Το άλογο είναι πολυαγαπημένο ζώο. Πολλοί εξύμνησαν την ομορφιά του, η καλύτερη όμως περιγραφή του βρίσκεται στο ποίημα Η ΦΥΓΗ του Αριστοτέλη Βαλαωρίτη. Μαθήτρια της Α' Γυμνασίου το είχα αποστηθίσει για να το απαγγείλω. Στην πρόβα που γίνηκε στην τάξη, μόλις άρχισα την απαγγελία με πάθος, στον πρώτο στίχο όλη η τάξη ξέσπασε σε γέλια. Η καθηγήτρια ζήτησε να γίνει ησυχία και ξαναπροσπάθησα, μάταια όμως. Τα χάχανα έγιναν ακόμα πιο δυνατά. Δεν το έλεγα βλέπετε όπως το διαβάζουμε απο το βιβλίο, αλλά με πάθος -ίσως υπερβολικό. Στο διάλλειμμα έγινε πανζουρλισμός, μου ζητούσαν και μου ξαναζητούσαν να ξαναφωνάξω τον επίμαχο στίχο. Δεν το έκανα τότε, μάλλον πίστευα ότι με κορόϊδευαν, ότι μου χαλούσε το ίματζ -τρομάρα μου!- αυτή η ιστορία. Το ποίημα δεν το είπα φυσικά στη γιορτή, δεν τόλμησε η καθηγήτρια να με συμπεριλάβει στο πρόγραμμα. Θα καταντούσε ελαφρά ψυχαγωγικό, σαν επιθεωρησιακό νούμερο, θα έχανε η εθνική γιορτή τη σοβαρότητά της; Αγνωστο τι σκέφτηκε. Το δέχτηκα πάντως με άνακούφιση, αν και είχα καταβάλλει πολύ κόπο να μάθω απέξω 33 ολόκληρες στροφές.
Τώρα που το σκέφτομαι ξανά και φαντάζομαι ένα μικροκαμωμένο λιανό κοριτσάκι με κοτσιδάκια να ξεφωνίζει με πάθος "Τ' άλογο! Τ' άλογο!" με πιάνουν και μένα τα γέλια! Μάλλον τότε ακριβώς αντιλήφθηκα τη σημασία του γέλιου, πόσο αξίζει δηλαδή να μπορείς να κάνεις τον άλλον να γελά. Από τότε μάλλον αγάπησα τόσο πολύ και το άλογο.
Η φυγή«Τ' άλογο! τ' άλογο, Ομέρ Βριώνη.
Το Σούλι εχούμησε και μας πλακόνει.
Τ' άλογο! τ' άλογο! ακούς σουρίζουν
ζεστά τα βόλια τους, μας φοβερίζουν.
»Για δες σα δαίμονες με πελεκάνε!
Κάτου απ' το βράχο τους πώς ροβολάνε!
Δες τα κεφάλια μας, δες τα κουφάρια,
κυλάνε ανάκατα σαν νάν' λιθάρια,
»Τ' άλογο! τ' άλογο! Ακούς πώς σκούζουν!
Οι λύκοι φθάσανε, ρυάζονται, γρούζουν.
Ανοιξ' η κόλαση και μου ξερνάει
τον μαύρον κόσμο της για να με φάη.
»Βριόνη, πρόφθασε. ακόμη λίγο,
κι από τα νύχια τους δε θα ξεφύγω.
Τ' άλογο!... Γνώρισα τη φουστανέλλα
του εχθρού μου τ' άσπονδου Λάμπρου Τζαβέλλα.
»Δεν τόνε βλέπετε; Σα Χάρος φθάνει
ψηλ' ανεμίζοντας το γιαταγάνι.
Νοιώθω το χέρι του μες στην καρδιά,
που πάει σπαράζοντας τα σωθικά.
»Ανεμοστρόβιλος, θεοποντή,
όλα σα σίφουνας θα καταπιή.
Το μάτι επάνω μου έγρια στηλόνει,
μαχαίρι δίκοπο μέσα μου χώνει.
»Κρύο το σίδερο χωνεύει, σφάζει.
Ακούτε, ακούτε τον πώς μου φωνάζει.
νοιώθω το χνώτο του φωτιά ζεστό,
πώρχετ' επάνω μου σα νάναι φιό.
»Τ' άλογο! τ' άλογο, Ομέρ Βριόνη.
Ο ήλιος έπεσε, νύχτα σιμόνει...
Αστρα λυτρώστε με. αυτή τη χάρη
ζητάει ο Αλήπασας, πιστό φεγγάρι».
Εμπρός του στέκεται καμαρωμένο,
μαύρο σαν κόρακας, χρυσά ντυμένο
άτι αξετίμωτο, φλόγα, φωτιά,
καθάριο αράπικο, το λεν Β ο ρ ι ά.
Χτυπάει το πόδι του, σκάφτει το χώμα,
δαγκάει το σίδερο, πώχει στο στόμα.
Ρουθούνια διάπλατα και τεντωμένα
αχνίζουν κόκκινα σαν ματωμένα.
Ακούει τον πόλεμο και χλημητάει.
Τ' αυτιά του τέντωσε, άγρια τηράει.
Ολόρθη η χήτη του, ολόρθ' η ορά,
λιγάει το σώμα του σαν την οχειά.
Σκόνεται λαίμαργο στα πισινά του,
Λάμπουν τα νύχια του, τα πέταλά του.
Λες και δεν έγγιζεν κάτου τη γή...
Κρίμα που τώθελαν για τη φυγή!...
Ο Λάμπρος τώβλεπε κι από τη ζήλεια,
κρυφ' αναστέναξε, δαγκάει τα χείλια.
«Ατι περήφανο, να σ' είχα εγώ,
μέσα στα Γιάννινα ήθελα μπώ».
Ως τόσ' ο Αλήπασας από τον τρόμο
τη χήτη του άρπαξε, πετάει στον ώμο...
Σα βόλι γλήγορο, σαν αστραπή.
Το άτι χάθηκε με τον Αλή.
Φεύγουνε, φεύγουνε! Δίκαιη κατάρα!
Τους εκυνήγαε αχνή τρομάρα.
νύχτα κατάμαυρη και συγνεφιά
γύρω τους στέκονταν για συντροφιά.
Λόγγους περάσανε, χαντάκια μύρια,
αίματα στάζανε τα φτερνιστήρια.
αφρούς σα θάλασσα τ' άλογο χύνει,
σκιάζετ' ο Αλήπασας, καιρό δε δίνει.
Καθώς διαβαίνουνε, τρίζει ένα ξύλο,
φυσάει ο άνεμος, πέφτει ένα φύλλο,
πουλάκι επέταξε, φεύγει ζαρκάδι,
νεράκι πώτρεχε μες στο λαγκάδι.
Ολα ο Αλήπασας, όλα τρομάζει,
κρύος ο ίδρωτας βρύση του στάζει,
τ' άλογο αυτιάζεται, δεν ανασαίνει,
τα πόδια εστήλωσε, λύκος διαβαίνει.
Και κειός τα δάχτυλα σφίγγει στη σέλλα,
τα μάτια του έβλεπαν παντού Τζαβέλλα.
Παντού του φαίνονταν πως είν' κρυμμένα
σπαθιά που λάμπανε ξεγυμνωμένα.
Μακρυά τα γένεια του, άσπρα σα χιόνι,
τα παίρνει ο άνεμος, σκόρπια τ' απλώνει,
εμπρός στο στόμα του και στο λαιμό,
λες και τον έχουνε για πηνιμό.
Καθώς τα κύματα με τη νοτιά
τη νύχτα χάνονται στη σκοτεινιά,
και δεν χωρίζουνε παρά οι αφροί των
ψηλά που ασπρίζουνε στην κορυφή των,
έτσι και τ' άλογο κείνο το βράδυ
σαν κύμα διάβαινε μές στο σκοτάδι,
κύμα ολοφούσκωτο και σκοτεινό,
πώχει τ' Αλήπασα τα γένεια αφρό.
Φεύγουνε, φεύγουνε! Πάντα τρεχάτοι.
Φθάνει κ' εδείλιασε το μαύρο τ’ άτι,
φθάνει και τρέμουνε τα γόνατά του.
ακούς πως βράζουνε τα σωθικά του!
Λυσσάει ο Αλήπασας και βλαστημά.
Το φτερνιστήρι του χώνει βαθειά.
Το άτι φούσκωσε, βαρειά μουγκρίζει,
δίνει ένα πήδημα και γονατίζει.
Η καρδιά μέσα του χτυπάει σφυρί,
τ' αυτιά του γέρνουνε, πέφτει στη γη.
Σπαράζει, ανδρειεύεται και ροχαλιάζει,
απ’ τα ρουθούνια του το αίμα στάζει.
Κι εκεί που τ' άλογο ψυχομαχάει,
βουβός στη λύσσα του ο Αλής τηράει,
τηράει ανήσυχος, αχνός, να ιδή.
Τ' αυτιά του ετέντωσε ν' ακουρμαστή.
Ακόμα σκιάζεται του εχθρού τα βόλια,
και αρπάζει τρέμοντας τα δυό πιστόλια.
Τ' άτι το δύστυχο δίπλα στο χώμα
χτυπιέται, δέρνεται, βογκάει ακόμα.
Και δεν τον άφηνε καλά ν' ακούση
αν κείνοι οι δαίμονες τον κυνηγούσι.
Αφρισ' ο Αλήπασας, καίετ', ανάφτει,
τα βόλια τώφτεψε μές στο ριζαύτι.
Τ' άτι εταράχθηκε σαν το στοιχειό
και μ' ένα μούγκρισμα μένει νεκρό.
Το μάτι ακίνητο και καρφωμένο
εμειν' επάνω του θολό, σβυσμένο.
Ακούει πατήματα, φωνές πολλές...
Αχ! Τον επρόδωκαν οι πιστολιές!
Σιμόνει ο θόρυβος, το αίμα του πήζει,
έπιασε τ' άλογο για μετερίζι.
Γιομίζει τ' άρματα, και στο μαχαίρι
σιγά και τρέμοντας ρίχνει το χέρι.
Ακούει που φώναζαν «Βεζίρη, Αλή!»
Κ' εκείνος έλυωνε σαν το κερί.
Πάλαι φωνάζουνε! Κάθε φορά
ακούετ' ο θόρυβος πλέον σιμά.
Το μάτι ολάνοιχτο ο Αλής καρφώνει.
«Βόηθα με, φώναζε, Ομέρ Βριόνη!»
Ετσι ο Αλήπασας κυνηγημένος
μπαίνει στα Γιάννινα σαν πεθαμένος.
Οσο κι αν έζησεν, η φουστανέλλα
του Λάμπρου τώστεκε στα μάτια φέλα.
Σύντομο βιογραφικό του ποιητή *
Γεννήθηκε την 1η Σεπτεμβρίου 1824 στη Λευκάδα ο Αριστοτέλης Βαλαωρίτης. Ανήκε σε παλιά οικογένεια, που το πρώτο της ορμητήριο άλλοι το τοποθετούν στην Ηπειρο και άλλοι στην Ευρυτανία, και που γενάρχης της ήταν ο Χρήστος Βαλώρας, αρματωλός που είχε φημιστεί στα επαναστατικά κατά των τούρκων κινήματα του τέλος του 17ου και των αρχών του 18ου αιώνα.
Στο σχολείο της Λευκάδας έκανε τις πρώτες του σπουδές ο Αριστοτέλης, τις συνέχισε στην Κέρκυρα, όπου ακολούθησε φιλολογία, και στην Ιόνιο Ακαδημία, και τις αποτελείωσε στη Γενεύη, όπου πήρε το «μπακαλορεά». Μετά στο Παρίσι και στην Πίζα, όπου στα 1848, μαζί με το δίπλωμα της Νομικής, του απονεμήθηκε ο τίτλος του διδάκτορα. Απο το 1848 μέχρι το 1852 -οπότε παντρεύτηκε μετά από αμοιβαίο έρωτα την Ελοϊσια, μοναχοκόρη του συγγραφέα και καθηγητή της ιστορίας Αιμιλίου Τυπάλδου- ταξίδεψε και γλέντησε τη ζωή του ταξιδεύοντας σε χώρες της Ευρώπης, Αγγλία, Ιταλία, Ουγγαρία, όπου συμμετείχε στα επαναστατικά κινήματα της εποχής.
Στην οικογένειά του ήταν αντίθετοι με την ένωση των Επτανήσων με την Ελλάδα, ο Αριστοτέλης όμως ήταν ενωτικός και ένθερμος πατριώτης. Το 1857 εκλέχτηκε για πρώτη φορά και παμψηφεί ως αντιπρόσωπος της Λευκάδας στην Ιόνιο Βουλή. Τη θέση αυτή κατείχε μέχρι το 1864, οπότε ενώθηκαν τα Επτάνησα με την Ελλάδα, κι απ' το 1864 μέχρι το 1869 υπήρξε αντιπρόσωπος στην ελληνική Βουλή. Απέθανε στις 24 Ιουλίου 1879.
Σε γράμμα του προς τον φίλο του Ανδρέα Στράτο, αναφέρει πως όταν το έθνος κοιμάται «το είδος της ποιήσεώς μου δεν δύναται να υπάρξει» Τα γάργαρα ρυάκια, τ' αηδονολαλήματα, τα μάγια του φεγγαριού δεν μπορούσαν να ξυπνήσουν τον ποιητικό του οίστρο. «Εγώ, δεν δύναμαι να ψάλλω παρ' όταν το έθνος μου βρυχάται. Τότε τα οστά των τεθνεώτων εγείρονται ενώπιόν μου, περιβάλλονται αυτομάτως την αρχαίαν σάρκαν των, βλέπω ρέον το αίμα των, ατενίζω τους κεραυνούς των βλεμμάτων των, και θερμαινόμενος εκ της φλογός των στιχουργώ τότε, αγορεύω, ζω, δαιμονίζομαι».