοι όλοι οι ενδιαφερόμενοι ο Τζώρτζης, η Κάθριν, η Λαλέ, η θεία Μάριον, η Σούζαν, η Ντόροθυ και ο δόκτωρ Ντριού. Καθένας αναπτύσσει τα επιχειρήματά του για την κατοχή ή την απόρριψη του μωρού. Το τεστ της ντομάτας πραγματοποιείται σε ένα μεγάλο δοχείο γεμάτο ντοματόζουμο, όπου ρίπτεται μια σταγόνα αίμα απο το μωρό. Αν το υγρό αναβράσει, σημαίνει ότι το γονιδιακό υλικό του δόκτορα υπερτερεί, οπότε το μωρό ανήκει στο δόκτορα, αν όχι, το μωρό παραμένει στο Τζώρτζη και την Κάθριν και το διαχειρίζονται όπως εκείνοι θέλουν, το κρατούν ή το δίνουν στη θεία, ή...

Το τεστ της ντομάτας πετυχαίνει, το ντοματόζουμο αναβράζει, οπότε το μωρό ανήκει στο Ντριού, ο οποίος αγκαλιάζει την αγαπημένη του Μάριον και όλοι τελικά αισθάνονται ευτυχείς και απελευθερωμένοι!..
..καθένας για τους δικούς του λόγους, τους οποίους έχει εκθέσει ήδη..

____________________
ΣΗΜ. το θεατρικό είναι μισογραμμένο.


9 Ιουλ 2007

Ερπετά

Το ποίημα «ερπετά» διαβάζεται συνέχεια, με μιάν ανάσα...

Ερπετά

ερπετά
ερπετά...
ερπετά
πτερωτά
έπεα πτερόεντα
ομορρύθμως ανυψούμενα
γοργά
γοργά
γοργόσυρτα ερπετά
υπεριπτάμενα
ωχ, το κεφάλι μου!
ωχ, κεραμίδα
σαύρα ή ποντίκι;
ερπετό
ερπετό
πτερωτό
ιεραπτέρυξ
άπτερος
με όνυχας και δέρμα
ολισθηρό
άτριχο δέρμα
δέρμα
χωρίς σάρκα
κατάσαρκα φορεμένο
κατάλευκο
ως νυφικό θροΐζον
φουρφουρίζον
ροδοπέταλα
και το άτι
πεταλωμένο
με σέλλα
και μασέλλα
τριζάτη
ο γαμπρός
ο κυρ-δεινόσαυρος
περιμένει
δεινόσαυρος μπαίνει
τυραννόσαυρος βγαίνει
και τα ερπετά παντού
ερπετά
ερπετά
ερπετά
δώρα κουβαλούν
και μπουμπουνιέρες
μπουμπουνίζει έξω
λες να βρέξει;
όχι, έχω κι άλλο γάμο
να πάω
στην Κυψέλη
και'γώ στο Κουκάκι
Τάκηηηη
χαιρέτησε τη νύφη!
Νύφη να σου πετύχει
στην τύχη
τη διάλεξε
ο κουμπούρας
ήτανε στην τάξη
ερπετό
ερπετό
πετιόταν
στο μάθημα
τίναζε το μαλλί
και το τσουλί
απ' το πίσω
θρανίο καμάρωνε
το δικό της ήταν κοντό
θύσσανος
ακαθόριστο
χρώμα
καροτόξανθο
καροτί
κιτρινόμαυρο
κάτι τέτοιο
τελοσπάντων
ουφ! Τα ξέρασα
μ' έτρωγ' η γλώσσα μου
τόσες μέρες
ερπετώδεις μέρες
και σκιώδεις
με χαλάσματα
και πόλεμο
και σαλαμάνδρες
στα πούπουλα
και στο ταβάνι
να κρεμάνε
τα συκώτια
μαζί με το δυόσμο
και το αίμα
να στάζει
σταγόνα
σταγόνα
και να ρέει
η ντροπή
μα ποιός την είδε
ποιός ξέρει
ντροπή
τι θα πεί
ερπετά
ερπετά
ήρθατε;
ΗΡΘΑΜΕ!
Το λογαριασμό
παρακαλώ!
666!
Ευρό-ξεβρό
δεν έχω
αλλά θα γίνει
κάτι
θα γίνει
θα βρω
θα βρεθεί
θα το βρούμε
στο πορτοφόλι
το δερμάτινο
δερμα σαύρας
νάτα τα ερπετά
πάλι
ερπετά
ανοιγόμενα
και συρόμενα
συρίζοντα
αλαλάζοντα
γοερώς
θρηνητικώς
αλλά ως χοίρος
σφαδάζων
ως οι σάλπιγγες
στην Ιεριχώ
κολυμπηθρόξυλο
όρθιο
δεν έμεινε
κι αλλού
κάπου εκεί κοντά
σ' ένα χωριό
μικρό χωριό
ένα μικρό
λουλούδι
σ' ένα μικρό χέρι
παιδικό χέρι
όχι ερπετού
όχι σαύρας
όχι χέρι με ρολόϊ
και πορτοφόλι
ούτε νύχια
βαμμένα νύχια
γαμψά
κόκκινα
με μαύρες καρδούλες
Βαλεντίνο
αγάπη μου
μιά φορά το χρόνο
ένα χέρι μικρό
θα σηκώσει το λουλούδι
την καρδιά
της μάνας του
και θα πληρώσει
το λογαριασμό
με το αίμα της...

14 Μαρ 2007

ΤΟ ΠΑΡΔΑΛΟ ΠΑΠΑΚΙ


Μιά φορά κι έναν καιρό, στην όμορφη αυλή ενός χωριατόσπιτου, ζούσε μιά παπιο-οικογένεια. Ο μπαμπάς Πάπιος, η μαμά Πάπια, και το παιδάκι τους το Λευκό παπάκι.

Ο μπαμπάς Πάπιος φορούσε ένα πράσινο παπιγιόν και, κάθε πρωί, πήγαινε στη δουλειά του τραγουδώντας παράξενα τραγούδια, που τα είχε μάθει στα νιάτα του, όταν σπούδαζε στο Παρίσι. Τα μεσημέρια κουβαλούσε μιά μεγάλη φουσκωτή τσάντα γεμάτη με τα ψώνια της ημέρας: Φρούτα, λαχανικά, ρύζι, μακαρόνια και μυρωδικά βότανα. Μόλις έφτανε κι άνοιγε την πόρτα του σπιτιού, τον υποδεχόταν η μαμά Πάπια μ’ ένα ηχηρό φιλί και στρώνονταν κι οι δυό τους στη μαγειρική, όπου ήταν πραγματικοί καλλιτέχνες! Μοσχομύριζε η γειτονιά όταν μαγείρευαν κι οι γείτονες περίμεναν πώς και πώς μιά πρόσκλησή τους σε γεύμα ή σε δείπνο τις γιορτινές μέρες.

Η μαμά Πάπια εργαζόταν στο σπίτι. Καθόταν στη ραπτομηχανή της και γάζωνε ποδιές και πιαστήρια για την κουζίνα. Είχε τα υφάσματα δίπλα της στο πάτωμα μέσα σ’ ένα πανέρι, απ’ όπου τα έπαιρνε ένα-ένα και τα μεταμόρφωνε σε πανέμορφα “είδη νοικοκυριού”. Μ’ αυτό το όνομα τα πούλαγε η αδελφή της η Παπουλίνα, που είχε το μεγάλο μαγαζί στην πλατεία.

Το Λευκό παπάκι ήταν μικρό ακόμα και πήγαινε στο σχολείο. Αυτό όμως δεν το εμπόδιζε να αναλαμβάνει κάποιες ευθύνες, όπως το να ψωνίζει κάθε μεσημέρι ψωμί για το σπίτι από το φούρνο της γωνίας.

Μιά μέρα όμως ο φούρνος ήταν κλειστός επειδή ο φούρναρης έλειπε γιατί είχε πάει στο χωριό του να φέρει αλεύρι από φρεσκοαλεσμένο σιτάρι. Ετσι, το Λευκό παπάκι έπρεπε να πάει σε άλλο φούρνο, πιό μακριά. Η μαμά Πάπια του έδωσε χρήματα και του είπε να πάει και νάρθει κατευθείαν, να μη χασομερήσει καθόλου και να προσέξει, να μη πιάσει κουβέντα με κανένα ξένο.

Το Λευκό παπάκι ήταν πολύ χαρούμενο που το εμπιστεύτηκαν οι γονείς του να πάει σε μιά τόσο μακρινή γειτονιά μόνο του και ακόμα πιό χαρούμενο που θα γνώριζε ένα καινούργιο τόπο. Ξεκίνησε λοιπόν, σφυρίζοντας δυνατά το αγαπημένο του τραγούδι “Μιά πάπια, μα ποιά πάπια” και περπατούσε κορδωμένο και περήφανο, με τη μεγάλη πορτοκαλιά τσάντα για το ψωμί να ανεμίζει σαν επαναστατική παντιέρα.

Οταν πλησίαζε στο φούρνο, αφού είχε θαυμάσει τα όμορφα μαγαζιά της μακρινής γειτονιάς, συνάντησε ένα άλλο παπάκι, το Παρδαλό παπάκι.

Το Παρδαλό παπάκι ήταν όνομα και πράγμα, που λένε, με φτερά σε όλα τα χρώματα και τις αποχρώσεις τους:
Είχε γαλαζοπρασινοκιτρινοπορτοκαλλόμαυρο λαιμό, πρασινοκαστανο-γκριζόασπρες φτερούγες και ασπρογαλαζοπρασινολιλά ουρά. Μόλις το Λευκό παπάκι αντίκρυσε το Παρδαλό παπάκι, έμεινε άφωνο και κοίταζε με θαυμασμό το απαράμιλλο αυτό θαύμα της φύσης.

“- Ε, τι με κοιτάζεις έτσι;” Ρώτησε το Παρδαλό παπάκι, συμπληρώνοντας στα γρήγορα: “Θέλεις να γίνουμε φίλοι;”
“- Και βέβαια θέλω!” Απάντησε το Λευκό παπάκι χωρίς να σκεφτεί.
“- Πάμε λοιπόν στο σινεμά, έχεις λεφτά;”
“- Πάμε! Και βέβαια έχω!” Κι έβγαλε από την τσέπη του τα χρήματα που του είχε δώσει η μανούλα του για ν’ αγοράσει ψωμί, αφού σκέφτηκε από μέσα του ότι θα πάει στο φούρνο μετά το σινεμά.

Μπήκαν λοιπόν τα δυό παπάκια στο σινεμά γελώντας με τα αστεία, που έλεγε το Παρδαλό παπάκι, μα όταν βγήκαν απ’ το σινεμά είχε κιόλας νυχτώσει κι ο φούρνος ήταν πλέον κλειστός. Το Λευκό παπάκι ήταν απαρηγόρητο.

“- Τι θα πώ τώρα στους γονείς μου;” Ρωτούσε και ξαναρωτούσε τον καινούργιο του φίλο, μα το Παρδαλό παπάκι είχε αλλού το νού του.
“- Ωραία ταινία, ε; Αξιζε τον κόπο! Να πάμε και την άλλη βδομάδα! Είσαι;” Ελεγε και ξανάλεγε χωρίς ν’ ακούει το πρόβλημα του φίλου του.
Πέρασαν λίγα λεπτά μέχρι να καταλάβουν τα δυό παπάκια ότι έλεγε το καθένα τα δικά του.
“- Εχεις γονείς; Πώς είναι να έχεις γονείς;” Ρώτησε το Παρδαλό παπάκι.
“- Ελα να σου δείξω!” Απάντησε το Λευκό παπάκι με αυτοπεποίθηση, έχοντας πάρει την απόφαση να παρουσιάσει το φίλο του στη μαμά Πάπια και τον μπαμπά Πάπιο. Ξεκίνησαν λοιπόν παρέα το δρόμο της επιστροφής.

Στην αυλή του χωριατόσπιτου ήταν όλοι ανάστατοι. Ο μπαμπάς Πάπιος και η μαμά Πάπια είχαν ξεσηκώσει όλους τους γείτονες να ψάχνουν για το παιδάκι τους που είχε χαθεί απ’ το μεσημέρι.

“- Σου είπα μη το στείλεις το παιδί στο φούρνο. Τί θα παθαίναμε μιά μέρα χωρίς ψωμί;” Φώναζε ο μπαμπάς Πάπιος.
“- Εσύ όλο λες πως μεγάλωσε και πρέπει ν’ αναλαμβάνει ευθύνες” Απαντούσε τσιριχτά η μαμά Πάπια.
“- Ωραία οικογένεια, ένα παιδί είχαν και το χάσανε!” Κουτσομπόλευε η κυρία Κοτούλα μαζεύοντας τα νυσταγμένα κοτοπουλάκια της κάτω απ’ τις απλωμένες της φτερούγες, μετρώντας και ξαναμετρώντας τα.

Ο κύριος Σκυλάκος και η κυρία Γατουλίνα ξέχασαν τις καθημερινές προστριβές τους και, παρατώντας τα μωράκια τους στη γιαγιά και στον παπού, έτρεξαν με προθυμία να βοηθήσουν να βρεθεί το άτακτο Λευκό παπάκι.

“- Από δώ θα πήγε!” Ελεγε ο κύριος Σκυλάκος.
“- Οχι βέβαια, μάλλον από ’κεί!” Απαντούσε η κυρία Γατουλίνα, έτοιμη να καυγαδίσει ξανά με τον προαιώνιο εχθρό της.
“- Αμάν, πιά!” Γρύλλισε η κυρία Γουρουνίδου. “-Περιμένετε λιγάκι ακόμα, πού θα πάει, θα γυρίσει το παιδί.” Ηταν μαθημένη από τα γουρουνάκια της που χάνονταν όλη μέρα παίζοντας στις λάσπες, μα το βράδυ ξαναγύριζαν για να κοιμηθούν στο σπιτάκι τους.

Σε μιά στιγμή, όταν ο μπαμπάς Πάπιος και η μαμά Πάπια ετοιμάζονταν να πάρουν τους δρόμους για να ψάξουν το μοναχοπαίδι τους, κοκκάλωσε όλη η αυλή: Στην αυλόπορτα φάνηκε ο κανακάρης τους και μάλιστα με παρέα!

“- Μανούλα μου! Πατερούλη μου! Παιδάκι μου!” Κραυγές χαράς, που τις διαδέχτηκαν δακρύβρεχτες αγκαλιές.

Οταν ηρέμησαν τα πνεύματα, κοίταξαν όλοι μαζί προς τη μισάνοιχτη αυλόπορτα, όπου στεκόταν το Παρδαλό παπάκι, στηρίζοντας όλο του το βάρος στο ένα του πόδι και στη σκουριασμένη κλειδωνιά. Απειλητικά βλέμματα έπεσαν πάνω του σαν αστραπές χωρίς βροντή.

Το Λευκό παπάκι έτρεξε κι αγκάλιασε το φίλο του με την κάτασπρη φτερούγα του.

“- Είναι το Παρδαλό παπάκι κι είναι φίλος μου και δεν έχει δική του οικογένεια, ούτε γονείς, ούτε τίποτα, δεν έχει κανένα στον κόσμο!” Είπε με μιά αναπνοή.
“- Το συνάντησα έξω απ’ το φούρνο και πήγαμε σινεμά και ήρθαμε εδώ μαζί για να του δείξω πώς είναι να έχεις γονείς και οικογένεια και γείτονες που σ’ αγαπούν και σε σκέφτονται!” Συνέχισε ακάθεκτο, κοιτάζοντας όλους τους παρευρισκόμενους με νόημα.

Η μαμά Πάπια, ο μπαμπάς Πάπιος, η κυρία Γατουλίνα, ο κύριος Σκυλάκος, η κυρία Κοτούλα κι η κυρία Γουρουνίδου πλησίασαν σιγά-σιγά το νεοφερμένο.

“- Τί όμορφα φτερά!” Είπανε μ’ ένα στόμα.
“- Θα μείνει μαζί μας!” Είπε πρώτη η κυρία Γουρουνίδου. “- Θα τρελλαθεί στο παιχνίδι με τα μικρά μου, κι από λάσπη άλλο τίποτα!”
“- Και βέβαια όχι! Μαζί μας θα μείνει!” Πήρε το λόγο η κυρία Γατουλίνα.
“- Εχω κι εγώ ένα παιδάκι χρωματιστό, θα ταιριάξουν πολύ!”
“- Μα, τί λέτε τώρα; Το παιδί χρειάζεται ασφάλεια και ποιός μπορεί να του προσφέρει περισσότερη σιγουριά από μένα;” Είπε ο κύριος Σκυλάκος.
“- Δεν βλέπετε πως το παιδί μοιάζει σε μας; Εχει φτερά πολύχρωμα, είναι φτυστό η μαμά μου, μαζί μας θα μείνει κι από ασφάλεια, άλλο τίποτα!” Κακάρισε η κυρία Κοτούλα επιδεικνύοντας τα μικρά της που έτρεχαν συνέχεια μαζί της χωμένα κάτω απ’ τις πελώριες φτερούγες της.
“- Είναι φίλος μου, εγώ το βρήκα το Παρδαλό παπάκι, είμαι μόνο μου, δεν έχω αδελφάκι, μπορούμε μανούλα μου, μπορούμε πατερούλη μου, θέλω πολύ να το πάρουμε στο σπίτι μας!” Το Λευκό παπάκι κοίταξε με δάκρυα στα μάτια τους γονείς του.

Τότε ο μπαμπάς Πάπιος πήρε το λόγο:

“- Το Παρδαλό παπάκι δεν μίλησε καθόλου μέχρι τώρα. Πές μας, τί θέλεις λοιπόν μικρέ μου; Αν μείνεις με την κυρία Γουρουνίδου θα κυλιέσαι στη λάσπη όλη μέρα με τα γουρουνάκια της, αν μείνεις με την κυρία Γατουλίνα θα σκαρφαλώνεις με τα γατάκια της πάνω στη μουριά, αν μείνεις με τον κύριο Σκυλάκο θα μάθεις αυστηρή πειθαρχία, αν μείνεις με την κυρία Κοτούλα θα ζείς κάτω απ’ τις φτερούγες της μέχρι να μεγαλώσεις, αν μείνεις μαζί μας θα πηγαίνεις στο σχολείο μαζί με το Λευκό παπάκι και θα βοηθάς στις δουλειές του σπιτιού, αν πάλι προτιμάς να συνεχίσεις να μένεις μόνο σου στο δρόμο, σου λέω πως αυτό είναι πολύ επικίνδυνο.”
“- Τώρα κατάλαβα τί θα πεί να έχεις οικογένεια και φίλους και γείτονες!” Μίλησε επιτέλους το Παρδαλό παπάκι.
“- Είναι πολύ σπουδαίο να υπάρχουν κάποιοι που ανησυχούν για μένα, που με σκέφτονται και με φροντίζουν. Θέλω να μείνω μαζί σας, θέλω να παίζω με όλους, θέλω να μάθω τις συνήθειές σας, θέλω να διδαχτώ απ’ τη σοφία σας, θέλω όμως και να πάω στο σχολείο μαζί με το φίλο μου και ν’ αναλάβω κι εγώ να σας φροντίζω όπως κι εσείς θα με φροντίζετε.”
“- Ααααχ!” Εβγαλαν όλοι έναν αναστεναγμό ανακούφισης κι η κυρία Γουρουνίδου καληνύχτησε και προχώρησε προς το σπιτάκι της. Το ίδιο έκαναν με τη σειρά τους η κυρία Κοτούλα και η κυρία Γατουλίνα. Ο κύριος Σκυλάκος έμεινε παραπίσω για να συζητήσει λίγο με το μπαμπά Πάπιο περί της ανατροφής του μικρού.

Γύρω στα μεσάνυχτα πλέον, είχαν μαζευτεί όλοι οι κάτοικοι της αυλής στα σπιτάκια τους και ροχάλιζαν μακαρίως στα κρεββάτια τους, κάτω απ’ τις μαλακές τους κουβερτούλες, τα πλουμιστά τους φτερά ή το παχουλό τους δέρμα. Το Παρδαλό παπάκι με το κεφαλάκι κάτω απ’ την πλουμιστή του φτερούγα κοιμόταν δίπλα στο φίλο του περιμένοντας την καινούργια μέρα, τη μέρα που θα ξεκινούσε μιά νέα ζωή γεμάτη αγάπη…

21 Φεβ 2007

Rodia's blog manufacture




Ενημερώνω τους επισκέπτες αυτού του τόπου για την παρουσία μου στο διαδίκτυο, που υπάρχει αναλυτικά σε post στο blog μου taparaponasas stoMIXER




26 Ιαν 2007

Τρώω φύκια





Τρώω φύκια
σκουλήκια ραδίκια
τρώω σαύρες
κατάμαυρες λαύρες
τρώω πόνο
πονόδοντο μόνο
κάνω φόνους
φονεύοντας χρόνους
σφάζω νότες
ημιτόνια τόνους
παύλες σπάζω
αήττητος στάζω
τρεις τελείες
στρωτές παραλίες
με την άμμο
παράγγειλα γάμο
μέλι πίνω
ελιές καταπίνω
τουαλέτα
δεν πάω ποτέ μου
την αράζω
στο γκρι καναπέ μου
κι άλλα φύκια
ζεστά ξεραμένα
έλα τώρα
σε μένα σε μένα
να σου δώσω
το γκρίζο ποτό μου
αίμα γκρίζο
τουφέκι επ ώμου
το πιστόλι
το έχω στην τσέπη
όταν πρέπει
θα βγει, όταν πρέπει.



Ελα τώρα
να δεις άσπρη ώρα
έλα πάλι
να μπεις στο τσουκάλι
έλα φύγε
τη σκέψη μου πνίγε
έλα φτύνε
ξανάλα και μείνε
μείνε μείνε
τι ώρα να είναι
είναι ώρα
που φτάνουν τα δώρα
δώρα σπάνια
μεσάτα καφτάνια.



Ελα φόρα
το γκρι το δικό σου
να ταιριάζει
στο γκρί εαυτό σου
πώς σου μοιάζει
το γκρίζο ατλάζι
ατλαντίδα
ψηλή συναγρίδα
παγωμένη
στον πάγο πνιγμένη
βάλε φύκια
ραδίκια, σκουλήκια
να σε ψήσω
να καταβροχθίσω
την ουρά σου
τα μαύρα φτερά σου
γκρίζα λέπια
να βγάλω στη μούρη
είμαι ψάρι
με λένε λιγούρι.





------------------------
ΣΗΜ. Οταν η ροδιά θύμωνε, γινόταν δεινόσαυρος. Σιγά σιγά, κατάλαβε ότι δε χρειάζεται να μεταμορφώνεται και ότι όλα επιτρέπονται -σαν τα όνειρα.


12 Ιαν 2007

ΠΡΟΓΕΥΣΗ ΘΑΝΑΤΟΥ




Μαζί φοβόμαστε το θάνατο.
Κάθε βδομάδα που περνά
μας φέρνει πιο κοντά του.

Στον έρωτα τον ξεχνάμε:
είναι σα να πεθαίνουμε παρέα.
Μετά, τον ξαναθυμόμαστε και γελάμε.

- Θα κάνω ωραίο λείψανο, μου λέει,
μη παραλείψεις να με φωτογραφήσεις.
- Μου το χτυπάς πως δεν έχω φωτογένεια,
                                        -παίζω τη θυμωμένη-
επαφίεμαι στην τέχνη σου να με αναδείξεις!
...και στην καλή σου μηχανή -συνεχίζω.

- Ο έρωτας είναι μια πρόγευση θανάτου, λέει.
- Ο θάνατος είναι το επιδόρπιο του έρωτα, απαντώ.

και σκάμε ξανά στα γέλια!



--------------------------
Συλλογή "σημαδεύω έρωτες για να μείνουν ζωντανοί"