27 Φεβ 2006

Ο Χάρος και το κοριτσάκι

ΕΙΚΟΝΑ:

Ο Χάρος κάθεται σε μια πάνινη πολυθρόνα έξω απο το καλυβάκι του. (Στατική εικόνα) Γύρω, η φύση ανθισμένη. Δέντρα, λουλούδια, πουλιά τραγουδούν γλυκά, ένα ρυάκι τρέχει αφήνοντας ένα δροσερό ήχο. (επανειλημμένα ΖΟΥΜ σε λεπτομέρειες) Ενα κοριτσάκι περνά χοροπηδώντας. (Μακρινό πλάνο που σιγά σιγά γίνεται κοντινό) Φορά κορδέλα ροζ στα μαλλάκια του, που ανεμίζει σα χαρταετός. (ΖΟΥΜ στα μαλλάκια) Είναι ξυπόλητο. (ΖΟΥΜ στα ποδαράκια) Πλησιάζει προς την πάνινη πολυθρόνα και σταματά μπροστά της. (Πολυθρόνα-πλάτη, κοριτσάκι ανφάς) Κατά τη διαρκεια του διαλόγου που ακολουθεί, διαγράφονται καθαρά οι εκφράσεις του προσώπου του μικρού κοριτσιού.

ΔΙΑΛΟΓΟΣ:

Κορ: Ποια είσαι εσύ;

Χαρ: Εγω είμαι ο Χάρος μικρό μου.

Κορ: Μπα; Φαίνεσαι γυναίκα.

Χαρ: Οχι, δεν είμαι γυναίκα, άντρας είμαι.. ή μάλλον.. μπορεί να είμαι και γυναίκα.. Στη Γαλλία είμαι γυναίκα!

Κορ: Εδώ είναι Ελλάδα κυρία!

Χαρ: Ναι, γι αυτό είμαι άντρας!

Κορ: Και τα γοβάκια; το κραγιόν; το κολιέ;

Χαρ: Αυτά είναι παραπειστικά. Τα φοράω για να μη τρομάζουν όσοι με βλέπουν.

Κορ: Θά'πρεπε να τρομάζουν όσοι σας βλέπουν;

Χαρ: Συνήθως αυτό συμβαίνει ακόμα κι όταν δε με βλέπουν.. όταν απλώς αναφέρεται το όνομά μου..

Κορ: Γιατί; Εγώ δεν τρομάζω καθόλου! Να! Σας κοιτάζω τόση ώρα.

Χαρ: Εσύ μικρό μου, δεν έχεις λόγο να με φοβάσαι. Δεν πολυασχολούμαι με τα μικρά.. κι αν ασχοληθώ εκείνα δεν έχουν προλάβει ν' ακούσουν κάτι τι για μένα ώστε να με φοβούνται.

Κορ: Για πείτε μου, τι δεν έχουν προλάβει ν' ακούσουν;

Χαρ: Να.. ότι είμαι φοβερή.. επ! φοβερός.

Κορ: Μα.. δεν είστε καθόλου φοβερός.

Χαρ: Αμα σε πάρω στην αγκαλιά μου, τότε θα δεις ποσο φοβερός είμαι μικρούλα μου.

Κορ: Αχ, πάρτε με, πάρτε με!

Χαρ: Δεν ήρθε ακόμα η ώρα σου. Δεν σε παίρνω!

Κορ: Γιατί; Τι ώρα είναι τώρα; Πότε θα έρθει η ώρα μου; Και τι θα πει «έρχεται η ώρα μου;»

Χαρ: Θα πει ότι.. εμ..

Κορ: Ναι...

Χαρ: Οτι.. Χαμ! Σε παίρνω αγκαλιά και σε πετάω στη λίμνη.

Κορ: Ποια λίμνη; Δε βλέπω καμμιά λίμνη εδώ γύρω.

Χαρ: Είναι πίσω απο τα δέντρα και δε φαίνεται.

Κορ: Και έχετε τόση δύναμη; Να με πετάξετε τόσο μακριά;

Χαρ: Αμε! κι ακόμα παραπέρα.

Κορ: Πόσο δηλαδή;

Χαρ: Ε.. ίσαμε την Κρήτη.. περίπου.

Κορ: Και που είναι η Κρήτη; Πίσω απο τα δέντρα κι αυτή;

Χαρ: Οχι, η Κρήτη είναι πίσω απο τα βουνά.

Κορ: Α.

Χαρ: Κατάλαβες τώρα;

Κορ: Και τι θα πεί «βουνά»;

Ο σκύλος της φίλης του φίλου μου κι η μικρή του ιστορία

Ενα μέτριου μεγέθους λευκό κανίς είναι ο σκύλος της φίλης του φίλου μου, ονόματι Μπικ. Μετά την τελευταία της έκτρωση και μετά τη διαβεβαίωση του γιατρού της πως αποκλείεται ν' αποχτήσει ποτέ παιδιά, πήρε αυτό το σκυλάκι αντί να υιοθετήσει ένα μωρό. Ο Μπικ ήταν ένα χαρούμενο κουτάβι, που χοροπηδούσε χαζοχαρούμενα μόλις έβλεπε την αφεντικίνα του -πολύ σπάνια στη διάρκεια της ημέρας, μια και εκείνη εργαζόταν τότε σε κάποια μεγάλη επιχείρηση. Την έβλεπε τα βράδια, που τον έβγαζε βόλτα και τον τάιζε κρατώντας τον αγκαλίτσα, εκεί, στη φαρδιά πολυθρόνα με το λουλουδάτο κάλυμμα σε τόνους γαλάζιους, απέναντι απ' την τηλεόραση. Εκείνες τις ώρες ήταν πράγματι το μωρό της, ο μικρούλης της Μπικ. Πάντα τον είχε ασπροφουφουλιασμένο, με πεντακάθαρη τη φουντωτή γούνα του, με περιποιημένα νυχάκια και γαλάζια κορδελλίτσα στο λεπτό του λαιμουδάκι. Το καλοκαίρι τον κούρευε σύμφωνα με την τελευταία λέξη της σκυλίσιας μόδας και τον καμάρωνε για το στυλ του.

Πέρναγαν ήρεμα κι ωραία οι δυο τους, μέχρι που η φίλη του φίλου μου αποφάσισε να δώσει μια σκυλίτσα για συντροφιά στο μοναχοπαίδι της το Μπικ, τη Λούση. Η Λούση ήταν μικρόσωμη με χρώμα ελαφρώς μελένιο, χαριτωμένη και τσαχπίνα. Τόσο πολύ τσαχπίνα, που ο καημένος ο Μπικ δεν άντεξε στον πειρασμό να την ερωτευτεί βαθειά, παρ' όλο που δεν ταίριαζαν στο μέγεθος. Ετσι κάπως άρχισαν τα μαρτύριά του. Κάθε που η Λούση είχε την περίοδό της, ο Μπικ κλειδωνόταν στην αποθήκη, ένα μικρό θεοσκότεινο δωματιάκι δίπλα στην κουζίνα, κι έμενε εκεί μέσα ουρλιάζοντας πονεμένα και ξύνοντας την πόρτα με τα νύχια. Εκεί του σερβιριζόταν το φαγητό του κι οι μόνες ευχάριστες ώρες που περνούσε, ήταν οι ώρες του βραδινού περιπάτου, αντάμα με τη «μαμά» του και την αγαπημένη του. Τι χοροπηδητά έκανε σαν τρελλός μόλις έβλεπε την αγαπημένη του -έτοιμος για όλα που λένε- το άγρυπνο μάτι της φίλης του φίλου μου όμως δεν του άφηνε κανένα περιθώριο για ξεμονάχιασμα.

Πέρασαν μερικά χρόνια με εναλλασσόμενες περιόδους ευτυχίας και δυστυχίας για το Μπικ κι αν εξαιρέσουμε τη φορά που πιάστηκε η ουρίτσα του στο ασσανσέρ και κόπηκε η άκρη της, ο ίδιος θεωρούσε τον εαυτό του πολύ τυχερό. Η φίλη του φίλου μου όμως σιγά σιγά έστρεφε την αγάπη και την προσοχή της προς τη Λούση, αδιαφορώντας ή ακόμα και φερόμενη εχθρικά προς το μεγάλο της «γιό», όπως είχε συνηθίσει να λέει το αρσενικό σκυλάκι της. Θέλεις η πίκρα που είχε εισπράξει απ' την ερωτική της ζωή, θέλεις τα διάφορα ρητά που χαρακτηρίζουν μ' αυτά το ανδρικό φύλο οι ξενέρωτες γεροντοκόρες, επέστρεφε σ' αυτό το καημένο αρσενικό πλασματάκι όλη της την απέχθεια για τους άντρες και μάλιστα με τόκο. Στόλιζε τη Λούση με κορδελλάκια, φανταιζί λουράκια, χαριτωμένα ζιλέ για το κρύο κι άφηνε το Μπικ σχεδόν ατημέλητο, σαν τον αιώνιο άντρα, όπως τον είχε πλασμένο η φαντασία της.

Η συμφορά ήρθε ένα κυριακάτικο απόγευμα, όταν η Λούση άρπαξε, με τη λαιμαργία που τη διέκρινε πάντα, μια φόλα και την καταβρόχθισε πριν προλάβει να επέμβει η «μαμά» της. Τρέξιμο στον κτηνίατρο της γειτονιάς, στα επείγοντα περιστατικά του κυνοκομείου, τίποτα όμως, δυστυχώς, η σκυλίτσα ξεψύχισε με τα ματάκια καρφωμένα στο ταβάνι, μ' ένα κατηγορώ και μια τεράστια απορία καθρεφτισμένα μέσα τους. Η φίλη του φίλου μου το πήρε πολύ βαριά. Ούτε για τη μάνα της είχε κλάψει τόσο πολύ. Ολα τα δάκρυα μαζεμένα έτρεχαν σα βρύση και δεν ήθελε να δει κανένα, κλεισμένη στο πολυτελές διαμέρισμά της για ένα εικοσαήμερο. Εδιωξε και την οικιακή βοηθό -να μην αντικρύζει τις «στιγμές αδυναμίας» της, όπως συνήθιζε ν' αποκαλεί τις στιγμές που ένα πλάσμα αναζητά κάποιο άλλο να μοιραστεί τον πόνο- κι ούτε βόλτες, ούτε τίποτα για τον κακομοίρη το Μπικ. Ισα ίσα ένα φαγάκι του μαγείρευε εντελώς μηχανικά κι αυτό ήταν όλο. Την ανάγκη του την έκανε στο μπαλκόνι κι ας διαμαρτυρόντουσαν οι αποπάνω για τη μπόχα που ανέβαινε στα ρουθούνια τους. Ενα πρωινό όμως, αποφάσισε να βγει. Είχε πάρει και τη σύνταξή της πλέον και μπορούσε να διαχειρίζεται το χρόνο της όπως ήθελε. Βγήκε λοιπόν τραβολογώντας το «πρωτότοκό» της απ' το λουρί, σα νά 'σερνε κάποιο κουρέλι.

Ο Μπικ είναι τώρα πολύ γέρος, πλησιάζει την ηλικία «απόσυρσης» απ' τα εγκόσμια. Η Λούση του, που του έδινε ζωή κι ενέργεια, τον παράτησε μονάχο και τράβηξε για τον παράδεισο των σκυλιών, και που να καταλάβει τώρα αυτός, πώς έγινε αυτό, με το χαζούλικο μυαλουδάκι του. Η ηλικία και τα αρθριτικά του -το γήρας δεν έρχεται μονάχο του ούτε για τα σκυλιά- όπως κι η μισή του ουρίτσα, τον ταλαιπωρούν αφάνταστα και σα να νιώθει, πως όπου νά 'ναι θα πάει να συναντήσει την αγαπημένη του.

Θα πίστευε κανείς πως μετά απ' όλο αυτό το πατατράκ, η συμπεριφορά της φίλης του φίλου μου θ' άλλαζε προς το καλύτερο απέναντι στο πρώτο της ζωντανό απόκτημα. Οχι όμως, μάλλον συμβαίνει το αντίθετο. Ολη την πίκρα της και τη θλίψη τη μεταβιβάζει στο φτωχό ζωάκι, σα να φταίει εκείνο που δεν είδε τη φόλα για να την καταβροχθίσει εκείνο, σα να φταίει που δεν υπήρξε ποτέ λαίμαργο, σα να φταίει που άκουγε κι ακολουθούσε προσεχτικά τις οδηγίες της αφεντικίνας του. Ετσι κυλούν οι μέρες, αφόρητα βαρετές και για τα δυο πλάσματα, τα μόνα κι έρημα, που δε βρίσκουν καμμιά χαρά ούτε στην αναπόληση των κοινών ευτυχισμένων στιγμών τους. Σα να μη τα συνδέει τίποτα, εντελώς τίποτα. Σα να τα χωρίζουν αξεπέραστα εμπόδια. Σαν η κοινή αγάπη τους για τη Λούση να έγινε ένα αδιαπέραστο Σινικό τείχος. Σα νά 'σπασε η αλυσίδα που τα ένωσε κάποτε. Η φίλη του φίλου μου στέκει απόλυτα εχθρική, χωρίς συμβιβασμό στην ιδέα της απώλειας της αγαπημένης της σκυλίτσας -προέκταση άραγε του εαυτού της;- κι ο Μπικ παραδομένος στην κακή του μοίρα, αποστερημένος απ' τη χαρά της ζωής που δεν του δόθηκε, περιμένει εντελώς απελπισμένα το χαμό του.

Αυτή είναι η μικρή ιστορία του σκύλου της φίλης του φίλου μου κι ίσως θα μπορούσε να είναι μια ιστορία και γι ανθρώπους. Αλλά, αυτό είναι μια άλλη ιστορία...

22 Φεβ 2006

Θα με βρεις στα παραμύθια

Εμένα θα με βρεις στα παραμύθια μου,
θα γράφω κάθε μέρα κι από ένα
Αυτά σου φανερώνουν την αλήθεια μου
τα λόγια τά 'χω πάντα μετρημένα

Εμένα θα βρεις στα παραμύθια μου,
αυτά που θα σου λέω κάθε βράδυ
Να ψάξεις στα κουκιά και στα ρεβίθια μου
μωρό μου, μη φοβάσαι το σκοτάδι

Η ζωή ένα παραμύθι
δάκρυα, αίμα και ψιμύθι,
η χαρά μόνο να μένει
κόκκινη κλωστή δεμένη

Μ' αυτά τα παραμύθια που μ' αγάπησες,
αυτά θα συνεχίσω να σκαρώνω
κι αν κάποιο παραμύθι δεν κατάλαβες
θα σου το ξαναπώ τον άλλο χρόνο

21 Φεβ 2006

Η ΜΗΧΑΝΗ ΤΗΣ ΧΑΡΑΣ

Ηταν μια φορά ένας ονειροπαρμένος μηχανικός, που είχε αφήσει την πολιτεία και τα καλά της και ζούσε σ’ ένα μικρό χωριό φροντίζοντας το μικρό χωραφι που τού είχε αφήσει κληρονομιά η γιαγιά του. Το χωραφάκι του ήταν μικρό, αλλά η παραγωγή του έφτανε για να ζεί άνετα, να μη του λείπει ούτε το λάδι ούτε τα φρούτα ούτε τα ζαρζαβατικά.

Στην άκρη του χωραφιού, προστατευμένο απο το βοριά, είχε στήσει ένα μικρό κοτέτσι με καμμιά δεκαριά κοτούλες κι έναν περήφανο κοκορίκο, που τον ξύπναγε το χάραμα με το λάλημά του, χίλιες φορές ανώτερο απ’ όλα τα ξυπνητήρια του κόσμου.
Δίπλα στο κοτέτσι ήταν ο σταύλος με το άλογό του τον Ψαρή, την κατσικούλα του τη Νταίζη και τις πέντε κάτασπρες προβατίνες του, που δεν τις είχε ονομάσει για να μη συνδεθεί και πολύ συναισθηματικά μαζί τους μιά και κάθε Πάσχα και Χριστούγεννα τους έπαιρνε τ’ αρνάκια τους για να τραπεζώνει τους συγχωριανούς του. Είχε κι ένα γερο-γαϊδαράκο, αυτός όμως δεν έμπαινε μέσα στο σταύλο παρά μονάχα το χειμώνα με τα μεγάλα κρύα, τα χιόνια και τις βροχές. Τις άλλες μέρες -κι ήταν οι περισσότερες- του άρεσε να στέκεται ήσυχος κάτω απ’ την αμυγδαλιά και να παίζει με τις πεταλούδες και τις χρυσόμυγες.

Περνούσε λοιπόν πολύ ευτυχισμένα ο τρελλούτσικος μηχανικός, μέχρι την ημέρα που τον επισκέφτηκε ένας παληός του φίλος και του είπε κάτι, που τον έβγαλε απ’ την ηρεμία του και ταρακούνησε για τα καλά το μυαλό του.
Του είπε λοιπόν ο φίλος του εκεί που έτρωγαν ώριμα και μυρωδάτα σταφύλια μισοξαπλωμένοι κάτω απ’ τον ίσκιο της μεγάλης ελιάς:

- Τι ωραία που περνάς εδώ πέρα, φίλε μου! Μακρυά από σκοτούρες και προβλήματα, φαίνεσαι πραγματικά χαρούμενος κι ευτυχισμένος! Μήπως θα μπορούσες να σκεφτείς, σα μηχανικός που είσαι, κάποιο μηχάνημα που θα έκανε κι άλλους ανθρώπους να νοιώθουν έτσι, χωρίς όμως να αναγκαστούν να αφήσουν το σπίτι τους στην πόλη;

- Θα το σκεφτώ!

Απάντησε ο μηχανικός μας κι από κείνη την ημέρα το κεφάλι του κόντευε να σπάσει. Με τις οικονομίες του προμηθεύτηκε όλα τα μηχανήματα προηγμένης τεχνολογίας, που θα του επέτρεπαν να μελετήσει καλύτερα το θέμα, δηλαδή τη μελέτη μιάς μηχανής που θα έδινε χαρά στους ανθρώπους.

Απ’ το πρωί ίσαμε το βράδυ, πού τον έχανες πού τον έβρισκες, χωμένος μέσ’ στα χαρτιά του ήταν, να σημειώνει, να σχεδιάζει και τελειωμό να μην έχει. Ξέχναγε να φάει, ξέχναγε να κοιμηθεί, μα το χειρότερο απ’ όλα ήταν πως ξέχναγε να φροντίσει τα ζωντανά του και το χωραφάκι του.

Πέρασε το καλοκαιράκι, ήρθε το φθινόπωρο, ήρθε κι ο χειμώνας κι αυτός τίποτα! Χωμένος στις σημειώσεις του, κόντευε να κολλήσει ο πισινός του στην καρέκλα έτσι που καθόταν με τις ώρες μπροστά στον υπολογιστή του.

Ευτυχώς γι αυτόν, για τα ζωντανά του και το χωράφι του, ένα Μαρτιάτικο πρωϊνό ξύπνησε με την ιδέα σφηνωμένη στο μυαλό του. Εδωσαν και πήραν οι υπολογισμοί και τα σχέδια εκείνη τη μέρα, στο τέλος όμως κρατούσε ένα πλήρη φάκελλο με όλα τα στοιχεία τα απαραίτητα για την κατασκευή του μηχανήματος, που τ’ ονόμασε “η μηχανή της χαράς”.

Αφησε λοιπόν την άλλη μέρα ένα συγχωριανό να προσέχει το βιός του και μιά και δυό ξεκίνησε για την πολιτεία, να παραδώσει στους αρμόδιους το φάκελλο, ώστε να ξεκινήσει η παραγωγή του θαυματουργού μηχανήματος.

Χτύπησε πρώτα την πόρτα του αρμόδιου υπουργού, του είπαν όμως πως ο υπουργός ήταν πολύ απασχολημένος κι έπρεπε να ζητήσει ραντεβού και το συντομώτερο ραντεβού μπορούσε να οριστεί μετά από ένα εξάμηνο…

Ετσι, έφυγε από κεί και πήγε στα σωματεία των υπαλλήλων και των εργατών να καταθέσει την εφεύρεσή του, μιά και στην ουσία αυτούς αφορούσε κυρίως. Κι εκεί όμως του είπαν πως, ναι μεν ήταν σπουδαία μιά τέτοια εφεύρεση, τα κονδύλια όμως πού θα τα έβρισκαν για να την υλοποιήσουν; Τον ξαπέστειλαν ευγενικά κι ο μηχανικός αποφάσισε να πάει κατ’ ευθείαν στον πρωθυπουργό.

Αφού πέρασε ένα σωρό δωμάτια, γραφεία, γραμματείς, ιδιαιτέρους και ιδιαιτέρες, έφτασε έξω από την πόρτα του πρωθυπουργού, που εκείνες τις ημέρες έλειπε σε μακρυνό ταξίδι για να προωθήσει τα ζητήματα της πατρίδας του. Κατάλαβε αμέσως ο άνθρωπός μας πως γι αυτό μπόρεσε να φτάσει μέχρι το γραφείο του πρωθυπουργού, ακριβώς επειδή ο πρωθυπουργός έλειπε!

Δεν τό ’βαλε κάτω όμως και πήγε και στον πρόεδρο της δημοκρατίας, μήπως ενδιαφερθεί εκείνος για την εφεύρεσή του. Ο πρόεδρος της δημοκρατίας τον δέχτηκε με ενθουσιασμό, άκουσε την ανάλυση σχετικά με τη “μηχανή της χαράς” κούνησε το κεφάλι και του απάντησε:

- Πολύ ενδιαφέρον το μηχάνημά σας αγαπητέ μου αλλά, όπως καλώς γνωρίζετε, δεν μπορώ να επέμβω εις το έργο της κυβερνήσεως!

Ο ονειροπόλος μηχανικός σκέφτηκε, σκέφτηκε πολύ πριν κάνει το επόμενο βήμα. Ηταν απόλυτα σίγουρος για τη χρησιμότητα της μηχανής του κι ήθελε να την προσφέρει στους ανθρώπους…

Δε μπορεί, θά ’βρισκε λοιπόν κάποιον τρόπο! Ξύπνησε αισιόδοξος την άλλη μέρα, αποφασισμένος να πάει στα σχολεία. Τί στην ευχή; Οι δάσκαλοι σίγουρα θα τον καταλάβαιναν κι ίσως έβρισκαν -μαζί και με τους μαθητές-κάποιο τρόπο να προωθηθεί η “μηχανή της χαράς”.

Εφτασε στο πρώτο σχολείο και συνάντησε το διευθυντή, που τον δέχτηκε και τον άκουσε με μεγάλο ενδιαφέρον. Κάλεσε αμέσως σε συμβούλιο τους συναδέλφους του και σύστησε τον ονειροπόλο μηχανικό, που εξήγησε για μιά φορά ακόμα τη λειτουργία της μηχανής του. Τους είπε πως το μόνο πρόβλημα ήταν να βρεθούν τα χρήματα για τη μαζική παραγωγή της, πως αυτός δεν ήθελε καμμιά αμοιβή, ήταν πολύ ευχαριστημένος με τη ζωή του στο χωριό.

Τότε σηκώθηκε ένας γερο-δάσκαλος και μίλησε.

- Ωραία μας τα λες άνθρωπέ μου! Λες πως το μηχάνημα που μελέτησες δίνει χαρά στους ανθρώπους κι ότι μπορεί ο καθένας που θα το αποκτήσει να παίρνει χαρά απ’ αυτό. Μέχρι εδώ, καλά. Σκέφτηκες όμως πως υπάρχουν άνθρωποι που ζούν απ’ τον ανθρώπινο πόνο; Θησαυρίζουν εκμεταλευόμενοι την ανθρώπινη δυστυχία, προκαλούν δυστυχία στους ανθρώπους, αν το θέλεις, για να είναι αυτοί καλά;

- Ο κοσμάκης όμως; Ψέλλισε ο μηχανικός. Ο απλός κοσμάκης δε θά ’θελε ένα τέτοιο μηχάνημα;

- Και νομίζεις πως είναι στο χέρι του να τ’ αποκτήσει; Απάντησε ο γέρο-δάσκαλος. Πιστεύεις πραγματικά πως ο απλός άνθρωπος μπορεί ν’ αποφασίσει μόνος του για το συμφέρον του; Ο,τι και να πείς εσύ, αδερφέ μου, οι διάφοροι επιτήδιοι θα το διαστρεβλώσουν. Ασπρο θα λές, μαύρο εκείνοι. Πήγαινε λοιπόν στο χωριό σου και παραιτήσου, μη σε κυνηγήσουν κι από πάνω!

- Μα, τα παιδιά; Δε θα καταλάβουν τα παιδιά; αντιγύρισε ο μηχανικός.

- Τα παιδιά… Ποιός τα λογαριάζει τα παιδιά; Σήμερα, ναι, είναι παιδιά, αύριο όμως θα είναι πολίτες, ψηφοφόροι, επαγγελματίες, εργάτες, υπάλληλοι…

Παρ’ όλ’ αυτά, ο μηχανικός αποφάσισε να μη σταματήσει τις ενέργειές του και πήγε σ’ ένα τηλεοπτικό κανάλι, το πιό γνωστό. Βρήκε τον υπεύθυνο ειδήσεων και του εξήγησε τη λειτουργία του μηχανήματος της χαράς.

Ο εκπρόσωπος της τέταρτης εξουσίας τον άκουσε μ’ ενθουσιασμό, έχοντας στο νού του τη θεαματικότητα του αυριανού δελτίου. Ετσι, τον κάλεσε να παρουσιάσει την εφεύρεσή του στις ειδήσεις των οκτώ, που τις βλέπει ο περισσότερος κόσμος.
Επιτέλους! Είπε μέσα του ο άνθρωπός μας και πήγε να ξεκουραστεί μέχρι νά ’ρθει η ώρα να παρουσιαστεί στην τηλεόραση. Εκανε ένα ωραίο μπανάκι, ξυρίστηκε και φόρεσε το καλό του κοστούμι και τη γραββάτα που τού ’χαν χαρίσει τα Χριστούγεννα.

Στήθηκε μπροστά στις κάμερες -πρωτόγνωρη εμπειρία κι αυτή- και περίμενε να τον παρουσιάσει ο δημοσιογράφος. Τον πουδράρησαν για να μη γυαλίζει το δέρμα του, μα περνούσε η ώρα, αυτός ίδρωνε και ξίδρωνε κάτω απ’ τα εκτυφλωτικά φώτα και πάλι δώσ’ του πουδράρισμα και μέηκ-απ. Οκτώ, οκτώμισυ, εννιά παρά τέταρτο, εννιά παρά ένα λεπτό… Τίποτα! Στεκόταν με τα μάτια στυλωμένα στην κάμερα αλλά τίποτα. Ούτε φωνή ούτε ακρόαση.
Λίγο μετά τις εννιά ανοίγει το “παράθυρο” κι ο παρουσιαστής του απευθύνει το λόγο, αφού αναφέρει βιαστικά τ’ όνομά του.

- Πέστε μας λοιπόν φίλε μας για τη θαυματουργή μηχανή σας τώρα, αλλά λίγο σύντομα παρακαλώ, έχετε μόνο ένα λεπτό στη διάθεσή σας, το δελτίο μας κλείνει.

- Να σας δείξω τα σχέδια, το “μηχάνημα της χαράς” λειτουργεί όταν….

- Ευχαριστούμε πολύ αγαπητέ, να μας ξανάρθετε! Πολύ ενδιαφέρον φαίνεται το μηχάνημά σας, αλλά δεν υπάρχει χρόνος κι όπως ξέρετε ο τηλεοπτικός χρόνος είναι πολύτιμος, μπλα μπλα μπλα…

Κλείνει το “παράθυρο” και μένει ο ονειροπόλος μηχανικός με τις σημειώσεις του μισανοιγμένες. Χαιρετούρες, σφίξιμο χεριών, κλείσιμο ματιών, χαμόγελα…

- Συγχαρητήρια, συγχαρητήρια, να μας ξανάρθετε, μπλα μπλα μπλα…

Εφυγε απ’ το κανάλι παραζαλισμένος, πήγε γραμμή στο σταθμό και πήρε το τρένο για το χωριό του. Στο τρένο κατάλαβε τα περισσότερα, αυτά που δεν είχε καταλάβει όλες αυτές τις μέρες πού ’τρεχε στις μεγάλες πόρτες των υπουργών, των σωματείων, των, των των…

Θυμήθηκε και την κουβέντα που τού ’λεγε η γιαγιά του -νά ’ναι καλά η ψυχούλα της, όπου βρίσκεται…

- Ετσι είναι παιδάκι μου ο κόσμος… Τί τα σκαλίζεις τώρα… Ετσι είναι!

Το βράδυ που έφτασε στο σπιτάκι του έβγαλε το καλό το κοστούμι -τη γραββάτα την είχε βγάλει στο τρένο- και το κρέμασε στο πάτερο. Να μη ξεχάσω να το χαρίσω αύριο στον Αντώνη, σκέφτηκε. Αναψε φωτιά να ζεστάνει το δωμάτιο, φόρεσε τη ρόμπα του την ολόμαλλη και έγειρε στον καναπέ, μπροστά στο τζάκι. Εκεί, με το νανούρισμα της φωτιάς, τον πήρε ο ύπνος.

Το χάραμα που ξύπνησε με το λάλημα του κοκορίκου του, ντύθηκε γερά και πήγε ν’ αρμέξει την κατσικούλα του τη Νταίζη.
Εβρασε το φρέσκο γάλα, το ήπιε με όρεξη, στούμπισε κι ένα ζουμερό κρεμμύδι και ξεκίνησε για το χωραφάκι του που τόσο τό ’χε παραμελήσει τον τελευταίο καιρό.
Α! Τα σχέδια για τη “μηχανή της χαράς” τά ’χωσε στο πιό βαθύ συρτάρι της παληάς συρταριέρας, κάτω απ’ τα μάλλινα. Θά ’ρθει η ώρα τους κάποτε, σκέφτηκε όταν έκλεινε το συρτάρι.

Πριν έρθει όμως η ώρα τους, ήρθε η ώρα του ονειροπόλου μηχανικού που ξεψύχισε μετά από κάμποσα χρόνια. Το σπίτι και το χωράφι τα πήρε η κοινότητα του χωριού. Το χωράφι τό ’κανε παιδική χαρά, αφού έκοψε μερικά δέντρα στη μέση για να βάλει τις κούνιες. Το σπίτι θα το κάνει παιδική βιβλιοθήκη και θα της δώσει τ’ όνομα του μηχανικού. Τα έπιπλα και τα ρούχα τα μοιράστηκαν οι συγχωριανοί. Το άλογο και το γερο-γαϊδαράκο τά ’στειλαν στην Ιταλία, τ’ άλλα ζώα τα πήρε ο χασάπης.

Το παληό έπιπλο με τα συρτάρια πουλήθηκε σαν αντίκα. Πού; Θα σας γελάσω…

18 Φεβ 2006

Η ΜΑΤΙΑ

Αυτή η ματιά,
κοφτή σπαθιά,
σαν πετιμέζι και σαν Κόλαση γλυκειά
Με μαγνητίζει αυτό το βλέμμα της οχιάς,
που όλα τα όνειρα ξεσχίζει μονομιάς!


Αυτή η ματιά,
λαβωματιά,
γαλάζιο απέραντο σα θάλασσα πλατειά
Πώς με μαγεύει αυτό το βλέμμα το τραχύ,
σαν αστραπή σε καταιγίδα και βροχή!


Αυτή η ματιά,
μιά δοξαριά,
ήχος οξύς, που μου πληγώνει την καρδιά
Και πώς ν' αντέξω αυτό το βλέμμα το ηχηρό,
που η κλαγγή του ανασταίνει και νεκρό!


______________________________
ΣΗΜ. Θυμήθηκα αυτό το ποιηματάκι όταν διάβασα το ποστ του old boy για βλέμματα που ξεφεύγουν και τρέχουν στο άπειρο.. το έστειλα ως σχόλιο και μετά είπα να το ανεβάσω και εδώ.

14 Φεβ 2006

ΜΙΑ ΠΑΡΑΞΕΝΗ ΝΥΧΤΑ ΤΟΥ ΝΟΕΜΒΡΗ

Ο ταξιδιώτης παρκάρισε το τζιπ του στην άκρη της πλατείας. Ηταν κιόλας μεσάνυχτα και είχε απομείνει λίγος δρόμος ακόμα μέχρι το μικρό λιμάνι, που ήταν ο προσωρινός του προορισμός. Αποφάσισε όμως να κάνει μια σύντομη στάση για ξεμούδιασμα. Ο ουρανός ήταν πεντακάθαρος από σύννεφα και τ’ αστέρια έλαμπαν με διπλή ένταση αυτή τη Νοεμβριάτικη νύχτα, μια και το φεγγάρι ξεκουραζόταν ακόμα πριν φανεί στο στερέωμα. Ολα γύρω ήταν θεοσκότεινα, λες και είχε διακοπή ρεύματος. Το μόνο που ξεχώριζε ήταν ο υπόλευκος όγκος της εκκλησίας, που δέσποζε στην ανατολική πλευρά της μαρμαρόστρωτης πλατείας.

Ο ταξιδιώτης έφερε μια βόλτα γύρω γύρω, σφυρίζοντας τον αγαπημένο του σκοπό. Περπατούσε αργά αργά σφυρίζοντας όταν, απέναντί του, ξεδιάλυνε μια φιγούρα, που λές και κατέβηκε κατευθείαν απο το πολικό αστέρι. Μια κατάμαυρη λεπτή και ψηλή γυναικεία φιγούρα, με ένα ρούχο γυαλιστερό σα βουτηγμένο σε αστερόσκονη, στεκόταν απέναντί του και σφύριζε κι εκείνη πρίμο σεκόντο. Το άκουσμα ήταν εκπληκτικό. Ο ταξιδιώτης καρφώθηκε στη θέση του χωρίς να πάψει να σφυρίζει -αυτή η μάχη ήταν το απολαυστικώτερο που του είχε συμβεί τις τελευταίες μέρες του ταξιδιού του. Ο ήχος δυνάμωνε απο την αντήχηση στον όγκο της εκκλησίας και οι δυο σφυριχτές φαίνονταν αποφασισμένοι να μη διακόψουν με τίποτα την ανταλλαγή ηχητικών πυρών. Ο ίδιος σκοπός επαναλαμβανόταν ξανά και πάλι ξανά με όλα του τα γυρίσματα και τις τρίλλιες, και τα δυο ανθρώπινα πλάσματα έμοιαζαν με ξωτικά πεσμένα κατευθείαν απο κάποιο αστέρι ή με παράξενα πουλιά που ξύπνησαν απο λήθαργο βαθύ και αντήλλασσαν το απεγνωσμένο ερωτικό τους τραγούδι, θέλοντας να μετατρέψουν σε άνοιξη αυτή τη βαρειά χειμωνιάτικη νύχτα.

Ο χρόνος προσπερνούσε χωρίς να τους αγγίζει, μέχρι που ακούστηκε η μπουρού του φέρρυ, που έμπαινε στο λιμάνι. Το ένστικτο του ταξιδιώτη τον ειδοποίησε τότε πως έφτασε η ώρα να ξανακινήσει, μη χάσει το καράβι. Απο τη μια το πλοίο και η συνέχεια του ταξιδιού, κι απο την άλλη η παράξενη γυναίκα. Τι δίλημμα κι αυτό! Στα ταξίδια του είχε συναντήσει γυναίκες και γυναίκες, καμμιά τους όμως έτσι, στο ύπαιθρο, μέσα στην κρύα νύχτα, εντελώς αναπάντεχα, και μάλιστα να σφυρίζει τόσο εκπληκτικά το δικό του αγαπημένο σκοπό, να σφυρίζει τόσο απόλυτα συντονισμένα με κείνον. Συνέχισε να στέκεται στη θέση του, λες και τα πόδια του είχαν καρφωθεί στα μάρμαρα. Συνέχισε και το σφύριγμα, που δεν το είχε διακόψει καθόλου. Ο χρόνος όμως μετρούσε μέσα του. Τα δευτερόλεπτα στάλαζαν, μαζί με το φλογισμένο αίμα του, σε μια καρδιά που ήταν έτοιμη να εκραγεί σαν ωρολογιακή βόμβα. Τότε, λίγο πριν την έκρηξη, η γυναίκα έπαψε να σφυρίζει και η φιγούρα της έσβησε απότομα, όπως είχε εμφανιστεί.

Το φεγγάρι έσκασε ολόγιομο πίσω απο το βουνό, ο ταξιδιώτης πήδηξε στο τζιπ και ίσα που πρόλαβε το φέρρυ. Αραξε σ’ ένα πάγκο νοτισμένο απο την αλμύρα. Κρύωνε, αλλά δεν ήθελε να χάσει την προηγούμενη εικόνα τόσο γρήγορα, καθισμένος στο μπαρ του καραβιού ανάμεσα στους καπνούς των νταλικιέρηδων. Το φεγγάρι, με το ασημένιο του καθρέφτισμα, χάραζε τη στράτα στο καράβι σε μια θάλασσα μαύρη και ήρεμη. Ο ταξιδιώτης σηκώθηκε, σα να τον τραβούσε κάτι προς την κουπαστή. Στύλωσε το βλέμμα στη φεγγαρόστρατα και σα να είδε τη γνώριμη γυναικεία σιλουέττα να οδεύει, ελαφρά λικνιζόμενη, προς το φεγγάρι. Σα να άκουσε μάλιστα και το σφύριγμά της. Το αριστερό του χέρι σηκώθηκε άθελά του σ’ ένα χαιρετισμό για καλό κατευόδιο ή για καλή αντάμωση, και τα χείλη του ξανάρχισαν να σφυρίζουν.

«Ε, τι γίνεται φίλε; Ελα μέσα, θα ξεπαγιάσεις!» ακούστηκε η φωνή του ελεγκτή των εισιτηρίων. Ο ταξιδιώτης σήκωσε το γιακά του κι έδωσε το εισιτήριό του αμίλητος. Δεν ήθελε να βεβηλώσει με λέξεις αυτή την υπέροχη βραδυά. Για την ώρα, με τίποτε δεν ήθελε να συμμετάσχει στη βαβούρα του κόσμου τούτου. Ηταν βαθειά δοσμένος στον κόσμο των ονείρων και των ξωτικών. Ηθελε να συγκρατήσει στο νου του την αναπάντεχη συνάντηση, που θα έμενε αξεδιάλυτο μυστήριο για όλη την υπόλοιπη ζωή του.

13 Φεβ 2006

ΕΡΓΕΝΗΣ ΔΙΑΚΟΠΩΝ


Ο Θόδωρος καθάρισε το λαιμό του και, φτύνοντας το καθημερινό του φλέμμα στο νιπτήρα, κατούρησε την πρωϊνή του στύση -στο νιπτήρα επίσης. Ολοι του οι δυνάστες λείπανε διακοπές κι είχε ξεμείνει μονάχος, οπότε, ποιον να φοβηθεί; Αλλωστε την παραμονή της επιστροφής τους θά 'παιρνε την παραδουλεύτρα να συγυρίσει τις βρωμιές και την ακαταστασία.

Πόσο το φχαριστιόταν, αυτές τις λίγες καλοκαιρινές μέρες, να μένει μόνος! Στο τηλέφωνο έπαιζε το δυστυχισμένο, η καρδούλα του όμως γελούσε απο μέσα σχεδιάζοντας τα επόμενα βήματα. Πρώτο βήμα η απόλαυση της γυμνής περιφοράς, να τριγυρνά δηλαδή θεόγυμνος χωρίς να υπάρχει καμμιά περίπτωση να θίξει την αιδώ κάποιου, των παιδιών, της μάνας του ή της γυναίκας του. Δεύτερο βήμα το κατούρημα στο νιπτήρα, που, φυσικά, ήταν απαγορευμένο δια ροπάλου, όπως και στο ντους. «Μυστήριες αυτές οι γυναίκες να θέλουν να γίνονται όλα με τα δικά τους μέτρα» αναλογίστηκε και προχώρησε στο τρίτο βήμα, την ολοκληρωτική κατάληψη του καναπέ. Απλώθηκε καταλαμβάνοντας όσο περισσότερο χώρο μπορούσε κι έβγαλε ένα στεναγμό ανακούφισης. Φτου! Ξέχασε τον καφέ στην κουζίνα και ήταν υποχρεωμένος να σηκωθεί να πάει να τον φέρει, αναγνωρίζοντας το πρώτο μειονέκτημα της εργένικης ζωής που επιβάλλει να τα κάνεις όλα μόνος σου. Σε αντίθετη περίπτωση απλά θα φώναζε «Μαρία! Τον καφέ μου!» κι ο καφές θα 'ρχόταν φρεσκοχτυπημένος με τα παγάκια του άλιωτα. Θα τον έπινε όμως καθισμένος στην πολυθρόνα, μια και ο καναπές θα ήταν κατειλημμένος απο τη μάνα του, που στηνόταν με την τσίμπλα στο μάτι περιμένοντας τα πρωϊνάδικα στην τιβί. Μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα δηλαδή.

Για τσιγάρα είχε φροντίσει απο χτες το βράδυ, ευτυχώς. Απολαμβάνοντας λοιπόν τον καναπέ του, το φραπέ του και το σέρτικο τσιγαράκι του, άπλωσε το χέρι κι έπιασε το κινητό. Μεγάλη εφεύρεση αδερφέ μου! Πώς ζούσαν οι άνθρωποι τα προηγούμενα χρόνια χωρίς αυτό το μικρό μαντζαφλάρι, όπου μπορούν να κρυφτούν και να μείνουν φυλαγμένα, όλοι οι μύχιοι πόθοι, οι ανομολόγητες αταξίες και τα απύθμενα απωθημένα μιας επιφανειακά λουστραρισμένης μόστρας;

Το άνοιξε να δει τα μηνύματα που του έστελναν διάφορες αέρινες υπάρξεις που είχε γνωρίσει στο διαδίκτυο -μηνύματα με μια ατέλειωτη συνοδεία απο αρκουδάκια και καρδούλες- κι ένοιωσε σα μωρό που θηλάζει, εντελώς ανέμελος. Χμμ.. σκέφτηκε λίγο κι άρχισε να απαντά με όσο μπορούσε πιο έξυπνες ατάκες, μήπως τελικά του κάτσει κάποια απο αυτές. Απ' το πλήθος των γνωριμιών είχε καταφέρει να καταλήξει σε τέσσερις που φαίνονταν πρόθυμες να γνωριστούν μαζί του. Με το νου του έφτιαχνε το περιβάλλον όπου θα πήγαινε την καθεμιά τους. Τη Σόφι θα την πήγαινε κοντά στη θάλασσα σε κεντράκι με μουσική, την Τάνια κάπου στην Πλάκα, τη Φώφη θα την έφερνε σπίτι κατευθείαν, όντας σίγουρος πως -με τη λύσσα της- δε θα πρόσεχε την ακαταστασία. Το πρόβλημα ήταν με τη Μάρα. Αυτή όλο να μαθαίνει ήθελε, δεν είχε δώσει κανένα στίγμα για τον εαυτό της και τον δυσκόλευε να πλάσει την εικόνα της. Λες να είναι καμμιά στεγνή γεροντοκόρη; Αναρωτήθηκε, μα έδιωξε γρήγορα τη σκέψη. Η Μάρα ήταν η πιο τολμηρή απ' όλες, οπότε, αποκλείεται! Αυτή συδαύλιζε περισσότερο την έξαψη της φαντασίας του.

Οπως γυρόφερνε στο μυαλό του την ώρα και τον τόπο συνάντησης με καθένα απο τα ουρί του άϋλου διαδικτυακού παραδείσου, μια ιδέα του σφηνώθηκε εκτοξευμένη απο το μπαζούκας του χρονικού περιορισμού. Πως θα προλάβαινε να τις συναντήσει όλες τους μέσα στις λίγες μέρες που απέμεναν μέχρι την επιστροφή της οικογένειας; Η λύση ήταν μία: Να τις δει όλες μαζί! Φαντάστηκε την ώρα και τον τόπο αλλά και την ξεχωριστή δικαιολογία που θά 'λεγε στην καθεμία. Πρώτα θα καλούσε τη Σόφι στο κεντράκι το παραλιακό να πάρουν μαζί τον απογευματινό καφέ τους και θα την έκανε σύμμαχό του, πείθοντάς τη δηλαδή να δεχτεί να παίξει το ρόλο της δήθεν γραμματέως του στις υπόλοιπες. Απο την Τάνια θα αποσπούσε την υπόσχεση να παίξει το ρόλο της παιδικής του φίλης και να τον περιμένει σε ένα πλακιώτικο ταβερνάκι κατά τις οχτώ, όπου θα 'ρχόταν με τη γραμματέα του. Θα άφηνε μετά τις δυο τους να τον περιμένουν για λίγο και θά 'τρεχε στο ραντεβού με τη Φώφη στην πλατεία Συντάγματος, και, αφού της εκδήλωνε το θαυμασμό του, θα την έπειθε να παίξει το ρόλο της ζωηρής ζωντοχήρας συναδέλφου του απο την προηγούμενη δουλειά. Θα επέστρεφαν μαζί στο ταβερνάκι, όπου θα παιζόταν μια θεότρελλη φάση με τις τρείς τους κι αυτόν, πανευτυχή, ανάμεσά τους!

Το δύσκολο κομμάτι ήταν αυτό με τη Μάρα, που, εκφράζοντάς της τηλεφωνικά την απόγνωσή του για τις γυναίκες του διαδικτύου που δεν τον αφήνουν σε χλωρό κλαρί, θα την παρακαλούσε να παίξει το ρόλο της συζύγου και να ενσκήψει στο ταβερνάκι κατά τις δέκα για να διαλύσει τη συντροφιά και να τον πάρει μαζί της, τάχα γλυτώνοντάς τον.

Το σχέδιο του φάνηκε μεγαλοφυές κι άρχισε να το βάζει σε εφαρμογή πληκρολογώντας απλά τα σχετικά μηνύματα. Η πολυπόθητη μέρα ορίστηκε σχετικά εύκολα και γρήγορα. Ηταν η επόμενη Δευτέρα. Η Σόφι είχε φτάσει πρώτη στον τόπο του ραντεβού και ήταν πραγματικά μια θεσπέσια ύπαρξη. Ψηλή και λεπτή, φυσική ξανθιά με μπλε μάτια, ρομαντική με όμορφο χαμόγελο και σωστή άρθρωση. Πήραν τον καφέ τους κι έτσι του 'ρχόταν να σταματήσει εδώ, να μη προχωρήσει στην εξέλιξη του υπόλοιπου σχεδίου και ν' αφήσει τις άλλες να πάνε να κουρεύονται. Ελα όμως που δεν τον άφηνε η περιέργεια και το αντρικό του δαιμόνιο που είχε φτάσει σε ύψη παροξυσμού! Ετσι λοιπόν, κατά τις εφτάμισυ ξεκίνησαν για την Πλάκα. Η Συγγρού είναι έρημη τον Αύγουστο, οπότε είχαν αρκετό χρόνο ακόμα μπροστά τους. Οχτώ παρά πέντε βρέθηκαν στο ταβερνάκι, όπου η Τάνια περίμενε κόβοντας βόλτες γύρω απο το τετράγωνο. Οχτώ ακριβώς, μπήκε και προχώρησε κατά το τραπέζι τους.

-Και πολύ κούκλα η γραμματέας σου δικέ μου! είπε στο Θόδωρο και τον φίλησε σταυρωτά, γέρνοντας αρκετά ώστε να αποκαλύψει δυο υπέροχα ζουμερά στήθη και να τον ζαλίσει με το άρωμά της.

-Ούτε ώρα δεν πέρασε από πάνω σου φιλαράκι μου! Τι κάνει η Θεσσαλονίκη; της απάντησε λες και ήταν πραγματικά κολλητάρια, και παλάμιασε τη λεπτή της μέση με τη χερούκλα του, φουντώνοντας απο την αίσθηση του σφιχτού της σώματος. «Τεφαρίκι κι αυτή!» σκέφτηκε.

Αρχισαν να μιλούν μεταξύ τους για δήθεν κοινές παιδικές αναμνήσεις κάπου στη Θεσσαλονίκη, ενώ η Σόφι έκανε χάζι. Στις οχτώμισυ, αφού παρήγγειλεν τα ορεκτικά, σηκώθηκε για να πάει να φέρει την παλιά του συνάδελφο τη Φώφη, που είχε χωρίσει πρόσφατα η καημένη, όπως τους εξήγησε, και ήθελε παρέα.

Η Φώφη βρισκόταν κολλημένη δίπλα στην πόρτα του κλειστού Ταχυδρομείου και ήταν ένα μανούλι άλλο πράγμα! Δίμετρη μελαχροινή με ένα κομματάκι μαύρο ύφασμα αντί για φουστάνι, με μαύρα σπορτέξ για να βαδίζει άνετα, όπως του είπε, επειδή είναι φαν της πεζοπορίας. Τρόμαζε ν' ακολουθάει τις απλωτές δρασκελιές της, του βγήκε η ανάσα μέχρι να φτάσουν στο ταβερνάκι και να καθήσει στην καρέκλα του. Εγιναν οι απαραίτητες συστάσεις και καθεμιά τους έπαιζε το ρόλο της στην εντέλεια. Η καρδιά του Θόδωρου όμως κόντευε να σπάσει απο την αγωνία για το τι θα υνέβαινε κατά τις δέκα η ώρα. Μέχρι τώρα τα πράγματα είχαν κυλήσει καλύτερα απο όσο θα μπορούσε να τα φανταστεί και ο πιο διεστραμμένος συγγραφέας.

-Μπα μπα μπα! Ωστε εδώ είσαι πουλάκι μου!

Μια βαθειά φωνή χώθηκε απ' το χωνί των αυτιών μέσα για μέσα και κόντεψε να κάψει τις συνάψεις του εγκεφάλου του. Εστριψε προς τα πίσω κι αντίκρυσε ένα θεοκόμματο ντυμένο προκλητικά αλλά και πολύ κομψά συνάμα, πανύψηλο ουρί με προσεγμένο μαλλί καστανό και δυο κατάμαυρα κάρβουνα αστραφτερά στη θέση των ματιών. Τα μάτια αυτά λες κι έβγαζαν αληθινές φωτιές, τόσο έντονο ήταν το βλέμμα τους.

-Να σου εξηγήσω γλυκειά μου... αποπειράθηκε να ψελλίσει. Απο εδώ οι κυρίες... κυρίες μου η γυναίκα μου...

-Ασε τις συστάσεις, τώρα θα σε μάθω μπερμπαντάκο; Αντε, πλήρωσε και πάμε να φύγουμε! Να δω απο που θα σε μαζέψω την επόμενη φορά. Αν θα υπάρξει επόμενη φορά! τόνισε με νόημα.

Εβγαλε το πορτοφόλι του κι έριξε ένα μεγάλο χαρτονόμισμα στο τραπέζι, «τα ρέστα δικά σας κορίτσια, χάρηκα πολύ που τα είπαμε» είπε και σηκώθηκε άρον άρον. Με το μάτι έκοψε τη Μάρα, ήταν πράγματι γιγαντιαίων διαστάσεων, άξιζε που την άφησε τελευταία. Ο Θόδωρος είναι ένας άντρας ψηλός κι όπως όλοι σχεδόν οι ψηλοί έχει αδυναμία στα μικρά μεγέθη γυναικών, τον συναρπάζουν όμως και τα εξόχως μεγαλύτερα. Καλοφτιαγμένος και σχετικά αγύμναστος, θα ήθελε πολύ να καθρεφτιστεί κάπου με αυτό το πελώριο θηλυκό σε φάση έξαλλου σεξ. Ενα μικρό ανώδυνο βίτσιο που έχει είναι να απολαμβάνει στον καθρέφτη τις επιδόσεις του, να παίρνει μάτι τον εαυτό του δηλαδή.

Πήρε τη Μάρα απο τη μέση, χωρίς να χρειαστεί καθόλου να αλλάξει τη γωνία του πήχυ του, και ξεκίνησαν προς το άγνωστο. Περπατούσαν προς το πάρκινγκ για να πάρει το αυτοκίνητο και κοιταζόντουσαν στα μάτια κατευθείαν, μια και τα μάτια τους βρίσκονταν στο ίδιο επίπεδο. Η αίσθηση αυτή τον ξάφνιαζε αρκετά, του ήταν εντελώς πρωτόγνωρη. Μια γυναίκα στο ύψος του! Και το ύψος αυτό δεν ήταν και λίγο, ένα και ογδόντα πέντε παρακαλώ.

-Είσαι πολύ γλυκό μωρό μπούλη! Του ψιθύρισε στο αφτί ψιλοδαγκώνοντάς το κιόλας κι αυτό έκανε τη φαντασία του να πάρει μια απότομη στροφή προς τ' αστέρια.

-Κι εσύ, μάνα μου, δεν πας πίσω! Τι έτρωγε η μαμά σου πριν σε γεννήσει;

-Ο,τι έτρωγε κι η δική σου, αστέρι μου!

Δε μπόρεσε να περιμένει να φτάσουν στο αυτοκίνητο, έτσι, περνώντας απο ένα σκοτεινό δρομάκι, τη χούφτωσε για τα καλά αναζητώντας τα χείλη της. Ενα αξέχαστο φιλί με γλώσσα ως τον οισοφάγο, κόντεψε να τα παίξει τελείως. Τα χέρια του παλάμιαζαν αχόρταγα το κορμί της το σφιχτό, όταν όμως έφταναν κοντά στο επίμαχο σημείο εκείνη τον εμπόδιζε τεχνηέντως.

-Ελα μάνα μου, αφού θα το κάνουμε, δε θα το κάνουμε; Γιατί δε μ' αφήνεις να πάρω ένα ορεκτικούλι; Λίγο μονάχα, τόσο δα ν’ αγγίξω το μουνάκι σου...

-Αμα θες να το κάνουμε, μονάχα απο πίσω παρακαλώ, απάντησε η Μάρα και του έκοψε όλη τη φόρα, έχω περίοδο. Προφυλακτικό έχεις;

-Εχω απ' όλα κούκλα μου. Αλλά γιατί απο πίσω; Δε μ' ενοχλεί η περίοδός σου.

-Εμένα μ' ενοχλεί. Του τό 'κοψε απότομα.

Προβληματίστηκε κάπως ο Θόδωρος κι έβαλε το μυαλό του στην πρίζα. Μια γυναίκα που της λες πως δε σ' ενοχλεί η περίοδός της κανονικά θά 'πρεπε να πετάξει απο τη χαρά της. Ετούτη όμως να τον ξενερώσει έτσι απότομα... κάτι δεν του κόλλαγε. Την κοίταξε περισσότερο προσεχτικά κάτω απο το φανάρι της γωνίας, πριν μπούν στο πάρκινγκ, και τότε πρόσεξε καλύτερα το δέρμα του προσώπου της το πηγμένο στο μέϊκ απ. Πρόσεξε τους γεροδεμένους της ώμους που γυάλιζαν στο σκοτάδι. Πρόσεξε τα μακρυά της δυνατά δάχτυλα με τα βαμμένα νύχια, του έμενε όμως ακόμα ο πόθος σαν κακός σύμβουλος, κάτι μέσα του όμως τον πρόσταζε να προσέχει.

-Ελα, κούκλε, ποιό είναι το αμάξι; ρώτησε με τη λάγνα φωνή της.

-Εδώ το έχω αφήσει.. ή κάπου αλλού; Με σένα μάτια μου τά 'χω χαμένα. Απάντησε διπλωματικά, συνεχίζοντας: Δεν το βλέπω εδώ πέρα.. να θυμηθώ..

-Τελικά έχεις αμάξι μάγκα ή δεν έχεις; Αμα δεν έχεις, πες το, μη ντρέπεσαι, παίρνουμε το δικό μου.

Πρόσεξε τότε λίγο καλύτερα τη φωνή της. Αυτή η βαθειά λάγνα φωνή όταν θύμωνε άφηνε μερικά λεπτότερα κοκκοράκια. Παναγία μου! σκέφτηκε και η σκέψη του παραλίγο να εκφραστεί και με λόγια. Που έμπλεξα και πως θα ξεμπλέξω τώρα; Το πέρασμα απο την απόλυτη ευτυχία στην απόλυτη ξεφτίλα δεν είναι και λίγο! Εκατό στροφές το δευτερόλεπτο έπαιρνε το τσερβέλο το έρημο, αλλά απάντηση στο πρόβλημα δεν έδινε. Πως να δώσει το στίγμα πως είχε καταλάβει το παιχνίδι «της» χωρίς να γίνει το μπέρδεμα χειρότερο, ήταν και πολύ γεροδεμένη πανάθεμά τη, και δε ρισκάριζε ένα νυχτερινό ξυλοδαρμό.

-Ασε ρε Μάρα, ξενέρωσα με το θέμα της περιόδου. Αναψα τόσο και μετά μ' έριξες, ξέχασα και που έχω βάλει το αμάξι, θυμήθηκα και τη γυναίκα μου... Πρέπει να την πάρω τηλέφωνο τέτοια ώρα.. το ξέχασα με τούτα και με κείνα.

-Αστα, δεν περνάνε αυτά σε μένα. Είσαι ξύπνιο μαγκάκι αδερφέ μου. Πες πως δεν έγινε τίποτα! είπε με μεγαλοθυμία η Μάρα. Μαθημένα τα βουνά απ' τα χιόνια. Είσαι για κανα καφέ να γλυκάνουμε τα ξύδια ή μου θέλεις κανα ουϊσκάκι; Γουστάρω παρέα απόψε, έχω βαρεθεί τα στεγνά γαμίσια.

Μπροστά στην ειλικρινή της εξήγηση, ο Θόδωρος ανάσανε με ανακούφιση και της απάντησε στα ίσια κι αυτός.

-Μέσα! Είσαι ξηγημένο παιδί. Πάμε σ' ένα μπαράκι που ξέρω εδώ κοντά, αλλά κομμένο το αγκαζέ, έτσι; Μη βγάλω κανα όνομα...

Πέρασαν μαζί σχεδόν ολόκληρη τη νύχτα συζητώντας διάφορα, εκτός απο τις τετριμμένες εξομολογήσεις των τραβεστί περί της άτιμης κοινωνίας και της οικογένειας που τους εξώθησε στην πορνεία. Η Μάρα αποδείχτηκε εξαιρετικός συζητητής, με οργανωμένη σκέψη, με θέσεις για τα πολιτικά ζητήματα και τα κοινωνικά προβλήματα του κόσμου. Δε χόρταινε να ακούει τη μπάσα φωνή της να αναλύει και να συνθέτει για ώρες ατέλειωτες, που δεν ήθελε να τελειώσουν. Είχε ο Θόδωρος πολλές αναστολές και προκαταλήψεις σχετικά με τους τραβεστί, έφυγαν όμως όλες μονομιάς, έγιναν καπνός μπροστά στην όμορφη και ζεστή παρέα της Μάρας. Μετά μίλησαν και για τις γυναίκες και εντύπωση του έκανε η γνώση του φύλου αυτού, του τόσο δυσανάγνωστου για κείνον, απο τη Μάρα. Του μίλησε εντελώς ανοιχτά δίνοντάς του και συμβουλές που θα έκαναν το γάμο του πιο ανεκτό κι επιτυχημένο. Ενα διαμάντι αυτή η κοπέλλα. Ετσι την έβλεπε, ως κοπέλλα, μια και ο φόβος του άγνωστου είχε υποχωρήσει μαζί με το φόβο του βιασμού του. Χώρισαν κατά τις πέντε το πρωΐ αφού έμειναν σύμφωνοι να τηλεφωνιούνται ταχτικά, όπως και πριν, και τράβηξε καθένας το δρόμο του.

Στην ψυχή του Θόδωρου είχε μείνει μια υπέροχη γλύκα ανακατεμένη με ανακούφιση. Και δεν είχε απιστήσει στη γυναίκα του, και είχε κάνει μια υπέροχη γνωριμία. Οχι μόνο μιας διαφορετικής «γυναίκας» που έκρυβε στο βάθος της ψυχής της ένα κανονικό άντρα, αλλά και ενός πλάσματος ενδιαφέροντος, που μαζί του μπορούσε να εκφράζεται ελεύθερα και να λύνει αιώνιες απορίες. Οταν έβαλε το κλειδί στην πόρτα του σπιτιού του, κατάλαβε κάτι ακόμα. Κατάλαβε αυτό το κάτι που πρέπει να παρέχει καθένας απο τη μεριά του για να έχει μια ζωή πλήρη, απαλλαγμένη απο το φόβο της μοναξιάς και της απαξίωσης. Ετσι, αποφάσισε να σέβεται τους γενικούς κανόνες συμβίωσης ακόμα και τώρα που έλειπαν όλοι οι «δυνάστες» του στην εξοχή. Δε θα ξανακατούραγε λοιπόν στο νιπτήρα, ούτε θα ξανακαθόταν στον καναπέ. Με πρώτη ευκαιρία θα τηλεφωνούσε στην παραδουλεύτρα να φροντίσει την καθαριότητα και την τάξη. Μερικές φορές συμβαίνουν στη ζωή του ανθρώπου πράγματα ανεξήγητα. Τίποτε απο όλα αυτά δε θα είχε συμβεί αν ο Θόδωρος σταματούσε π.χ. στη Σόφι ή, απλά, δεν άφηνε τη Μάρα ως τελευταία του επιθυμία. Δε μπορεί, κάποιο σχέδιο κοσμικό θα υπάρχει που ρυθμίζει τη ζωή μας... Με αυτή την τελευταία σκέψη έγειρε να κοιμηθεί για δυο τρεις ωρίτσες, ίσα να μη πάει στο γραφείο του σα μπαγιάτικο μύδι.

11 Φεβ 2006

Ο ΠΡΟΣΤΑΤΗΣ ή Η ΠΛΥΣΗ

Αύριο θα ξημέρων' η μέρα της πλύσης κι ο μικρούλης Οδυσσέας έπεσε από νωρίς να κοιμηθεί, για να ξυπνήσει το πρωί με τον κόκκορα, να κατέβει με τη μάνα στο ποτάμι. Αντε και ξημέρωσ' επί τέλους τούτη η μέρα, που όλα επιτρέπονταν. Και βόλτα πήγαινε μεγάλη, και ξάπλωνε στο χορτάρι, και μαμούνια μάζευε, και πεταλούδες κυνηγούσε, όλα. Κι ούτε δουλειές, ούτε μαλλώματα.
Η μάνα μάζεψε γρήγορα σ' ένα μεγάλο μπόγο τα ρούχα και τα πανιά όλα, τά 'δεσε και τα τοποθέτησε με προσοχή πάνω στο κεφάλι της, στο χαμηλό φεσάκι, πάν' απ' την κίτρινη μαντήλα με τα σχέδια τα μαύρα, κι ο 'Δυσσέας από κοντά, κρεμασμένος απ' τη φαρδειά φουστάνα. Στον ώμο, με το σκοινί περασμένο χιαστί, κρέμονταν το ταγάρι με το προσφάγι, λίγο ψωμί, τυρί, ελιές και κρεμμύδι κι η τσίγκινη κούπα για το νερό.

Ετσι κίνησαν κι εκείνο το πρωϊνό, ο μικρός Οδυσσέας με τη μάνα του για το ποτάμι. Ητανε παράξενη η μάνα, μα την αλήθεια, έτσι που φούσκωνε η κοιλιά της και, με τον τεράστιο μπόγο στο κεφάλι, έμοιαζε με δυό καρβέλια κολλημένα τό 'να πάν' στ' άλλο, που περπάταγαν, τσούλαγαν αργά και προσεκτικά. Εσκασε στα γέλια, σαν τού 'ρθ' η σκέψη ετούτη. «Τι γελάς ορέ 'Δυσσέα;» «Γελάω που φούσκωσες και το κεφάλι σ', δε σ' έφταν' η κοιλιά σ' η φουσκουμέν!» απάντησε το παιδάκι και γέλασε κι η μάνα: «Αμ' δε, που θάν' φουσκουμέν' για πουλύ ακόμα! Σήμερ' αύριο, θα τό 'χεις τ' αδέρφι σου, 'Δυσσέα μ'.»

Και πώς το περίμενε τούτο τ' αδέρφι ο μικρός, να παίζει μαζί του, να κάνει πέρα τ' άλλα παιδιά που τον πειράζανε, νά 'χει κι αυτός εν' αδερφό, να τους νικάνε όλους. Με τις παλληκαριές που φανταζόταν να κάνει με τον αδερφό του, δεν κατάλαβε για πότε φτάσανε στο ποτάμι, για πότε κατέβασ' η μάνα το μπόγο, για πότε τέλειωσε η πλύση. «Αντε, ν' απλώσεις τα τσ'ράπια εσύ και μετά να κολατσίσουμε» τού 'πε η μάνα, π' αρχίνησε ν' απλώνει τα μεγάλα πανιά και τα μεσοφόρια και τα πουκάμισα πάν' στα σκίνα.

Απλωνε τό 'να κι έπιανε μετά τη μέση της, από πίσω, και κοίταζε ψηλά, κι άντε πάλι και πάλι το ίδιο. «Τί έχ'ς μάνα;» έτρεξε το μικρό κοντά της. «Αντε, παιδάκι μ' στου Τάσου, να ζητήξεις το γαϊδούρ' γιατ' έχουμι πουλλά ρούχα κι είν' το βάρος μεγάλο να τα φορτώσω πάλι στο κεφάλι μ'.»

Ετρεξ' ο μικρός με το ψωμί στο χέρι και σε καμμιάν ώρα φάνηκε με το γάϊδαρο, καμαρωτός - καμαρωτός. Οπως κατέβαινε την πλαγιά, είδε τα ρούχα τ' απλωμένα πάν' στα σκίνα, αλλά τη μάνα δεν την έβλεπε πουθενά. Κοίταξε και προς τις ελιές, τίποτα. «Θά 'ν' στο καλυβάκι, σα πέρα, ξαπλωμένη» έβαλε με το νού του, κι έστριψε το γάϊδαρο προς τα 'κεί. Ως πλησίαζε, άκουσε αγκομαχητό μεγάλο, πνιχτές φωνές και μετά μιαν αναστεναξιά, ωσάν νά 'βγαιν' η ψυχή της. Πήδησ' απ' το γαϊδούρι γρήγορα, «τί έχ'ς μάνα μ'» ούτε πρόλαβε να καλοσκεφτεί, και με τα μικρά του ποδαράκια έτρεξε προς το καλυβάκι. Με το πού 'φτασε στ' άνοιγμα της πόρτας, είδε να ξεπροβάλλει κάτ' απ' τη φούστα τη φαρδειά κάτι ροδαλό, σαν αρνί και σαν τ' αγαλματάκι πού 'ταν' στον αυλόγυρο της εκκλησιάς.

Ανασηκώθηκ' η μάνα κι έσκυψε και τό 'πιασ' αυτό το πράγμα, που σάλευε και που νιαούριζε σα γατί, τό 'πιασε και το κράτησε κοντά στον κόρφο της. «Αντε, παιδάκι μ', καλά και τό 'φερες το γαϊδούρι. Σύρε, μάσε τα πανιά τώρα κι έλα να βοηθήσεις να τα φορτώσουμε. Αντε, κι είσαι και τυχερός, τούτην δώ είν' η αδερφή σ'.» Και τού 'δειξε κείνο το σαμιαμίδι που νιαούριζε τώρα δυνατότερα.
Ετρεξε σα βολίδα και μάζευε τα πανιά και τα δίπλωνε, τα τύλιγε με μανία, με τα δάκρυα να πνίγουνε τα ματάκια του, μα να μη βγαίνουν να τρέξουν να ξαλαφρώσει, με το στόμα σφιχτό και το λαιμό κομποδιασμένο, να μη βγαίνει ανάσα σχεδόν. Ωχ, τί 'τανε πάλι και τούτο, αδερφό ήθελε αυτός, κι αδερφό μεγάλο, να κάνουν τις παλληκαριές τους, κι όχι αδερφή, και τί αδερφή κιόλας, ένα μωρό.

Πάτησε σε μιά κοτρώνα, έφτασε και τα φόρτωσε μόνος του τα ρούχα στο γαίδούρι και, σκυλιασμένος ακόμα, φώναξε τη μάνα: «Ελα και σύ με την κόρη σ', έτοιμος ο γάϊδαρος!» Η μάνα ξεπρόβαλλε στην πορτούλα της καλύβας, όμορφη, το βλέμμα της ολόγλυκο τον κοίταξε και τον κάλεσε κοντά της μα εκείνος τίποτα, ούτε κουνήθηκε. Κίνησε τότε η μάνα προς το μέρος του και, πριν ανέβει στο γαϊδούρι, τ' άρπαξε το κεφάλι και τό 'σφιξε πάνω στην κοιλιά της: «Βρέ χαζό, θα μεγαλώσ' η αδερφή σ' και θα σε φτιάνει γλυκά, και συ θα την προσέχεις, μη μας την πάρει κάνας γύφτος.»
Σήκωσε το βλέμμα το φουρτουνιασμένο και κοίταξε τη μάνα ίσια στα μάτια. Ο θυμός του διάβηκε με μιάς, τώρα αισθανόταν άντρας μεγάλος, πιό δυνατός ακόμα, 'τι τώρα θά 'πρεπε τις παλληκαριές να τις κάνει ολομόναχος, χωρίς βοήθεια, 'τι τώρα είχε δυό γυναίκες να διαφεντέψει.

--------------------
ακούγεται εδώ


10 Φεβ 2006

Κάθυ την έλεγαν -αν θυμάμαι καλά...


Πριν κάμποσα χρόνια, σ’ ένα νησί του Αιγαίου γνώρισα μια καναδέζα συγγραφέα. Μια γυναίκα γλυκειά, που έγραφε αδιάκοπα και γεννοβολούσε παιδιά, όσο αδιάκοπα έγραφε επίσης. Ο μεγαλύτερος γιός της ήταν δεκαοχτώ χρονών και το μικρότερο παιδί -κορίτσι, αγόρι, πέρασαν και τόσα χρόνια και δε θυμάμαι- μόλις οχτώ μηνών κι η κοιλιά της φουσκωμένη ξανά στον τέταρτο κιόλας μήνα. Δε είμαι σίγουρη για τ’ όνομά της, μονάχα για το χρώμα που διαχυνόταν γύρω απ’ την ύπαρξή της. Ενα χρώμα φωτεινό, γλυκό και ζεστό σαν τη θαλπωρή του πρώϊμου φθινοπωρινού τζακιού και σαν ηλιοβασίλεμα χειμωνιάτικης λιακάδας.

Τότε ήταν τριανταεφτά χρονών μονάχα, όπως έλεγε, κι η ζωή της ήταν ένα ταξίδι αδιάκοπο σε χώρες όπου έβρισκε υλικό για τα βιβλία της. Τι έγραφε ακριβώς δεν είχα καταλάβει, ούτε που ρώτησα κιόλας, ήμουν πολύ νέα για να μ’ απασχολήσει ιδιαίτερα αυτή η λεπτομέρεια. Παράλληλα, χαιρόταν τη ζωή σα μικρό παιδί κι εκείνη, ανάμεσα στο παιδομάζωμα που τη συντρόφευε, χτίζοντας φιλίες στις χώρες απ’ όπου διάβαινε.

Που αλλού θα μπορούσε κανείς να συναντήσει αυτή τη γυναίκα παρά σ’ ένα νησί του Αιγαίου, καθισμένη χαλαρά σε μια μεγάλη πολυθρόνα μ’ ένα μελίσσι που βούϊζε γύρω της, το κάθε μελισσάκι αφοσιωμένο στα δικά του μικροπροβλήματα κι εκείνη με το φωτοστέφανο της τέλειας μάνας ν’ αγκαλιάζει, να θηλάζει, να ταϊζει, να μαγειρεύει, να υποδέχεται τους ξένους της και να γράφει κιόλας κάθε τόσο κάποιες φράσεις στη γραφομηχανή της! Κάθε ξένος που έφτανε, αναλάμβανε με υπευθυνότητα όλο και κάποια φροντίδα στο μικρό της βασίλειο, τα παιδιά είχαν εξασκηθεί στην αυτοεξυπηρέτηση και την αλληλοφροντίδα κι η Κάθυ -έτσι την έλεγαν ή έχω ακόμα την επίδραση των ρομαντικών μυθιστορημάτων που διάβαζα τότε, θα σας γελάσω- απλά βρισκόταν εκεί, καθισμένη ή όρθια, δεν έχει και τόση σημασία.

Πέρασα αρκετά ηλιοβασιλέματα στο φιλόξενο σπίτι της, αρκετές βραδυές γεμάτες τραγούδι, παρέα με μπύρες, κρασάκι κι αγάπη. Τη θαύμασα πολύ μα δε μπόρεσα να τη μιμηθώ. Φοβήθηκα τον εγωϊσμό μου, πως θα μ’ εμπόδιζε να γίνω κάτι παρόμοιο, φοβήθηκα τις αυταρχικές μου καταβολές, κάτι τέτοιο. Δεν είχε παντρευτεί ποτέ της και τα παιδιά δεν έμοιαζαν καθόλου το ένα με τ’ άλλο, εκτός απο δυο ξανθά εφτάχρονα δίδυμα κορίτσια. Μπορούσε κανείς να δει συγκεντρωμένες στα πανέμορφα προσωπάκια των παιδιών της όλες τις φυλές του πλανήτη: Δέρματα κατάλευκα, μπρούτζινα ή μελαμψά, ματάκια γαλάζια, καστανά, κατάμαυρα, ολοστρόγγυλα ή σχιστά, κορμοστασιές γεροδεμένες ή λεπτεπίλεπτες, όλα ήταν όμως παιδιά της, αγγελούδια που τους μοίραζε απλόχερα την αγάπη και την προσοχή της.

Συνήθιζα να πηγαίνω για κάμποσες μέρες σχεδόν κάθε απόγευμα, χωρίς ιδιαίτερη πρόσκληση, έτσι κάποια φορά που έφτασα στην ώρα μου -λίγο πριν το ηλιοβασίλεμα δηλαδή- βρήκα το σπίτι άδειο. Εφυγαν όλοι, πως έγινε αυτό, αναρωτήθηκα, τόσο ξαφνικά; Ο μεγάλος της γιός όμως μ’ έβγαλε απ’ την απορία μου ξεπροβάλλοντας απο ένα μισόκλειστο παντζούρι και λέγοντάς μου πως ναι, έφυγαν για τον Καναδά, όπου η μητέρα του θα φρόντιζε για την έκδοση του νέου της βιβλίου μαζί με τη γέννηση του νεαρού βλαστού της.

- Κι εσύ, πως έμεινες εδώ; Ρώτησα εντελώς αυθόρμητα.

Η απάντηση δεν άργησε καθόλου να ξεπροβάλλει δίπλα στ’ όμορφο πρόσωπό του με τα ψηλά ζυγωματικά. Ηταν μια ντόπια κοπελλίτσα.

- Θα μείνει μαζί μου, μου απάντησε, μίλησε και στον πατέρα μου, θα παντρευτούμε σε δυο μήνες.

Η φαντασία μου έπλασε αμέσως ένα κόσμο παρόμοια αγγελικό μ’ εκείνο τον κόσμο που περιέβαλε την καναδή συγγραφέα, ο γιός της όμως δεν άργησε να με βγάλει απ’ την πλάνη μου.

- Δεν αντέχω άλλα ταξίδια, θέλω να ριζώσω κάπου, μου είπε χαμογελώντας με τα καταγάλανα μάτια του και με τ’ αστραφτερά του δόντια, σκέτα μαργαριτάρια πάνω σ’ ένα πρόσωπο στο χρώμα του σιταριού.

Καληνύχτησα το νεαρό ζευγάρι κι έφυγα απορημένη. Στο τέλος όμως, περπατώντας την απόσταση -κι ήταν αρκετή- μέχρι το δικό μου σπίτι, κατάλαβα. Κατάλαβα το θαύμα της ζωής που ανέμελα μας δέχεται στους κόλπους της, όταν τη δεχόμαστε κι εμείς όπως ακριβώς έρχεται, απλά. Καμμιά φορά λέω στον εαυτό μου πως έπρεπε να κρατήσω κάποια στοιχεία γι αυτή τη γνωριμία, πως θά ’ταν πολύ ωραίο να ξανασυναντήσω την Κάθυ, άλλες φορές όμως η σκέψη αυτή υποχωρεί μπροστά στη μαγεία της ανάμνησης, μιας ανάμνησης που μοιάζει με παραμύθι, με κάτι που ίσως δε συνέβη ποτέ.

8 Φεβ 2006

Ο ΕΛΕΦΑΝΤΑΣ


(ανταπόκριση από το μέτωπο των παραδόξων)

Ειδοποιήθηκα να πάω να παρατηρήσω ένα παράξενο φαινόμενο: Ενα ελέφαντα τεράστιο που, κατά τα φαινόμενα, θα περάσει κι από τη χώρα μας.

Πήγα σε ένα λιβάδι κοντά στα σύνορα για να τον δω. Ετοίμασα το μικρόφωνό μου και τη φωτογραφική μου μηχανή. Δεν περίμενα και πολύ, ώσπου...

Ο ελέφαντας φαίνεται να έρχεται. Είναι ακόμα μακρυά. Πολύ μακρυά. Βαδίζει στο χωματόδρομο. Εχει βρέξει και ο δρόμος είναι λασπωμένος. Δεξιά κι αριστερά, χωράφια. Ο ελέφαντας πλησιάζει. Μετά τη βροχή, η ατμόσφαιρα είναι καθαρή. Η ορατότητα εξαιρετική. Φαίνεται καθαρά ότι πρόκειται για ελέφαντα. Αν και το χρώμα του είναι λασπουδερό, ίδιο με αυτό του χωματόδρομου, ξεχωρίζει καθαρά. Από τον όγκο του. Είναι ένας τεράστιος ελέφαντας. Οσο πλσιάζει, τόσο νομίζει κανείς ότι ορθώνεται ο δρόμος προς τον ουρανό. Τόσο ψηλός, τόσο ογκώδης ελέφαντας είναι. Είναι ακόμα αρκετά μακρυά. Μπορεί και δέκα χιλιόμετρα. Αρχίζει να ακούγεται το βαρύ του βήμα που θρυμματίζει τις πέτρες. Περπατάει κυματιστά, σα να γλυστράει κάπως. Ισως να οφείλεται στη λάσπη το ελαφρύ λίκνισμα. Πλησιάζει κι άλλο. Τώρα ανεμίζει που και που την προβοσκίδα του. Σαν εκκρεμές. Δεξιά - αριστερά, δεξιά - αριστερά. Τώρα στέκεται. Απλώνει τα πελώρια αφτιά του και μοιάζει με τεράστιο πτηνό, σαν όρνιο έτοιμο να πετάξει. Σηκώνει την προβοσκίδα ψηλά, προς τον ουρανό. Ακούγεται η απειλητική κραυγή του. Σαν καραμούζα και σαν σάλπιγγα. Αρχίζει τώρα να περπατά με γρήγορο ρυθμό. Τρέχει σχεδόν, ανεμίζοντας την προβοσκίδα. Η γη τρέμει. Λάσπες τινάζονται δεξιά - αριστερά. Η γη τρέμει κάτω από τα πόδια του. Ο γδούπος των βημάτων σπάει τύμπανα. Μπουμ μπουμ μπουμ!

Φράζω τα αφτιά μου με ωτοασπίδες. Δεν αντέχω τόσο θόρυβο. Ξαπλώνω στο χορτάρι για να μη πέσω, τόσο πολύ τρέμει η γη. Ο ελέφαντας περνάει από μπροστά μου. Ο όγκος του σκεπάζει τον ήλιο. Ισαμε μια δεκαόροφη πολυκατοικία ψηλός. Το λασπουδερό του δέρμα τρέμει. Κυματίζει. Περνά αρκετή ώρα μέχρι να ξεσκεπαστεί ο ήλιος. Ο ελέφαντας τώρα απομακρύνεται. Δεν τόλμησε κανείς να τον εμποδίσει. Γιατί άλλωστε; Ο ελέφαντας είναι ακίνδυνος. Εφυγε τώρα πια. Πέρασε. Ενας ελέφαντας πέρασε. Ενας τεράστιος ελέφαντας. Φαίνεται τώρα η ουρά του να ανεμίζει δεξιά - αριστερά. Από πίσω είναι λιγότερο τρομερός. Μάλλον αστείος είναι τώρα που τρέχει φεύγοντας. Σαν μια τεράστια μπάλλα με χοντρά πόδια. Τόσο αστείος. Ο θόρυβος εξασθενεί. Βγάζω τις ωτοασπίδες και σηκώνομαι όρθιος. Ο ελέφαντας φαίνεται τώρα σαν μια μικρή κουκίδα πάνω στο χωματόδρομο, ανάμεσα στα βουνά. Από πού να ερχόταν και πού να πηγαίνει τάχα; Τι με νοιάζει; Φτάνει που δεν σταμάτησε εδώ. Κι αν σταμάταγε, τι θα έκανε; Ο ελέφαντας είναι ένα ακίνδυνο ζώο. ΟΥΦΦΦ!


3 Φεβ 2006

Η άσπρη σελίδα


Μια άσπρη κάτασπρη σελίδα, εντελώς άγραφη, κολλημένη στον άσπρο τοίχο απέναντι, μαγνήτιζε από ώρα το βλέμμα του. Σκεφτόταν τη ζωή του. Ετσι είχε κυλήσει κι αυτή. Αχρωμη, άγραφτη σαν τη σελίδα που έβλεπε εδώ και ώρα να τον προκαλεί. Ούτε καν ένα μικρό σημάδι από σβήσιμο…

Κάποια στιγμή άπλωσε το δεξί του πόδι για ένα πρώτο βήμα απομάκρυνσης απ' τη θέση, όπου ήταν θαρρείς σαν καρφωμένος. Με κόπο ακολούθησε και τ' αριστερό. Δεν απομακρύνθηκε πολύ. Ισαμε το μικρό καμαράκι πήγε, εκεί που φύλαγε τ' απομεινάρια από κάθε λογής πράγμα, κουρέλια, παλιόρουχα, παλιοπάπουτσα, μπογιές, φθαρμένα πινέλλα, σκωροφαγωμένα σανίδια, μουχλιασμένα χαρτοκούτια…

Χωρίς να διστάσει καθόλου, πήρε δυο τρία κουτιά με μισοχαλασμένες μπογιές, τις είχε από τότε πού 'χε μετακομίσει σ' αυτό το ταπεινό σπιτάκι με πρόθεση να το βάψει, κάτι που δεν πρόφτασε να κάνει ως τα σήμερα. Ο χρόνος τον κυνηγούσε βλέπεις…

Με μια ακατανόητη μανία άρχισε να βάφει -να ζωγραφίζει μάλλον- στο κάτασπρο χαρτί.
Τι θάλασσες απλώθηκαν μπροστά στα έκπληκτα μάτια του, τι γογόνες ξεπετάχτηκαν, τι ουρανοί, τι δασωμένα βουνά και τι καταπράσινες πεδιάδες…


Δε χόρταινε να βλέπει την ομορφιά που απλωνόταν, κάθε τόσο έκανε ένα βήμα πίσω να θαυμάσει ξανά και ξανά το υπέροχο τοπίο, κάνοντας ένα νοερό ταξίδι σε ονειρεμένα μέρη που θά 'θελε τόσο νά 'χε επισκεφτεί…

Τέλειωσαν οι μπογιές, σταμάτησε κι η ζωγραφιά. Το χαρτί δεν ήταν πλέον άσπρο. Είχε όλα τα χρώματα μέσα, αλλού φωτεινό κι αλλού σκοτεινό, όπως θά 'θελε νά 'ταν κι η φτωχή του ζωή…

Στάθηκε για μισό λεπτό σαν αποσβωλωμένος κι αφού αγνάντεψε ξανά με τα μάτια μισόκλειστα, με μια δρασκελιά μεγάλη όρμησε, μπήκε στη ζωγραφιά του και χάθηκε…

Ούτε 'γώ ούτε κανείς άλλος δεν ξέρει να πει τι απέγινε. Πιστεύω όμως πως θα χορεύει σαν τρελλός στα καταπράσινα λιβάδια, θα σκαρφαλώνει μαγεμένος στα κατάφυτα βουνά, θα κολυμπάει τρισευτυχισμένος στις θάλασσες μαζί με τις γοργόνες…


----------------------------------------------------------
ΣΗΜ: Γράφτηκε στις 21/07/2002 στο foroum του pathfinder, στο θέμα του χρήστη ygroc_oyranoc με τίτλο "Ασπρη σελίδα" και ήταν το πρώτο κείμενο που έγραψα στο διαδίκτυο σε μορφή διηγήματος. Του το χρωστάω που, μετά την ενθάρρυνσή του, ξεκίνησα να γράφω ακάθεκτη!

2 Φεβ 2006

Ουσάρος της ανακτορικής φρουράς

Ενα μυγάκι έχει καθήσει στο πλάϊ της μύτης του. Κάνει πολλή ζέστη, καιρός ασυνήθιστος για το Λονδίνο. Ζέστη και υγρασία μαζί, το κοκτέϊλ είναι αφόρητο. Χειρότερο κι από μολότωφ. Με τη ζέστη, έχουν εγκαταλείψει και τα τσογλάνια την πόλη. Πόσο αποζητά τώρα τη φασαρία τους! Ακόμα και μια μπόμπα θα ήταν ευπρόσδεκτη, μια και θα μπορούσε -επιτέλους!- να κουνηθεί λιγουλάκι. Η μύγα εκεί, κάνει καλά τη δουλειά της. Αλλοιθωρίζοντας ελαφρά, τη συλλαμβάνει να ξύνει νωχελικά τα πίσω της ποδαράκια. Κι αυτή η αμερικάνα, είναι ανάγκη να στέκεται τόσην ώρα μπροστά του και να τον φωτογραφίζει; Ούτε να παίξει λίγο το μάγουλό του δε μπορεί, πόσο μάλλον να φυσήξει στα κλεφτά λίγο προς τα πάνω, μήπως και τη διώξει.

Παλιόμυγα! Ποιος ξέρει απο πού έχει έρθει. Εκεί γύρω δεν έχει, βέβαια, σκουπίδια. Απο τους καμπινέδες του παλατιού ίσως; Χμμ.. σκέφτεται, «ίχνη απο βασιλικό σκατό στη μύτη μου», και ξεκαρδίζεται -απο μέσα του ευτυχώς. Μπορεί να είναι κι απο την κουζίνα του παλατιού όμως. Αν η μύγα κρατούσε στα ποδάρια της κάτι μεγαλύτερο, θα μπορούσε τώρα να γνωρίζει -από την οσμή- τι μαγει-ρεύεται σήμερα στα μπρούτζινα κατσαρολικά του Μπάκιγχαμ. Κρίμα που μια μύγα δε μπορεί να κρατά κάτι τι μεγάλο στα ποδάρια της, όπως π.χ. τα μυρμήγκια. Αν γινόταν αυτό, σίγουρα δε θα μπορούσε να πετάξει, οπότε δε θα μπορούσε να βρεθεί και πάνω στην καημένη τη μύτη του.

Μετά βίας συγκρατεί ένα ηχηρότατο φτάρνισμα. Του έρχεται να φταρνιστεί απανωτά, αλλά η αυτοπειθαρχία του είναι σιδερένια. Δεν τον αφήνει να κινηθεί, πόσο μάλλον να φταρνιστεί. Η αμερικάνα συνεχίζει να τον φωτογραφίζει. Τώρα δα, φωνάζει και τη φίλη της, να φωτογραφηθούν μαζί. Δίνει την κάμερα σε κάποιον περαστικό -πού βρέθηκε κι αυτός τώρα εδώ μεσημεριάτικα;- και τον παρακαλεί να τις τραβήξει μαζί. Ο περαστικός άλλο που δε θέλει. Παίρνει τη μηχανή με προθυμία κι εξαφανίζεται τρέχοντας.

Αχ! Πόσο τη χαίρεται αυτή την αναπάντεχη τροπή! Εγλημα και τιμωρία. Τώρα οι δυο αμερικάνες τρέχουν πίσω απο τον κλέφτη αλαφιασμένες, φωνάζοντας κιόλας προς τον αστυνομικό υπηρεσίας, που δεν κινείται καθόλου, αραγμένος στη σκιά. Δεν είναι δουλειά του να κυνηγά τους κλέφτες, αλλά να προσέχει μήπως πλησιάσει κάποιος σε απόσταση ανεπίτρεπτη τους φύλακες της πύλης των ανακτόρων.

Ρίχνει κλεφτές ματιές δεξιά-αριστερά, κανείς. Αφήνει ένα ελαφρύ φύσημα προς τα πάνω, τίποτα. Η μύγα ούτε που το κατάλαβε, ή, αν το κατάλαβε, μπορεί και να της άρεσε κιόλας. Ωχ! Πλησιάζουν κάτι γιαπωνέζοι. Μάλλον οικογένεια είναι. Με δυο παιδιά γύρω στα δέκα-δώδεκα. Ο πατέρας, απολύτως συστηματικός, κρατά κάμερα και τον βιντεοσκοπεί γύρω γύρω, κι αυτόν και το περιβάλλον. Τα παιδιά είναι φρόνιμα, ευτυχώς. Στέκονται σούζα.

Φεύγουν οι γιαπωνέζοι και πλακώνει τώρα μια κοπελίτσα μελαχροινή. Δεν κρατάει κάμερα. Τι στο καλό γυρεύει ντάλα μεσημέρι κάτω απο τον καφτό ήλιο; Αρχίζει να τον πλησιάζει επικίνδυνα, σε απόσταση αναπνοής. Ρίχνει μια απελπισμένη ματιά στον αστυνομικό υπηρεσίας που παρατηρεί τα τεκταινόμενα και με λύπη του βλέπει πως πρέπει να αφήσει για λίγο τον ίσκιο του. Ποιος ξέρει τι πάει να σκαρώσει τώρα η μικρή, που ανοίγει κιόλας την τσάντα της. Ο αστυνομικός, που έχει πάρει χαμπάρι την κοπέλα, σηκώνεται. Η κοπέλα βγάζει ένα μαντηλάκι και το τινάζει μπροστά στο πρόσωπό του. Αχ! Πάει η μύγα! Επιτέλους.

Ο αστυνομικός, αρπάζει την κοπέλα απο το μπράτσο. Εκείνη εξηγεί με φτωχά αγγλικά «είχε μια μύγα στο πρόσωπό του» κι ο αστυνομικός την αφήνει, αφού ρίξει μια ματιά στο διαβατήριό της. Η κοπέλα προχωρεί προς το απέναντι πεζοδρόμιο, στέκεται και του ρίχνει ένα γελαστό βλέμμα. Εκείνος, χωρίς να δώσει καμμιά σημασία, ούτε στον αστυνομικό, ούτε στην αυτοπειθαρχία του, της σκάει ένα χαμόγελο ευγνωμοσύνης. Η κοπέλα στρίβει και χάνεται. Η μύγα έχει ήδη χαθεί. Πριν προλάβει να του ανακοινώσει ο αστυνομικός την ποινή του, πέφτει ξερός μπρούμυτα στις πλάκες. Αύριο θα γράψουν οι εφημερίδες πόσο επηρρέασε ο καύσωνας τον πληθυσμό της πόλης. Τόσο πολύ, που ακόμα κι ένας σκληροτράχηλος ουσάρος της ανακτορικής φρουράς δε μπόρεσε να την αντέξει.


__________________
ηχητικά εδώ