29 Ιουν 2006

το μυστικό της Σφίγγας (παραγράμματα)







στοστο-ματησφι-γγασχαρα-ζειμιαλε-ξη
ξανα-ανατελει-τουχρονου-ηροη
ηρο-δαχαρα-ζειστοχω-μαμιαπλε-ξη
ξηλωνει τολογο τησπετρας

βοη

σεισμο-σκαειταβρα-χιαβατρα-χιαεισρε-ουν
ναμπουν στη σχισμη
πριν κλεισει τοστομα ξανα καιταχει-λησφιχτουν
χουφτω-νουντηγλω-σσασανδα-χτυλαχι-λια
λιανιζουν τοχρονο κομματια
κοστιζει ολογος

σιγη

ταμα-τιακαθρε-φτησκιανει-ναισκιων
σκασμενα ταχειλη αμολανε τοσπαγγο
σπασμε-νοσοχρο-νοσγελα-νοσταλγει
ησφιγγα φευγατη τιναζει ουρα
ουρα-νιοσθολος

σιωπη

~~~***~~~


ορθόπλαση

στο στόμα της σφίγγας χαράζει μια λέξη
ξανά ανατέλει του χρόνου η ροή
η ρόδα χαράζει στο χώμα μια πλέξη
ξηλώνει το λόγο της πέτρας
βοή
σεισμός σκάει τα βράχια βατράχια εισρέουν
να μπουν στη σχισμή
πριν κλείσει το στόμα ξανά και τα χείλη σφιχτούν
χουφτώνουν τη γλώσσα σαν δάχτυλα χίλια
λιανίζουν το χρόνο κομμάτια
κοστίζει ο λόγος
σιγή
τα μάτια καθρέφτης κι αν είναι σκιών
σκασμένα τα χείλη αμολάνε το σπάγγο
σπασμένος ο χρόνος γελά νοσταλγεί
η σφίγγα φευγάτη τινάζει ουρά
ουράνιος θόλος
σιωπή



Το Μεργκαέλ και άλλες ιστορίες για τη φυλή των Αενάκουα



Πώς απόχτησε το παγώνι την ουρά του

Ενα καλοκαιρινό πρωΐ, ο γιος του φύλαρχου ξύπνησε πολύ προβληματισμένος. Επρεπε να βρει γυναίκα να παντρευτεί και να κάνει απογόνους. Επίσημους απογόνους, φυσικά. Ανεπίσημους είχε προλάβει να κάνει μερικούς, παρ' όλο το νεαρόν της ηλικίας του. Η γυναίκα που θα γεννούσε το μελλοντικό αρχηγό έπρεπε να είναι κάτι τι το εξαιρετικό. Ενα πλάσμα, όχι μονάχα πεντάμορφο και πανέξυπνο, μα έπρεπε να έχει και ειδικές χάρες. Οπως π.χ. να ξέρει να γιατρεύει διάφορες αρρώστιες, να φτιάχνει διάφορα μαντζούνια ηρεμιστικά, να τιθασσεύει άγρια άλογα, να καταλαβαίνει τη γλώσσα των πουλιών και των ψαριών -ναι, και τα ψάρια μιλούσαν και τραγουδούσαν στη μυθική αυτή χώρα!

Σκέφτηκε λοιπόν ο διάδοχος του φύλαρχου να ζωγραφίσει ένα παράξενο πουλί και να το δείχνει στις υποψήφιες συζύγους του για να καταλάβει ποια έχει αυτά τα ειδικά χαρίσματα. Η πρώτη που το είδε, απάντησε ότι απλώς δεν υπάρχει τέτοιο πουλί. Η δεύτερη, είπε ότι θα πάει να ρωτήσει τη μαμά της για να μάθει αν και πού μπορεί να υπάρχει αυτό το παράξενο πουλί. Η τρίτη, πήρε τη ζωγραφιά και τη μύρισε. Τα χρώματα ήταν νωπά ακόμα και ανέδυαν μια μυρωδιά μούχλας. Τότε, τα χρώματα τα έφτιαχναν απο σαπισμένα χορταρικά και, μέχρι να στεγνώξουν, μύριζαν απαίσια.

Πήρε λοιπόν τη ζωγραφιά, τη μύρισε, την γυρόφερε στα χεράκια της και του είπε:

- Χμμ.. πρίγκηπά μου, αυτό το πουλί πρέπει να βρίσκεται κάπου όχι και πολύ μακρυά. Δώσε μου τρεις μέρες χρόνο να πώ να στο φέρω. Μέχρι να στεγνώξει η ζωγραφιά, θα το έχεις.

Ο πρίγκηπας συμφώνησε και γύρισε στην πολυτελή του καλύβα.

Η γυναίκα, πήρε τη ζωγραφιά και πήγε γραμμή στο κοτέτσι. Εκεί, διάλεξε μια μαύρη κότα και την πήρε στην καλύβα της. Μετά, άνοιξε ένα μπογαλάκι με διάφορα πολύχρωμα υφάσματα, υφασμένα απο τα χεράκια της, κι έκοψε μερικές λουρίδες. Πήρε και αλεύρι και νερό κι έφτιαξε μια δυνατή κόλλα και κόλλησε τις μακριές χρωματιστές λουρίδες στην ουρά της μαύρης κότας. Στόλισε και το κοτίσιο κεφαλάκι με καναδυό κουρελάκια και έδεσε την κότα σε ένα παλούκι, να μη κινείται μέχρι να στεγνώξει η κόλλα.

Σε δυο μέρες που η κόλλα στέγνωξε, άφησε την κοτούλα ελεύθερη να συνηθίσει να περπατά με τα καινούργια της αξεσουάρ. Η κότα, που είχε μείνει νηστικιά και χωρίς νερό αυτές τις μέρες, άρχισε να τρέχει για να βρει νερό και τροφή χωρίς να πολυνοιάζεται για το βάρος της καινούργιας της ουράς. Εβγαζε και κάτι κραυγές απο τον ολόστεγνο καταπιώνα της και βράχνιασε. Δεν πήγε και πολύ μακριά. Το νερό και το κριθάρι την περίμεναν λίγο παραπέρα, στη γωνιά του χωραφιού.

Το άλλο πρωΐ που ξημέρωσε η τρίτη μέρα της προθεσμίας που είχε ζητήσει η γυναίκα απο τον πρίγκηπα, η κότα είχε πλέον μεταμορφωθεί στο παράξενο πουλί της ζωγραφιάς. Την πήρε λοιπόν και την πήγε στην καλύβα του αρχηγού. Οταν είδε ο πρίγκηπας τι κατάφερε να σκαρώσει η γυναίκα, την αγάπησε αυτομάτως και την εκανε γυναίκα του και μάνα των παιδιών του. Την κοτούλα την ονόμασαν παγώνι, επειδή έμοιαζε να κρυώνει με τα τόσα παραπανίσια που φορούσε πέρα απο τα δικά της φτερά. Ετσι ακριβώς απόχτησε το παγώνι την ουρά του, κι όποιος διαφωνεί να αποδείξει το αντίθετο.



Το Μεργκαέλ

Το Μεργκαέλ κάθεται κάτω απο μια συστάδα υψηλόκορμων θάμνων τιουΐ, το κοινότερο φυτό που απαντά κανείς στα χωρικά όρια του τρίτου γαλαξία. Το Μεργκαέλ είναι πλάσμα ανθρωπόμορφο αλλά άφυλο. Ούτε άντρας, ούτε γυναίκα. Απο τη γέννησή του και ως τα δώδεκα χρόνια του, φέρνει προς αγοράκι, ένα πλασματάκι νευρώδες και ζωηρό. Απο τα δώδεκα και μέχρι τα πενήντα περίπου, γίνεται γυναίκα πολυπόθητη, και κατόπιν χάνει το φύλο του. Μαραγκιάζει, χάνει το σφρίγος του μαζί με την αυτοεκτίμησή του, και το ρίχνει στη φιλοσοφία. Κάποιοι άντρες της φυλής Ωγκαίο το ποθούν κατά καιρούς, αλλά το Μεργκαέλ, που έχει αρχίσει πλέον να σκέφτεται, δε διακινδυνεύει την είσοδό του στο θολό σύννεφο του έρωτα, δε χαλαλίζει την ηρεμία του για κάτι τι στιγμιαίο.

Σήμερα, το Μεργκαέλ είναι λίγο ανήσυχο. Βλέπει το θολό σύννεφο να πλησιάζει επικίνδυνα, βρίσκεται στην πορεία του και ψάχνει τρόπους να το αποφύγει. Σκέφτεται να αρχίσει να τρώει καρπούς μεϊούσι για να ξεχνιέται ή να ψήσει και να γευτεί το ρόφημα νάϊ-νάϊ να ησυχάσει την τρέλλα του κορμιού του. Πρέπει να αναφέρουμε εδώ ότι, στη χώρα των Ακενάουα τρελλαίνεται το κορμί, ενώ το μυαλό δεν παύει στιγμή να λειτουργεί ικανοποιητικά. Το καημένο το Μεργκαέλ λοιπόν σήμερα μάλλον θα την πατήσει, επειδή είναι κάπως δυσκίνητο και δεν θα προλάβει να ξεφύγει απο το σύννεφο, που έρχεται ορμητικά σαν κύμα να το καταβροχθίσει.

Στη χώρα αυτή, ο ουρανός είναι υγρός σα θάλασσα και τα νέφη σαν κύματα, ενώ οι ωκεανοί αποτελούνται απο αέρινες μάζες. Οι Ακενάουα είναι συνηθισμένοι να ταξιδεύουν με τις βάρκες τους στα συννεφένια πλάτη και μήκη των αέρινων ωκεανών, τη στιγμή που ο θαλασσένιος ουρανός τους προκαλεί πανικό, ιδίως όταν έρχεται κατά πάνω τους. Το φως των δέκα ήλιων του συστήματός τους διαπερνά τις νερένιες μάζες του ουρανού και φτάνει ίσαμε την παραμικρή χαραμάδα των αχυρένιων καλυβιών τους. Το Μεργκαέλ τρέχει, με όση δύναμη του απομένει, να κρυφτεί στο καλυβάκι του, κοντά στη θαμνοσυστάδα τιουΐ. Το νερένιο σύννεφο όμως τρέχει γρηγορότερα, το προλαβαίνει, το ρουφάει και το εξαφανίζει μέσα στη θολούρα του.

Πολλοί σοφοί Ακενάουα λένε ότι, όποιος μπει στο θολό σύννεφο και καταφέρει να βγει, γίνεται σοφότερος. Ισως να το έχουν δοκιμάσει και κάτι γνωρίζουν παραπάνω. Σύντομα θα μάθουμε αν έχουν δίκιο, όταν -και αν- το Μεργκαέλ καταφέρει να βγει απο τη θολή παγίδα που το σκλάβωσε. Στον αρχαίο πλανήτη Γη, την πηγή των διαφόρων συμπαντικών πολιτισμών, έλεγαν πως ο έρωτας είναι σα να σού 'ρχεται ο ουρανός στο κεφάλι. Μάλιστα, μερικοί γαλάτες το φοβόντουσαν αυτό δεόντως, όπως ο αρχηγός του χωριού του περίφημου ιππότη Αστερίξ.

Εδώ, στη χώρα των Ακενάουα, αυτό είναι πραγματικότητα, μια και ο ουρανός είναι θάλασσα και τα σύννεφα είναι κύματα. Λέγαν ακόμη ότι οι ερωτευμένοι ζουν στα σύννεφα, εδώ όμως συμβαίνει το αντίθετο, αφού τα σύννεφα είναι φιλικό περιβάλλον γι αυτούς και δε χρειάζεται να είναι ερωτευμένοι όταν π.χ. ψαρεύουν κοτσύφια. Τι να πει κανείς! Θα περιμένουμε να μιλήσει το Μεργκαέλ, αν τελικά τη γλυτώσει.


Νεκρική τελετουργία

Η Ανιραμ έγλυψε το τελευταίο κοκκαλάκι του αδελφού της. Τώρα είχε φάει ολόκληρο το σόϊ της, εκτός απο τη μάνα της, την Αρόντα. Ετσι συνηθίζεται στους Αενάκουα: Να τρώνε τους νεκρούς τους για να τους φέρουν μέσα τους στο υπόλοιπο του βίου. Την Ανιραμ θα τη φάνε τα παιδιά της, όταν έρθει η ώρα της να κλείσει τα μάτια. Με τον τρόπο αυτό πιστεύουν ότι οι νεκροί παραμένουν ζωντανοί στο διηνεκές και αλλίμονο στον άτεκνο Αενάκουα! Είναι καταδικασμένος να χαθεί δια παντός μαζί με ολόκληρη τη γενιά του που την κουβαλάει μέσα του, εκτός αν έχει αγαπηθεί πολύ οπότε, το νεκρό του σώμα το τρώει τελετουργικά είτε ο αγαπημένος φίλος είτε ο γλυκός εραστής.

Τρέμει η Ανιραμ τη μέρα που θα κλείσει οριστικά τα μάτια της η μάνα της. Σκέφτεται απο τώρα ότι θα είναι πολύ δύσκολο να τη φάει, θα της πάρει πολύ χρόνο να καταβροχθίσει αυτό το κορμί με την τεράστια ψυχή, κι από την άλλη, δεν έχει καμμιά όρεξη να την κουβαλήσει κι αυτήν μέσα της. Φτάνουν τόσοι και τόσοι που κουβαλάει ήδη. Εκτός απο το πολυπληθές της σόϊ, κουβαλάει ένα σωρό φίλους και φίλες και εραστές, μαζί με τις πεθαμένες επιθυμίες τους. Γιατί είναι σπάνιο να κλείσει κανείς τα μάτια έχοντας εκπληρώσει όλες του τις επιθυμίες. Οσο πιο νέος ο νεκρός, τόσο περισσότερο δύσπεπτος. Η μάνα της Ανιραμ αποτελεί εξαίρεση, μια και, αν και μεγάλη σε ηλικία, έχει αμέτρητες επιθυμίες ανεκπλήρωτες.

Μαζεύει προσεχτικά τα κοκκαλάκια του πολυαγαπημένου της αδελφού σε ένα απλωμένο μαντίλι και σηκώνεται απο το τελετουργικό τραπέζι. Τα τοποθετεί μαζί με τα κόκκαλα του πατερούλη της και των παπούδων και σκέφτεται πως αύριο είναι μια καλή μέρα για να τα επεξεργαστεί στον τόρνο της φυλής κατασκευάζοντας παιδικά παιχνίδια. Τα κοκκαλάκια του εραστή της όμως τα θέλει ακόμη μαζί της, τυλιγμένα στο κόκκινο μαντίλι, κάτω απο το μαξιλάρι της. Η ψυχούλα του δεν έχει απορροφηθεί ακόμα εντελώς απο την Ανιραμ, και η ύπαρξη των οστών βοηθά στην αφομοίωσή τους. Αφησε πολλές επιθυμίες ανεκπλήρωτες, βλέπετε, ο μακαρίτης.

Η Ανιραμ προσέχει να εκπληρώνει τις επιθυμίες της για να μη ταλαιπωρήσει τα παιδιά της. Αγαπά πολύ τα παιδιά της και, ώρες ώρες λέει μέσα της, μακάρι να χανόταν εντελώς από προσώπου του νησιού της, να την καταβρόχθιζε ένα τεράστο ψάρι οκινούκ ή να χανόταν στο συννεφένιο ωκεανό ή να την κατάπινε το νερένιο νέφος του υγρού ουρανού.



Η κηδεία του φίλου μου του Γκέντιν

Πολλοί σοφοί πιστεύουν ότι η φυλή των Αενάκουα είναι ένας μύθος, άλλοι ότι πράγματι υπήρξε, και μερικοί λένε πως οι Αενάκουα υπάρχουν ακόμα και σήμερα ανάμεσά μας. Σήμερα, που η βιολογία έχει προχωρήσει τόσο πολύ, το μυστήριο βρίσκεται στα πρόθυρα της λύσης του. Αρκεί να γίνουν οι κατάλληλες εξετάσεις για τον εντοπισμό του γονιδίου.

Προχθές βρέθηκα στην κηδεία του φίλου μου του Γκέντιν και σιγουρεύτηκα ότι ήταν, όσο ζούσε, ένας απο αυτούς. Αλλά, και πεθαμένος που είναι, ένας Αενάκουα παραμένει στη ζωή, γιατί οι Αενάκουα είναι αθάνατοι. Αυτό που εμείς ονομάζουμε "θάνατο" δεν τους αγγίζει: Κλείνουν απλώς τα μάτια και περνούν απο το δικό μας εικονικό κόσμο στο δικό τους, ξαναγυρνούν δηλαδή στην Παγγαία με το νερένιο της ουρανό και τη συννεφένια θάλασσά της.

Το πώς βεβαιώθηκα, μπορώ να το εξιστορήσω αμέσως. Πεντακόσιες εικοσιεπτά γυναίκες παραβρέθηκαν σε αυτή την κηδεία. Τις παρατηρούσα με προσοχή και έβλεπα μια βαθειά θλίψη στα μάτια τους για την απώλεια του αγαπημένου τους. Ολες τον αγαπούσαν, χωρίς να τον διεκδικεί καμμιά για τον εαυτό της, χωρίς να αποζητά την αποκλειστικότητα του έρωτά του. Πείτε μου λοιπόν, γνωρίζετε πολλούς άντρες αυτής της ποιότητας; Γιατί, όσο νά'ναι, θα είχε βάλει το χεράκι του ο μακαρίτης (για μας και τον κόσμο μας 'μακαρίτης') ώστε να εμπνεύσει μια παρόμοια συμπεριφορά.

Φυσικά, ήταν παντρεμένος και είχε τρία παιδιά, που υπεραγαπούσε. Οι γυναίκες αυτές, απ' όσο μπορώ να συμπεράνω κρίνοντας και απο τη δική μου σχέση μαζί του, δεν ήταν υποχρεωτικά όλες ερωμένες του. Υπήρχαν και καλές φίλες, καλή ώρα η αφεντιά μου, αλλά και συνεργάτιδες και βοηθοί στη δουλειά του. Ο Γκέντιν συνεργαζόταν μονάχα με γυναίκες, εμπιστευόταν μονάχα τις γυναίκες, αγαπούσε τρελλά τις γυναίκες, και οι γυναίκες γνωρίζουν να ανταποδίδουν με θέρμη τα όμορφα συναισθήματα. Τις εξύψωνε με την παρουσία του πλάϊ τους, μια λέξη του τις έκανε να νοιώθουν μοναδικές. Οι γυναίκες είναι ευαίσθητες και το εκτιμούν πολύ αυτό.

«Λόγια του αέρα, η γυναίκα θέλει αγριάδα» ίσως πει κάποιος βαρβάτος αρσενικός χοντράνθρωπος προσγειωμένος στο σήμερα. Δεν είναι όμως έτσι. Καθόλου δεν είναι έτσι. Τα τσιτάτα που κυκλοφορούν περί δήθεν αντρισμού είναι για τα πανηγύρια, μαζί με τα σλόγκαν περί του δήθεν 'πολιτισμού' μας. Οι Αενάκουα είναι -εξακολουθούν να είναι- οι μόνοι πολιτισμένοι άνθρωποι, άντρες και γυναίκες. Το πρώτο στοιχείο που τους ξεχωρίζει απο το πλήθος (δεν χρειάζεται και άλλο, ε) είναι η δύναμη της αντίληψης των αναγκών του "άλλου". Τοποθετούν τον "άλλο" σε θέση σημαντική τόσο, όσο και αυτή όπου έχουν βάλει τον εαυτό τους. Δεν έτυχε να γνωρίσω άλλον Αενάκουα εκτός απο το Γκέντιν, ούτε άντρα ούτε γυναίκα, είμαι τόσο σίγουρη όμως για την προέλευσή του που υπέγραψα την ομαδική αίτηση για γονιδιακή εξέταση των οστών του.

Αυτό και μόνο δεν σημαίνει κάτι; Τόσες πολλές γυναίκες βρέθηκαν να συμφωνήσουν. Εκτός απο τη νόμιμη σύζυγο, που φαινόταν να απολαμβάνει το χαμό του απο τον κόσμο μας, μια και χασκογελούσε όλη την ώρα κατά τη διάρκεια της κηδείας αλλά και μετά, όταν μοίραζε τα κόλυβα λες και μοίραζε κουφέτα. Μπαίνω όμως στον πειρασμό να σκεφτώ μπας και εκείνη είναι μια Αενάκουα. Μήπως..;



Απο πού μας ήρθε το τσίπουρο

Μια φορά, ο αρχηγός της φυλής των Αενάκουα καθόταν και απολάμβανε το ηλιοβασίλεμα πίνοντας το αγαπημένο του ποτό απο απόσταξη σταφυλιών και καπνίζοντας συνάμα ένα μυρωδάτο πούρο. Καθόταν στη σκιά του δέντρου Τσίπ, που είχε ρίζες κονδυλώδεις (απο όπου τα πατατάκια Τσιπίτα -γκρίζα διαφήμιση είναι.. ΜΗ ΤΑ ΤΡΩΤΕ!)
Εκεί που καθόταν λοιπόν, έπεσε ένα χοντρό κλαδί στο κεφάλι του και τον χτύπησε στο δοξαπατρί. Τού 'φυγε το πούρο απο τα χείλη και παρά λίγο να πει το Δεσπότη Παναγιώτη. Αντί γι αυτό, είπε το ποτό του Τσιπ-πούρο, μια και το ποτό το κρατούσε γερά και δεν έπεσε να χυθεί παρ' όλο το ξάφνιασμα. Σιγά σιγά, ο τόνος ανέβηκε μια σκάλα.. τσπ-πουρο τσιπ-πούρο Τσίπουρο! Ετσι, πίνουμε τώρα το τσιπουράκι μας και το φχαριστιόμαστε. Το φύλαρχο όμως ξεχάσαμε πώς τον έλεγαν... Αυτά παθαίνει η ζωή όταν δεν διορίζει ιστορικούς να γράφουν τα γεγονότα. Ενώ σήμερα με την τιβί ενημερωνόμαστε για όλα..!




_______________________________________
ΣΗΜ.1. O Shadow_of_the_Shadow, σημαντικό μέλος του ιστοχώρου www.kivernologotexnia.com, στις 26-05-2005 και ώρα 23:39:01 ακριβώς, είχε την ιδέα να αναπτύξουμε μια ιστορία για τη φανταστική φυλή των Αενάκουα. O ευφάνταστος αυτός διαδικτυακός συνάδελφος λογοτέχνης έδωσε το σύνθημα της έναρξης με αυτή την περιγραφή:

«Οι Αενάκουα ήταν μια (φανταστική) φυλή που ζούσε πριν από χιλιάδες χρόνια σε ένα σύμπλεγμα νησιών στις ακτές της Παγγαίας, πριν αυτή κομματιαστεί από τον διαχωρισμό των πλακών της Γης. Όταν ο κόσμος φαινόταν να είναι ένας, τότε οι Αενάκουα ζούσανε στην άκρη του. Θαλασσινός λαός με πολιτισμό χιλιάδων χρόνων και ατέλειωτη ιστορία επιτευγμάτων....»

ΣΗΜ.2. Οι ιστορίες που παρουσιάζω, είναι η δική μου συμμετοχή σε αυτό το ομαδικό πείραμα

24 Ιουν 2006

Η γλώσσα μας καλεί να την κρατούμε ζωντανή





Τυλίγει σε ρολά και τηγανίζει
τα συγγράμματα,
καταπίνει τόνους τόνων,
τρώει την ορθογραφία κομψά
-με μαχαιροπίρουνα χρυσά-
και ανεβάζει τη φούστα της.



Η γλώσσα ζεσταίνεται,
βγάζει το παλτό της,
καλεί να ικανοποιήσουμε
τις επιθυμίες της,
πρόθυμη και χορτάτη.




Εμείς μέσα στην άρνηση.
Νομίζουμε πως θα ασελγήσουμε πάνω της,
τη θέλουμε αιωνίως να μένει
αμόλυντη και παρθένα.


Χορευτικά σχόλια πάνω σε ένα μοναδικό ποίημα

-->> το πρωτότυπο ποίημα «Εκείνη-που-τρώει-τις-ψυχές»

ME λένε Εκείνη-που-τρώει-τις-ψυχές.
Είμαι μια πόρνη, άσεμνη πόρνη.

Μια δούλα που το σώμα μου άπληστο γεύεται κάθε ασέλγεια, καθεμιά λαίμαργη ηδονή.
Κοίτα τη γλώσσα μου πώς κροταλίζει, πόσο επιδέξια σαν όπως είναι, όπως η γλώσσα του φιδιού.
Είμαι τυφλή, τυφλή από πόθο κι έχω παραδοθεί, έχω ολόκληρη παραδοθεί σε αγγίγματα.
Είμαι ολόκληρη από πόθο, είμαι όλη μια λαίμαργη φλόγα, μια κόκκινη σάρκινη φλόγα
ολόκληρη από σώμα, ένα αχόρταγο κομμάτι κρέας
που αδηφάγα γλείφεται, ένα αχόρταγο σάρκινο σακί από πρόσκαιρο παράδεισο.

Τώρα όμως θα σου μιλήσω για βρέφη.

Οι ανθεμόσχιστοι κήποι σπαράζουνε τα βρέφη. Λαίμαργα τα καταβροχθίζουνε σαν έντομα.
Να προσέχεις πρέπει εκείνους τους κήπους αν δε θέλεις να σφαγιάσεις το παιδί σου.
Οι κήποι είναι παντού. Στα πιο αθώα όνειρά σου, παραμονεύουν σαν σκοτεινές φαρμακοδόχοι.

Τα σκοτωμένα βρέφη είναι αγκαθόσχημα όπως το μαχαίρι που τα σκότωσε.
Σε ακολουθούν όπου κι αν πας αυτά τα σκοτωμένα μικρά ζώα, πιστά και υπάκουα.
Στοιχειώνουνε το σώμα σου. Σε κατοικούν.
Έχουνε ξανθά μαλλιά και βλέφαρα μενεξεδένια.
Και είναι όμορφα.
Κι έχουνε κίτρινα νύχια και μακριά, όπως ο κάθε πεθαμένος.

Μπορείς να παίξεις λίγο μαζί τους και ύστερα –αν κουραστείς– να τα σπάσεις σαν καλάμια.
Κάνουν έναν αστείο ήχο όταν τους σπάζουνε τα κόκαλα.
Μέσα τους δεν τρέχει αίμα παρά της μάνας τους το γάλα•
γάλα πικρόσυνο σε σχήμα ανάστροφου σταυρού.

Αντανακλαστικό λευκό του ουρανού και πράσινο γλυκό
των λιβαδιών.

Πτώματα βρεφών που τρυφερά παίρνει το ρέμα.
Οι τροχοί του καροτσιού που τα φορτώνουν γράφουν στο λασπωμένο δρόμο μαχαιριές.
Τα βρέφη τώρα κοιτάζουν, όλα μαζί κοιτάζουν έντρομα
τις κανίβαλες αιχμές του πιρουνιού σου.
Τρόμος παραλύει τις γλώσσες τους, που πλαταγίζουν.
Όλες μαζί πλαταγίζουν, όλες μαζί πλαταγί-
Όλες μαζί– Βαριέμαι την αιωνιότητα. Μου φέρνει λόξιγκα.
Όλες μαζί κοιτάζουν έντρομα τις κανί-
Τις κανίβαλες αιχμές –όλες μαζί πλαταγή-
του πιρουνιού σου.

Τα βρέφη τώρα κοιτάζουν, όλα μαζί κοιτάζουν έντρομα
τις κανίβαλες αιχμές του πιρουνιού σου.
Τρόμος παραλύει τις γλώσσες τους που πλαταγίζουν
-μικρές της κόλασης φλογίτσες-
χωρίς σάλιο στο βάθος κατακόκκινων στομάτων.

Ο ουρανός σκουληκιάζει από εγκαταλελειμμένα χαμόγελα.

Γέρνει η ψυχή αργά, αργά οι ψυχές γερνούν.
Εμεταβλήθηκε το παν, όλα ανάποδα με παν.


ΣΧΟΛΙΟ 1.
-----------


Είσαι μια σεμνή πόρνη!

Μια κυρά που το σώμα της έχει χορτάσει την ασέλγεια και την ηδονή.
Κοιτάζω τη γλώσσα σου και φίδι δε βλέπω. Μονάχα πέταλα αλόγων ανθέων.
Μια κυρά ουδέποτε παραδίδεται οπουδήποτε και διορθώνει την όρασή της στον οπτικό της ορίζοντα.
Είσαι η μισή πόθος, η άλλη μισή πάγος. Φλόγα πουθενά.
Θα ήθελες πολύ να είχες σώμα, γιατί το πνεύμα ίπταται γυμνό και άσαρκο.
Καλύτερα όμως έτσι -παράδεισος για τα σώματα δεν υπάρχει.

Θα έπρεπε να σου είχαν ήδη μιλήσει για βρέφη. Θα το πράξω αμέσως.

Τα βρέφη είναι χαρούμενα και γελαστά και κανείς δεν τολμά να πειράξει την αρειμάνια όψη τους, παρεκτός απο κάτι ξερές γεροντοκόρες, που επιθυμούν να τσιμπήσουν τα φουσκωτά τους μάγουλα μέχρι να στάξει αίμα.

Η πολλή προσοχή βλάπτει τα βρέφη. Καλλιέργησέ τα σαν κοινά λουλουδάκια.
Αφησέ τα να αναπτυχθούν απλά. Χωρίς λίπασμα και σκυλοτροφές.

Τα βρέφη ζουν μέσα στα όνειρά μας και κανένα μαχαίρι δε μπορεί να αγγίξει τη δροσιά τους.
Εχουν ανάγκες κοινές, ικανοποίησέ τες με τρυφεράδα.

Μπορείς να παίξεις λίγο μαζί τους και ύστερα -αν κουραστείς- να τα κοιμίσεις με ένα νανούρισμα.
Αν κουραστούν εκείνα απο σένα, κοιμούνται μοναχά τους -χωρίς τραγούδι.

Καντιοζάχαρη και μέλι και γλυκό κυδώνι είναι το βλέμμα τους. Και σε λυώνει.
Αγνή ικεσία για το προχώρημα της ζωής.
Μια ιδέα είναι η ζωή.
Ενα τραγούδι.
Ενας οίστρος.

Φάε το πρωϊνό σου και τράβα να δουλέψεις κυρία μαρκησία. Οποιαδήποτε εργασία, αρκεί να αφήνεις τα βρέφη να αναπτύσσονται ελεύθερα -μακράν σου.

Καννιβαλίστρα κολασμένη -αγνή συνάμα- κυρά του νου και του κοινού, χάρισέ μας την αφροντισιά ενός βρέφους. Μόνο αυτό. Τίποτε άλλο.



Ο ουρανός χαμογελά από εγκατάλειψη. Συχνά, η εγκατάλειψη είναι άριστο δώρο.
Ας μη του φορτώνουμε βαρείς παραδείσους.


Στην Αμοργό
με βήμα αργό
στο λήθαργό
σου θα χωθείς
θα νυχτωθείς
και θα χαθείς.


ΣΧΟΛΙΟ 2.
-----------
Η μάχη του ποιητή με την ποίηση, τις λέξεις και τις ιδέες του.

Μετά την απάντηση που έδωσα λίγο νωρίτερα, θεωρώ υποχρεωτικό να συνεχίσω, προσπαθώντας μια αποκρυπτογράφηση του πονήματος του... Αντε_γεια_συγραφέα! ..και.. «Καλωσόρισες_ποιητή!» (χωρίς παρεξήγηση τα παιχνίδια μου με το νικ -ελπίζω)

Η «Εκείνη» μάλλον είναι η Ποίηση. Μεταφορά της άϋλης έννοιας της ποίησης σε κάτι τι το απτό, σε ένα πρόσωπο αποκρουστικό, ένα φελλινικό προσωπείο.

Μετά την αυτοπαρουσίασή της, οδηγεί ο ποιητής «Εχετε_γεια_βρυσούλες» την αδηφάγο βασανίστριά του στο ρόλο της δασκάλας και τη βάζει να του μιλά για ιδέες (αντικαθιστώντας τη λέξη «ιδέα» με τη λέξη «βρέφος»)

Προσωποποιώντας τις ιδέες, θέλει να τις απομυθοποιήσει, να βοηθηθεί στο να αποφεύγει να τις «σκοτώνει» (κάτι που κάποτε επιθυμεί με ζέση) επειδή τον βασανίζουν.

Παρακάτω, αντικαθιστώντας τους «κήπους» με τις «λέξεις» βλέπουμε την αγωνία του ποιητή «Αντε_και_στα_δικά_μας» για τις λέξεις που αλλοιώνουν συχνά το νόημα των ιδεών και την προσπάθειά του να μην επιτρέψει αυτό το ανοσιούργημα.
Παρουσιάζοντας/εκθέτοντας/αντιλαμβανόμενος τον κίνδυνο αυτό, ο ποιητής «Πίσω_και_σας_φάγαμε» δέχεται την ύπαρξη αυτού του φόβου.

Λίγο αργότερα, με την αντικατάσταση του εσωτερικού με το εξωτερικό περίβλημα (αντί αίμα-δέρμα και αντί γάλα-υμένας) και με τη θέση του πιρουνιού (όργανο λήψης τροφής) στη θέση του μυαλού (όργανο λήψης πνευματικής τροφής) παραλαμβάνουμε το σημαντικό νόημα της αγωνίας του.

Αγωνία βρίσκεται και στο σκουληκιασμένο ουρανό φυσικά. Είναι οι ιδέες που πλημμυρίζουν (χωρίς ελπίδα να εκφραστούν, έτσι νομίζει/πιστεύει -προσωρινά τουλάχιστον ο ποιητής) και θλίβεται μη ξέροντας τι να τις κάνει!

Το προηγούμενο πόνημά μου δόθηκε ως απάντηση στην αγωνία του ποιητή.
Με το τωρινό, θέλω να αποτρέψω τους υπόλοιπους αναγνώστες απο μια (πιθανή ή... απίθανη!) παρανόηση...

Παραθέτω ένα τρόπο ανάγνωσης και.. μη μου πει κανείς.. Αντε_για_βρούβες!

..............................................................................................

(...)
Τώρα όμως θα σου μιλήσω για ιδέες.

Οι ανθεμόστιχες λέξεις σπαράζουν τις ιδέες. Λαίμαργα καταβροχθίζουν αυτές, σαν έντομα.
Να προσέχεις πρέπει εκείνες τις λέξεις αν δε θέλεις να σκοτώσεις την ιδέα σου.
Οι λέξεις είναι παντού. Στα πιο αθώα όνειρά σου, παραμονεύουν σαν σκοτεινές φαρμακοδόχοι.

Οι σκοτωμένες ιδέες είναι αγκαθόσχημες όπως το μαχαίρι που τις σκότωσε.
Σε ακολουθούν όπου κι αν πας αυτά τα σκοτωμένα μικρά άϋλα ζώα, πιστά και υπάκουα.
Στοιχειώνουνε το πνεύμα σου. Σε κατοικούν.
Είναι λαμπερές και απαλές.
Και είναι όμορφες.
Κι αρπαχτικές, όπως κάθε βρυκόλακας.

Μπορείς να παίξεις λίγο μαζί τους και ύστερα -αν κουραστείς- να τις σκίσεις σα χαρτί.
Κάνουν έναν αστείο ήχο όταν τους σκίζεις το περίβλημα.
Απ έξω τους δεν υπάρχει δέρμα παρά ο υμένας του μυαλού σου.
υμήν πικρόσυνος σε σχήμα ανάστροφου σταυρού.

(...)

Πτώματα ιδεών που τρυφερά παίρνει το ρέμα.
Οι σελίδες των κειμένων που τις φορτώνουν αφήνουν στα σκονισμένα βιβλία χαρακιές/νυχιές.
Οι ιδέες τώρα κοιτάζουν, όλες μαζί κοιτάζουν έντρομες
τις κανίβαλες αιχμές της σκέψης σου.
Τρόμος παραλύει τις γλώσσες τους, που πλαταγίζουν.
Όλες μαζί πλαταγίζουν, όλες μαζί πλαταγί-
Όλες μαζί- Βαριέμαι την αιωνιότητα. Μου φέρνει λόξιγκα.

(...)


ΣΧΟΛΙΟ ΠΑΝΩ ΣΤΑ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΑ ΣΧΟΛΙΑ
-----------
Έχω γράψει κι άλλες φορές για τα εργα της Ροδιά και κάποια στιγμή (τώρα δηλαδή)θέλω να επισημάνω κάποια ξεχωριστά στοιχεία που έχουν σχέση με τα σχόλιά της και τη στάση της γενικώς.
Κατ αρχάς μιλάμε γιά ένα ευαίσθητο και διακριτικό άτομο που δεν θέλει να φέρει κανένα σε δύσκολη θέση και κυρίως είναι πάντα σε θέση να ανοίξει διάλογο και να μιλήσει γιά μία πληθώρα θεμάτων.
Τελευταίως μου αρέσει πολύ η στάση της να γράφει για τα ποιήματα των άλλων με είδωλα ποιημάτων, να προσπαθεί να συλλάβει το υφος και το πνεύμα του ποιητή και μετά να θέλει να πει τη δική της εκδοχή συμμετέχοντας με ένα πολύ προσωπικό τρόπο σ' αυτό που λέμε "σχόλια".
Έχω ξαναπεί ότι εδώ μέσα τα σχόλια πολύ συχνά θυμίζουν σχολική αίθουσα και πράγματι εκτός απο το υφος του διορθωτή απο τους σχολιαστές δεν υπάρχει κάποιος που να δίνει μία "εξωσχολική" οπτική γωνία σε όλα αυτά.
Η Ροδιά που ξεχωρίζει σ' αυτό το τομέα με έκανε να διαβάσω τα "βλοσύρια" του Λουκά αφού πρώτα είχα αφεθεί σε πολύ αυθόρμητα γέλια με τις εκδοχές της: "Κλωστύρια", "Ψηστήρια" και "Αλβανιστήρια". Φυσικά δεν παρέλειψα να διαβάσω και τα "κουρδοιστύρια" του Τσίρη .
Μετά κατάφερα να διαβάσω και τα βλοσύρια, πράγμα για το οποίο "ευθύνεται" η Ροδιά, διότι πάντα έχω μία αμφιβολία γιά ποιήματα τύπου "Ζαβαρακατρανέμια".
Λοιπόν πέρα απο το παιχνίδι με τα είδωλα ποιημάτων η Ροδιά πετάει απο θέμα σε θέμα, από κείμενο σε ποιήμα, γράφοντας, σχολιάζοντας και πειράζοντας με το διακριτικό της τρόπο σαν διαβολάκος, σαν να θέλει να δώσει αυτή τη χαρούμενη εκδοχή γιά τη ζωή χωρίς να δίνει και πολύ σημασία στις "βαρύγδουπες" αναλύσεις των "εξεταστών" του σάιτ.
Τελικά καταφέρνει κυρίως να γίνεται "εξωσχολική" και μετά να δείχνει αυτή τη σύγχρονή πλουραλιστική στάση υποδεικνύοντας με την απομυθοποιητική της στάση κάτι τέτοιο: "Μη μασσάτε, τα πράγματα δεν είναι και τόσο πολύπλοκα όσο νομίζετε".
τεο
(teopriji@in.gr)

-----------------------
Ολα αυτά έγιναν εδώ, όπου βρίσκεται και το σχολιασθέν πρωτότυπο ποίημα:

Istros: Αντί για συγγραφέα: Εκείνη-που-τρώει-τις-ψυχές

22 Ιουν 2006

ΥΠΑΤΙΑ



Βαφτίστηκε Υπατία, ήταν το όνομα της γιαγιάς της, της κορδελιάστρας, μα τη φώναζαν χαϊδευτικά Μπιμπή. Ενα χαριτωμένο μωρουλάκι με κατάμαυρα ματάκια και ολόγλυκο χαμόγελο, πώς να το πούνε Υπατία; Έξυπνο και ναζιάρικο, ακριβώς όπως η μανούλα της. Είχε βέβαια και πατέρα η Μπιμπή, το Χαρίλαο, έναν άντρα αυστηρό και μονόχνωτο, πού ’φερνε βαρειά το γάμο του με την Πόπη, μια γυναίκα διαζευγμένη, στα είκοσι μόλις χρόνια της. Εκείνη την εποχή, μια χωρισμένη γυναίκα ισοδυναμούσε με πουτάνα, κι η Πόπη, ας ήταν μονάχα είκοσι χρονών, πουτάνα λογαριαζόταν κι αυτή. Ας είχε χάρη ο πατέρας της και πεθερός του, που είχε θέση προϊστάμενου στην εφημερίδα, όπου δούλευε ο Χαρίλαος ως λινοτύπης. Εργασία υπεύθυνη και κουραστική, νύχτες ατέλειωτες τύπωνε και ξανατύπωνε τα φύλλα της εφημερίδας πριν βγει το τελικό στην κυκλοφορία και, μαζί του, να βγει κι εκείνος στο δρόμο για το σπίτι, όπου έπεφτε ξερός για ύπνο.

Ζούσαν παράξενα ως ζευγάρι, εκείνος να δουλεύει τη νύχτα κι εκείνη τη μέρα, και να συναντιούνται μοναχά τις Κυριακές. Οι πρωϊνές εφημερίδες τότε δεν κυκλοφορούσαν τις Δευτέρες. Το αντρόγυνο λοιπόν συναντιόταν κάθε Κυριακή μεσημέρι στο τραπέζι των πεθερικών, όπου ο Χαρίλαος έμενε σώγαμπρος. Ελεγε παντού, σε φίλους και γνωστούς, πως το έφερε βαρέως να μένει ακόμα στο σπίτι του πεθερού του, μέσα του όμως ήταν πολύ ευχαριστημένος επειδή, χωρίς ευθύνες, ένοιωθε εντελώς ανάλαφρα. Η γυναίκα του δούλευε γραμματέας στο γραφείο του θείου της, που είχε επιχείρηση εισαγωγών εξαγωγών για εδώδιμα και αποικιακά είδη -έτσι λέγονταν τότε τα είδη που πουλούσαν τα μπακάλικα.

Η μικρή Μπιμπή μεγάλωνε όμορφα ανάμεσα στη γιαγιά και τον παπού της, κυρίως όμως ανάμεσα στη γιαγιά και τη θεία της τη μεγάλη, την αδερφή της γιαγιάς την ανύπαντρη, τη θειά Φώτω, που λίγο αργότερα έφυγε να παντρευτεί στην Αυστραλία. Πεντακάθαρο το κοριτσάκι και προσεγμένο, με τα γαλλικά και το πιάνο του, με το ακριβό του σχολείο, Αρσακειάδα παρακαλώ. Ζωγράφιζε κιόλας, και η γιαγιά την ενθάρρυνε στα όνειρά της για τη Σχολή Καλών Τεχνών. Μεγαλώνοντας ανακάλυψε κι άλλη μια αγάπη της για τα θετικά μαθήματα και κυρίως για τη χημεία. Τότε, άρχισε η γιαγιά να σιγοντάρει την επιθυμία της εγγονής της για το Πανεπιστήμιο, και καμάρωνε πια που θα είχε μια εγγονή σπουδαγμένη -χημικός, ποιος να τό ’λεγε! Εκείνη, η γιαγιά Υπατία, είχε παντρευτεί απο έρωτα τον άντρα της, όταν ήταν ακόμα μικρή κορδελιάστρα σε μια μικρή βιοτεχνία υποδημάτων κι εκείνος ένας απλός ραδιοτηλεγραφητής στην ΑΕΤΕ -τον ΟΤΕ της εποχής. Ολα πήγαιναν ρολόϊ και θα εξακολουθούσαν να πηγαίνουν, αν δεν πάθαινε το έμφραγμα ο παπούς και δεν πέθαινε ξαφνικά στα πενηνταοχτώ του, νεώτατος.

Μαζί με τον παπού χάθηκε και ο μισθός του κι άλλο απο έναν υπέροχο επικήδειο, που του έγραψε το κυριακάτικο φύλλο της εφημερίδας, δεν είδαν στο σπίτι. Ούτε σύνταξη, ούτε τίποτα. Τώρα ήταν υποχρεωμένοι να τα βγάζουν πέρα με το μηνιάτικο του Χαρίλαου και το μισθουλάκο της Πόπης που δεν έφταναν, και τα δυο μαζί, ούτε για ζήτω! Κομμένο το Αρσάκειο φυσικά, κομμένα τα ιδιαίτερα μαθήματα γαλλικών και πιάνου, η μικρούλα προσγειώθηκε απότομα και η γιαγιά, μέσα στο μαύρο πένθος και το κλάμμα, ξέχασε τα όνειρα για Πανεπιστήμια και χημείες. Ανοιξη χάθηκε ο παπούς, το καλοκαίρι της επόμενης χρονιάς γίνονταν οι εισαγωγικές εξετάσεις για το Πανεπιστήμιο της Αθήνας. Διάβαζε η Μπιμπή μέρα και νύχτα για να περάσει, να βρει το δρόμο που ήθελε να ακολουθήσει, αποφεύγοντας να επηρεαστεί απο όλα τα δύσκολα που συνέβαιναν γύρω της, αφοσιωμένη στο σκοπό της. Μπάνια δεν είχε εκείνο το καλοκαίρι, ούτε σινεμά, ούτε χάζεμα με τις φίλες της, μόνο διάβασμα και ολοήμερη προσπάθεια.

Κυριακή ήταν η παραμονή της μέρας που άρχιζαν οι εξετάσεις και η λειψή οικογένεια κάθησε στο τραπέζι όπως πάντα, κάθε Κυριακή. Εκείνη τη μέρα διάλεξε ο Χαρίλαος να δείξει την ισχύ του ως άντρας και ως πατέρας, ως εξουσιαστής και κύριος της οικογένειας, ως κεφαλή του σπιτιού που λένε. Με λίγε λέξεις διέγραψε μονομιάς όλα τα όνειρα της μονάκριβης κόρης του λέγοντας «δεν θα δώσεις εξετάσεις» και όλες οι γυναίκες πάγωσαν στο άκουσμα της ψυχρής του απαγορευτικής εντολής. Ενα χαμηλόφωνο «γιατί», που τόλμησε να αρθρώσει η γιαγιά, σα μεγαλύτερη που ήταν, απαντήθηκε τόσο βίαια που ο πάγος σκέπασε τα πάντα. «Και τι, θέλεις να γίνει κι αυτή πουτάνα σαν την κόρη σου;» Αυτή η σκληρή απάντηση του πατέρα αποκάλυψε ποιά γνώμη είχε για τη γυναίκα του, και όρισε τη μοίρα της κοπελίτσας δια βίου.

Εκλαψε η Μπιμπή, έκλαψε, ήθελε να φύγει στα κρυφά για να δώσει εξετάσεις, η πόρτα όμως του δωματίου ήταν κλειδωμένη και το κλειδί το είχε ο αφέντης στην τσέπη του. Ούτε για κατούρημα δε μπορούσε να βγει απο κει μέσα. Σε δυο χρόνια πέθανε η γιαγιά, θεοσχωρέστη, σε άλλα δυο πάει και ο άκαρδος πατέρας. Το σπιτάκι δόθηκε αντιπαροχή και οι δυο τους, μάνα και κόρη, απέκτησαν ξαφνικά ένα γερό κομπόδεμα απο τα νοίκια των διαμερισμάτων που τους αναλογούσαν. Περί ονείρων ούτε λέξη απο τη Μπιμπή, όσο κι αν η μάνα της την παρακινούσε κάθε τόσο, νέα ήταν ακόμα, μπορούσε να κάνει τις σπουδές που ονειρευόταν τόσα χρόνια. «Ασε με κι εσύ βρε μάνα» της φώναζε με πίκρα, σα νά ’θελε να της θυμίσει εκείνη την περίφημη Κυριακή, την παραμονή των εξετάσεων, που είχε μουλώξει μη τολμώντας να πάρει το μέρος της κόρης της εναντίον του όψιμου κυρίαρχου πατέρα, που τότε ακριβώς θυμήθηκε το ρόλο του, με εντελώς αρνητικό τρόπο όμως.

Αρχισε να βγαίνει η κοπέλα, σε πάρτυ, σε ταξίδια, σε παρέες, και η μάνα δε μπορούσε να πει τίποτα. Τι να συμβουλέψει πια; Μάλλον η ίδια είχε ανάγκη απο συμβουλές. «Εσύ ξέρεις παιδί μου» απαντούσε όταν η κόρη ζητούσε τη γνώμη της για ένα καινούργιο φουστάνι ή ένα καινούργιο φλερτ, το ίδιο έμοιαζε. Φίλοι και γκόμενοι ένα πράγμα, δεν τους ξεχώριζε η πανέμορφη κοπέλα. Κάποιος πλούσιος θαυμαστής της άνοιξε κι ένα μαγαζάκι -μπουτίκ, που ήταν τότε στη μόδα- να απασχολείται και να βγάζει κι ένα μηνιάτικο, συμπλήρωμα στα έσοδά της απο τα νοίκια. Πέρασαν τα χρόνια σα νερό, η μάνα πέθανε απο την κακιά αρρώστεια και η Μπιμπή εκεί, στη μπουτίκ, να βολοδέρνει με τους πελάτες και τα εμπορεύματα. Καλλιτεχνικά εμπορεύματα πούλαγε, καδράκια, πέτρες ζωγραφισμένες, κεντήματα στο χέρι, κοσμήματα χειροποίητα, όλα «είδη δώρων» για καλό πελατολόγιο. Κάθε Χριστούγεννα έβγαζε όλο σχεδόν το εισόδημα της χρονιάς. Μια χρονιά που τα Χριστούγεννα είχαν πέσει Κυριακή, η Μπιμπή κοιτάχτηκε με προσοχή στον καθρέφτη και αντίκρυσε το πρόσωπό της, όπως δεν το είχε καθόλου προσέξει τελευταίως. Είδε εκεί μέσα το πρόσωπο μιας εξηντάρας, με μάτια που έλαμπαν μεν αλλά ήταν άδεια απο χαρά. Θυμήθηκε πόσους άντρες είχε διώξει απο τη ζωή της, νοστάλγησε τα παιδιά που δεν είχε γεννήσει και δεν είχε σφίξει στην αγκαλιά της, κι έκλαψε πικρά πασαλείβοντας με μπογιές τα χαρτομάντηλα. Μετά πλύθηκε προσεχτικά, ξεβάφοντας και το τελευταίο χρωματιστό σημάδι απο το πρόσωπό της, έκανε δυο τρία τηλεφωνήματα για να ακυρώσει εορταστικές προσκλήσεις, και βγήκε στο δρόμο.

Περπατούσε χαζεύοντας τις βιτρίνες των μαγαζιών, αστραφτερές μέσα στην πολυτέλεια, τα φώτα πάνω απο τις λεωφόρους και τις πλατείες, και φανταζόταν τα σπίτια γεμάτα χαρούμενα παιδιά κάτω απο δέντρα στολισμένα. Η πόλη γιόρταζε τα Χριστούγεννα μα εκείνη δυσκολευόταν να γιορτάσει ο,τιδήποτε μέχρι που το βλέμμα της καρφώθηκε, σαν κεραυνοβολημένο, σε ένα μικρό παιδί ρακένδυτο, που τουρτούριζε σε μια γωνιά. Το πλησίασε και, αφού το ρώτησε «πως σε λένε» και «έχεις κανένα, γιατί βρίσκεσαι στο δρόμο τέτοια μέρα» και πήρε τη σωστή απάντηση «μόνο μου είμαι καλέ κυρία», αποφάσισε το σοβαρώτερο πράγμα στη ζωή της, να το πάρει δηλαδή μαζί της και να το υιοθετήσει κιόλας! Τόσο ξαφνικά; Ναι, έτσι ακριβώς, τόσο ξαφνικά.

Ξαφνικά έρχεται η αγάπη η αληθινή, και με όποια μορφή θέλει εκείνη, χωρίς να μας ρωτήσει. Πέρασαν οι δυο τους, το μικρό εφτάχρονο παιδάκι και η Μπιμπή, που λογιαζόταν πλέον για μάνα του, τα ομορφώτερα Χριστούγεννα της ζωής τους. Τις μέρες που ακολούθησαν ταχτοποιήθηκαν όλα τα νομικά θέματα για την υιοθεσία του μικρού και για τη διαθήκη, μα δεν ήταν γραφτό να χαρούν για πολύ περισσότερο την αντάμωσή τους, επειδή ο Χάρος δεν προειδοποιεί στα ραντεβού του. Η Μπιμπή, πάνω που έγινε μάνα, πέθανε χαμογελαστή στον ύπνο της, έναν ήρεμο θάνατο που πολλοί ονειρεύονται αλλά λίγοι καταφέρνουν να εισπράξουν. Ηταν ένα δώρο απο τη μοίρα, που της χρωστούσε τόσα πολλά.

21 Ιουν 2006

Ποιητής άμμου





Οταν επισκέπτομαι ένα εργοτάξιο, μ' αρέσει να περιδιαβαίνω τα μυστικά του σημεία.. εκεί όπου εναποτίθενται οι σαβούρες.. εκεί όπου κάποια μηχανήματα έχουν πάψει να λειτουργούν.. εκεί όπου φαίνεται πως ο χρόνος έχει σταματήσει προσωρινά για μερικά πράγματα, που θα αναζωογονηθούν αμέσως μετά τη μεταφορά τους σε κάποιο άλλο εργοτάξιο.. κάπου αλλού.. ή θα δοθούν για ανακύκλιση.. θα πεταχτούν με δυο λόγια..

Το μηχάνημα για την παρασκευή αμμοχάλικου είναι ένα μαγικό μηχάνημα, τόσο θορυβώδες και σκονοπαραγωγό (!) όταν λειτουργεί.. με τόση κίνηση εργατών γύρω του.. αλλά τόσο ήσυχο, περήφανο αλλά και κάπως παραπονεμένο, όταν έχει λήξει η αποστολή του.. κάπως σαν τον πολεμιστή που αναπαύεται στις δάφνες του περιμένοντας την κλήση του για νέους αγώνες..

Οι περισσότεροι άνθρωποι πιστεύουν πως οι οικοδομικές εργασίες είναι κάτι τι το εντελώς πρακτικό.. δεν το βλέπω έτσι πάντως! Η χαρά της δημιουργίας είναι στο φόρτε της εκεί πέρα. Συχνά με σκληρό τρόπο, αλλά και τόσο άμεσο συνάμα. Η ευαισθησία περισσεύει στους ανθρώπους του μόχθου, όσο και αν φαίνονται κατηφείς και αγριωποί. Το συναίσθημα και η φαντασία είναι πλούσια, αν και -συνήθως- δεν μπορούν να εκφραστούν.. ίσως επειδή πλημμυρίζουν.. συγκρατούνται.. σαν ένα φουσκωμένο ποτάμι που θα γκρεμίσει το φράγμα αν αφεθεί ελεύθερο..


_____________________
ΣΗΜ.1. Η φωτογραφία και το κείμενο ανέβηκαν πρώτη φορά στον Ιστρο, στις 22/12/2003
ΣΗΜ.2. Σήμερα τοποθετείται εδώ, επειδή μου έχει ζητηθεί από επίμονο... συνάδελφο εν τη blogία!
ΣΗΜ.3. κλικ! πανω στη φωτο να μεγαλωσει

19 Ιουν 2006

η λεπτή γραμμή των τσινόρων υποχωρεί



Ξυπνώ με τα μάτια κλεισμένα σφιχτά.
Η ουρά της μαϊμούς απλωμένη
στη γραμμή των τσινόρων
εμποδίζει το άνοιγμά τους



- Μάθε να βλέπεις προς τα μέσα!
Ακούγεται μια υποχθόνια φωνή.
Σκύβω προς το υπόγειο,
ν' ακούσω καλύτερα,
αλλά η φωνή
όσο την πλησιάζω τόσο ξεμακραίνει
ώσπου χάνεται εντελώς.
Τα τσίνορα ορθώνονται σα λόγχες,
το φως κανονιοβολεί φώκιες
μεταξύ των κενών.



Οι φώκιες κρύβονται στις ίριδες
ξερνούν αστέρια,
η λεπτή γραμμή των τσινόρων υποχωρεί,
ανοίγεται προς τα μέσα,
βλέπω πολικές αρκούδες,
αλλά μαϊμού πουθενά.


Η ουρά της έγινε πύραυλος
Παλεύει με σαπουνόφουσκες
Πλησιάζοντας το φεγγάρι




__________________
ΣΗΜ. Ανέβηκε την Κυριακή 4 Ιουνίου στα taparaponasas stonOHE, αλλά νομίζω ότι εδώ είναι η φυσική του θέση.

15 Ιουν 2006

Ο πρίγκηπας και η Αλήθεια





Ο πρίγκηπας τράβηξε την κουρτίνα με τα κρίνα. Την τράβηξε απαλά, τα κρίνα είναι ευαίσθητα άνθη. Τα κρίνα ευωδίαζαν, η κάμαρα ήταν πλημμυρισμένη από το άρωμά τους. Τράβηξε την κουρτίνα επειδή ήθελε να δει τι κρύβεται πίσω της. Πίσω από την κουρτίνα είδε την Αλήθεια.



Η Αλήθεια του είπε ότι τα κρίνα δεν είναι ευαίσθητα, ούτε αληθινά, ούτε ευωδιάζουν, ότι είναι ούτε καν ζωγραφισμένα με το χέρι αλλά τυπωμένα πάνω στην κουρτίνα, που είναι πλαστική και σκίζεται εύκολα. Μια ευτελής τεχνική πάνω σε ένα ευτελές υλικό. Ολα είναι τόσο απλά. Αυτά κι άλλα πολλά, είπε στον πρίγκηπα η Αλήθεια.



Εκείνος στενοχωρήθηκε, περισσότερο επειδή δεν περίμενε να είναι η Αλήθεια τόσο σκληρή. Τον πόνεσε πολύ η Αλήθεια, τόσο που θέλησε να την κρύψει ξανά. Τράβηξε λοιπόν την κουρτίνα για να τη φέρει στην προηγούμενη θέση, έτσι ώστε να φαίνονται μόνο τα κρίνα, μήπως ξαναζωντανέψουν πάλι όπως πρώτα, μήπως γίνουν αληθινά και ευωδιαστά όπως τα είχε γνωρίσει πριν του μιλήσει η Αλήθεια με τη σκληρή της γλώσσα.



Τίποτε όμως δεν πέτυχε, αν και η κουρτίνα με τα κρίνα ξαναβρήκε τη θέση της. Η Αλήθεια έμενε φανερή, δεν κρυβόταν με τίποτε. Είχε μπει μέσα στο μυαλό του πρίγκηπα και του υπαγόρευε απλές σκέψεις.



Ο πρίγκηπας άγγιξε την καρδιά του και την ένιωσε να χτυπά αδύναμα. Η Αλήθεια κόντεψε να τον σκοτώσει. Αγγιξε κατόπιν την κουρτίνα, ψηλαφίζοντας το υλικό της. Την τράβηξε μετά με δύναμη και την έσκισε. Τα κρίνα σκόρπισαν στο πάτωμα.



Ο πρίγκηπας ξεκόλλησε την καρδιά του και τα έλουσε με το αίμα του. Η Αλήθεια πέταξε μακριά φωνάζοντας «Δεν υπάρχουν πρίγκηπες!» και τα κρίνα έγιναν τριαντάφυλλα.



Ο πρίγκηπας τράβηξε την κουρτίνα με τα τριαντάφυλλα. Την τράβηξε απαλά, αλλά τ' αγκάθια τους τον πλήγωσαν. Ετσι, σταμάτησε να την τραβά. Πήρε ένα τριαντάφυλλο και το έβαλε στη θέση της καρδιάς του.



Το τριαντάφυλλο φύτρωσε, άπλωσε το άρωμά του, έγινε καρδιά. Τότε, ο πρίγκηπας απέκτησε τη δική του Αλήθεια, αυτήν που του χάρισε το άνθος της καρδιάς του.


14 Ιουν 2006

...εγρήγορση...





Οταν ζούσα στα όνειρά μου,
ήμουν ξυπνητή.





Τώρα που ξύπνησα,
κοιμάμαι βαθειά.



.

Ελληνικά νησιά -001-002




Μονάκριβή μου Ανάφη
Το χρώμα σου με βάφει
Κι αν όλα πάνε στράφι
Υπάρχει και η σκάφη!





Καλή μου Μυτιλήνη
Το ούζο σου με σβήνει
Κι αν μείνω από βενζίνη
Υπάρχουνε κι οι κρίνοι!



Το στόμα του λύκου




«Είσαι επικίνδυνος»
είπε στο λύκο
κι έπεσε στο στόμα του!



12 Ιουν 2006

Ηλίας Νοσταλγίδης



Είχα ένα συμμαθητή στην Γ' Δημοτικού με αυτό το νοσταλγικό όνομα. Οταν έμαθε το νόημα του ρήματος "νοσταλγώ" και των λοιπών -ουσιαστικού, επιθέτου, κλπ- έπαθε την πλάκα του, επειδή ταυτόχρονα έμαθε και τη σημασία των λέξεων "συνεπής" και "συνέπεια".

Αρχισε μια απεγνωσμένη προσπάθεια να ανταποκριθεί στο νόημα του επιθέτου του, προσπαθώντας να είναι απολύτως συνεπής προς αυτό. Για τούτο, συνεχώς νοσταλγούσε κι απο κάτι τι: Τις περσινές διακοπές, τη γιαγιά του, τη σοκολατίνα που είχε φάει το περασμένο Πάσχα, τη χαμένη του ξύστρα, και πάει λέγοντας.

Σιγά σιγά, μεγαλώνοντας, απέκτησε το χαμένο βλέμμα των ποιητών, που όλο και κάτι νοσταλγούν και τολμούν να γράφουν γι αυτό, εξ ού και ποιητές. Το μαντέψατε; Ε, ναι. Ο Ηλίας Νοσταλγίδης άρχισε να γράφει. Ποιήματα. Και την παρέα στα παλιά του τα παπούτσια.

Πολύ αργότερα, άρχισε να νοσταλγεί την παρέα, αλλά ήταν πλέον πολύ αργά. Είχε ξεχαστεί απο όλους και κανείς δεν τον νοσταλγούσε. Η παρέα δεν ήταν καθόλου συνεπής με το επίθετό του, οπότε έψαξε για καινούργια παρέα. Βρήκε κάτι νοσταλγικούς τύπους με νοσταλγικό βλέμμα και τους πλησίασε. Εγραφαν όλοι τους. Πολύ. Σαν και μένα περίπου, που δε συγκρατούμαι εύκολα: όταν βρω μπροστά μου μολύβι ή πληκτρολόγιο -τα δέκα τελευταία χρόνια- του αλλάζω τα φώτα!

Η καινούργια παρέα ούτε καν πήρε μυρωδιά την άφιξη του Ηλία Νοσταλγίδη στους κόλπους της. Τόσο πολύ νοσταλγούσε τα χαμένα μέλη της, όσο ακριβώς ο παλιός συμμαθητής μου την παλιά του παρέα.

Τώρα που μεγαλώσαμε αρκετά, γίναμε συνεπείς με το επίθετό του και τον νοσταλγούμε συχνά. Να, για παράδειγμα, προχτές που συνάντησα τη φίλη μας τη Λέλα, μου είπε:

- Τι να κάνει αυτός ο Νοσταλγίδης! Τον θυμάσαι;
- Πώς δεν τον θυμάμαι το μπουμπούνα, της απάντησα.
- Ακόμα να νοσταλγεί; Και τί άραγε;
- Ξέρω και 'γω; Τη δασκάλα μας...
- Μπα, μάλλον την παρέα μας θά 'λεγα.
- Λες;
- Λέω.
- Και δεν του τηλεφωνούμε;
- Εχεις το νούμερό του;
- Θα τό 'χει ο κατάλογος.

Το βρήκαμε σχεδόν αμέσως, ένα τόσο σπάνιο επίθετο διευκολύνει το ψάξιμο, και του τηλεφωνήσαμε.

- Σας νοστάλγησα βρε κορίτσια... ακούστηκε η πονεμένη του φωνή στο ακουστικό.
- Και μεις σε νοσταλγήσαμε. Να ιδωθούμε; Τι λες;
- Μπα, δεν το βλέπω... προτιμώ να σας νοσταλγώ, είναι πιο ζωντανά έτσι. Απαντησε κι έκλεισε το τηλέφωνο.

Μείναμε να κοιταζόμαστε με τη Λέλα και σκάσαμε κάτι γέλια, μα κάτι γέλια! Νοσταλγικά.

______________________
ΣΗΜ.1: Το έγραψα με μια ανάσα στο forum "Νοσταλγικός Ηλίανθος" στο
Istros, στις 23-07-2005 (18:57)
ΣΗΜ.2: Σήμερα, νοστάλγησα τις μέρες που ήμουν εξαιρετικά δραστήριο μέλος σε διάφορα λογοτεχνικά (και μη) στέκια, αλλά, όσο και να θέλω, δε γίνεται να επαναληφθούν. Κάθε πράγμα στον καιρό του!
ΣΗΜ.3: Σπάνια πλέον γράφω κείμενα τόσο αυθόρμητα. Γιατί άραγε; Ισως επειδή δεν υπάρχει τόση επικοινωνιακή αμεσότητα.

9 Ιουν 2006

ΛΕΞΙΚΟ



Στραμπουλίζεται παραποιείται
Μετατρέπεται η λέξη
Λες τα-ρα-τα-τά-π ί ν-π ό μ
και εννοείς κάτι σαν κονσέρβα
ραδίκι ταραμά ινσουλίνη
η λέξη δε βγαίνει
δε βγαίνει
όλο και πιό πολύ γαντοφορεμένη
μαύρα γάντια ή λευκά ή κόκκινα
ή λαμέ λαμπερά
όμως πάντα με το γάντι
πάντα προσεκτικά
με πολλή προσοχή
να ξέρουμε τι λέμε
να μη χάνουμε τον ειρμό
να μας ακούν με προσοχή
μη πέσει κάτω ένα κόμμα ούτε μιά τελεία
οι παύσεις στη σωστή θέση
Ωχ! Αν φύγει η παύση την έκανες!
Μπορεί ν’αδειάσει η αίθουσα
Κανείς να μη μείνει
Μόνο το καημένο το σπυριάρικο στη γωνία
Τέρμα στην τελευταία σειρά
Ενα λεξικό!
Δε μπορεί κάπου θα υπάρχει μια άλλη λέξη
Η ΛΕΞΗ
Ενα λεξικό!!!


5/11/2002

Η ΛΕΞΗ



Η λέξη
η λέξη
αυτή η λέξη
που δεν ειπώθηκε
ποτέ
αυτή
ηλέξη
μόνο αυτή
κυνηγάει
στα βουνά
στις πηγές
να ξεπλυθεί
ο θυμός είναι μεγάλος
εκφράστηκε
με τρόπο
περικοκλαδιασμένο
τόση πολλή
περικοκλάδα
ανάμεσα
σε καφέδες
και λίγο ποτό
όσο πατάει η γάτα
γιατί
δε θέλετε
να είστε γάτες
στην επόμενη
ζωή, αχ!
Η γάτα
όταν θυμώνει
τεντώνεται
και προειδοποιεί
πριν ορμήξει
να βγάλει
τα μάτια
τα μάτια σου
μωρό μου
σα δυό παρανυχίδες
αποκάλυψης
είναι ζεστά
σαν τσουρεκάκια
ξεροψημένα
αστράφτουν
σαν τις σταγόνες
της νεροποντής
που δεν έρχεται
θα περιμένω
τη νεροποντή
κι όποιος αντέξει
ας βρέξει επιτέλους
να ξενερώσουμε
από τι άραγε;
από την ομίχλη
τα μάτια σου
έχουν ομίχλη τα μάτια σου
δε θέλω
δε χρειάζομαι
άλλη ομίχλη
μου φτάνει η δική μου
άσε που σήμερα
ναι
σήμερα
θύμωσα
πολύ
πήγα στον Υμηττό
εκεί που βρίσκεται
το μυστικό
ξέρεις εσύ
ποιό μυστικό
και ούρλιαξα
μετά από τσάϊ
για τη συμπαράσταση
στους αναξιοπαθούντες
πάλι τσάϊ;
και παζάρι είχε
για το Πάσχα
πασχαλινές
αηδίες
πού είσαι
Χριστέ
να δείς
πώς ερμηνεύεται
η ΑΓΑΠΗ
η ΕΙΡΗΝΗ
και όλα τα ωραία
που τα ξέρουμε πολύ καλά
ως Ελληνες
τάχα μου δήθεν...
πρόσβαλλα με το γάντι
από κροκόδειλο
με τρίχα ελέφαντα
στο πλάϊ
εκεί που κουμπώνει
κανείς όμως
απολύτως κανείς
δεν το κατάλαβε
τόσο πολύ «γάντι»
που το βρίσκω αλήθεια
γι αυτό πήγα στον Υμηττό
και ούρλιαξα
τύφλα νάχει ο λύκος
κι ο Λυκάνθρωπος
κι όλα τα ανατριχιαστικά
εθνοδιεθνίστηκα κιόλας
περνώντας
από το κόσκινο
εθνοδιεθνίζομαι τακτικά
μιά μικρή δόση κάθε πρωί
θα συνηθίσω
που θα πάει;
Δε θέλω να συνηθίσω
τίποτα
δε θέλω να συνηθίσω
καθόλου
δε θέλω
μόνο αφήστε
ένα λουλούδι στο μεταλλικό
φέρετρο
που ήρθε χτές
από το Ααχεν
από τη Γερμανία, ντέ...
Τι να το κάνει
το λουλούδι ο νεκρός;
μήπως είναι φιλί
που θα τον ξαναζωντανέψει;
Οι δήμαρχοι καζαντίζουν
οι δημοτικές
επιχειρήσεις
«το ωραίο νεκροταφείο»
«ο όμορφος οικογενειακός»
ευάερος,
ευήλιος,
με θέα...
χώμα
πολύ χώμα, βρε παιδί μου
πως το σηκώνεις όλο
αυτό το χώμα;
δε σε βαραίνει;
μυρίζει τόσο όμορφα
το βρεγμένο χώμα
τώρα την άνοιξη!
Όλο λυρισμό
οι νέες ιδέες
οι νέες σκέψεις
παλεύουν
μεταξύ τους παλεύουν
στο ρινγκ
της απελπισίας
χορεύουν
τα μεσάνυχτα
σαν άστρα
εκτός τροχιάς
συμπαντοσυμπαντισμένα
συντονίζονται
σαν κάψουλες
νερομπογιατισμένες
οι λέξεις
αυτοσβήνονται...



ΣΗΜ. Το ποίημα «η λέξη» διαβάζεται αλλού γρήγορα, αλλού αργά...
Τρίτη, 16/04/2002-19:59

7 Ιουν 2006

Ο ΛΕΚΕΣ (Απόγνωση)




Χύθηκε κυριολεκτικά. Πέφτοντας μπρούμυτα πάνω στο μονό κρεββάτι του ξενοδοχείου, ο Αντρέας ένοιωσε σαν ένας πελώριος λεκές. Ενας λεκές παχύς και πηχτός, με ακαθόριστο σχήμα, όπως είναι τα νησιά στο χάρτη περίπου, άχρωμος εντελώς. Ενας παχύρρευστος λεκές, που ξεχείλιζε και χυνόταν σα σεντόνι τσαλακωμένο στα πλάγια του κρεββατιού. Ετσι ακριβώς ένοιωσε, σα να χυθήκαν τα μυαλά του, σα να ήταν ολόκληρος ένα χυμένο μυαλό. Τώρα κατάλαβε πλέον που τον οδηγεί η μοίρα του. Στην απόλυτη μοναξιά. Γιατί πού αλλού είχε να πάει παρά σ' ένα ξενοδοχείο; Ακριβό, φτηνό, έχει καμμιά σημασία; Σημασία έχει πως βρισκόταν τώρα εδώ, εντελώς μόνος, όπως μόνος προέβλεπε πως θά 'ταν πια στην υπόλοιπη ζωή του.

Η Μάγδα είχε φύγει το ίδιο πρωί μαζί με τα παιδιά για τη μακρινή της χώρα. Τό 'γραφε στο σύντομο σημείωμα που άφησε πάνω στο τραπέζι της κουζίνας. Να μη τη γυρέψει, τού 'γραφε, δε θα ξαναγύριζε πίσω, ούτε ήθελε να τον ξαναδεί στα μάτια της, αρκετά είχε τραβήξει μαζί του. Τα παιδιά μικρά ήταν, θα συνήθιζαν άλλον για πατέρα τους, αν αποφάσιζε να τους χαρίσει ένα πατέρα -τέτοιοι άχρηστοι που είναι σήμερα οι άντρες.

Μα τόσο πολύ βλάκας ήταν θέ μου, τόσο παρωπιδιασμένος; Κάθε μέρα που πέρναγε μαζί με την οικογένειά του, του φαινόταν όμορφη και γεμάτη ζωντάνια. Επαιζε με τα παιδιά πάνω στο χαλί, έβαζε την αγαπημένη του μουσική μόλις γύρναγε στο σπίτι -και τί σπίτι! Σωστό παλατάκι στα βόρεια προάστεια είχε στήσει. Ενα σπίτι που όμως δεν τον χωρούσε πια, ένα σπίτι με κήπο, με συντριβάνι, με σπιτάκι για τη Μπέλλα τη σκυλίτσα, το θηλυκό λυκόσκυλο, που την πήρε κι αυτή μαζί της η κακούργα. «Οχι όμως, όχι μίσος» είπε μέσα του. «Τι ωφελεί να μισήσω; Το θέμα είναι να σκεφτώ. Να καταφέρω να σκεφτώ»... Ούτε να κλάψει μπορούσε. Οχι επειδή «οι άντρες δεν κλαίνε» δεν είχε αναστολές πάνω σ' αυτό. Είχε φάει όμως τόσο απότομα την κεραμίδα, που στέγνωσε η ψυχή του.

Κάποτε συνήλθε κάπως και το κατάλαβε επειδή αισθάνθηκε ν' ακουμπάει κάπου το σώμα του. Ενοιωσε το στρώμα κάτω απ' τις παγωμένες του παλάμες και κατάλαβε πως «κάπου» βρίσκεται. Ομως δεν ήταν έτοιμος ακόμα να σηκωθεί. Ηθελε να μείνει έτσι χυμένος μέχρι να σκεφτεί κάτι, να ξέρει το λόγο για τον οποίο θά 'πρεπε να σηκωθεί. Για πρώτο βήμα άνοιξε σιγά σιγά το ένα του μάτι, αυτό που δεν ήταν βουτηγμένο στο στρώμα του κρεββατιού. Απέναντι απ' το μάτι αυτό ήταν το παράθυρο. Εξω απ' το παράθυρο ένα κλαδί γυμνό απο φύλλα -το φθινόπωρο είχε μπει για τα καλά, Νοέμβρης κιόλας. Ενα μικρό πουλάκι στεκόταν απέναντι απ' το μάτι του και τσιμπούσε κάτι τι ή ακόνιζε το ράμφος του. Ενας λόγος ακόμα για να μείνει ακίνητος: Μη τρομάξει το πουλάκι. Εκείνο ούτε πού 'χε πάρει χαμπάρι πως ένας άνθρωπος εντελώς απελπισμένος βρισκόταν πίσω απ' το τζάμι, όπου καθρεφτίζονταν τα γκριζοπράσινα φτεράκια του. Εστριβε το κεφαλάκι του δώθε-κείθε ανέμελο, χωρίς να νοιώθει κίνδυνο -και γιατί να νοιώσει άλλωστε;

Εστριψε κι ο Αντρέας λοιπόν ολόκληρο το κεφάλι του προς το παράθυρο, να παρατηρεί και με τα δυο του μάτια το πλασματάκι αυτό, που ζούσε ελεύθερο στη φύση χωρίς ευθύνες και υποχρεώσεις και καθήκοντα, όλα όσα καταφέρνουν και βαραίνουν τη ζωή των ανθρώπων. Αποφάσισε να σηκωθεί. Μάζεψε όλη του τη δύναμη και στάθηκε στα πόδια του, που τον οδήγησαν στο νιπτήρα. Μπόλικο νερό στο πρόσωπο, ένα βιαστικό κοίταγμα στον καθρέφτη... Πως ήταν έτσι, θε μου, ανατσουτσουριασμένος, με τα μαλλιά κάγκελο, μια κατακόκκινη μύτη απ' το πατίκωμα -τόση ώρα μπρούμυτα- και το δέρμα του προσώπου σα χαρακωμένο; Τρόμαξε κι έψαξε γρήγορα για το χαμόγελό του. Μια δυο, προσπάθεια στην προσπάθεια, η στραβή γκριμάτσα κάπως πήγαινε προς χαμόγελο επιτέλους!

Σήκωσε τον κορμό και τέντωσε τα χέρια στην έκταση, μετά ανάταση κι έκταση ξανά, σπρώχνοντας τις πλάτες προς τα πίσω. Αν κατάφερνε να βγάλει και τον αναστεναγμό που τον έπνιγε θά 'νοιωθε σίγουρα καλύτερα. Ξανά νερό στο πρόσωπο, ήθελε κούρεμα το μαλλί, τώρα το πρόσεξε, να μια καλή ιδέα! Θα πήγαινε να κουρευτεί. Εστρωσε τα ρούχα του πάνω στο κορμί του, καλύτερα νά 'βγαζε το σακκάκι, παραήταν τσαλακωμένο. Στο σάκκο του είχε ένα παλιό μπουφάν. Το φόρεσε και βγήκε σφυρίζοντας απ' το δωμάτιο. Αφησε το κλειδί στη ρεσεψιόν κι άρχισε ν' απομακρύνεται απ' το ξενοδοχείο. Περπατούσε αρκετή ώρα κάτω απ' τα δέντρα του πάρκου της περιοχής, όταν κατάλαβε κι ο ίδιος πως εξακολουθούσε να σφυρίζει...

_________________
ΣΗΜ. Γράφτηκε στις 25/11/2002 και αναρτήθηκε 1η φορά στον
Ιστρο

5 Ιουν 2006

ΤΟ ΣΙΔΕΡΟΣΚΟΥΛΗΚΟ



(παραμύθι - σχέδιο για σενάριο ή θεατρικό έργο)

Εχετε διαβάσει σίγουρα κάποιες ιστορίες, όπου κάποια κοπέλλα ή νεαρός φοράει σιδερένια παπούτσια και παίρνει δρόμο και φτάνει να λιώνει ίσαμε και τρία ζευγάρια απ' αυτά. Τώρα, πώς γίνεται να λιώνουν τα σιδερένια παπούτσια, είναι μια άλλη ιστορία που θα την πούμε εδώ πέρα.

Για όλα φταίει το σιδεροσκούληκο. Το σιδεροσκούληκο είναι ένα φοβερό σκουλήκι τόσο δα μικρό. Μια σταλιά κι όμως κάνει τόσο μεγάλη ζημιά. Χώνεται που λέτε μέσα στο σίδερο και το μασάει αργά αργά -δε βιάζεται καθόλου- το σίδερο δε μπορεί ν' αντισταθεί και φεύγει. Ξεκολλάει φλούδες φλούδες, σα να ξεφλουδίζεται δηλαδή. Λεπταίνει το πάχος του, αδυνατίζει και στο τέλος τρυπάει και πάει... λιώνει κανονικά.

Μια φορά ήταν ένας άρχοντας πλούσιος και τρομερός. Είχε στην κατοχή του πολλά χτήματα και δάση και ολόκληρα βουνά. Είχε και μια λίμνη κι ένα κομμάτι θάλασσα και δυο πανέμορφα ποτάμια πότιζαν με το νερό τους τα λιβάδια του. Οι χωρικοί όμως που ζούσαν κάτω απ' τις διαταγές του ήταν πολύ στενοχωρημένοι επειδή ο άρχοντας είχε μια καρδιά πολύ σκληρή, από σίδερο ήταν φτιαγμένη.

Το μόνο που τον ένοιαζε ήταν να κοιτάζει τους λογαριασμούς του. Καθόταν απ' το πρωί ως το βράδυ και μελετούσε λογαριασμούς. Πόσο μεγάλο ήταν κάθε χωράφι και πόσο καρπό έπρεπε να παράγει, τίποτ' άλλο δεν τον ενδιέφερε. Και ζητούσε απο τους χωρικούς να παραδίνουν το σωστό καρπό -σύμφωνα με τους λογαριασμούς του σωστό βέβαια- χωρίς να λαβαίνει υπ' όψη του τις καιρικές συνθήκες, το κουρασμένο χώμα που δεν άντεχε απανωτές σπορές, τις ακρίδες που κατά καιρούς έπεφταν στο βιος του. Οποιος δεν έφερνε τη "σωστή" ποσότητα καρπού έπρεπε να φάει σαράντα βουρδουλιές στην κατακαημένη του πλάτη και να κόψει απ' το φαγητό της οικογένειάς του μια μερίδα την ημέρα.

Οι χωρικοί είχαν απελπιστεί, πεινούσαν κι αυτοί και τα παιδιά τους, τα ρούχα τους είχαν γίνει κουρέλια. Ν' αντισταθούν στον άρχοντα δεν υπήρχε ελπίδα επειδή είχε ένα φοβερό στρατό με στρατιώτες που ήταν εξοπλισμένοι σαν αστακοί. Το στρατό του τον πρόσεχε πολύ ο άρχοντας. Αστραφταν οι φορεσιές απο πάστρα, καλογυαλισμένα κουμπιά στις στολές και τα ολοκαίνουργια όπλα των στρατιωτών ήταν τελευταίας τεχνολογίας και καλολαδωμένα. Βέλη και φαρέτρες και ασπίδες, όλα εξαιρετικά, φερμένα απο τη Βενετιά. Οι πανοπλίες απο το Τολέδο καθώς και τα σπαθιά και τα κοντομάνικα μαχαίρια.

Που να κουνηθούν οι χωρικοί... Εβλεπαν τα παιδιά τους να ξενητεύονται μόλις πατούσαν τα δεκάξι και σιγόκλαιγαν οι μανάδες κι οι πατεράδες, που αναγκαστικά έμεναν πίσω. Είδε ο άρχοντας πως έφευγε σιγά σιγά ο λαός του κι αντί να κάτσει να σκεφτεί το γιατί, έβγαλε μια διαταγή να κλείσουν τα σύνορα. Μόνο θα έμπαιναν στη χώρα του, κανείς δεν επιτρεπόταν να φύγει. Ποιός όμως νά 'ρθει σ' αυτή την κακομοιριασμένη χώρα; Οπου γυρνούσε το μάτι, φτώχεια και δυστυχία. Μόνο στους στρατώνες και στον πύργο του άρχοντα υπήρχε κάτι που θα μπορούσε να ονομαστεί χαρά. Οι κουζίνες μοσχομύριζαν ψητά κρέατα και γλυκά και φαγιά καλομαγειρεμένα. Μόνο εκεί υπήρχαν όμορφα ρούχα και στολές λαμπερές. Στους δρόμους και στα χωράφια κυκλοφορούσε μια σκέτη κουρελαρία από πεινασμένους ξερακιανούς ανθρώπους που σερνόντουσαν κυριολεκτικά.

Μια μέρα όμως ξημέρωσε κι έφεξε ο τόπος. Ηρθε μια πεντάμορφη κοπέλα, που ήταν κόρη κάποιου χωρικού. Ελειπε πολύ καιρό, είχε πάει σε μια θειά της από τα πέντε της χρόνια, πεθύμησε όμως μεγαλώνοντας να δει ξανά τους δικούς της κι έτσι γύρισε στη χώρα του άρχοντα. Η μάνα της είχε πεθάνει κι ο πατέρας της δε χάρηκε καθόλου που την είδε επειδή σκέφτηκε το κακό που την περίμενε, τη φτώχεια και την πείνα. Η κοπέλα παραξενεύτηκε που ο ίδιος της ο πατερούλης έκλαιγε σφίγγοντάς τη στην αγκαλιά του και τον ερώτησε:

- Γιατί πατέρα μου κλαίς; Δε χαίρεσαι που γύρισα κοντά σου;
- Τι να χαρώ κορούλα μου; δε βλέπεις τι γίνεται εδώ πέρα; μαύρη δυστυχία μας έχει πλακώσει μ' αυτό τον άρχοντα το σκληρόκαρδο.
- Ασε πατέρα να το σκεφτώ. Εχω μια ιδέα, να δω πως μπορώ να τη βάλω σ' εφαρμογή.

Ετσι είπε η κοπέλα και, αφού έφαγε μια μπουκιά φαί, έπεσε να ξεκουραστεί, να κοιμηθεί για να σκεφτεί καλύτερα. Ετσι γίνεται συνήθως. Οταν βάζουμε μια ιδέα στο νου μας πρέπει να την "κοιμηθούμε", να κοιμηθούμε μαζί της δηλαδή, για να μπορέσει να μπει σε τάξη και το πρωί να ξυπνήσουμε μ' ένα σχέδιο ολοκληρωμένο στο μυαλό μας. Ας πούμε πως το κάνουμε με τα μαθήματά μας. Διαβάζουμε το βράδυ και κοιμόμαστε νωρίς μ' αυτά στο νου και το πρωί ξυπνάμε με φρέσκο μυαλό και μ’ όλα τα μαθήματα στη θέση τους κι είμαστε στο σχολείο ξεφτέρια! Ετσι κι η κοπέλα. Κοιμήθηκε νωρίς και το πρωί ξύπνησε πολύ χαρούμενη κι είπε του πατέρα της:

- Πατέρα βάλε μου να πιω λίγο γάλα και δώσε μου μια γαβάθα να την πάω στον άρχοντα.
- Μετά χαράς κόρη μου.

Εβαλε ο γέρο-πατέρας γάλα να πιεί η κόρη του, γέμισε και μια γαβάθα για τον άρχοντα. Ηπιε η κοπέλα το γάλα, ντύθηκε, στολίστηκε και ροδομάγουλη και γελαστή ξεκίνησε για τον πύργο. Οι στρατιώτες που την έβλεπαν τη χαιρετούσαν κι άνθιζε η ψυχή τους με τ' όμορφο χαμόγελό της κι ούτε που σκέφτηκε κανείς τους να τη ρωτήσει από που έρχεται και που πηγαίνει. Φτάνει που περνούσε ανάμεσά τους και τους δρόσιζε με την παρουσία της. Φτάνει κάποια στιγμή η κοπέλα στο παραπόρτι του πύργου. Εκεί στεκόταν ένας στρατιώτης άγριος μ' ένα σκύλαρο δίπλα του.

- Ποιά είσαι και τι ζητάς στον πύργο του άρχοντα;
- Μια κοπέλα είμαι και του φέρνω γάλα φρέσκο απο την προβατίνα μου.
- Καλά, άντε πέρασε!

Της απάντησε κεραυνοβολημένος κι αυτός απο το γλυκό της χαμόγελο. Μια και δυο λοιπόν, άρχισε η κοπέλα ν' ανεβαίνει τα σκαλιά μέχρι πού 'φτασε στην κάμαρη του πύργου, όπου καθόταν ο άρχοντας τριγυρισμένος απ' τους λογαριασμούς του. Χαρτιά και χαρτάκια ένα γύρω κι αυτός στη μέση να λογαριάζει ξανά και ξανά. Η κοπέλα χτύπησε την πόρτα. Τακ-τακ-τακ. Σήκωσε ο άρχοντας ξαφνιασμένος το κεφάλι του, την κοίταξε και τη ρώτησε:

- Ποιά είσαι και τι θέλεις εσύ εδώ πέρα;
- Είμαι μια κόρη που γύρισα απ' την ξενητειά κι έφερα φρέσκο γάλα να το πιεί η αφεντιά σου να συχωρνάει τη μανούλα μου την αποθαμένη.
- Αντε, φέρτο να το πιώ. Μμμμ καιρό έχω να πιώ τόσο νόστιμο γάλα!

Είπε ο άρχοντας κι άδειασε τη γαβάθα μονορούφι. Του άρεσε τόσο πολύ και το γάλα μα και η χαριτωμένη και χαμογελαστή κοπέλα, που ζήτησε να του ξαναφέρει γάλα και το επόμενο πρωί. Εφυγε πετώντας η κόρη του χωρικού και γύρισε στο ταπεινό καλυβάκι της. Ελουσε τα λαμπερά μαλλάκια της που χρύσιζαν στον ήλιο κι άρχισε το τραγούδι. Την άκουσε ο γερο-πατέρας γυρίζοντας απ’ το χωράφι και τη ρώτησε:

- Τι τραγουδάς κορούλα μου; Τραγουδάς τη μιζέρια μας; Τραγουδάς τη φτώχεια και την κακομοιριά μας;
- Οχι, πατερούλη μου. Τραγουδάω όλα τα καλά του κόσμου που θά 'ρθουν στο φτωχικό μας. Τραγουδάω όλα τα καλά το κόσμου που θά 'ρθουν στη χώρα μας, σε όλους τους ανθρώπους, σ' όλες τις οικογένειες.

Πάει, τρελλάθηκε το κοριτσάκι μου, σκέφτηκ' ο γέρο-χωρικός και φοβήθηκε να της ξαναμιλήσει. Ετσι είναι. Αμα δούμε κάποιον που διαφέρει κάπως από μας, φοβόμαστε. Αμα κάποιος λέει τα πράγματα διαφορετικά από μας, αντί να προσπαθήσουμε να τον καταλάβουμε, φοβόμαστε και πάλι. Ετσι είμαστε εμείς οι άνθρωποι. Από την άλλη μεριά πάλι, θέλουμε να μας καταλαβαίνουν όλοι χωρίς να τους εξηγούμε τα δικά μας λόγια. Μυστήρια η ψυχή κι ο νους του ανθρώπου. Ετσι είναι όμως και μονάχα αν θέλουμε εμείς οι ίδιοι μπορεί ν' αλλάξει κάποτε αυτό.

Η κοπέλα δεν είχε τρελλαθεί, καθόλου μάλιστα. Είχε το σχέδιό της. Για να φτάσει απ' τη μακρινή χώρα της θειάς της είχε λιώσει δυο ζευγάρια σιδερένια παπούτσια. Σκέφτηκε λοιπόν να βάλει ένα σιδεροσκούληκο μέσα στο γάλα που έπινε ο άρχοντας για να λιώσει σιγά σιγά το σίδερο που κρατούσε φυλακισμένη την καρδιά του. Απλό πράγμα και πως δεν τό 'χε σκεφτεί κανείς μέχρι τότε;

Συνέχισε να του πηγαίνει μια γαβάθα γάλα κάθε πρωί κι ο άρχοντας τό 'πινε με μεγάλη ευχαρίστηση. Πέρασαν ενας μήνας, δυο μήνες, στους τρείς μήνες απάνω, ο άρχοντας είπε ν' αφήσει για λίγο τους λογαριασμούς του και να κάνει μια βόλτα με τ' άλογο στα χωράφια του. Εκεί είδε χωρικούς αδύνατους να σέρνουν με κόπο τα εργαλεία για να σκάψουν και να σπείρουν. Είδε κουρελισμένα ρούχα και καπέλα ξεσκισμένα. Είδε χωράφια αραιοφυτεμένα σαν του σπανού τα γένια. Ξέρετε πώς είναι του σπανού τα γένια, ε; Μια τρίχα φυτρώνει εδώ κι η άλλη δυο δάχτυλα πιο πέρα. Ετσι και τα χωράφια απ' το πολύ δούλεμα. Ενα φυτό εδώ και τ' άλλο ένα μέτρο παρα πέρα. Ετσι ακριβώς που σας το λέω.
Απόρησε ο άρχοντας, πήγε κοντά σ' ένα γεροντάκο και τον ερώτησε:

- Τι συμβαίνει γέρο μου στα χωράφια μου; Και γιατί οι άνθρωποι είναι τόσο συφοριασμένοι; Επεσε λιμός και δε μού 'πατε τίποτα; Γιατί;
- Τι να σου πω άρχοντά μου! Δε συμβαίνει κάτι που να μη το ξέρεις. Τόσες φορές ερχόμαστε στον πύργο σου και σου λέμε κάθε φορά τι γίνεται κι εσύ, χωμένος στους λογαριασμούς σου, ούτε μας δίνεις σημασία, μόνο όλο ζητάς και ζητάς...

Ο γέρο-χωρικός αυτός μίλησε έτσι θαρρετά επειδή ήταν πολύ γέρος και δεν είχε τι να φοβηθεί. Ετσι κι αλλοιώς ο θάνατος τον περίμενε, όπου νά 'ναι θ' άφηνε το μάταιο τούτο κόσμο για να πάει στον άλλο, χωρίς τη μεσολάβηση κανενός, ούτε και του άρχοντα. Προχώρησε ο άρχοντας να πάει παρακάτω να δει κι άλλα, να δει τι συμβαίνει στη χώρα του. Πήγε προς τα βοσκοτόπια. Κάπου εκεί κοντά ήταν κι η κοπέλα που είχε έρθει να ταΐσει τα προβατάκια της. Μόλις τη βλέπει ο άρχοντας πάει προς το μέρος της και της λέει:

- Τα ήξερες όλα ετούτα που συμβαίνουν στη χώρα μου; Γιατί δε μού 'πες τίποτα;
- Τι να σου πω άρχοντά μου; Τόσα χρόνια σου λένε και σου λένε, μα εσύ το νου σου στις τιμωρίες και στα όπλα τον είχες. Εδώ οι άνθρωποι πεινάνε, η γη έχει αγριέψει και ζητάει να ξεκουραστεί λιγάκι. Δες το και μόνος σου. Μαύρη φτώχεια και δυστυχία βασιλεύει κι η εξουσία σου χωρίς γη και υπηκόους τι θα γίνει; Θα σβήσει.

Η κοπέλα μίλησε έτσι επειδή κατάλαβε πως το σιδεροσκούληκο είχε κάνει τη δουλειά του στην καρδιά του άρχοντα. Αμα σ' ένα χρόνο τρώει ένα ζευγάρι σιδερένια παπούτσια, δε θα φάει το σίδερο της καρδιάς πάνω στο τρίμηνο; Τι λέτε κι εσείς, ε; Δε φοβότανε λοιπόν μη την τιμωρήσει ο άρχοντας και μίλησε κι αυτή θαρρετά σαν το γέρο-χωρικό αλλά γι άλλο λόγο. Ο άρχοντας την έβαλε πάνω στ' άλογό του και κίνησαν να δούνε όλα όσα συνέβαιναν στη χώρα του. Οσο προχωρούσε, τόσο το χαμόγελο έσβηνε απ' τα χείλη του μέχρι που έγινε σκυθρωπός και φτάνοντας στον πύργο έβαλε τα κλάμματα στον ώμο της κοπέλας, λέγοντάς της:

- Αχ! Τι ανόητος που ήμουνα, θα με συχωρέσεις ποτέ; Ντρέπομαι που το λέω αλλά δεν τολμώ ν' αντικρύσω το πρόσωπό σου, φοβάμαι να σου ζητήσω να μου ξαναχαμογελάσεις. Αναρωτιέμαι αν υπάρχει γιατρειά για όλο αυτό το κακό...
- Και βέβαια υπάρχει γιατρειά άρχοντά μου! Μη στενοχωριέσαι και όλα θα γίνουν όμορφα, όπως πριν απο χρόνια. Πάμε στην κάμαρή σου να σου εξηγήσω.

Πήγαν στην κάμαρη κι εκεί η κοπέλα μάζεψε όλους τους λογαριασμούς και τους έριξε στη φωτιά. Πήγε μετά στην κουζίνα και παράγγειλε ένα ζεστό ρόφημα για να πιούνε με τον άρχοντα. Οταν ήρθε το ρόφημα, πίνοντας γουλιά γουλιά του διηγήθηκε την ιστορία της γης, που θέλει που και που να ξεκουράζεται, του διηγήθηκε την ιστορία του ανθρώπου, που ζητάει που και που τη χαρά για να ζεσταίνει την ψυχούλα του. Ετσι είν' ο άνθρωπος. Μπορεί να ζεί χωρίς ψωμί άμα βρίσκει λίγη χαρά, αλλά χωρίς ψωμί και χωρίς χαρά η ζωή του περνάει γρήγορα και φεύγει και δεν ξανάρχεται. Του διηγήθηκε την ιστορία του χαμόγελου που ανθίζει σε χείλη που δεν έχουν μαραθεί απ' τη στέρηση και τη στενοχώρια κι άλλες πολλές ιστορίες. Ο άρχοντας απόρησε:

- Πως όμως εσύ κοπέλα μου ήσουνα χαμογελαστή;
- Ημουνα χαμογελαστή άρχοντά μου, επειδή είχα χρόνια να δώ τον πατέρα μου και τον είδα. Ημουνα χαμογελαστή γιατί είχα ενα καλό σκοπό στη ζωή μου, να σώσω εσένα και τη χώρα μας από το κακό.

Εκεί απάνω του διηγήθηκε και την ιστορία με το σιδεροσκούληκο. Ο άρχοντας έβαλε τα γέλια και στρώθηκε στη δουλειά. Φώναξε και τού 'φεραν ένα μεγάλο κομμάτι χαρτί, όπου έγραψε καινούργιο νόμο για να είναι πάντα η χώρα του ευτυχισμένη. Ενα Νόμο για την ξεκούραση της γης, ένα Νόμο για τη χαρά των ανθρώπων, ένα Νόμο για το στρατό του -να είναι στρατός που πολεμάει μόνο τον εχθρό και όχι τους δικούς του υπηκόους δηλαδή. Στο τέλος έβαλε την υπογραφή του και από κάτω έγραψε να είναι η κοπέλα αυτή -που τη λέγαν Αβρακόμη- η πρώτη συμβουλατόρισσά του και άμα πεθάνει να γίνει κληρονόμος της περιουσίας του.

Η Αβρακόμη δεν συμφώνησε με τον τελευταίο όρο και σα συμβουλατόρισσα που ήταν τον άλλαξε κι έβαλε τον άρχοντα να γράψει πως, μετά το θάνατό του, κληρονόμοι θα ήταν όλοι οι κάτοικοι της χώρας του. Ετσι κι έγινε. Οταν πέθανε ο άρχοντας γίνηκαν μεγάλα γλέντια μετά την κηδεία του. Εμεινε στην ιστορία της χώρας ως "ο άρχοντας καλόκαρδος" του έστησαν κι ένα ψηλό άγαλμα, όπου ήταν καβάλα στ' άλογο και ζήσανε αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα.

3 Ιουν 2006

ΤΟ ΤΑΛΗΡΑΚΙ



Εσφιγγε το ταληράκι στη χούφτα του, η τσέπη του είχε μιά τρυπούλα, το ταληράκι θα ξέφευγε κι αλλοίμονό του. Δε μπορούσε να γελάσει τη μάνα. Μέσ' στο μυαλουδάκι του έκανε συνέχεια το λογαριασμό, κι όσο πληθαίναν οι πονετικοί περαστικοί, τόσο μπερδευότανε με τα νούμερα. Πότε πιά θά 'ρθει η μάνα, να της δώσει τον παρά και να γυρίσουνε στο καλυβάκι; Κουράστηκε να λογαριάζει, πεινούσε κιόλας. Στο πόστο του κολλημένο τ' αγοράκι, το πεντάχρονο. Να μην του το πάρει κανένα ξένο παιδί, κανένα Αλβανάκι. Αυτός είναι Ελληνόπουλο, καμάρι του.

Γράμματα θα μάθαινε του χρόνου, μα τα λεφτά τά 'ξερε καλά. Το κατοστάρικο το κόκκινο, το χάρτινο, και το χρυσό το κατοστάρι, το πενηντάρι πού 'τανε πιό μουντό, το εικοσάρικο, το δεκάρικο και το ταληράκι, που τ' αγάπαγε πιότερο γιατί ήτανε κι αυτό μικρό - μικρό κι είχε πέντε δραχμούλες, όσα τα χρονάκια του.
Ολο σκούπιζε τη μύξα με την παλάμη ανάστροφη, πριν την απλώσει για το ζήτα - ζήτα: «Δώσε, καλέ κυρία, στ' ορφανό» και «Δώσε, χτες ήρθαμ' απ' τον Πόντον» και «Δώσε καλέ, να συχωρεθούν τα πεθαμένα». Τα δυό πρώτα τα καταλάβαινε, το τρίτο που τού 'μαθε προχτές η μάνα κι ήτανε σα θαυματουργό για τις γριές, που σαν τ' άκουγαν άνοιγαν στα γλήγορα τις πορτοφόλες τους, δε μπορούσε να το νιώσει: «Και πώς να συχωρεθούνε, αφού είναι πιά πεθαμένα; Ή μήπως δεν είχαν ακόμα καλοπεθάνει;» σκεφτόταν άμα τού 'μενε καιρός.

Περνάγανε τ' αυτοκίνητα σα σίφουνες, παρακάτω στο φανάρι την είχανε στημένη κάτι μεγαλύτερα αλάνια και καθάριζαν τις τζαμαρίες μπροστά στον οδηγό. Αμα κράταγε το φανάρι, καλά. Αμα όμως έλαμπε το πράσινο, πήγαινε τζάμπα το καθάρισμα. Πάντως ήτανε καλύτερο πόστο απ' το δικό του, μα η μάνα δεν τον άφηνε γιατί ήτανε, λέει, μικρός και μπορούσανε να τον πατήσουνε τ' αυτοκίνητα. «Και πώς να με πατήσουνε, σάματις έχουνε πόδια, ή μήπως ξετρυπάνε και βγαίνουν από κάτω τίποτε θεόρατες πατούσες, άμα κυαλάρουν κανα μικρό παιδάκι;» Τέτοια σκεφτότανε κι η ώρα περνούσε, κι η λόρδα έκοβε τ' αντεράκι του, κι η μύξα έτρεχε καθώς έτρεχαν και τα ποδαράκια του πέρα - δώθε, κι άρπαζαν τα χεράκια παρακαλετά τό 'να τ' άλλο κι ενώνονταν σ' ένα σύμπλεγμα σπαραχτικής ικεσίας: «Δώσε, καλέ κυρία, στ' ορφανό» και πάλι «Δώσε....» και «Δώσε....»

Επιασε ντάλα μεσημέρι και το κεφαλάκι του έβραζε κάτω απ' τ' άλουστα σγουρά του, ξεκίνησε κι η δίψα ντουέττο με την πείνα και πάνω που φάνηκε το δάκρυ να πλησιάζει τη μύξα, φάνηκε κι η μάνα στην απέναντι γωνία. Λαχτάρησε η ψυχούλα του, «Μάνα» φώναξε, «στο φύλαξα το ταληράκι!» κι έτρεξε πετώντας να την ανταμώσει.

Τ' αλάνια στο φανάρι παραμέρισαν μπροστά στην πράσινη λάμψη, κάτι ακούστηκε να στριγγλίζει, η μάνα ήταν ή τα φρένα του ταξιτζή, κανείς δεν το πρόσεξε. Μέσ' στη φούρια και στο ξαφνικό, ένα περιστεράκι πέταξε μαζί με την ψυχούλα, που συνέχισε να φτερουγίζει με λαχτάρα αφήνοντας το κορμάκι νεκρό, στην άσφαλτο, να κρατάει σφιχτά στη χουφτίτσα του το ταληράκι.

___________________
ΣΗΜ. Το διήγημα πρωτοαναρτήθηκε πριν μερικά χρόνια στον Ιστρο

1 Ιουν 2006

O KAΠΝΙΣΤΗΣ

Στο ένα χέρι μου κρατώ
ένα ποτήρι με ποτό,
με τ' άλλο χέρι μου θα πάρω
απ' το πακέττο ένα τσιγάρο...

Και θα καπνίζω, θα καπνίζω, θα καπνίζω,
με συννεφάκια το ταβάνι θα γεμίζω...

***

Στο χέρι μου τ' αριστερό
το δαχτυλίδι μου φορώ,
με το δεξί μου το χεράκι
κρατάω ένα τσιγαράκι...

Και δαχτυλίδια, δαχτυλίδια, δαχτυλίδια,
με τον καπνό μου κάνω όμορφα στολίδια...

***

Στο χέρι μου τ' αριστερό
μού 'χουν σφηνώσει τον ορρό
και το δεξί μου το χεράκι
ψάχνει για ένα τσιγαράκι...

Για να φουμάρω, να φουμάρω, να φουμάρω,
να φύγει η ώρα, περιμένοντας το Χάρο...

***

Στου Παραδείσου την αυλή
λαλεί γλυκόλαλο πουλί,
κι οι κολασμένοι, πάρα κάτω,
στης πίσσας κολυμπούν τον πάτο...

Στο καπνιστήριο θα μπω πού 'ναι στη μέση,
για να καπνίζω το τσιγάρο που μ' αρέσει...



05-11-94/10:25
διασκευή: 25/01/2005/20:03

_________________
ΣΗΜ. ακουστε το εδώ: