10 Φεβ 2006

Κάθυ την έλεγαν -αν θυμάμαι καλά...


Πριν κάμποσα χρόνια, σ’ ένα νησί του Αιγαίου γνώρισα μια καναδέζα συγγραφέα. Μια γυναίκα γλυκειά, που έγραφε αδιάκοπα και γεννοβολούσε παιδιά, όσο αδιάκοπα έγραφε επίσης. Ο μεγαλύτερος γιός της ήταν δεκαοχτώ χρονών και το μικρότερο παιδί -κορίτσι, αγόρι, πέρασαν και τόσα χρόνια και δε θυμάμαι- μόλις οχτώ μηνών κι η κοιλιά της φουσκωμένη ξανά στον τέταρτο κιόλας μήνα. Δε είμαι σίγουρη για τ’ όνομά της, μονάχα για το χρώμα που διαχυνόταν γύρω απ’ την ύπαρξή της. Ενα χρώμα φωτεινό, γλυκό και ζεστό σαν τη θαλπωρή του πρώϊμου φθινοπωρινού τζακιού και σαν ηλιοβασίλεμα χειμωνιάτικης λιακάδας.

Τότε ήταν τριανταεφτά χρονών μονάχα, όπως έλεγε, κι η ζωή της ήταν ένα ταξίδι αδιάκοπο σε χώρες όπου έβρισκε υλικό για τα βιβλία της. Τι έγραφε ακριβώς δεν είχα καταλάβει, ούτε που ρώτησα κιόλας, ήμουν πολύ νέα για να μ’ απασχολήσει ιδιαίτερα αυτή η λεπτομέρεια. Παράλληλα, χαιρόταν τη ζωή σα μικρό παιδί κι εκείνη, ανάμεσα στο παιδομάζωμα που τη συντρόφευε, χτίζοντας φιλίες στις χώρες απ’ όπου διάβαινε.

Που αλλού θα μπορούσε κανείς να συναντήσει αυτή τη γυναίκα παρά σ’ ένα νησί του Αιγαίου, καθισμένη χαλαρά σε μια μεγάλη πολυθρόνα μ’ ένα μελίσσι που βούϊζε γύρω της, το κάθε μελισσάκι αφοσιωμένο στα δικά του μικροπροβλήματα κι εκείνη με το φωτοστέφανο της τέλειας μάνας ν’ αγκαλιάζει, να θηλάζει, να ταϊζει, να μαγειρεύει, να υποδέχεται τους ξένους της και να γράφει κιόλας κάθε τόσο κάποιες φράσεις στη γραφομηχανή της! Κάθε ξένος που έφτανε, αναλάμβανε με υπευθυνότητα όλο και κάποια φροντίδα στο μικρό της βασίλειο, τα παιδιά είχαν εξασκηθεί στην αυτοεξυπηρέτηση και την αλληλοφροντίδα κι η Κάθυ -έτσι την έλεγαν ή έχω ακόμα την επίδραση των ρομαντικών μυθιστορημάτων που διάβαζα τότε, θα σας γελάσω- απλά βρισκόταν εκεί, καθισμένη ή όρθια, δεν έχει και τόση σημασία.

Πέρασα αρκετά ηλιοβασιλέματα στο φιλόξενο σπίτι της, αρκετές βραδυές γεμάτες τραγούδι, παρέα με μπύρες, κρασάκι κι αγάπη. Τη θαύμασα πολύ μα δε μπόρεσα να τη μιμηθώ. Φοβήθηκα τον εγωϊσμό μου, πως θα μ’ εμπόδιζε να γίνω κάτι παρόμοιο, φοβήθηκα τις αυταρχικές μου καταβολές, κάτι τέτοιο. Δεν είχε παντρευτεί ποτέ της και τα παιδιά δεν έμοιαζαν καθόλου το ένα με τ’ άλλο, εκτός απο δυο ξανθά εφτάχρονα δίδυμα κορίτσια. Μπορούσε κανείς να δει συγκεντρωμένες στα πανέμορφα προσωπάκια των παιδιών της όλες τις φυλές του πλανήτη: Δέρματα κατάλευκα, μπρούτζινα ή μελαμψά, ματάκια γαλάζια, καστανά, κατάμαυρα, ολοστρόγγυλα ή σχιστά, κορμοστασιές γεροδεμένες ή λεπτεπίλεπτες, όλα ήταν όμως παιδιά της, αγγελούδια που τους μοίραζε απλόχερα την αγάπη και την προσοχή της.

Συνήθιζα να πηγαίνω για κάμποσες μέρες σχεδόν κάθε απόγευμα, χωρίς ιδιαίτερη πρόσκληση, έτσι κάποια φορά που έφτασα στην ώρα μου -λίγο πριν το ηλιοβασίλεμα δηλαδή- βρήκα το σπίτι άδειο. Εφυγαν όλοι, πως έγινε αυτό, αναρωτήθηκα, τόσο ξαφνικά; Ο μεγάλος της γιός όμως μ’ έβγαλε απ’ την απορία μου ξεπροβάλλοντας απο ένα μισόκλειστο παντζούρι και λέγοντάς μου πως ναι, έφυγαν για τον Καναδά, όπου η μητέρα του θα φρόντιζε για την έκδοση του νέου της βιβλίου μαζί με τη γέννηση του νεαρού βλαστού της.

- Κι εσύ, πως έμεινες εδώ; Ρώτησα εντελώς αυθόρμητα.

Η απάντηση δεν άργησε καθόλου να ξεπροβάλλει δίπλα στ’ όμορφο πρόσωπό του με τα ψηλά ζυγωματικά. Ηταν μια ντόπια κοπελλίτσα.

- Θα μείνει μαζί μου, μου απάντησε, μίλησε και στον πατέρα μου, θα παντρευτούμε σε δυο μήνες.

Η φαντασία μου έπλασε αμέσως ένα κόσμο παρόμοια αγγελικό μ’ εκείνο τον κόσμο που περιέβαλε την καναδή συγγραφέα, ο γιός της όμως δεν άργησε να με βγάλει απ’ την πλάνη μου.

- Δεν αντέχω άλλα ταξίδια, θέλω να ριζώσω κάπου, μου είπε χαμογελώντας με τα καταγάλανα μάτια του και με τ’ αστραφτερά του δόντια, σκέτα μαργαριτάρια πάνω σ’ ένα πρόσωπο στο χρώμα του σιταριού.

Καληνύχτησα το νεαρό ζευγάρι κι έφυγα απορημένη. Στο τέλος όμως, περπατώντας την απόσταση -κι ήταν αρκετή- μέχρι το δικό μου σπίτι, κατάλαβα. Κατάλαβα το θαύμα της ζωής που ανέμελα μας δέχεται στους κόλπους της, όταν τη δεχόμαστε κι εμείς όπως ακριβώς έρχεται, απλά. Καμμιά φορά λέω στον εαυτό μου πως έπρεπε να κρατήσω κάποια στοιχεία γι αυτή τη γνωριμία, πως θά ’ταν πολύ ωραίο να ξανασυναντήσω την Κάθυ, άλλες φορές όμως η σκέψη αυτή υποχωρεί μπροστά στη μαγεία της ανάμνησης, μιας ανάμνησης που μοιάζει με παραμύθι, με κάτι που ίσως δε συνέβη ποτέ.

4 σχόλια:

MainMenu είπε...

μήπως δε την έλεγαν Κάθυ΄αλλά Γιούνισεφ. χιχι

Ξέρω κρυάδες:)

φιλιά

ViSta είπε...

Ροδια γλυκια μου, πως τα καταφερνεις και εδω και στην νοβελα; Τοσο ομορφα και τοσο μεγαλα κειμενα, εσυ "ζηλεψες" τοτε την Καθυ και εγω τωρα εσενα :-)

Rodia είπε...

Τότε έκανα παρέα με το John που σπούδαζε νηπιαγωγός και φρόντιζε από μεράκι τα παιδάκια της Κάθυ. Ενας άλλος αμερικανός λίγο μεγαλύτερος, John κι αυτός, είχε δεσμό μαζί της και τη συνόδεψε στον Καναδά. Παρέα μας ήταν και ο Sylvain, ένας γαλλοκαναδός με μακριά αλογοουρά, ο πιο μικρός απ' όλους, που τα είχε μπλέξει με μια σαντορινιά και δεν ξέρω τι απέγινε.. μπορεί και να έμεινε στη Σαντορίνη.

Αλλες εποχές.. τότε, αυτά τα παιδιά (το επίσημο κράτος και τα ΜΜΕ) τα αποκαλούσαν "αλητοτουρίστες".. Θέλαμε αριστοκρατικό τουρισμό, τρομάρα μας!
(πού να ξέραμε ότι ένας από αυτους, ο Μπιλ, θα γινόταν πρόεδρος των ΗΠΑ)

Markos είπε...

Όμορφος κόσμος. Πραγματικά όμορφος ο κόσμος που έδωσες....
Η μάνα και τα παιδιά της εννοώ...