- Πόσο μακριά είναι το χωριό μπάρμπα;
- Δυο τσιγάρα δρόμο.
Υποθέσαμε ότι θά'ταν κανα τέταρτο της ώρας, άντε είκοσι λεπτά, άντε το πολύ κάνα μισάωρο, αλλά το χωριό απείχε πάνω από δυο ώρες περπάτημα. Πάνω στο μουλάρι καθισμένος ο Γιάννης με το στραμπουληγμένο πόδι, το σκοινί το κράταγα εγώ επειδή σε μένα είχε εμπιστευτεί το ζωντανό η κυρά του και μου είχε δώσει οδηγίες πώς να του κραίνω μην αγριέψει, πίσω ακολουθούσαν οι δυο άλλοι συμφοιτητές.
- Πολύ αραιά τα καπνίζει τα τσιγάρα του ο μπάρμπας, είπε ο Γιάννης όταν πέρασε το πρώτο ημίωρο και δεν φαινόταν ούτε καπνός από χωριό, εκεί πάνω στις ερημιές της παραμεθορίου.
- Τι σε νοιάζει εσένα; Σάμπως περπατάς; Σαν μπέης έχεις κάτσει πάνω στο μουλάρι, τι να πούμε κι εμείς; είπε ένας εκ των δύο ακολούθων του μπέη, ο πιο ευαισθητούλης Κωστής.
- Για σας το λέω... μουρμούρισε ο Γιάννης.
Περπατούσαμε στη λασπουριά, σχεδόν αμίλητοι, χωρίς τα γέλια και τα πειράγματα των περασμένων ημερών. Οι γαλότσες βαριές, τίναζαν λάσπη στο κάθε βήμα. Ο πιο ευαίσθητος Κωστής φόραγε σκαρπίνια. Τις πρώτες μέρες τα πρόσεχε σαν και τί, όλο τα καθάριζε και τα ξελάσπωνε κάθε πέντε βήματα, αλλά μετά το πήρε απόφαση και πλατσούριζε πιο πολύ κι από μας τους υπόλοιπους. Εκανε σαν το άτακτο παιδάκι που ξέφυγε από την προσοχή της μαμάς του.
- Να το χωριό! είπα μόλις ξεχώρισαν μακριά, στον απέναντι λοφίσκο, ανάμεσα σε συννεφένιους καπνούς, μερικές γκρίζες πέτρινες στέγες.
- Ναι, αυτό θά'ναι! αλλά είναι μακριά ακόμα...
- Να ρωτήσουμε το παιδί.
Στο δρόμο, που ο θεός να τον κάνει δρόμο, φάνηκε νά'ρχεται ένα παιδί πάνω σε ένα άλογο. Το ρωτήσαμε και είπε ότι «όχι, δεν είναι αυτό το χωριό που ζητάτε, σε ένα τσιγάρο δρόμο θα πρέπει να κόψετε αριστερά», ο Γιάννης ρώτησε πόσο βαστάει ένα τσιγάρο στα μέρη του, είπε «δεν έχω ρολόι πατριώτη» και χάθηκε καλπάζοντας.
Δεν χρονομέτρησα σε πόση ώρα πέσαμε στου δρόμου τη διχάλα, πάντως στρίψαμε κατά τις οδηγίες. Κάτι στέγες κεραμιδένιες φάνηκαν χαμηλά μπροστά μας.
- Επιτέλους! ανέκραξε ο μέχρι εκείνη τη στιγμή αμίλητος Νίκος, ο κρητικός που τό'παιζε σκληροτράχηλος και κουβάλαγε το σακκίδιο στην πλάτη. Δεν ήθελε να το φορτώσει στο μουλάρι, όπως είχαμε κάνει εμείς, γιατί «εδώ μεσα έχω το ημερολόγιό μου», όπως είχε πει.
- Ναι, αυτο θα είναι.. μακάρι να είναι αυτό! φώναξε ο Κωστής πηδώντας άγαρμπα μεσα σε μια λακκούβα και τινάζοντας μπόλικα νερά.
Το μουλάρι τρόμαξε και, παρά τα "ότch ότch" που του απηύθηνα με καθησυχαστική φωνή κατά τις οδηγίες της κυράς του, πέταξε κάτω το Γιάννη που στραμπούληξε και το άλλο πόδι, και όρμησε τρέχοντας σαν τρελλό μαζί με τα σακκίδια προς το άγνωστο. Σηκώσαμε τον πολλαπλώς τραυματία με προσοχή, τον ξελασπώσαμε όσο γινόταν και, βαστώντας τον προσεχτικά οι άλλοι δυο από τις μασχάλες, προχωρούσαμε πλέον σαν τον κάβουρα προς την κατηφόρα μέχρι που φάνηκε ξανά το παιδί με το άλογο σαν από μηχανής θεός.
- Τι έγινε πατριώτες; ρώτησε, απαντήσαμε τα περί φυγής εν εξάλλω του ζωντανού, μας είπε «μην ανησυχείτε, περιμένετε εκεί που είστε» και σε λίγα λεπτά γύρισε θριαμβευτικά σέρνοντας το μουλάρι πίσω από το άλογό του.
Ξαναφορτώσαμε το Γιάννη που βογγούσε πάνω στο ζώο και κινήσαμε προς το στόχο μας. Μισό τσιγάρο δρόμος απόμενε, τί στο καλό, κάποτε θα φτάναμε! Και φτάσαμε.
Νεστόριο Καστοριάς, πριν από πολλά πολλά χρόνια. Ενας φούρνος που από πάνω είχε Χάνι. Με δυο δωμάτια κι ένα φαρδύ διάδρομο με τέσσερα κρεββάτια σκεπασμένα με χοντρές βελέντζες. Το ένα δωμάτιο το είχε ο δάσκαλος. Ηρθε η χανιτζού και απεφάνθη «τα πιδιά στού δουμάτιου κι του κουρίτσ' στου διάδρουμου», εγώ εξανέστην κι έβαλε ένα απο τα κρεββάτια του διαδρόμου στο δεύτερο δωμάτιο. Ισα που χώραγε, σκέπαζε και το τζάκι και θα ψοφάγαμε στο κρύο, αλλά "ανάγκα και θεοί πείθονται". Κανείς δε μπορεί να τά'χει όλα σε αυτή την παλιοζωή.
Το φαγητό ήταν εξαιρετικό, μοσχαράκι ντόπιο, ραγού μαγειρεμένο στη γάστρα. Κάναμε τη βόλτα μας και είδαμε πινακίδες μικρές σε κολώνες και σε δέντρα να διαφημίζουν τη βραδινή εκδήλωση «ΣΗΜΕΡΑ ΣΑΒΒΑΤΟ ΒΡΑΔΥ ΤΑ ΟΡΓΑΝΑ ΣΤΟ ΜΑΓΑΖΙ ΤΟΥ ΤΑΚΗ» και είπαμε να πάμε να δούμε. Και πήγαμε και είδαμε και ακούσαμε. Δεν έπεφτε καρφίτσα. Ολο το χωριό παρόν. Καθήσαμε, τιμής ένεκεν, στο τραπέζι του γραμματέα της κοινότητας. Κοψίδια κοψίδια κοψίδια και τσίπουρο, αλλά τότε δεν έπινα -ούτε κάπνιζα- ήμουν καλό κορίτσι. Τα όργανα βαρούσαν γερά, βαλσάκια και ταγκά με κλαρίνα και βιολιά. Σηκώθηκαν μερικές κυρίες με δαντελωτούς γιακάδες και βαρύτιμα σκουλαρίκια και χόρεψαν με τους συζύγους -τι χορός, ένα περα-δώθε ήταν, ένα σκαμπανέβασμα πάνω σε ψηλοτάκουνα όπου ισορροπούσαν βαριά σώματα ποτισμένα με βαριά αρώματα και οι καπετάνιοι να συγκρατούν τις γαλέρες μη ντεραπάρουν. Τελοσπάντων, σε λίγο άλλαξε το σκηνικό, τα κλαρίνα και τα βιολιά βρήκαν το δρόμο τους, ένας φαντάρος -ο Σελίμ απο την Ξάνθη, ένα πανύψηλο παληκάρι- σηκώθηκε και χόρεψε ένα χορό που δεν λέει να ξεκολλήσει από τη μνήμη μου και αν υπάρξει ποτέ ένας αποκρυπτογραφητής εγκεφάλων θα μπορέσω να τον μοιραστώ ευχαρίστως. Ολοι φωνάζαν «ζήτω ο τούρκος» και «ένα τσιπουρο στον τούρκο» κι από τα πολλά κεράσματα το παληκάρι θά'γινε ντέφι. Παραπάταγε όταν σηκωθήκαμε να φύγουμε, «γιατί φεύγετε;» ρώτησε ο κ. γραμματέας «πρέπει να σηκωθούμε πολύ νωρίς το πρωί» απαντήσαμε «μα γιατί; αύριο είναι Κυριακή» επέμενε και του εξηγήσαμε ότι πρέπει να τελειώσουμε τη δουλειά μας και να φύγουμε γιατί μας περιμένει ο κύριος καθηγητής και δεν επέμενε άλλο. Πώς να του εξηγούσαμε ότι δεν αντέχαμε το πολιτιστικό σοκ;
Πίσω στο Χάνι λοιπόν, όπου βρήκαμε το ένα από τα κρεββάτια του διαδρόμου φουσκωμένο να σκάει στο κλάμμα. Κάποιος βρισκόταν κάτω από τις βελέντζες. Ο πιο θαρραλέος -ο κρητικός, φυσικά- πλησίασε και σήκωσε λίγο τα σκεπάσματα. Από κάτω φάνηκε να ξεπροβάλλει ένα αγορίστικο μουτρο αναψοκοκκινισμένο, ξανθόμαλλο με ανοιχτογάλανα μάτια που είχαν γίνει κόκκινα από το κλάμμα. Τα αγόρια τον περικύκλωσαν, κάθισαν στις βελέντζες, άκουγαν την ιστορία του και τον παρηγορούσαν. Μπηκα στο δωμάτιο να προλάβω να ξεντυθώ να πέσω για ύπνο. Κοιμήθηκα αμέσως σαν ξερή, «η μέρα είχε πολλές συγκινήσεις που με είχαν κουράσει», όπως θα έγραφε σύγχρονη μυθιστοριογράφος του συρμού.
Το άλλο πρωί έμαθα τα καθέκαστα για τον κλαψιάρη νεαρό. Είχε έρθει, λέει, από το χωριό του, λέει, για να παντρευτεί, λέει, αλλά βρήκε την κοπέλλα που θα παντρευόταν, λέει, να έχει παντρευτεί έναν άλλον, λέει, την περασμένη Κυριακή και έτσι, λέει, θα πήγαινε να παρουσιαστεί φαντάρος χωρίς να παντρευτεί, λέει. Ηταν βοσκός, μόλις δεκαοχτώ χρονών, δυο χρόνια μικρότερος από μας. Τον ρώτησαν «γιατί θες να παντρευτείς τόσο μικρός; την αγαπούσες; γιατί κλαίς;» και απάντησε «για να φυλάει τα πρόβατα όσο λείψω στο στρατό, όχι, δεν την ξέρω καν, ο κουμπάρος μου τη βρήκε, κλαίω που με γέλασε ο κουμπάρος και τώρα δεν προλαβαίνω να βρω άλλη» κι έτσι έμαθα μια νέα παράμετρο των ανθρώπινων σχέσων, πολύ μακριά από τα ρομαντικά μυθιστορήματα που γνώριζα ίσαμε τότε.
Στο επόμενο χωριό ξέχασα τη φωτογραφική μου μηχανή στο σπιτι του παπά του χωριού, αλλά αυτή είναι άλλη ιστορία, όπως άλλη ιστορία είναι και εκείνη όπου φιλοξενηθήκαμε στο σπίτι του ντόπιου ΤΕΑτζή με ντουφέκια κρεμασμένα πάνω από τα κεφαλάρια των κρεββατιών των στρωμμένων με λινά γαλάζια υπέροχα σεντόνια.
______________________
ΣΗΜ.1. ανέβηκε πριν από λίγο εδώ.
Διαίρεσις λαού επετεύχθη. Στοπ.Τσιγάρο στοπ. Στοπ.
ΣΗΜ.2. ακούστε και το παλιό σατιρικό τραγουδάκι μου για το θέμα:
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου